Ὁ τίμιος σταυρός ἔχει μεγάλη θέση στήν πνευματική
ζωή τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν. Ὑπάρχει στά λειτουργικά κείμενα, στό
λειτουργικό χῶρο, συνοδεύει κάθε ἱερή ἀκολουθία καί κάθε ἀτομική
προσευχή τῶν πιστῶν. Εἶναι λοιπόν ἀνάγκη νά ἀναλυθεῖ ἰδιαίτερα ἡ σημασία
τοῦ σταυροῦ.
α) Προτυπώσεις στήν Παλαιά Διαθήκη
Τό «ξύλον» τοῦ παραδείσου
ἔγινε σημεῖο καταστροφῆς γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅμως «διά τοῦ ξύλου τοῦ σταυροῦ», ἄνοιξε καί πάλι ὁ παράδεισος.
Ἡ ζωοποιός δύναμη τοῦ σταυροῦ προτυπώνεται στήν Παλαιά Διαθήκη μέ
ποικίλους τρόπους.
Ἡ ράβδος τοῦ Μωϋσῆ μεταβάλλει τό πικρό νερό σέ γλυκύ
(Ἔξοδ. ιε’ 25), γιά νά φανεῖ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ (Σοφ. Σειρ. λη’ 5). Αὐτό τό
γεγονός ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν Χριστό, λέγοντας πώς οἱ Ἰσραηλίτες
ἔπιναν ἀπό τό «πνευματικό ποτό» πού ἀνάβλυζε «ἀπό τήν πνευματική πέτρα, ἡ ὁποία τούς ἀκολουθοῦσε», «ἡ δέ πέτρα
ἦν ὁ Χριστός» (Α’ Κορ. ι’ 4).
Ὅταν τιμοῦμε τόν σταυρό, δέν πίνουμε ἀπό τό «πικρό νερό», δέν ἀναφερόμαστε στό
ὄργανο τοῦ θανάτου, στούς σταυρούς τῶν ληστῶν, ἀλλά γευόμαστε τό «πνευματικό ποτό», πού ἀναβλύζει
ἀπό τήν «πνευματική πέτρα», ἀπό
τό νικητή καί θριαμβευτή τοῦ θανάτου Χριστό. Ἡ δύναμη τοῦ θανάτου ἀνήκε
στόν διάβολο (Ἑβρ. β’ 14). Ὅμως τό γεγονός τοῦ σταυροῦ ἀποτελεῖ γιά
τούς πιστούς πηγή δύναμης καί ἰσχύος ἐναντίον τοῦ διαβόλου καί ἐναντίον
τοῦ ἴδιου τοῦ θανάτου, τοῦ τελευταίου «ἐχθροῦ
τοῦ ἀνθρώπου» (Α’ Κορ. ιε’ 26).
Στήν Παλαιά Διαθήκη βλέπουμε ἀκόμη τή ζωοποιό
δύναμη τοῦ σταυροῦ στό χάλκινο φίδι πού ὕψωσε ὁ Μωϋσῆς. Μέ βάση τήν ἐντολή
τοῦ Θεοῦ, καθένας πού προσέβλεπε σ’ αὐτό τό χάλκινο φίδι ἐθεραπεύετο
ἀπό τά δαγκώματα τῶν φιδιῶν (Ἀριθ. κα’ 8-9). Ὁ «χάλκινος ὄφις» εἶναι «σύμβολο
σωτηρίας» (Σοφ. Σολ. ιστ’ 5-8). Τή δύναμή του τήν ἀντλοῦσε ἀπό τήν
ἴδια πηγή, πού ζωοποιεῖ τόν τίμιο σταυρό: «Καθώς ὁ Μωϋσῆς ὕψωσε τόν ὄφι εἰς τήν ἔρημον, τοιουτοτρόπως
πρέπει νά ὑψωθεῖ καί ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά μήν ἀπολεσθεῖ καθένας
πού πιστεύει σ’ αὐτόν, ἀλλά νά ἔχει ζωή αἰώνια» (Ἰω. γ’ 14-15).
Τό ἴδιο σύμβολο νίκης καί θριάμβου βλέπει καί ὁ προφήτης
Ἱεζεκιήλ. Εἶδε «ἄνδρα ἐνδεδυμένον
λαμπρῶς» νά δίνει ἐντολή νά σφραγισθοῦν μέ τό «σημεῖον» στά μέτωπα ἐκεῖνοι πού στενάζουν «διά τάς ἀνομίας τῆς πόλεως» (Ἱεζ.
θ’ 4, πρβλ. Ἀποκ. ζ’ 3-4).
Οἱ προεικονίσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν ἀναφέρονται
μόνο στό γεγονός τῆς σταύρωσης τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί στό σημεῖο τοῦ σταυροῦ,
στό «σημεῖο τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου», πού θά φανεῖ καί πάλι σάν λάβαρο
νίκης κατά τή θριαμβευτική ἐπάνοδο τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. κδ’ 30).
β) Σωτηρία διά τοῦ σταυροῦ
Ὁ Χριστός ἀνέλαβε μέ τή θέλησή Του τήν ἀνθρώπινη
φύση στήν κατάσταση τῆς φθορᾶς, καί δέχθηκε νά ὑποστεῖ ὅλες τίς συνέπειες
τῆς ἁμαρτίας (Ἰω. α’ 29), χωρίς ὁ ἴδιος νά ἁμαρτήσει. Ἔμεινε ξένος πρός
τήν ἁμαρτία, πού εἶναι κατάσταση ἔξω ἀπό τή φύση τοῦ ἀνθρώπου. Παρ’
ὅλα αὐτά ἀνέλαβε ὅλη τήν εὐθύνη γιά το δικό μας παράπτωμα-
πῆρε δηλαδή τή δική μας θέση (Β’ Κορ. ε’ 21. Γαλ. γ’ 13).
Στό σταυρό ὁ Χριστός, μέ τό θάνατο τοῦ ἀναμάρτητου
σώματός του, θανάτωσε τήν ἴδια τήν ὑπόσταση τῆς ἁμαρτίας («τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας») (Ρωμ. στ’
6, η’ 3) καί ἐχάρισε στόν ἄνθρωπο ζωή καί ἀφθαρσία. Ὁ Χριστός, λέγει
σύγχρονος θεολόγος, «ἐθανάτωσε τήν
ἁμαρτία χωρίς νά σκοτώσει τόν ἁμαρτωλό. Ἀφάνισε τήν ἐνοχή, ἀλλά
ἔσωσε τόν ἔνοχο. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη Του διαφορά ἀπό τήν ἀνθρώπινη
δικαιοσύνη, πού βλέπει τή συντριβή τῆς ἐνοχῆς στήν ἐξουθένωση τοῦ ἐνόχου».
«Δέν ἐφόνευσε τόν ἄνθρωπο ὁ Χριστός, γιατί ἦλθε “ἵνα ζωήν ἔχωμεν
καί περισσόν ἔχωμεν” (Ἰω. ι’ 10). Ἐφόνευσε τήν ἴδια τήν ἁμαρτία,
πού εἶναι ἡ αἰτία τοῦ θανάτου μας. Πολέμησε τήν ἁμαρτία πρώτα στήν ἴδια
τήν (ἀνθρώπινη) φύση Του, μένοντας ὁ ἴδιος ἀναμάρτητος (Α’ Πέτρ. β’
22). Κυρίως ὅμως καί κατ’ ἐξοχήν πολέμησε τήν ἁμαρτία ἐκεῖ πού ὅλοι
ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί ἔπρεπε νά καταλήξουμε, δηλαδή στό σταυρό».
Ὁ σταυρός δέν εἶναι πλέον σύμβολο θανάτου καί ντροπῆς
(Δευτερ. κα’ 23), ἀλλά πηγή ζωῆς αἰωνίου. Διά τοῦ σταυροῦ ἐξαφανίσθηκε
καί καταργήθηκε ἡ κατάρα· κατατροπώθηκε ὁ ἄρχοντας τοῦ θανάτου, δηλαδή
ὁ διάβολος. Ὁ σταυρός ἔγινε τό ἀκαταμάχητο ὅπλο τῆς Ἐκκλησίας καί
φοβερός ἀντίπαλος τῶν δαιμόνων. Εἶναι ἡ δόξα τῶν μαρτύρων καί τῶν ἁγίων,
τό λιμάνι τῆς σωτηρίας καί τό κόσμημα τῶν πιστῶν.
Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στόν σταυρό ἐσήμανε τό
θάνατο τοῦ παλαιοῦ κόσμου καί ἡ ἀνάστασή Του τήν ἔναρξη ἑνός νέου
αἰῶνα τῆς μεταμόρφωσης, τό χρόνο τῆς σωτηρίας ὁλόκληρου τοῦ κόσμου.
Κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, διά τοῦ σταυροῦ ἐπῆλθε ἡ συμφιλίωση τοῦ ἀνθρώπου
μέ τόν Θεό· «ἐν Χριστῷ» δημιουργήθηκε
ὁ «καινούργιος ἄνθρωπος». Ὁ σταυρός
ἦταν τό ὄργανο, μέ τό ὁποῖο ὁ Χριστός ἐθανάτωσε τήν ἔχθρα (Ἐφεσ. θ’
15-16). Ἔτσι «διά τοῦ αἵματος» Αὐτοῦ
ἔχουμε ἐμεῖς «παρρησίαν εἰς τήν εἴσοδον
τῶν ἁγίων» (Ἑβρ. ι’ 19).
Ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου ἐκφράζει τήν ἀπεριόριστη ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ καί ταυτόχρονα τήν ἀπεριόριστη ἀξία τοῦ ἀνθρώπου στά μάτια
τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν
σταυρό. Ὅπως δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἐξύψωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό γεγονός
τοῦ σταυροῦ (Ἰω. ιε’ 13. Ρωμ. ε’ 8). Τόση εἶναι ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου στά
μάτια τοῦ Θεοῦ, ὥστε γιά τή σωτηρία του ἀνυψώθηκε πάνω στόν σταυρό ὁ
ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ σταυρός ἀποτελεῖ τήν ἀσφαλῆ ἐγγύηση γιά τήν ἀπεριόριστη
εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν παρουσία τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον τοῦ θρόνου
τοῦ Θεοῦ.
Τή θέση τοῦ τιμίου σταυροῦ στήν Ἐκκλησία μας ἐκφράζει
ὁ ὕμνος τῆς Κυριακῆς τῆς Σταυροπροσκυνήσεως:
«Χαίροις, ὁ ζωηφόρος σταυρός,
τῆς εὐσεβείας τό άἀήττητον τρόπαιον,
ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου
ὁ τῶν πιστῶν στηριγμός,
τό τῆς Ἐκκλησίας περιτείχισμα·
δι’ οὗ ἐξηφάνισται ἡ ἀρά καί κατήργηται,
καί κατεπόθη τοῦ θανάτου ἡ δύναμις,
καί ὑψώθημεν ἀπό γῆς πρός οὐράνια·
ὅπλον ἀκαταμάχητον,
δαιμόνων ἀντίπαλε,
δόξα μαρτύρων ὁσίων
ὡς ἀληθῶς ἐγκαλλώπισμα,
λιμήν σωτηρίας,
ὁ δωρούμενος τῷ κόσμῳ τό μέγα ἔλεος».
γ) Ὁ σταυρός ὡς
ὕψωση
Ὁ Χριστός χαρακτηρίζει τήν ἄνοδό του στόν σταυρό ὕψωση,
δόξα καί θρίαμβο κατά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου.
«Ἦλθε ἡ ὥρα διά νά δοξασθῆ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου», εἶπε, ἀναφερόμενος στήν ὕψωσή του ἐπάνω στόν σταυρό (Ἰω. ιβ’
23). Στή συνέχεια ἀνέφερε:
«- Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἐάν ὁ σπόρος τοῦ σίτου δέν πέσῃ εἰς
τήν γῆν καί δέν ἀποθάνῃ, μένει αὐτός μόνος, ἐάν ὅμως ἀποθάνῃ φέρει
πολύν καρπόν...
Τώρα ἡ ψυχή μου εἶναι ταραγμένη καί τί νά εἴπω; Πατέρα, σῶσέ με ἀπό
τήν ὥραν αὐτήν. Ἀλλά δι’ αὐτό ἦλθον εἰς τήν ὥραν αὐτήν. Πατέρα, δόξασε
τό ὄνομά Σου.
Τότε ἦλθε φωνή ἀπό τόν οὐρανόν:
-
Τό ἐδόξασα καί πάλιν θά τό δοξάσω.
Ὁ κόσμος ὁ ὁποῖος παρευρίσκετο καί ἤκουσε, ἔλεγεν ὅτι ἔγινε
βροντή.
Ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη:
-
Ἡ φωνή αὐτή δέν ἔγινε δι’ ἐμέ ἀλλά διά σᾶς. Τώρα γίνεται δίκη
τοῦ κόσμου τούτου, τώρα ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου θά ἐκβληθῇ ἔξω.
Καί ὅταν ἐγώ ὑψωθῶ ἀπό τήν γῆν, θά ἑλκύσω ὅλους πρός τόν ἑαυτόν μου.
Αὐτό τό ἔλεγε, διά νά ὑποδείξῃ μέ ποῖον τρόπον θά ἀπέθνησκε» (Ἰω. ιβ’ 24-33, πρβλ. Ἰω. ιγ’ 31-38. Λουκ. κδ’ 26).
Οἱ λόγοι αὐτοί ἀποδεικνύουν τήν πραγματικότητα τοῦ
πάθους καί τήν ἀγωνία τοῦ σταυροῦ. Ὅμως παρουσιάζουν καί τό γεγονός τῆς
σταύρωσης σάν «ὕψωση» καί σάν δόξα
τοῦ «Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου», ὡς ἀφετηρία
καί κέντρο τῆς δόξας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Πάνω στό σταυρό δέν βρίσκεται κάποιος ἀδύναμος ἄνθρωπος,
ἀλλά ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς. Αὐτός πού κατέρχεται στόν Ἅδη ὡς νικητής
καί θριαμβευτής, γιά νά καταργήσει τό βασίλειο τοῦ θανάτου καί τοῦ Ἅδου,
νά ἐλευθερώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου, καί νά τόν εἰσαγάγει
στή βασιλεία τῆς ζωῆς.
Ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου χαρακτηρίζεται στήν ἁγία
Γραφή σάν «ὕπνος λέοντος», πού διατηρεῖ
τή φοβερή του δύναμη καί κατά τή διάρκεια τοῦ ὕπνου καί μετά ἀπό αὐτόν.
Γι’ αὐτόν τό λόγο δέν τολμᾶ κανένας νά τόν ξυπνήσει: «Ἀναπεσών ἐκοιμήθης ὡς λέων καί ὡς σκύμνος·
τίς ἐγερεῖ αὐτόν;» (Γέν. μθ’ 9).
δ) Ὁ σταυρός ὡς μέτρο κρίσης τοῦ κόσμου
Ὁ Χριστός τοποθετεῖ τόν σταυρό στό κέντρο ἑνός παγκόσμιου
δικαστηρίου. «Νῦν κρίσις ἐστί τοῦ κόσμου
τούτου», λέγει (Ἰω. ιβ’ 31). Ὁ σταυρός γίνεται γνώμονας θριάμβου ἤ
καταδίκης τῶν ἀνθρώπων· ἀνάλογα μέ τή θέση πού παίρνει κάθε ἄνθρωπος
ἀπέναντι σ’ αὐτόν.
Στό πρόσωπο τῶν δύο ληστῶν ἐκπροσωπεῖται καί κρίνεται
ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα. Βάση αὐτῆς τῆς κρίσης δέν εἶναι οἱ πράξεις,
ἀλλά ἡ διάθεση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στόν σταυρωμένο Θεάνθρωπο.
Ὁ εὐγνώμων ληστής ὁμολογεῖ τόν Χριστό. Δέν δέχεται
πώς ὁ δικός του σταυρός εἶναι ἴδιος μέ τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Δέν ἐκλαμβάνει
τόν Ἰησοῦ σάν ὁμοιοπαθή πρός ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, σάν «ληστή». Τόν ὁμολογεῖ ὡς Βασιλέα,
Κύριο καί Θεό, καί ἐπικαλεῖται τό ἔλεός Του. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ εὐγνώμων
ληστής γίνεται πραγματικός θεολόγος καί ἅγιος· ὁ πρῶτος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας
μας. Δείχνει σέ ὅλους μας τό δρόμο τῆς ἀληθινῆς πνευματικότητας· τήν
κατάσταση στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται βαθύτατα τήν ἀνεπάρκειά
του, τήν ἀποτυχία
του, πράγμα πού τοῦ «ἀνοίγει τό δρόμο» γιά νά ἐκζητήσει τό
ἔλεος τοῦ Κυρίου. Αὐτή εἶναι ἡ «ὁδός τῆς σωτηρίας»: ὁ δρόμος τοῦ σταυροῦ.
Ὁ ἀγνώμων ληστής ἐκλαμβάνει τόν Κύριο σάν κοινό ἄνθρωπο
καί τόν σταυρό Του σάν σύμβολο περιφρόνησης καί ἐμπαιγμοῦ. Γι’ αὐτό «ἐβλασφήμει Αὐτόν» (Λουκ. κγ’ 39).
Δέν στήριζε τίς ἐλπίδες Του σ’ Αὐτόν, οὔτε πρίν ἀπό τήν καταδίκη του,
οὔτε μετά. Ἦταν κατά τό παρελθόν ληστής καί παρέμεινε ληστής ἐπάνω
στόν σταυρό καί μετά ἀπό αὐτόν, στήν αἰωνιότητα. Ὅμως δέν κολάζεται
ἐπειδή ἦταν στό παρελθόν ληστής. Κολάζεται ἐπειδή δέν θέλησε νά ἐξαρτήσει
τήν σωτηρία του ἀπό Ἐκεῖνον πού ὑψώθηκε ἐπάνω στόν σταυρό γιά νά προσελκύσει
πρός τόν ἑαυτόν Του ὅλους τούς εὐγνώμονες ληστές.
Ὁ τίμιος σταυρός λοιπόν εἶναι τό μέτρο κρίσης τοῦ κόσμου,
ὁ «ζυγός δικαιοσύνης», ὅπως λέγει
ὁ ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας μας:
«Ἐν μέσῳ δύο ληστῶν,
ζυγός δικαιοσύνης εὑρέθη ὁ σταυρός Σου.
Τοῦ μέν καταγομένου εἰς Ἅδην,
τῷ βάρει τῆς βλασφημίας
τοῦ δέ κουφιζομένου πταισμάτων,
πρός γνώσιν θεολογίας,
Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι».
Ἡ ἀρνητική στάση τοῦ ἀγνώμονα ληστή ἀπέναντι στόν
σταυρό τοῦ Χριστοῦ τόν ὁδήγησε στόν Ἅδη, ἐνῶ ἡ ἀντίθετη στάση τοῦ ἄλλου,
τοῦ εὐγνώμονος, τόν ὁδήγησε στή γνώση τῆς θεολογίας καί τοῦ ἄνοιξε
τήν πόρτα τοῦ παραδείσου, ὅπως λέγει ἄλλος ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας μας:
«Εἰσακήκοα, Κύριε, τήν ἀκοήν τῆς δυναστείας
τοῦ σταυροῦ Σου, ὡς (ὅτι) παράδεισος ἠνοίγη δι’ αὐτοῦ».
ε) Τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ
Ὅταν μιλᾶμε γιά τόν τίμιο σταυρό, δέν ἐννοοῦμε μόνο
τό γεγονός τῆς σταύρωσης τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τό ἴδιο τό ξύλο τοῦ σταυροῦ.
Καί αὐτό τό ξύλο ἁγιάζεται μέ τήν ἐπαφή μέ τό Τίμιο Σῶμα τοῦ Κυρίου.
Γι’ αὐτό τό λόγο προσκυνεῖται (Ἰω. Δαμασκηνός). Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς ὑπογραμμίζει:
«Ὄχι μόνον ὁ λόγος περί τοῦ σταυροῦ καί τό μυστήριον, ἀλλά καί τό σχῆμα
εἶναι θεῖον καί προσκυνητόν, διότι εἶναι σφραγίς σεβάσμιος ἁγιαστική
καί τελειωτική ὅλων τῶν θαυμασίων καί ἀνεκφράστων ἀγαθών, τά ὁποῖα
προέρχονται ἀπό τόν Θεόν».
Ὁ σταυρός εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ καί
ἀντλεῖ τή δύναμη καί τή χάρη Του ἀπό τά πάθη τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό ἡ σφράγιση
διά τοῦ σταυροῦ ἀποτελεῖ ἐξωτερικό σημεῖο ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἱερῶν
μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, μέ τά ὁποῖα πραγματοποιεῖται ἡ σωτηρία
τοῦ ἀνθρώπου.
Μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ σφραγίζουμε τά κυριότερα
μέλη τοῦ σώματος κατά τό ἱερό χρίσμα. Ἔτσι περιτειχίζουμε ὅλα τά μέλη
μας καί τά ἀφιερώνουμε μέ τόν τρόπο αὐτό στόν Θεό. Τά καθιστοῦμε ὄργανα
τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἁγίας Τριάδος. Σφραγίζουμε τό νοῦ, τήν καρδιά καί ὅλες
τίς δυνάμεις μας καί ἐκφράζουμε τήν ἀφιέρωση αὐτή τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀκόμη
πιό ἔντονα μέ τή φράση: «Εἰς τό ὄνομα
τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Ἀμήν».
Μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ γινόμαστε μέτοχοι τῶν παθῶν
καί τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Νεκρώνουμε τόν παλαιό ἄνθρωπο καί κάθε
τι πού ἔχει σχέση μέ τά ἔργα τοῦ διαβόλου καί ἀνασταινόμαστε μαζί μέ
τόν Χριστό.
Ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου σημαίνει κατάργηση τῆς ἁμαρτίας,
λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί προσθέτει: «Διά τοῦτο καί κάποιος ἀπό τούς θεοφόρους πατέρας ὅταν ἠρωτήθη
ἀπό ἕνα ἄπιστον, ἐάν πιστεύη εἰς τόν Ἐσταυρωμένον, ἀπήντησε: ναί
εἰς αὐτόν ὁ ὁποῖος ἐσταύρωσε τήν ἁμαρτίαν».
Ὁ τίμιος σταυρός εἶναι τό σύμβολο τῆς νίκης καί τοῦ θριάμβου
κατά τοῦ διαβόλου καί κατά τῶν ἔργων τοῦ διαβόλου. Ἐκφράζει τήν παρουσία
τοῦ Χριστοῦ στή ζωή τῶν πιστῶν καί τῆς Ἐκκλησίας, τή συντριβή τοῦ θανάτου
(Ἐφεσ. β’ 16). Ἀποτελεῖ ἀληθινή πανοπλία γιά τόν χριστιανό, φοβερό
ὅπλο, τό ὁποῖο τρέμουν οἱ δαίμονες. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει:
«Κύριε, ὅπλον κατά τοῦ διαβόλου,
τόν σταυρόν Σου ἡμῖν δέδωκας·
φρίττει γάρ καί τρέμει,
μή φέρων καθορᾶν αὐτοῦ τήν δύναμιν,
ὅτι νεκρούς ἀνιστᾷ
καί θάνατον κατήργησε·
διά τοῦτο προσκυνοῦμεν
τήν ταφήν Σου καί τήν ἔγερσιν»
(στιχ. αἴνων
Κυριακῆς πλ. Δ’ ἤχου).
Στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου ἀναφέρεται πώς στούς ἔσχατους
καιρούς θά εἶναι ἐξασφαλισμένη ἡ σωτηρία γιά ἐκείνους πού φέρουν τό
σημεῖο τοῦ Θεοῦ: «Κατόπιν, ἐβγῆκαν
ἀπό τόν καπνόν ἀκρίδες εἰς τήν γῆν καί τούς ἐδόθη ἐξουσία, ὅπως ἡ ἐξουσία
τήν ὁποίαν ἔχουν οἱ σκορπιοί τῆς γῆς, τούς εἶπον νά μή βλάψουν τό χορτάρι
τῆς γῆς, οὔτε κανένα χλωρόν, οὔτε κανένα δένδρον, παρά μόνον τούς ἀνθρώπους
οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν τήν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ εἰς τά μέτωπά τους» (Ἀποκ.
θ’ 3-4, πρβλ. ζ’ 2-4. Ἱεζ. θ’4-6).
Οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί πιστεύουν ὅτι ὁ Κύριος δρᾶ
θαυματουργικά καί μέ τόν τίμιο σταυρό καί προσεύχονται:
«Δυνάμει τοῦ Σταυροῦ Σου, Χριστέ,
στερέωσόν μου τήν διάνοιαν
εἰς τό ὑμνεῖν καί δοξάζειν σου,
τήν σωτήριον ἀνάστασιν».
Ἐδῶ δέν πρόκειται γιά μαγικό ὄργανο, ἀλλά γιά τή ζωοποιό
δύναμη τοῦ Θεοῦ, πού μεταδίδεται ἀκόμη καί στό ξύλο τοῦ σταυροῦ ἤ
στό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἡ σχέση τοῦ σημείου μέ τόν Χριστό εἶναι ἐκείνη
πού μεταβάλλει τό «φονικό ὄργανο»
σέ πηγή σωτηρίας· ὄχι τό σχῆμα μόνο του, ξεκομμένο ἀπό τή σχέση του
μέ τόν Κύριο. Τήν ἀλήθεια αὐτή βλέπουμε στόν χάλκινο ὄφι, πού προεικόνιζε
τόν τίμιο καί ζωοποιό σταυρό.
Οἱ Ἰσραηλίτες ἐσώζοντο «οὐ διά τό θεωρούμενον,
ἀλλά διά σέ τόν πάντων Σωτήρα»· δέν ἐσώζοντο ἐξαιτίας τοῦ συμβόλου,
ἀλλά ἐξαιτίας τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁ Σωτήρας ὅλων. «Καί ἐν τούτῳ ἔπεισας τούς ἐχθρούς ἡμῶν, ὅτι σύ εἶ ὁ ρυόμενος ἐκ
παντός κακοῦ», προσθέτει ὁ σοφός Σολομών (Σοφ. Σολ. ιστ’ 7-8).
Οἱ Ισραηλίτες δέν κατανόησαν τήν ἀλήθεια αὐτή καί
θέλησαν νά λατρεύσουν τόν χάλκινο ὄφι· νά τοῦ ἀποδώσουν δηλαδή
τιμή πού ἀποδίδεται μόνο στόν Θεό. Θεώρησαν πώς ἡ θεραπευτική δύναμη
προήρχετο ἀπό τόν ἴδιο τό χάλκινο ὄφι. Γι’ αὐτό καί ὁ εὐσεβής βασιλέας
Ἐξεκίας δέν ἐδίστασε ἀργότερα, μαζί μέ τά ἄλλα εἴδωλα, νά συντρίψει
καί τό χάλκινο ὄφι. Εἶδε πώς στή συνείδηση τοῦ ἀποστάτου λαοῦ ὁ χάλκινος
ὄφις ἔχασε τή σχέση του μέ τόν ἀληθινό Θεό καί πῆρε τή θέση Ἐκείνου
(Δ’ Βασιλ. ιη’ 4).
Ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός ἀποδίδει στόν τίμιο σταυρό τήν
πρέπουσα τιμή, ὄχι ὅμως λατρεία (πρβλ. Γεν. μζ’ 31). Δέν συγκαταλέγεται ἀνάμεσα
στούς «ἐχθρούς τοῦ σταυροῦ» (Φιλιπ.
γ’ 18). Ὁ σταυρός δέν ἀποτελεῖ γιά ἐμᾶς «αἰσχύνην»
(πρβλ. Δευτερ. κα’ 23), ἀλλά «καύχημα»
(Γαλ. στ’ 14) καί τοῦτο δέν ἀναφέρεται μόνο στό γεγονός, ἀλλά καί στό σχῆμα.
στ) Πῶς νά κάνουμε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ
Τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἀποτελεῖ πρωτοχριστιανική
παράδοση. Μαρτυρεῖται στόν ἅγιο Ἰουστῖνο (150 μ.Χ.) καί στόν Τερτυλλιανό
(200 μ.Χ.). Γράφει ὁ Τερτυλλιανός:
«Ἡμεῖς οἱ χριστιανοί εἰς ὅλα τά ταξίδια καί τάς μετακινήσεις,
εἰς πᾶσαν ἀναχώρησιν καί ἐπιστροφήν μας, ὅταν φοροῦμεν τά ἐνδύματα
καί τά ὑποδήματα, εἰς τό λουτρόν καί εἰς τό τραπέζι, ὅταν ἀνάπτωμεν τό
λυχνάρι μας, ὅταν καθήμεθα ἤ ἐξαπλωνώμεθα, εἰς ὅλας ἐν γένει τάς πράξεις
τῆς καθημερινῆς ζωῆς κάμνομεν τό σημεῖον τοῦ σταυροῦ». Τό ἔθιμο τοῦτο, συνεχίζει, «ἔχει
τήν ἀρχήν του εἰς τήν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἐτονώθη δέ διά τῆς συνήθειας
καί πρέπει νά τηρῆται μετά πίστεως».
Ὁλόκληρη ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ οὐσία
τῆς ὀρθόδοξης πίστης ἀπεικονίζεται μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ὁ ὀρθόδοξος
χριστιανός ἑνώνει τά τρία δάκτυλα καί τά θέτει πρῶτα στό μέτωπο, ὕστερα
στήν κοιλιά καί τέλος τά φέρει στούς δύο ὤμους ὁριζόντια, ἀπό τά δεξιά
πρός τά ἀριστερά.
Μέ τήν ἕνωση τῶν τριῶν δακτύλων ἀπεικονίζουμε καί
ὁμολογοῦμε τήν πίστη μας στόν Ἕνα καί Τριαδικό Θεό. Ὅταν τά θέτουμε
στήν κοιλιά τό κάνουμε «εἰς τύπον τοῦ
Υἱοῦ», πού ἐγεννήθη προαιώνια ἀπό τόν Πατέρα, κατῆλθε στή γῆ
καί ἐγεννήθη «ἐκ τῆς παρθένου Μαρίας».
Ὅταν θέτουμε τά ἑνωμένα δάκτυλα στούς ὤμους, τό κάνουμε «εἰς τύπον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»,
πού χαρακτηρίζεται σάν «βραχίων»
(Ἰω. ιβ’ 38) καί «δύναμις» Κυρίου
(Λουκ. κδ’ 49, πρβλ. Πράξ. α’ 8).
Μέ τήν ἕνωση τῶν δύο ἄλλων δακτύλων ἀπεικονίζουμε
τήν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀδιαίρετη ἕνωση τῶν δύο φύσεων,
μέ τήν ὁποία θεραπεύθηκε καί ἀνυψώθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση μέχρι τό
ὕψος τῆς θέωσης.
Οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί κάνουν σέ κάθε περίπτωση τό
σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ὅταν προσεύχονται, ὅταν κοιμοῦνται, ὅταν ξυπνοῦν,
ὅταν ἀρχίζουν τήν ἐργασία τους καί ὅταν τήν τελειώνουν. Ὅταν φεύγουν
γιά ἕνα ταξίδι, ὅταν περνοῦν ἔξω ἀπό ἱερό ναό, σέ ὁλόκληρη τή ζωή
τους.
Ἀλλά δέν τό κάνουν μέ τρόπο μαγικό, ἀλλά μέ ἐσωτερική
συμμετοχή. Χαράσσουν τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ στό σῶμα τους εὐκρινῶς, ὄχι
μέ ἀμέλεια, ἀλλά σύμφωνα μέ τήν τάξη τῆς Ἐκκλησίας: Μέ τά τρία δάκτυλα
ἑνωμένα καί μέ τέτοιο τρόπο, σάν νά ἀκουμποῦσε ἐπάνω μας ὁ ἴδιος ὁ σταυρός.
Τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ πρέπει νά συνοδεύεται καί μέ ἀπόλυτη
πίστη στόν Τριαδικό Θεό, στό σωτήριο γεγονός τῆς σάρκωσης τοῦ Χριστοῦ,
στόν σταυρικό θάνατο καί στή ζωοποιό Του ἀνάσταση. Μέ πίστη σέ ὅλα
ἐκεῖνα τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα διακηρύσσουμε μέ τό σημεῖο
τοῦ σταυροῦ. Ὅταν κάνουμε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ πρέπει νά μένουμε σταθεροί
στήν ἐν Χριστῷ ἐλπίδα, δηλαδή νά εἴμαστε βέβαιοι γιά τήν ἀγάπη καί
τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ πρέπει νά συνοδεύεται μέ τήν ἀμετάκλητη
ἀπόφασή μας νά σταυρώσουμε καί νά καταργήσουμε τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό
μας καί τά πάθη. Πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά δεχθοῦμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ,
γιά νά ζήσουμε πλέον συνειδητά τή ζωή τῆς ἀνακαίνισης καί τῆς ἐσωτερικῆς
μεταμόρφωσης.
Αὐτός εἶναι ὁ τρόπος πού οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί κάνουν
τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Κλείνοντας παρατηροῦμε πώς ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ δέν
εἶναι σύμβολο ντροπῆς, ἀλλά καύχημα γιά κάθε πιστό. Εἶναι τό ὄργανο
μέ τό ὁποῖο θανατώθηκε ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος. Εἶναι πηγή ζωῆς καί
δόξα. Φανερώνει τήν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν
ἀξία τοῦ ἀνθρώπου στά μάτια τοῦ Θεοῦ. Ἀποτελεῖ συγκλονιστική ἀπόδειξη
τῆς ἐλπίδας τῶν πιστῶν καί προσφέρει τή βεβαιότητα γιά βαθύτερο νόημα
στή ζωή, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς ὅποιες συνθῆκες της.
Ὁ σταυρός ἀποτελεῖ τό μέτρο κρίσης γιά τόν κάθε ἄνθρωπο.
Ἡ διάθεση καί ἡ στάση ἀπέναντι στόν τίμιο σταυρό τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά
σημάνει σωτηρία ἤ καταδίκη, σύμφωνα μέ τό παράδειγμα τῶν δύο ληστῶν,
ἐκείνου πού βρισκόταν στά δεξιά τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἄλλου, στά ἀριστερά.
Μέ τήν ἐπαφή τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἁγιάζεται καί
τό ξύλο τοῦ σταυροῦ. Καί τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ ἀποτελεῖ ἐξεικόνιση τοῦ
Ἐσταυρωμένου Κυρίου, τοῦ νικητοῦ καί θριαμβευτοῦ κατά τῆς ἁμαρτίας
καί τοῦ θανάτου, τοῦ χορηγοῦ τῆς ζωῆς, τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς ἀθανασίας,
πού ἐπήγασε ἀπό τόν τίμιο σταυρό.
Μέ τόν τίμιο σταυρό σφραγίζονται ὅλα τά μέλη τοῦ πιστοῦ
καί ἀφιερώνονται στόν Θεό. Ὁ άνθρωπος γίνεται μέτοχος τῶν παθῶν καί
τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, νικητής καί θριαμβευτής κατά τῆς ἁμαρτίας
καί τοῦ θανάτου. Ὁ σταυρός εἶναι σεβάσμια σφραγίδα ὅλων τῶν θαυμασίων
τοῦ Θεοῦ.
Τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἐκφράζει καί διακηρύττει τήν
ὀρθόδοξη πίστη στόν Ἕνα καί Τριαδικό Θεό, στήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων
τοῦ Χριστοῦ, στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Κυρίου, στό γεγονός τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας.
Τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ χαράσσεται ἀπό κάθε πιστό στό
σῶμα του μέ μεγάλη εὐλάβεια, χωρίς ὅμως νά θεωρεῖται πράξη μαγική.
Συνοδεύεται μέ βαθειά πίστη στά σωτήρια δόγματα, πού ἐκφράζονται καί
διακηρύττονται μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, μέ βεβαία καί ἀμετακίνητη
ἐλ- πίδα γιά ένα βαθύτερο νόημα στή ζωή, πού στηρίζεται στή νίκη κατά
τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου πού συντελέσθηκε ἐπάνω στόν σταυρό. Συνοδεύεται
ἀκόμη μέ σταθερή ἀπόφαση καί μέ ἀνάλογο ἀγώνα γιά νά σταυρώσουμε
τόν παλαιό ἄνθρωπο μέ τίς ἐπιθυμίες καί τά πάθη, καί νά ἐνδυθοῦμε τόν
καινούργιο ἄνθρωπο, μέ προσανατολισμό τόν σταυρό καί τήν ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ.