Όριο Πίστεως


ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ

ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ - Η Α­ΛΗ­ΘΕΙΑ Α’ - π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου



Θέ­μα­τα Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως ἀ­πό τό βι­βλί­ο «Η ΟΡ­ΘΟ­ΔΟ­ΞΙΑ ΜΑΣ», τοῦ ἀ­ει­μνή­στου π. Ἀν­τω­νί­ου Ἀ­λε­βι­ζό­που­λου συγ­χρό­νου ὁ­μο­λο­γη­τοῦ, ἱ­δρυ­τοῦ τῆς ἀν­τι­αι­ρε­τι­κῆς ἄ­μυ­νας τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας, πού ἀ­πο­τε­λεῖ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη δογ­μα­τι­κή ἀν­τι­αι­ρε­τι­κή ἀ­σπί­δα.

Ἡ γνώ­ση τῆς ἀ­κρι­βοῦς Ὀρ­θο­δό­ξου Πί­στε­ως εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση γιά τήν κα­τάρ­τι­ση τῶν στε­λε­χῶν τοῦ ἀν­τι­αι­ρε­τι­κοῦ ἔρ­γου καί γιά τήν σί­γου­ρη καί ἔγ­κυ­ρη βο­ή­θεια στά θύ­μα­τα καί τούς συγ­γε­νεῖς τους.


1. Η Α­ΛΗ­ΘΕΙΑ Α’


Ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­να­ζη­τοῦ­σε πάν­το­τε τήν ὑ­περ­βα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μέ σκο­πό νά βρεῖ ἀ­πάν­τη­ση στά με­γά­λα προ­βλή­μα­τα πού ἀ­να­φέ­ρον­ται στό μυ­στή­ριο τοῦ κό­σμου καί τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης. Ἀ­να­ζη­τοῦ­σε τήν «ἀ­λή­θεια».

Ὅ­μως τό θέ­μα αὐ­τό δέν τί­θε­ται πάν­το­τε μέ τόν ἴ­διο τρό­πο. Ἔ­τσι καί οἱ ἀ­παν­τή­σεις πού δί­δον­ται καί οἱ συ­νέ­πει­ές τους γιά τή ζω­ή τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι κά­θε φο­ρά δι­α­φο­ρε­τι­κές. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εἶ­ναι σ’ αὐ­τό τό ση­μεῖ­ο ἡ πε­ρί­πτω­ση τοῦ Πον­τί­ου Πι­λά­του: Ρώ­τη­σε τόν Χρι­στό, ἄν ἦ­ταν βα­σι­λιάς καί ὁ Κύ­ριος τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: «Γι’ αὐ­τό γεν­νή­θη­κα καί γι’ αὐ­τό ἦλ­θα στόν κό­σμο, γιά νά μαρ­τυ­ρή­σω τήν ἀ­λή­θεια. Ὅ­ποι­ος εἶ­ναι ἀ­πό τήν ἀ­λή­θεια, ἀ­κού­ει τή φω­νή μου» (Ἰω.ιη'37). Τό­τε ὁ Πι­λά­τος τόν ρώ­τη­σε: «Τί εἶ­ναι ἀ­λή­θεια;» (Ἰ­ω.ι­η­'­38).

Κα­τά τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ Πι­λά­του ἡ ἀ­λή­θεια πρέ­πει νά εἶ­ναι κά­ποι­α ἰ­δέ­α, κά­ποι­α ἔν­νοι­α καί ἔ­τσι μπο­ροῦ­με νά ρω­τή­σου­με: «τί εἶ­ναι ἀ­λή­θεια». Σ’ αὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τή βά­ση ἐ­κι­νοῦν­το καί οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες φι­λό­σο­φοι· ζη­τοῦ­σαν τήν ἀ­λή­θεια τοῦ «τί»! Δέν εἶ­ναι ὅ­μως ὁ δρό­μος αὐ­τός ἡ προ­σφο­ρά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Για­τί, σύμ­φω­να μέ τή χρι­στι­α­νι­κή πί­στη, ἡ ἀ­λή­θεια δέν εἶ­ναι «κά­τι», ἀλ­λά «κά­ποι­ος».



α) Ἡ ἀ­λή­θεια τοῦ «ποι­ός»

Κα­τά τή χρι­στι­α­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι πρό­σω­πο, ὄ­χι «πρᾶγ­μα». Ὁ Πι­λᾶ­τος δέν ἔ­θε­σε σ’ αὐ­τή τή βά­ση τό θέ­μα καί δέν πῆ­ρε ἀ­πάν­τη­ση στό ἐ­ρώ­τη­μά του· ἴ­σως καί νά μήν πε­ρί­με­νε καμ­μί­α ἀ­πάν­τη­ση!

Ἀλ­λά ὁ Χρι­στός σέ ἄλ­λη πε­ρί­πτω­ση εἶ­πε στούς μα­θη­τές του πώς με­τα­βαί­νει στόν Πα­τέ­ρα καί θά ξα­νάρ­θει νά τούς πα­ρα­λά­βει, γιά νά τούς ὁ­δη­γή­σει ἐ­κεῖ, καί νά εἶ­ναι πλέ­ον ὅ­λοι μα­ζί Του. «Γνω­ρί­ζε­τε ποῦ πη­γαί­νω», τούς εἶ­πε, «καί γνω­ρί­ζε­τε καί τό δρό­μο» (Ἰ­ω.ι­δ'3-4). Τό­τε τοῦ λέ­ει ὁ Θω­μάς: «Κύ­ρι­ε, δέν ξέ­ρου­με ποῦ πη­γαί­νεις καί πῶς μπο­ροῦ­με νά ξέ­ρου­με τό δρό­μο;­»· λέ­ει σ’ αὐ­τόν ὁ Χρι­στός: «Ἐ­γώ εἶ­μαι ἡ ὁ­δός καί ἡ ἀ­λή­θεια καί ἡ ζω­ή, κα­νείς δέν ἔρ­χε­ται πρός τόν Πα­τέ­ρα πα­ρά δι’ ἐ­μοῦ. Ἐ­άν μέ γνω­ρί­ζα­τε, θά γνω­ρί­ζα­τε καί τόν Πα­τέ­ρα μου. Ἀ­πό τώ­ρα τόν γνω­ρί­ζε­τε καί τόν ἔ­χε­τε δεῖ» (Ἰ­ω­αν.ι­δ'4-8).

Τό­τε τοῦ λέ­ει ὁ Φί­λιπ­πος: «Κύ­ρι­ε, δεῖ­ξε μας τόν Πα­τέ­ρα καί μᾶς ἀρ­κεῖ». Τοῦ ἀ­παν­τά­ει ὁ Χρι­στός: «Τό­σο χρό­νο εἶ­μαι μα­ζί σας καί δέν μέ γνώ­ρι­σες, Φί­λιπ­πε; ὅ­ποι­ος μέ ἔ­χει δεῖ, εἶ­δε τόν Πα­τέ­ρα· και πῶς λές ἐ­σύ, δεῖ­ξε μας τόν Πα­τέ­ρα;» (Ἰ­ω.ι­δ'8-9).

Ἡ ἀ­πάν­τη­ση αὐ­τή τοῦ Χρι­στοῦ ἀ­πο­δει­κνύ­ει, πῶς πρέ­πει νά δι­α­τυ­πω­θεῖ ἡ ὀρ­θή ἐ­ρώ­τη­ση γιά τήν ἀ­λή­θεια: «Ποι­ός εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια;­». Μέ ἄλ­λα λό­για ἡ ἀ­λή­θεια καί ἡ γνώ­ση τῆς ἀ­λή­θειας δέν ἀ­πο­τε­λεῖ ὑ­πό­θε­ση τῆς δι­ά­νοι­ας τοῦ ἀν­θρώ­που καί νο­η­σι­αρ­χι­κή δι­α­δι­κα­σί­α, ἀλ­λά κοι­νω­νί­α με­τα­ξύ προ­σώ­πων.

Στό πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ ὁ ἄν­θρω­πος βρί­σκει τό «δρό­μο», γιά νά «γνω­ρί­σει τήν ἀ­λή­θεια», δη­λα­δή νά ἔλ­θει σέ κοι­νω­νί­α με­τά τοῦ Θε­αν­θρώ­που, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να καί κοι­νω­νί­α μέ τόν Πα­τέ­ρα, πού εἶ­ναι αἰ­ώ­νια ζω­ή.

Ἡ ἀ­λή­θεια τοῦ «ποι­ός» εἶ­ναι ὁ ἔν­σαρ­κος Λό­γος (Ἰ­ω.α­'­14) πού πρέ­πει νά «γνω­ρί­σου­με», γιά νά ἔ­χου­με ζω­ή (Ἰ­ω.στ'­47.ι­'­27-28.Α­'­Ἰ­ω.ε' 13). Μό­νο ὁ Χρι­στός μπο­ρεῖ νά ὁ­δη­γή­σει τόν ἄν­θρω­πο στόν οὐ­ρά­νιο Πα­τέ­ρα, γιά νά τόν κά­νει μέ­το­χο τῆς ζω­ῆς (Λουκ.γ΄22.Ἰ­ω.α­'­12.ι­δ'6)· «ἡ χά­ρις καί ἡ ἀ­λή­θεια ἦλ­θαν διά Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ» (Ἰ­ω.α­'­17).

Αὐ­τή ἡ το­πο­θέ­τη­ση τῆς ἁ­γί­ας Γρα­φῆς ἀ­πο­δει­κνύ­ει τή δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα στή χρι­στι­α­νι­κή καί στή δι­α­νο­η­τι­κή ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς ἀ­λή­θειας. Ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος προ­σπα­θή­σει νά γνω­ρί­σει δι­α­νο­η­τι­κά τήν ἀ­λή­θεια, στη­ρι­ζό­με­νος μό­νο στή δύ­να­μη τοῦ νοῦ, ὁ­δη­γεῖ­ται στό ἴ­διο λά­θος τῆς ἐ­πι­στή­μης μέ τήν αἰ­τι­ο­κρα­τί­α της καί τοῦ παν­θε­ϊ­σμοῦ μέ τήν ταύ­τι­ση τοῦ Θε­οῦ καί τοῦ κο­σμου· στην ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς ἀ­λή­θειας τοῦ «τί». Ἀν­τί­θε­τα ὁ χρι­στια­νός ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γιά τήν ἀ­λή­θεια τοῦ «ποι­ός», ἡ ὁ­ποί­α ὅ­μως γνω­ρί­ζε­ται μό­νο μέ τήν «κοι­νω­νί­α», πού εἶ­ναι δῶ­ρο τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.



β) Σω­τή­ρια ἀ­λή­θεια

Ἡ δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα στήν ἀ­λή­θεια τοῦ «τί» καί στήν ἀ­λή­θεια τοῦ «ποι­ός» εἶ­ναι βα­σι­κή, για­τί ἐ­δῶ δέν πρό­κει­ται γιά θε­ω­ρη­τι­κή ἔν­νοι­α ἀλ­λά γιά τό μυ­στή­ριο τῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που.

Ἡ ἀ­λή­θεια τῶν φι­λο­σό­φων, δη­λα­δή ἡ ἀ­λή­θεια τοῦ «τί», δέν σῴ­ζει τόν ἄν­θρω­πο, για­τί ὁ «θε­ός» τῶν φι­λο­σό­φων εἶ­ναι ἀ­πρό­σω­πος καί ἑ­πο­μέ­νως δέν ἔρ­χε­ται σέ προ­σω­πι­κή κοι­νω­νί­α μέ τόν ἄν­θρω­πο. Τό ἴ­διο συμ­βαί­νει καί μέ τό θε­ό τῶν Ἰν­δου­ι­στῶν. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ λό­γος γιά Τόν ὁ­ποῖ­ο ἡ αἵ­ρε­ση εἶ­ναι τρα­γι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Σ’ αὐ­τό τό ση­μεῖ­ο ἡ ἁ­γί­α Γρα­φή προ­ει­δο­ποι­εῖ: «ὑ­πῆρ­ξαν καί ψευ­δο­προ­φῆ­ται με­τα­ξύ τοῦ λα­οῦ, ὅ­πως καί με­τα­ξύ σας θά ὑ­πάρ­ξουν ψευ­δο­δι­δά­σκα­λοι, πού θά εἰ­σα­γά­γουν αἱ­ρέ­σεις ἀ­πώ­λειας, ἀρ­νού­με­νοι καί τόν Κύ­ριον πού τούς ἀ­γό­ρα­σε κι ἔ­τσι προ­κα­λοῦν τα­χεῖ­α ἀ­πώ­λεια» (Β' Πε­τρ.β'1).

Οἱ «αἱ­ρέ­σεις ἀ­πώ­λειας» ἀ­να­φέ­ρον­ται στά δόγ­μα­τα τῆς πί­στης· γι’ αὐ­τό καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­γω­νί­σθη­κε καί ἀ­γω­νί­ζε­ται ἐ­ναν­τί­ον τῶν αἱ­ρέ­σε­ων, πού θέ­τουν σέ κίν­δυ­νο τή σω­τη­ρί­α. Ἡ δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δι­α­κη­ρύτ­τει τή δυ­να­τό­τη­τα τῆς σω­τη­ρί­ας καί ταυ­τό­χρο­να τήν ἐ­ξα­σφα­λί­ζει. Πῶς θά ἦ­ταν ἐ­πί πα­ρα­δείγ­μα­τι δυ­να­τή ἡ σω­τη­ρί­α, δη­λα­δή ἡ πραγ­μα­τι­κή Θε­ο-κοι­νω­νί­α, πού δι­α­τη­ρεῖ τό δι­κό μας «ἐ­γώ» καί τό «Σύ» τοῦ Θε­οῦ, ἄν ἀν­τι­κα­θι­στού­σα­με τήν πί­στη στόν προ­σω­πι­κό Θε­ό μέ τήν πί­στη τῶν φι­λο­σό­φων σέ ἕ­να ἀ­πρό­σω­πο «ὑ­πέρ­τα­το ὄν» ἤ καί μέ τήν ἰν­δου­ι­στι­κη ἀν­τί­λη­ψη γιά μί­α παγ­κό­σμια ἀ­πρό­σω­πη δύ­να­μη ἤ «συ­νει­δη­τό­τη­τα»;

Μέ τήν πί­στη στήν ἀ­λή­θεια τοῦ «ποι­ός» ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, στό αἰ­ώ­νιο ἐ­ρώ­τη­μα τοῦ ἀν­θρώ­που, δί­νει ἀ­πάν­τη­ση ἱ­κα­νή νά τόν ἀ­παλ­λά­ξει ἀ­πό ἀ­δι­έ­ξο­δα καί νά τόν ὁ­δη­γή­σει στό βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα τῆς ζω­ῆς. Τό τε­λευ­ταῖ­ο στά­διο τῆς Θεί­ας ἀ­πο­κά­λυ­ψης πραγ­μα­τώ­θη­κε στό πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ καί ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος «ἐν Χρι­στῷ» μπο­ρεῖ πλέ­ον νά «γνω­ρί­σει» τήν ἀ­λή­θεια (Ἰ­ω.α­'­17).



γ) Ἀ­λή­θεια καί ζω­ή

Ἡ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ δέν ἐ­ξα­ναγ­κά­ζει κα­νέ­να καί ὁ Θε­ός δέν ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ἐ­κεῖ πού ἡ πα­ρου­σί­α Του δέν εἶ­ναι ἐ­πι­θυ­μη­τή. Ἡ χά­ρη Του δέν δί­δε­ται σ’ ὅ­ποι­ον τήν ἀ­πορ­ρί­πτει, σ’ ἐ­κεῖ­νον πού ἀ­κο­λου­θεῖ δόγ­μα­τα καί «τε­χνι­κές» αὐ­το­σω­τη­ρί­ας· ἡ χά­ρη συμ­βα­δί­ζει μέ τήν ἀ­λη­θεια· δεν ὑ­πάρ­χει ἐ­κεῖ πού ἡ ἀ­λή­θεια ἀ­πορ­ρί­πτε­ται!

Ἡ ἁ­γί­α Γρα­φή καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν κά­νει λό­γο γιά κα­νέ­να «ἀ­δογ­μά­τι­στο χρι­στι­α­νι­σμό». Κά­τι τέ­τοι­ο θά ἀ­πο­γύ­μνω­νε τήν ἠ­θι­κή ζω­ή, τό χρι­στι­α­νι­κό φρό­νη­μα ἀ­πό τίς «ρί­ζες» του, πού εἶ­ναι τά δόγ­μα­τα τῆς πί­στης μας καί θά ὁ­δη­γοῦ­σε τόν ἄν­θρω­πο σέ σύγ­χυ­ση καί ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα.

Ἀ­πό τό ἄλ­λο μέ­ρος τόν ἄν­θρω­πο δέν τόν σῴ­ζει ἡ δι­α­νο­η­τι­κή πα­ρα­δο­χή τῶν δογ­μά­των τῆς σω­τη­ρί­ας· ἡ δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια πρέ­πει νά ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται μέ τήν κα­θη­με­ρι­νή ζω­ή: «καί θά κα­τα­δι­κά­σει (ὁ Κύ­ριος) ἐ­κεί­νους πού δέν γνω­ρί­ζουν τόν Θε­όν καί δέν ὑ­πα­κού­ουν στό εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ» (Β' Θεσ.α­'8. Πρβλ.Ματθ.ε­'­19. ζ' 24.Ἰ­ακ.θ'­26).

Τά σω­τή­ρια λοι­πόν δόγ­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δέν εἶ­ναι καρ­πός δι­α­νο­η­τι­κῆς ἐ­να­σχό­λη­σης, ἀλ­λά Θεί­ας ἀ­πο­κά­λυ­ψης, σέ ἀ­να­φο­ρά μέ τήν κα­θη­με­ρι­νή ζω­ή τοῦ πι­στοῦ. Γι’ αὐ­τό καί ἡ χρι­στι­α­νι­κή πί­στη δέν μπο­ρεῖ νά ἰ­δε­ο­λο­γι­κο­ποι­η­θεῖ· εἶ­ναι κοι­νω­νί­α καί ζω­ή. Οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δέν τό­νι­ζαν ἁ­πλῶς τήν σύν­δε­ση αὐ­τῶν τῶν δύ­ο, ἀλ­λά καί τόν κίν­δυ­νο τῶν αἱ­ρέ­σε­ων:

«Ἐ­μεῖς ὅ­μως, σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, δέν πρέ­πει νά τούς ἀ­νε­χό­μα­στε, ἀλ­λά νά τούς κλεί­νου­με τ’ αὐ­τιά μας καί νά πι­στεύ­ου­με στήν ἁ­γί­α Γρα­φή. Ὅ­ταν λοι­πόν ἀ­κο­λου­θή­σου­με πι­στά, ὅ­σα εἴ­πα­με, πρέ­πει νά φρον­τί­σου­με νά ἀ­πο­θη­κεύ­ου­με στίς ψυ­χές μας τά ὑ­γι­ῆ δόγ­μα­τα καί μα­ζί μ’ αὐ­τά νά ἐ­πι­δει­κνύ­ου­με καί ἀ­κρί­βεια ζω­ῆς, ὥ­στε καί ἡ ζω­ή μας νά ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τά δόγ­μα­τα, καί τά δόγ­μα­τα νά ἀ­πο­δει­κνύ­ουν πιό ἀ­ξι­ό­πι­στη τή ζω­ή μας. Για­τί οὔ­τε ἄν ὑ­πάρ­χει σέ μᾶς ἡ ὀρ­θή δι­δα­σκα­λί­α, ἀ­δι­α­φο­ροῦ­με ὅ­μως γιά τή ζω­ή, θά ἔ­χου­με κα­νέ­να ὄ­φε­λος, οὔ­τε κι ὅ­ταν ἔ­χου­με ἐ­νά­ρε­τη ζω­ή, θά μπο­ρέ­σου­με νά κερ­δί­σου­με κά­τι χρή­σι­μο γιά τή σω­τη­ρί­α μας, ἄν ἀ­δι­α­φο­ροῦ­με γιά τά ὀρ­θά δόγ­μα­τα» (Χρυ­σό­στο­μος).



δ) Μέ­σα ἀ­πό τό γνό­φο τῆς ἀ­γνω­σί­ας

Ὁ ἄν­θρω­πος, σάν κτι­στή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μπο­ρεῖ νά ἐ­ρευ­νή­σει μό­νο τήν «κτι­στή» ἀ­λή­θεια· ὄ­χι αὐ­τό πού ὁ Θε­ός εἶ­ναι, ἀλ­λά τά κτί­σμα­τα τοῦ Θε­οῦ. Μπο­ρεῖ μ’ αὐ­τό τόν τρό­πο νά ἀ­να­κα­λύ­ψει τή «σκιά» τῆς ἀ­λή­θειας (Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος), τά «ἴ­χνη» τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ καί ὄ­χι τήν «ἄ­κτι­στη ἀ­λή­θεια». Ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἀ­πρό­σι­τος καί ἀ­κοι­νώ­νη­τος κα­τά τήν Οὐ­σί­α· προ­σι­τός ὅ­μως μέ βά­ση τίς ἐ­νέρ­γει­ες καί τή χά­ρη Του.

Ἡ σω­τή­ρια ἀ­λή­θεια δέν εἶ­ναι καρ­πός ἀν­θρώ­πι­νης προ­σπά­θειας, ἀλ­λά δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ. Ὁ ἄν­θρω­πος μέ τή σο­φί­α του δέν μπό­ρε­σε νά γνω­ρί­σει τόν Θε­ό. Γι’ αὐ­τό καί ὁ Θε­ός εὐ­δό­κη­σε νά σώ­σει τούς πι­στούς «διά τῆς μω­ρί­ας τοῦ κη­ρύγ­μα­τος» (Α­'­Κορ.α­'­19-2 1).Ἔ­τσι ὁ Θε­ός ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται στίς ψυ­χές τῶν πι­στῶν(Ματθ.ι­στ'­17.Ἰ­ω.α­'­18.Α­'­Κορ.β' 9).

Ὁ Ἰ­ώβ προ­σπά­θη­σε μέ τό λο­γι­κό του νά δι­ε­ρευ­νή­σει τά μυ­στή­ρια τοῦ Θε­οῦ χω­ρίς κα­νέ­να ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Ὅ­μως ὅ­ταν ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε, ἐν­νό­η­σε πώς μό­νος του ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νά φθά­σει ἐ­κεῖ­νο πού πο­θοῦ­σε ἡ ψυ­χή του καί αἰ­σθάν­θη­κε βα­θύ­τα­τη συν­τρι­βή: «Μέ­χρι στιγ­μῆς ἄ­κου­α γιά Σέ­να μό­νο μέ τά αὐ­τιά μου», λέ­ει στόν Θε­ό, «τώ­ρα ὅ­μως Σέ εἶ­δα μέ τά μά­τια μου. Γιά τοῦ­το ἐ­λε­ει­νο­λό­γη­σα τόν ἑ­αυ­τό μου· ἔ­λει­ω­σα ἀ­πό συν­τρι­βή, αἰ­σθά­νο­μαι πράγ­μα­τι χῶ­μα καί στά­χτη» (Ἰ­ώβ,μβ'5-6).

Ὁ Μω­ϋ­σῆς πῆ­ρε τήν ἐν­το­λή: «Κα­τέ­βα καί μί­λη­σε ἔν­το­να στό λα­ό νά ἐ­ξα­γνι­σθεῖ σή­με­ρα καί αὐ­ριο· να πλύ­νουν τά ροῦ­χα τους καί νά εἶ­ναι ἕ­τοι­μοι τήν τρί­τη ἡ­μέ­ρα, για­τί κα­τά τήν τρί­τη ἡ­μέ­ρα θά κα­τέ­βει ὁ Κύ­ριος στό ὄ­ρος Σι­νά ἐ­νώ­πιον ὅ­λου τοῦ λα­οῦ» (Ἐξ.ι­θ'­10-11). Ὁ Μω­ϋ­σῆς παίρ­νει ἀ­κό­μη ἐν­το­λή ἀ­πό τόν Θε­ό νά πα­ρα­λά­βει τόν Ἀ­α­ρών, τόν Να­δάβ, τόν Ἀθ­διούδ καί ἑ­βδο­μήν­τα πρε­σβυ­τέ­ρους καί νά πά­ει στό ὄ­ρος· ὁ λα­ός ἔ­πρε­πε νά μεί­νει στούς πρό­πο­δες (Ἐξ.κδ'1-2).

Σύμ­φω­να μέ τήν ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ, ὁ Μω­ϋ­σῆς προ­σφέ­ρει θυ­σί­α καί ραν­τί­ζει τό λα­ό μέ τό αἷ­μα τῆς θυ­σί­ας. Κα­τό­πιν ἀ­νε­βαί­νει στό ὄ­ρος μα­ζί μέ τά πρό­σω­πα πού ὅ­ρι­σε ὁ Θε­ός. Ἐ­κεῖ οἱ συ­νο­δοί τοῦ Μω­ϋ­σῆ δέν εἶ­δαν τόν Θε­ό· εἶ­δαν μό­νο «τόν τό­πο ὅ­που ἐ­στά­θη ὁ Θε­ός τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ»· καί ὁ τό­πος αὐ­τός φαι­νό­ταν «σάν νά ἦ­ταν κα­τα­σκευ­α­σμέ­νος ἀ­πό πλίν­θους σαπ­φεί­ρου καί εἶ­χε τή δια­ύγεια καί τή λάμ­ψη τοῦ κα­θα­ροῦ οὐ­ρα­νοῦ» (Ἐξ. κδ' 10).

Ὁ Μω­ϋ­σῆς ἔ­λα­βε τό­τε τήν ἐν­το­λή: «ἀ­νέ­βα πρός ἐ­μέ στήν κο­ρυ­φή τοῦ ὄ­ρους καί μεῖ­νε ἐ­κεῖ. Θά σοῦ δώ­σω τίς πέ­τρι­νες πλά­κες μέ τό νό­μο καί τίς ἐν­το­λές πού ἔ­γρα­ψα, γι΄ αὐ­τούς σάν νο­μο­θέ­της» (Ἐξ.κδ'­12). Τό­τε ὁ Μω­ϋ­σῆς πα­ρέ­λα­βε τόν Ἰ­η­σοῦ τοῦ Ναυ­ή καί ἀ­νέ­βη­καν στό ψη­λό­τε­ρο μέ­ρος τοῦ ὅ­ρους, τό ὁ­ποῖ­ο σκε­πα­ζό­ταν ἀ­πό τή νε­φέ­λη (Ἐξ.κδ'­13-15).

«Καί κα­τέ­βη­κε ἡ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ στό ὄ­ρος Σι­νά καί ἡ νε­φέ­λη τό ἐ­σκέ­πα­σε ἐ­πί ἕ­ξι ἡ­μέ­ρες. Τήν ἕ­βδο­μη ἡ­μέ­ρα ἐ­κά­λε­σε ὁ Κύ­ριος τόν Μω­ϋ­σῆ μέ­σα ἀ­πό τή νε­φέ­λη. Τό εἶ­δος τῆς δό­ξας τοῦ Κυ­ρί­ου ἦ­ταν σάν πῦρ πού βγά­ζει φλό­γες πά­νω στήν κο­ρυ­φή τοῦ ὄ­ρους, ὁ­ρα­τό ἀ­πό τούς Ἰσ­ρα­η­λῖ­τες.

Ὁ Μω­ϋ­σῆς μπῆ­κε στό μέ­σο τῆς νε­φέ­λης καί ἀ­νέ­βη­κε στό ὄ­ρος καί ἔ­μει­νε ἐ­κεῖ σα­ράν­τα ἡ­με­ρο­νύ­κτια» (Ἐξ.κδ'­16-18). «Καί ἔ­γι­ναν βρον­τές καί ἀ­στρα­πές καί νε­φέ­λη γνο­φώ­δης ἐ­πά­νω στό ὄ­ρος Σι­νά.­.. τό ὄ­ρος ἐ­κα­πνί­ζε­το ὁ­λό­κλη­ρο, για­τί πά­νω σ’ αὐ­τό εἶ­χε κα­τέ­βει ὁ Θε­ός σάν πῦρ. Ὁ κα­πνός ἀ­νέ­βαι­νε ὅ­πως ὁ κα­πνός τῆς ἀ­σβε­στο­κα­μί­νου.­.. ὁ Μω­ϋ­σῆς ρω­τοῦ­σε καί ὁ Θε­ός ἀ­πο­κρι­νό­ταν μέ φω­νή.­.­.» (Ἐξ.ι­θ'­16-19.Δευ­τερ.δ'­11-12. ε­'­22).

Μέ­σα στή νε­φέ­λη ὁ Μω­ϋ­σῆς δέν μπο­ροῦ­σε νά δι­α­κρί­νει τί­πο­τε μέ τά φυ­σι­κά του μά­τια. Δέν μπο­ροῦ­σε νά «δεῖ» τόν Θε­ό μέ τίς ἀν­θρώ­πι­νες δυ­να­τό­τη­τές του. Ὁ Μω­ϋ­σῆς κα­τα­νό­η­σε πώς ὁ Θε­ός βρί­σκε­ται «μέ­σα στό γνό­φο», στή σκο­τει­νή νε­φέ­λη (Β'­Πα­ραλ./Β'­Χρον. στ'1.Ἰ­εζ.ι­'4)· ἐ­κεῖ ἀ­ξι­ώ­θη­κε ν’ ἀ­κού­σει τή φω­νή τοῦ Θε­οῦ καί νά λά­βει τό νό­μο τῆς ζω­ῆς καί τῆς σο­φί­ας (Σοφ. Σειρ. με' 5).

Αὐ­τό πού εἶ­δε ὁ Μω­ϋ­σῆς ἦ­ταν ἡ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ καί ἡ ἐμ­πει­ρί­α του αὐ­τή δέν ἦ­ταν ἀ­πο­τέ­λε­σμα δι­κῆς του δι­α­νο­η­τι­κῆς προ­σπά­θειας ἤ καρ­πός τῆς ἄ­σκη­σης κά­ποι­ων «τε­χ


νι­κῶν», ἀλ­λά ἔρ­γο τοῦ ἴ­διου τοῦ Θε­οῦ, καρ­πός τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος στήν καρ­διά τοῦ Μω­ϋ­σῆ.

Ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος δο­θεῖ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά στόν Θε­ό καί πο­θή­σει νά συ­ναν­τή­σει Ἐ­κεῖ­νον πού


λα­χτα­ρᾶ ἡ ψυ­χή του, τό­τε, ἀ­φοῦ ὁ ἴ­διος πε­ρά­σει μέ­σα ἀ­πό τή σκο­τει­νή νε­φέ­λη τῆς ἀ­γνω­σί­ας, ὁ Θε­ός ἔρ­χε­ται σ’ αὐ­τόν, κά­νει τά πάν­τα γύ­ρω του φω­τει­νά καί τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται. «Αὐ­τός ἀ­πο­κα­λύ­πτει τά βα­θειά καί τά ἀ­πό­κρυ­φα, Αὐ­τός γνω­ρί­ζει τά ἐν σκό­τει καί τό φῶς βρί­σκε­ται σ’ Αὐ­τόν» (Δαν.β'­22)· πρέ­πει ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος νά πει­νά­σει καί νά δι­ψά­σει πραγ­μα­τι­κά γιά τόν Θε­ό (Ψαλμ. μα'/μβ'1-3).

Ἐ­κεῖ­νο πού ἀ­πο­κτᾶ πρω­ταρ­χι­κή ση­μα­σί­α στήν ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς σω­τή­ριας ἀ­λή­θειας τοῦ «ποι­ός», εἶ­ναι ἡ δί­ψα γιά τόν Θε­ό καί ἡ προ­τε­ραι­ό­τη­τα πού δί­νου­με σ’ αὐ­τό τό ζή­τη­μα. Ὅ­ποι­ος ὅ­μως ἀ­πο­κτή­σει τή «γεύ­ση» τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Θεί­ου Φω­τός, τῆς δό­ξας δη­λα­δή τοῦ Θε­οῦ, αὐ­τός θά αἰ­σθαν­θεῖ τή με­γά­λη του ἀ­δυ­να­μί­α καί ἀ­να­ξι­ό­τη­τα καί θά ἀ­να­φω­νή­σει τά λό­για του ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ὕ­μνου:

«Κύ­ρι­ε, ἡ ἐν πολ­λαῖς ἁ­μαρ­τί­αις πε­ρι­πε­σοῦ­σα γυ­νή, τήν σήν αἰ­σθο­μέ­νη θε­ό­τη­τα.­.­.­»,

«Κύ­ρι­ε, βυ­θι­σμέ­νος ὁ­λό­κλη­ρος στήν ἁ­μαρ­τί­α, αἰ­σθά­νο­μαι τή δι­κή Σου Θε­ό­τη­τα.­.­.­».

Δέν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λος τρό­πος νά γνω­ρί­σου­με τόν Θε­ό, πα­ρά μό­νο ὅ­ταν ζοῦ­με «μέ­σα σ’ Αὐ­τόν», λέ­γει κά­ποι­ος πα­τέ­ρας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ὅ­ταν ἀ­φή­σου­με τή ζω­ή μας νά τή φω­τί­σει Ἐ­κεῖ­νος: «Ἐν τῷ φω­τί σου ὀ­ψό­με­θα φῶς» (Ψαλμ.λε­'­10/λστ'9)· «ἐ­ξα­πό­στει­λε τό φῶς Σου καί τήν ἀ­λή­θεια Σου· αὐ­τά μέ ὠ­δή­γη­σαν καί μέ ἔ­φε­ραν εἰς ὄ­ρος ἅ­γιό Σου καί τά σκη­νώ­μα­τά Σου» (Ψαλμ.μβ'/μγ'3).





Share:

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ

Η φωτογραφία μου
Για την προστασία του ελληνορθόδοξου πολιτισμού της οικογενείας της νεολαίας και του πολίτη.

Translate

Από το Blogger.

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Ετικέτες

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΑΙΔ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΏΤΟΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΛΛΟΘΡΗΣΚΟΙ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΟΜΙΛΙΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΣΟΦΙΑ ΑΠOKPYΦIΣMOΣ ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΙΑ ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΛΛΑΣ ΑΡΧΙΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ ΜΥΡΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΜΑΪΔΩΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ΑNTIAIPETIKO ΣEMINAPIO ΒΙΟΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΓΙΟΓΚΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ ΕΘΝΟΦΥΛΕΤΙΣΜΟΣ ΕΙΚΟΝΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΕΚΔΡΟΜΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΕΣΩΤΕΡΙΣΜΟΣ ΕΤΕΡΟΘΡΗΣΚΟΙ ΘΕΟΣΟΦΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΙΔΡΥΜΑ ΑΓΑΠΗΣ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΡΙΔΟΛΟΓΙΑ ΙΣΛΑΜ ΙΩΑΝΝΗ ΜΗΛΙΩΝΗ Κ. ΒΑΪΟΣ ΠΡΑΝΤΖΟ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΑΣΙΛΑΚΗ ΚΩΝΣΤ. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΛΟΓΟΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΣΜΟΣ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΝΕΟΓNΩΣTIKIΣMOΣ ΝΕΟEIΔΩΛOΛATPEIA ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΒΙΝΤΕΟ ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Π. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΣΟΥΡΟΣ Π. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΠΑΤΕΡ ΙΩΣΗΦ ΒΙΓΛΙΩΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΚΟΠΙΑ ΠΙΣΤΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΜΙΛΙΩΝ ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΠΡΟΣΥΛΙΤΙΣΜΟΣ ΠΡΩΤ. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΣΟΥΡΟΣ ΡΕΦΛΕΞΟΛΟΓΙΑ ΣΑΤΑΝΙΣΜΟΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΣΚΟΠΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΧΙΣΜΑ ΤΡΙΤΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΦΥΛΟ ΧΙΛΙΑΣΤΕΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΨΕΥΔΟ-ΙΝΔΟΥΙΣΜΟΣ ΨΗΦΙΣΜΑ ΨEYΔOΠPOΦHTEΣ ΨEYTOMEΣΣIEΣ

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Προτεινόμενη ανάρτηση

Η εορτή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά προστάτου του Σωματείου μας

Παραμονή Του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά σήμερα και η τοπική Ἐκκλησία της Θεσσαλονίκης μαζί με το Σωματείο του Ορθοδόξου Μακεδονικού Παρατηρη...

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *