Θέματα Ὀρθοδόξου πίστεως ἀπό τό βιβλίο «Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ», τοῦ ἀειμνήστου π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου συγχρόνου ὁμολογητοῦ, ἱδρυτοῦ τῆς ἀντιαιρετικῆς ἄμυνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, πού ἀποτελεῖ ὁλοκληρωμένη δογματική ἀντιαιρετική ἀσπίδα.
Ἡ γνώση τῆς ἀκριβοῦς Ὀρθοδόξου Πίστεως εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν κατάρτιση τῶν στελεχῶν τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἔργου καί γιά τήν σίγουρη καί ἔγκυρη βοήθεια στά θύματα καί τούς συγγενεῖς τους.
1. Η ΑΛΗΘΕΙΑ Γ’
στ) Γνώση τῶν Θείων ἐνεργειῶν
Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά γνωρίσει ἐκεῖνο πού χαρακτηρίζει τή Θεία ὕπαρξη καί τήν ξεχωρίζει ἀπό τά κτίστα δημιουργήματα· δέν μπορεῖ δηλαδή νά γνωρίσει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Μωϋσῆς, ὁ ἁγνός δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖ: «Ἐάν λοιπόν βρῆκα χάρη ἐνώπιόν Σου, φανέρωσέ μου τόν ἑαυτό Σου καί νά πεισθῶ πώς βρῆκα χάρη ἐνώπιόν Σου καί πώς εἶναι ὁ λαός Σου τό μεγάλο αὐτό ἔθνος» (Ἐξ. λγ' 13). Ὅμως ὁ Κύριος τοῦ ἀπαντᾶ: «δέν θά μπορέσεις νά δεῖς τό πρόσωπο μου· γιατί δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ τό πρόσωπό μου καί νά ζήσει» (Ἐξ. λγ' 20).
Ἡ Οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπρόσιτη καί ἀκοινώνητη· ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά προσεγγίσει τήν Οὐσία τοῦ Θεοῦ, οὔτε μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ Αὐτήν. Ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τά μόνα πρόσωπα πού γνωρίζουν τήν Οὐσία τοῦ Θεοῦ (Μάτθ. ια' 27. Ἰω. α' 18. Α' Κορ. β' 10), εἶναι κοινωνοί τῆς Θείας Οὐσίας, ἔχουν θεϊκή φύση, χωρίς ὅμως νά ἀποτελοῦν «ἄλλους Θεούς», γιατί πρόκειται γιά τόν ἐνυπόστατο Λόγο καί τό ἐνυπόστατο Πνεῦμα τοῦ Ἑνός καί Μοναδικοῦ Θεοῦ!
Ἀλλά ὁ ἀπρόσιτος καί ἀκοινώνητος κατά τήν οὐσία Θεός δέν μένει ἀνενέργητος· ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ, τότε ὁ Θεός ἀπαντᾶ στήν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν δική Του ἀγάπη (Ἰω. ιδ' 23)· «τόν Θεό δέν Τόν ἔχει δεῖ κανείς· ἐάν ἀγαποῦμε ἀλλήλους, ὁ Θεός μένει μέσα μας καί ἡ ἀγάπη Του ἔχει γίνει τέλεια μέσα μας. Μέ τοῦτο γνωρίζουμε ὅτι μένουμε “ἐν αὐτῷ” καί Αὐτός “ἐν ἡμῖν”, γιατί μᾶς ἔδωκε ἀπό τό Πνεῦμα Του» (Α' Ἰω. δ' 12-13).
Ἡ ἀγαπητική αὐτή κίνηση τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι κάτι ἔξω ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ· εἶναι ἀκτινοβολία τῆς Θείας φύσης καί πραγματική κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος γίνεται «κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. β' 22. Πρβλ. Α' Κορ. γ' 16-17).
«Ἡ Θεία δύναμη τοῦ Θεοῦ μᾶς δωρησε ὅσα συντελοῦν στή ζωή καί στήν εὐσέβεια διά τῆς ἐπίγνωσης Ἐκείνου πού μᾶς κάλεσε μέ τή δική Του δόξα καί δύναμη. Δι’ αὐτῶν μᾶς ἐδώρισε τίς πολύτιμες καί μέγιστες ὑποσχέσεις, ὥστε νά ἀποφεύγετε μέ αὐτές τήν διαφθορά πού ὑπάρχει στόν κόσμο λόγῳ τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν καί νά γίνετε κοινωνοί θείας φύσης» (Β' Πετρ. α' 3-4).
«Τό κτιστό ὄν κοινωνεῖ κατά τή δωρεά τῆς εὐδοκίας μέ τήν ἄκτιστη ἄναρχη Ὕπαρξη... Πῶς εἶναι δυνατό αὐτό; Εἶναι τόσο ἀνεξήγητο, ὅσο ἀκατάληπτο καί ἀνεξιχνίαστο εἶναι τό μυστήριο τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου “ἐκ τοῦ μηδενός”. Κι ὅμως εἶναι τέτοια ἡ εὐδοκία τοῦ οὐρανίου Πατρός, ὥστε ὁ κτισθεῖς “κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση”, εἶναι προικισμένος μέ τήν ἱκανότητα νά δεχθεῖ τήν θέωση, νά γίνει δηλαδή κοινωνός τῆς θείας ζωῆς, νά λάθει τό θεῖο τρόπο ὑπάρξεως, νά γίνει Θεός κατά χάρη» (Γέροντας Σωφρόνιος).
Αὐτό πού ἀγγίζει τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι κάτι τό κτιστό· πρόκειται πράγματι γιά Θεό-κοινωνία, γιατί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ προέρχεται ἀπό τήν ἴδια τή φύση τοῦ Θεοῦ· εἶναι ἄκτιστη!
Ἡ διάκριση μεταξύ τῆς οὐσίας καί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί ἡ παραδοχή ὅτι δέν πρόκειται γιά κάτι πού προέρχεται ἔξω ἀπό τή φύση τοῦ Θεοῦ (κτιστό), ἀλλά γιά τήν ἐνέργεια τῆς θείας φύσης, κάνει δυνατή αὐτή τή Θεοκοινωνία, ἀνοίγει δηλαδή τό δρόμο γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά γνωρίσει τήν Οὐσία τοῦ Θεοῦ· ὅμως ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, δηλαδή οἱ θεῖες ἐνέργειες, πού εἶναι ὄχι κτιστές, ἀλλά ἄκτιστες καί ἀχώριστες ἀπό τήν Οὐσία τοῦ Θεοῦ, φθάνουν μέχρι τόν ἄνθρωπο καί τόν μεταβάλλουν σέ «κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. β' 22), σέ «κοινωνόν Θείας φύσεως» (Β' Πετρ. α' 4).
Εἶναι αὐτονόητο πώς ἡ φανέρωση τῆς θείας Οὐσίας μέ τίς θεῖες ἐνέργειες δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ὕπαρξη ἤ ὄχι τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτό ἄλλωστε λεμέ πώς οἱ θεῖες ἐνέργειες εἶναι ἄκτιστες καί αἰώνιες, ὅπως εἶναι ἄκτιστος καί αἰώνιος ἡ δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Μέ αὐτό τόν τρόπο τό μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι μήνυμα ἐλπίδας καί ζωῆς γιά τόν ἄνθρωπο. Ὁ κτιστός ἄνθρωπος μπορεῖ νά «γνωρίσει» τόν Θεό, ὄχι μέ βάση τήν Οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέ βάση τή χάρη, δηλαδή μέ τίς ἄκτιστες καί αἰώνιες θεῖες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ θεογνωσία, δέν εἶναι ἀποτέλεσμα λειτουργίας κάποιων τυφλῶν νόμων εἶναι καρπός τῆς ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελεῖ τήν ἐγγύηση γιά τή διατήρηση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, πού δέν συγχωνεύεται σέ μία ἑνότητα οὐσίας μέ τόν Θεό, δέν ἀπορροφᾶται ἀπό μία «Συμπαντική Ὑπερσυνειδητότητα», ὅπως κηρύττει ὁ ἀποκρυφισμός σέ ὅλες τίς μορφές του. Ταυτόχρονα ὅμως, ἡ μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στίς Θεῖες ἐνέργειες ἐγγυᾶται τήν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, γιατί ἀποτελεῖ κοινωνία ἄκτιστης καί ὄχι κτιστῆς μορφῆς.
1) «Θεοφάνειες»
Οἱ ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες δέν ἐπιφέρουν καμμία ἀλλαγή στή θεία ζωή. Ὑπογραμμίζουμε καί πάλι ὅτι εἶναι καρπός τῆς θείας βουλήσεως καί ἀγάπης τοῦ Θεοῦ· ὄχι εἶδος τυφλῶν δυνάμεων. Μέ αὐτές τίς θεῖες ἐνέργειες ὁ Θεός μένει ἀναλλοίωτος, χωρίς «παραλλαγή ἤ τροπῆς ἀποσκίασμα» (Ἰακ. α' 17. Πρβλ. Ψαλμ. ρα΄ 28), ὅμως ἡ Δόξα Του πληροῖ καί ζωογόνει τόν ἄνθρωπο καί ὁλόκληρη τή δημιουργία (Ἠσ. στ' 3).
Στήν Ἁγία Γραφή βλέπουμε διάφορες «Θεοφάνειες»· μία ἀπ’ αὐτές δέχθηκε ὁ Μωϋσῆς, πού βρῆκε πράγματι χάρη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὅμως στήν παράκληση νά τοῦ δοθῆ ἀπόδειξη τῆς Θείας ἀγάπης πρός τόν ἐκλεκτό λαό πῆρε τήν ἀπάντηση:
«Ἐγώ θά περάσω ἀπό μπροστά σου μέ τή δόξα μου καί θά ἀναγγείλω τό ὄνομά μου “ὁ Κύριος εἶναι ἐνώπιον σου”. Καί θά ἐλεήσω αὐτόν πού θέλω νά ἐλεήσω καί θά λυπηθῶ ἐκεῖνον πού θά λυπηθῶ... Ἰδού ἐδῶ κοντά σου τόπος, στάσου πάνω στήν πέτρα· ὅταν περάσει ἡ δόξα μου, θά σέ βάλω στήν τρῦπα τῆς πέτρας καί θά σκεπάσω τό πρόσωπό σου μέ τό χέρι μου καί τότε θά δεῖς τά νῶτα μου· ὅμως τό πρόσωπό μου δέν θά σού φανερωθῆ» (Ἐξοδ. λγ' 19-23).
Ὁ Μωϋσῆς, χωρίς τήν «πέτρα», δέν μποροῦσε νά «δεῖ» τόν Θεό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἑρμηνεύει πώς ἡ «πέτρα πού προστάτευσε τόν Μωϋσῆ ἦταν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ (Πρβλ. Ἐξοδ. Ἰζ' 6. Ἀριθ. κ' 11. Α' Κόρ. ι' 4), πού ἔγινε γιά μᾶς ἄνθρωπος. Ὁ Μωϋσῆς δέν εἶδε τήν «πρωταρχική καί ἀκήρατο φύση, πού εἶναι γνωστή μόνον στόν ἑαυτό Της, δηλαδή στήν Ἁγία Τριάδα», ἀλλά εἶδε «τήν ἐξωτερική, ἡ ὁποία φθάνει σέ μᾶς»: γνώρισε τή «μεγαλειότητα» ἤ «μεγαλοπρέπεια» (Ψαλμ. η' 2), πού ἀποκαλύπτεται στά δημιουργήματα. «Ὅπως ἐκεῖνοι πού ἔχουν ἀδύνατα μάτια βλέπουν τίς σκιές καί τίς εἰκόνες τοῦ ἥλιου στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ, γιατί τό καθαυτό φῶς θά κατέστρεφε τήν ὅρασή τους, ἔτσι κι’ ἐμεῖς γνωρίζουμε τά νῶτα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τά ἴχνη του».
Τό ἴδιο βλέπουμε καί στήν «ὅραση» τοῦ θείου φωτός, γιά τό ὁποῖο ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς πληροφόρει ὅτι ἦταν διαφορετικό ἀπό τό συνηθίσμενο φῶς. Προκειται γιά τό ἄκτιστο φῶς, πού ἔγινε ὁρατό στούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ (Ἐξοδ. γ' 2. ιγ' 21-22. λδ' 29-30. Ματθ. ιζ' 2. Πράξ. Β' 3). Αὐτό τό φῶς χαρακτηρίζεται καί ὡς «δόξα Κυρίου» (Λουκ. β' 9).
Αὐτή ἡ «δόξα», ἡ «μεγαλειότητα», ἡ «μεγαλοπρέπεια», δέν ἀποτελεῖ γνώση τῆς Οὐσίας τοῦ Θεοῦ, γιατί ἡ θεία Οὐσία εἶναι «ἁπλή καί ἀσχημάτιστη καί ἀσύνθετη καί ἀπερίγραπτη καί οὔτε κάθεται, οὔτε στέκεται, οὔτε περιπατεῖ· ὅλα αὐτά ἀνήκουν στά σώματα». Πῶς ὅμως στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, αὐτό «τό γνωρίζει μόνον Ἐκεῖνος» (Χρυσ.).
Ὁ Θεός λοιπόν δέν ἄφησε στό σκοτάδι τόν ἄνθρωπο· πληθαίνει τίς «ὁράσεις» (Ὠσ. ιβ' 10)· ὅμως αὐτό δέν ἀποτελεῖ γνώση τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά θεία συγκατάβαση. Ἀπό τό ἄλλο μέρος, οἱ θεῖες αὐτές ἐνέργειες πού φθάνουν μέχρι τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι κτιστές. Δίνουν στόν ἄνθρωπο πραγματική ἐλπίδα, γιατί κάνουν δυνατή την πραγματική κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἄν οἱ ἐνέργειες αὐτές ἦταν κτιστές, ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ αὐτές τίς κτιστές ἐνέργειες δέν θά ἐσήμαινε κοινωνία μέ τόν Ἄκτιστο Θεό. Μία τέτοια κοινωνία δέν θά σήμαινε σωτηρία.
2) Νόθες καταστάσεις
Ὅλες οἱ ἐμπειρίες στόν πνευματικό τομέα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου δέν ἀποτελοῦν ἀληθινές «θεοφάνειες». Καί ἐδῶ μπορεῖ εὔκολα νά εἰσχωρήσει τό στοιχεῖο τῆς πλάνης. Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος κάνει διάκριση μεταξύ «πνευματικῆς αἰσθήσεως», πού εἶναι ἀπό τή φύση της θεία ἐνέργεια (ἄκτιστη χάρη) καί «νοητῆς θεωρίας» τοῦ «φυσικοῦ φωτός», πού ἀποτελεῖ γνώση σέ φυσικό ἐπίπεδο καί ὄχι κοινωνία μέ τόν Θεό. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἐφαρμόζει τή διάκριση αὐτή στό λόγο τοῦ Κυρίου: «Πρόσεχε λοιπόν μήπως τό φῶς, πού εἶναι μέσα σου, γίνει σκοτάδι» (Λουκ. ια' 35)· πρόκειται γιά τό «φυσικό φῶς» τοῦ νοῦ καί ὀνομάζεται σκοτάδι, γιατί δέν ὑπάρχει ἐκεῖ ὁ Θεός, δέν εἶναι γνήσια ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου θείου φωτός!
Ὁ ἄνθρωπος πού χρησιμοποίει στίς διανοητικές του ἀναζητήσεις (ἀκόμη καί θεολογικές!) ὀρθολογιστικές μεθόδους καί φθάνει σέ ὑψηλά ἐπίπεδα διανόησης, ξεπερνᾶ τήν «τυπική λογική» καί μπαίνει σέ «μεταλογική σφαῖρα». Σ’ αὐτή τήν περίπτωση μπορεῖ νά ἔχει ἐμπειρίες, ὅπως ἡ αἴσθηση μιᾶς «γνώσης» σέ μορφή «φωτόμορφης αὐτοθεωρίας», πού ἀποτελεῖ αἴσθηση τοῦ «κτιστοῦ κάλλους» τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ καί δέν ἀποτελεῖ πραγματική κοινωνία μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ· εἶναι ἐμπειρία «πανθεϊστικῆς τάξεως», λέγει ὁ Γέροντας Σωρόνιος.
Οἱ πνευματικές λοιπόν αὐτές ἐμπειρίες εἶναι φυσικό ἰδίωμα τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ. Ὁ ἄνθρωπος βλέπει τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ, δηλαδή τό νοῦ του σέ ὅλο του τό κτιστό μεγαλεῖο, ἀφοῦ ἀπαλλαγεῖ ἀπό κάθε ἐξωτερική ἐπίδραση ἡ σωματικό πάθος. «Μένοντας μέσα στό γνόφο τῆς ἀπεκδύσεως ἀπό κάθε τί ὁρατό καί νοητό, ὁ νοῦς δοκιμάζει μία ἰδιόμορφη εὐχαρίστηση καί ἀνάπαυση κι ἄν ποτέ στρέψει τό βλέμμα στόν ἑαυτό του μπορεῖ νά αἰσθανθεῖ κάτι πού μοιάζει μέ φῶς· αὐτό ὅμως δέν εἶναι τό ἄκτιστο φῶς τῆς Θεότητος, ἀλλά ἕνα φυσικό ἰδίωμα τοῦ νοῦ, πού κτίστηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Πρώτου Νοῦ, δηλαδή τοῦ Θεοῦ», συνεχίζει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος.
Αὐτῆς τῆς τάξης εἶναι οἱ ἐμπειρίες πού ὑπόσχονται τά διάφορα συστήματα πού στρέφουν τόν ἄνθρωπο «αὐτοερωτικά» στόν ἑαυτό του καί κηρύττουν οὐσιαστικά τήν αὐτοσωτηρία, εἴτε μέ τή βοήθεια αὐτοελέγχου, εἴτε μέ ἄλλες «τεχνικές». Στίς περιπτώσεις αὐτές ὁ ἄνθρωπος ἀπομονώνει τόν ἐσωτερικό ἑαυτό του ἀπό κάθε ἐξωτερική ἐπίδραση καί ἀποκτᾶ ἕνα εἶδος «θεωρίας», ἀλλά μένει οὐσιαστικά κλειστός στήν ἐνέργεια τῆς θείας χάρης. Τοῦτο γιατί μεταθέτει τό κέντρο ἀπό τήν ἄκτιστη Θεία Ἀρχή στόν ἑαυτό του, μακρυά ἀπό τήν πηγή τοῦ ἀκτίστου Θείου φωτός (πρβλ. Ἰακ. α' 17). Ὅμως ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἐξαναγκάζεται, οὔτε ἐξαναγκάζει κανένα!
3) Οἱ κίνδυνοι
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μεταθέσει τό κέντρο τῆς «πνευματικῆς» του ζωῆς στόν ἑαυτό του, ὑπάρχει κίνδυνος νά θεωρήσει τίς «ἐμπειρίες» του ὡς Θεοφάνεια, σάν «σημάδι» ἀληθινῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό. Αὐτό καλλιεργεῖται ἔντεχνα ἀπό τό πνεῦμα τῆς πλάνης, πού μεταμορφώνεται σέ ἄγγελο φωτός, μέ ἀποτέλεσμα νά φέρει σύγχυση στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων (Β' Κορ. ια' 14-15).
Δέν χρειάζεται βέβαια νά ὑπογραμμίσουμε ἐδῶ ὅτι ὑπάρχουν καί ἄλλες «ἐμπειρίες», πού δημιουργεῖ ἀπό τήν ἀρχή τό πνεῦμα τῆς πλάνης, μέ σκοπό νά παρασύρει στήν ἀπώλεια, ἄν εἶναι δυνατόν, ἀκόμη καί τούς ἐκλεκτούς (Ματθ. κδ' 24. Β' Θεσ. β' 9-11. Ἀποκ. ιγ' 13-14).
4) Διάκριση πνευμάτων
Ὁ κίνδυνος τῆς πλάνης μᾶς ὑποχρεώνει νά θέσουμε τό ἐρώτημα τῆς διάκρισης τῶν πνευμάτων. Πότε μποροῦμε νά ποῦμε πώς προκεῖται γιά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πῶς μποροῦμε νά γνωρίζουμε πώς μία ἐμπειρία προέρχεται ἀπό τό πνεῦμα τῆς πλάνης;
Ἡ ἁγία Γραφή μᾶς διδάσκει πώς κάθε πνεῦμα, πού δέν ὁμολογεῖ τόν Ἰησοῦ Χριστό, εἶναι πνεῦμα πλάνης καί ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια (Α' Ἰω. δ' 2-3, πρβλ. Ρωμ. ι' 813).
Ὅλες λοιπόν οἱ ἐμπειρίες ἀνθρώπων πού δέν ὁμολογοῦν τόν Ἰησοῦ Χριστό, δηλαδή τό συγκεκριμένο ἱστορικό πρόσωπο, ὡς μονογενῆ Υἱό τοῦ Θεοῦ (Ματθ. ιστ' 16-17), δηλαδή ὡς ὁμοούσιο πρός τόν Πατέρα, τέλειο Θεό καί τέλειο ἄνθρωπο (Ἰω. α' 1.14. Φιλιπ. β' 5-8. Κολ. β' 9. Α' Τιμ. γ' 16) δέν εἶναι γνήσιες πνευματικές ἐμπειρίες· προέρχονται ἀπό τό πνεῦμα τῆς πλάνης.
Τό νά ὁμολογήσει κανείς τόν Ἰησοῦ ὡς Κύριο, σημαίνει πώς τόν δέχεται ὡς μοναδικό Σωτῆρα (Πράξ. δ' 12. Α' Κορ. η' 6) καί δέν τοποθετεῖ στή θέση Του ἤ δίπλα ἀπό Αὐτόν κανένα ἄλλο, γιατί πιστεύει πώς ὁ Χριστός δέν εἶναι κάποια «χριστική κατάσταση», ἀλλά ὁ ἕνας καί μοναδικός Σωτῆρας· εἶναι ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀπό Ναζαρέτ πού ἔζησε ἐπί Ποντίου Πιλάτου καί μόνο Αὐτός!
Ἀλλά ἡ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά ἀποδεσμευθεῖ ἀπό τή διδαχή τοῦ Χριστοῦ (Β' Ἰω. 9. Γ' Ἰω. 11)· γι’ αὐτό καί ἡ τήρηση τῆς διδαχῆς τοῦ Χριστοῦ συνοδεύει πάντοτε τίς γνήσιες πνευματικές ἐμπειρίες. «Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἀγάπη, εἰρήνη, γλυκύτης καί διδάσκει τήν ἀγάπη γιά τόν Θεό καί γιά τόν πλησίον. Ἀντίθετα τό πνεῦμα τῆς πλάνης εἶναι ὑπερήφανο καί δέν λυπᾶται τόν ἄνθρωπο οὔτε τήν ἄλλη δημιουργία. Ἐπειδή δέν εἶναι δημιουργός τῶν ὄντων, ἐνεργεῖ σάν κλέφτης καί ἅρπαγας καί ἡ ὁδός του εἶναι γεμάτη ὄλεθρο» (Γέροντας Σωρόνιος).
Ἡ «ταπεινή ἀγάπη» πού ἀγκαλιάζει ἀκόμη καί τούς ἐχθρούς, ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς ἀληθινῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό καί ξεχωρίζει τήν γνήσια ἐμπειρία ἀπό τήν φιλοσοφική πανθεϊστική κοινωνία. «Οἱ θεῖες θεωρίες παρέχονται στόν ἄνθρωπο ὄχι ὅταν τίς ἐπιδιώκει, ἔχοντας κυρίως αὐτές σάν στόχο, ἀλλ’ ὅταν ἡ ψυχή κατεβαίνει στόν ᾅδη τῆς μετάνοιας καί αἰσθάνεται ἀληθινά πώς εἶναι χειρότερη ἀπό ὅλη τήν κτίση. Οἱ θεωρίες ὅμως πού κατακτῶνται μέ τή βία τοῦ λογικοῦ, δέν εἶναι ἀληθινές, δηλαδή Θείας προελεύσεως, ἀλλά “κατά τό δοκοῦν”. Καί ὅταν αὐτό τό δοκοῦν θεωρεῖται σάν ἀλήθεια, τότε δημιουργεῖται στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μία κατάσταση πού παρεμποδίζει τή δυνατότητα νά ἐνεργήσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἡ ἀληθινή θεωρία».
«Ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» (Ἰακ. δ' 6. Α’ Πετρ. ε' 5). Ὅπου δέν ὑπάρχει ταπεινό φρόνημα, εἶναι σίγουρο πώς ἐκεῖ δέν ὑπάρχουν γνήσιες πνευματικές ἐμπειρίες. Νόθες «πνευματικές» ἐμπειρίες ἐνισχύουν σχεδόν πάντοτε τήν ἔπαρση, δέν καλλιεργοῦν ταπεινό φρόνημα.
Αὐτό βλέπουμε στίς διαφορές ὁμάδες, πού ὑπόσχονται ἐσωτερικές ἐμπειρίες μέ τή βοήθεια διαφόρων «τεχνικῶν» (γιόγκα, διαλογισμό κ.ο.κ.). Ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν ἐξαναγκάζεται μέ κάποιες «τεχνικές»· πνέει ὁπού ἐκεῖνο θέλει (Ἰω. γ' 8. Α' Κορ. β' 11. Ἑβρ. 6' 4).
Τά συστήματα αὐτά δέν κηρύττουν τή μετάνοια, οὔτε καλλιεργοῦν στούς ὀπαδούς τους τό ταπεινό φρόνημα. Ἕνα τέτοιο φρόνημα, κατά τήν ἀντίληψη τέτοιων ὁμάδων, δέν βοηθάει στήν πνευματική αὔξηση, ἀλλά πιστεύεται πώς ἐμποδίζει τήν «ἀνάπτυξη τῆς συνειδητότητας». Ἐδῶ δέν ἀναζητᾶται ὁ ἀληθινός Θεός, ἀλλά «ὁ θεός μέσα μας», ὁ ὁποῖος ταυτίζεται μέ τή «συνειδητότητα». Ἔτσι καλλιεργεῖται ἡ συναίσθηση τῆς ὑπεροχῆς καί τῆς ἔπαρσης. Ἀποδεικνύεται πώς αὐτός ὁ «θεός», πού ἀναζητᾶται μακρυά ἀπό τήν ταπείνωση, μάλιστα μέ τρόπο ἐκβιαστικό, εἶναι τό πνεῦμα τῆς πλάνης ἤ καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, πού αὐτο-θεοποιεῖται καί αὐτο-λατρεύεται. Πρόκειται γιά «ἄλλο θεό» (Ἠσ. ξστ' 2. Ματθ. ε' 3. ι' 3. Α' Πετρ. ε' 5).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου