Θέματα Ὀρθοδόξου πίστεως ἀπό τό βιβλίο «Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ», τοῦ ἀειμνήστου π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου συγχρόνου ὁμολογητοῦ, ἱδρυτοῦ τῆς ἀντιαιρετικῆς ἄμυνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, πού ἀποτελεῖ ὁλοκληρωμένη δογματική ἀντιαιρετική ἀσπίδα.
Ἡ γνώση τῆς ἀκριβοῦς Ὀρθοδόξου Πίστεως εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν κατάρτιση τῶν στελεχῶν τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἔργου καί γιά τήν σίγουρη καί ἔγκυρη βοήθεια στά θύματα καί τούς συγγενεῖς τους.
1. Η ΑΛΗΘΕΙΑ Α’
Ὁ ἄνθρωπος ἀναζητοῦσε πάντοτε τήν ὑπερβατική πραγματικότητα, μέ σκοπό νά βρεῖ ἀπάντηση στά μεγάλα προβλήματα πού ἀναφέρονται στό μυστήριο τοῦ κόσμου καί τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ἀναζητοῦσε τήν «ἀλήθεια».
Ὅμως τό θέμα αὐτό δέν τίθεται πάντοτε μέ τόν ἴδιο τρόπο. Ἔτσι καί οἱ ἀπαντήσεις πού δίδονται καί οἱ συνέπειές τους γιά τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κάθε φορά διαφορετικές. Χαρακτηριστική εἶναι σ’ αὐτό τό σημεῖο ἡ περίπτωση τοῦ Ποντίου Πιλάτου: Ρώτησε τόν Χριστό, ἄν ἦταν βασιλιάς καί ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: «Γι’ αὐτό γεννήθηκα καί γι’ αὐτό ἦλθα στόν κόσμο, γιά νά μαρτυρήσω τήν ἀλήθεια. Ὅποιος εἶναι ἀπό τήν ἀλήθεια, ἀκούει τή φωνή μου» (Ἰω.ιη'37). Τότε ὁ Πιλάτος τόν ρώτησε: «Τί εἶναι ἀλήθεια;» (Ἰω.ιη'38).
Κατά τήν ἀντίληψη τοῦ Πιλάτου ἡ ἀλήθεια πρέπει νά εἶναι κάποια ἰδέα, κάποια ἔννοια καί ἔτσι μποροῦμε νά ρωτήσουμε: «τί εἶναι ἀλήθεια». Σ’ αὐτήν ἀκριβῶς τή βάση ἐκινοῦντο καί οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι· ζητοῦσαν τήν ἀλήθεια τοῦ «τί»! Δέν εἶναι ὅμως ὁ δρόμος αὐτός ἡ προσφορά τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, σύμφωνα μέ τή χριστιανική πίστη, ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι «κάτι», ἀλλά «κάποιος».
α) Ἡ ἀλήθεια τοῦ «ποιός»
Κατά τή χριστιανική ἀντίληψη ἡ ἀλήθεια εἶναι πρόσωπο, ὄχι «πρᾶγμα». Ὁ Πιλᾶτος δέν ἔθεσε σ’ αὐτή τή βάση τό θέμα καί δέν πῆρε ἀπάντηση στό ἐρώτημά του· ἴσως καί νά μήν περίμενε καμμία ἀπάντηση!
Ἀλλά ὁ Χριστός σέ ἄλλη περίπτωση εἶπε στούς μαθητές του πώς μεταβαίνει στόν Πατέρα καί θά ξανάρθει νά τούς παραλάβει, γιά νά τούς ὁδηγήσει ἐκεῖ, καί νά εἶναι πλέον ὅλοι μαζί Του. «Γνωρίζετε ποῦ πηγαίνω», τούς εἶπε, «καί γνωρίζετε καί τό δρόμο» (Ἰω.ιδ'3-4). Τότε τοῦ λέει ὁ Θωμάς: «Κύριε, δέν ξέρουμε ποῦ πηγαίνεις καί πῶς μποροῦμε νά ξέρουμε τό δρόμο;»· λέει σ’ αὐτόν ὁ Χριστός: «Ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή, κανείς δέν ἔρχεται πρός τόν Πατέρα παρά δι’ ἐμοῦ. Ἐάν μέ γνωρίζατε, θά γνωρίζατε καί τόν Πατέρα μου. Ἀπό τώρα τόν γνωρίζετε καί τόν ἔχετε δεῖ» (Ἰωαν.ιδ'4-8).
Τότε τοῦ λέει ὁ Φίλιππος: «Κύριε, δεῖξε μας τόν Πατέρα καί μᾶς ἀρκεῖ». Τοῦ ἀπαντάει ὁ Χριστός: «Τόσο χρόνο εἶμαι μαζί σας καί δέν μέ γνώρισες, Φίλιππε; ὅποιος μέ ἔχει δεῖ, εἶδε τόν Πατέρα· και πῶς λές ἐσύ, δεῖξε μας τόν Πατέρα;» (Ἰω.ιδ'8-9).
Ἡ ἀπάντηση αὐτή τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύει, πῶς πρέπει νά διατυπωθεῖ ἡ ὀρθή ἐρώτηση γιά τήν ἀλήθεια: «Ποιός εἶναι ἡ ἀλήθεια;». Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἀλήθεια καί ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας δέν ἀποτελεῖ ὑπόθεση τῆς διάνοιας τοῦ ἀνθρώπου καί νοησιαρχική διαδικασία, ἀλλά κοινωνία μεταξύ προσώπων.
Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τό «δρόμο», γιά νά «γνωρίσει τήν ἀλήθεια», δηλαδή νά ἔλθει σέ κοινωνία μετά τοῦ Θεανθρώπου, ἡ ὁποία εἶναι ταυτόχρονα καί κοινωνία μέ τόν Πατέρα, πού εἶναι αἰώνια ζωή.
Ἡ ἀλήθεια τοῦ «ποιός» εἶναι ὁ ἔνσαρκος Λόγος (Ἰω.α'14) πού πρέπει νά «γνωρίσουμε», γιά νά ἔχουμε ζωή (Ἰω.στ'47.ι'27-28.Α'Ἰω.ε' 13). Μόνο ὁ Χριστός μπορεῖ νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στόν οὐράνιο Πατέρα, γιά νά τόν κάνει μέτοχο τῆς ζωῆς (Λουκ.γ΄22.Ἰω.α'12.ιδ'6)· «ἡ χάρις καί ἡ ἀλήθεια ἦλθαν διά Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ἰω.α'17).
Αὐτή ἡ τοποθέτηση τῆς ἁγίας Γραφῆς ἀποδεικνύει τή διαφορά ἀνάμεσα στή χριστιανική καί στή διανοητική ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσπαθήσει νά γνωρίσει διανοητικά τήν ἀλήθεια, στηριζόμενος μόνο στή δύναμη τοῦ νοῦ, ὁδηγεῖται στό ἴδιο λάθος τῆς ἐπιστήμης μέ τήν αἰτιοκρατία της καί τοῦ πανθεϊσμοῦ μέ τήν ταύτιση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κοσμου· στην ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας τοῦ «τί». Ἀντίθετα ὁ χριστιανός ἐνδιαφέρεται γιά τήν ἀλήθεια τοῦ «ποιός», ἡ ὁποία ὅμως γνωρίζεται μόνο μέ τήν «κοινωνία», πού εἶναι δῶρο τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
β) Σωτήρια ἀλήθεια
Ἡ διάκριση ἀνάμεσα στήν ἀλήθεια τοῦ «τί» καί στήν ἀλήθεια τοῦ «ποιός» εἶναι βασική, γιατί ἐδῶ δέν πρόκειται γιά θεωρητική ἔννοια ἀλλά γιά τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἀλήθεια τῶν φιλοσόφων, δηλαδή ἡ ἀλήθεια τοῦ «τί», δέν σῴζει τόν ἄνθρωπο, γιατί ὁ «θεός» τῶν φιλοσόφων εἶναι ἀπρόσωπος καί ἑπομένως δέν ἔρχεται σέ προσωπική κοινωνία μέ τόν ἄνθρωπο. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τό θεό τῶν Ἰνδουιστῶν. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά Τόν ὁποῖο ἡ αἵρεση εἶναι τραγική πραγματικότητα.
Σ’ αὐτό τό σημεῖο ἡ ἁγία Γραφή προειδοποιεῖ: «ὑπῆρξαν καί ψευδοπροφῆται μεταξύ τοῦ λαοῦ, ὅπως καί μεταξύ σας θά ὑπάρξουν ψευδοδιδάσκαλοι, πού θά εἰσαγάγουν αἱρέσεις ἀπώλειας, ἀρνούμενοι καί τόν Κύριον πού τούς ἀγόρασε κι ἔτσι προκαλοῦν ταχεῖα ἀπώλεια» (Β' Πετρ.β'1).
Οἱ «αἱρέσεις ἀπώλειας» ἀναφέρονται στά δόγματα τῆς πίστης· γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία ἀγωνίσθηκε καί ἀγωνίζεται ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, πού θέτουν σέ κίνδυνο τή σωτηρία. Ἡ δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας διακηρύττει τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας καί ταυτόχρονα τήν ἐξασφαλίζει. Πῶς θά ἦταν ἐπί παραδείγματι δυνατή ἡ σωτηρία, δηλαδή ἡ πραγματική Θεο-κοινωνία, πού διατηρεῖ τό δικό μας «ἐγώ» καί τό «Σύ» τοῦ Θεοῦ, ἄν ἀντικαθιστούσαμε τήν πίστη στόν προσωπικό Θεό μέ τήν πίστη τῶν φιλοσόφων σέ ἕνα ἀπρόσωπο «ὑπέρτατο ὄν» ἤ καί μέ τήν ἰνδουιστικη ἀντίληψη γιά μία παγκόσμια ἀπρόσωπη δύναμη ἤ «συνειδητότητα»;
Μέ τήν πίστη στήν ἀλήθεια τοῦ «ποιός» ἡ Ἐκκλησία, στό αἰώνιο ἐρώτημα τοῦ ἀνθρώπου, δίνει ἀπάντηση ἱκανή νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό ἀδιέξοδα καί νά τόν ὁδηγήσει στό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς. Τό τελευταῖο στάδιο τῆς Θείας ἀποκάλυψης πραγματώθηκε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος «ἐν Χριστῷ» μπορεῖ πλέον νά «γνωρίσει» τήν ἀλήθεια (Ἰω.α'17).
γ) Ἀλήθεια καί ζωή
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἐξαναγκάζει κανένα καί ὁ Θεός δέν ἀποκαλύπτεται ἐκεῖ πού ἡ παρουσία Του δέν εἶναι ἐπιθυμητή. Ἡ χάρη Του δέν δίδεται σ’ ὅποιον τήν ἀπορρίπτει, σ’ ἐκεῖνον πού ἀκολουθεῖ δόγματα καί «τεχνικές» αὐτοσωτηρίας· ἡ χάρη συμβαδίζει μέ τήν ἀληθεια· δεν ὑπάρχει ἐκεῖ πού ἡ ἀλήθεια ἀπορρίπτεται!
Ἡ ἁγία Γραφή καί ἡ Ἐκκλησία δέν κάνει λόγο γιά κανένα «ἀδογμάτιστο χριστιανισμό». Κάτι τέτοιο θά ἀπογύμνωνε τήν ἠθική ζωή, τό χριστιανικό φρόνημα ἀπό τίς «ρίζες» του, πού εἶναι τά δόγματα τῆς πίστης μας καί θά ὁδηγοῦσε τόν ἄνθρωπο σέ σύγχυση καί ἀβεβαιότητα.
Ἀπό τό ἄλλο μέρος τόν ἄνθρωπο δέν τόν σῴζει ἡ διανοητική παραδοχή τῶν δογμάτων τῆς σωτηρίας· ἡ δογματική ἀλήθεια πρέπει νά ἐπιβεβαιώνεται μέ τήν καθημερινή ζωή: «καί θά καταδικάσει (ὁ Κύριος) ἐκείνους πού δέν γνωρίζουν τόν Θεόν καί δέν ὑπακούουν στό εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β' Θεσ.α'8. Πρβλ.Ματθ.ε'19. ζ' 24.Ἰακ.θ'26).
Τά σωτήρια λοιπόν δόγματα τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι καρπός διανοητικῆς ἐνασχόλησης, ἀλλά Θείας ἀποκάλυψης, σέ ἀναφορά μέ τήν καθημερινή ζωή τοῦ πιστοῦ. Γι’ αὐτό καί ἡ χριστιανική πίστη δέν μπορεῖ νά ἰδεολογικοποιηθεῖ· εἶναι κοινωνία καί ζωή. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέν τόνιζαν ἁπλῶς τήν σύνδεση αὐτῶν τῶν δύο, ἀλλά καί τόν κίνδυνο τῶν αἱρέσεων:
«Ἐμεῖς ὅμως, σᾶς παρακαλῶ, δέν πρέπει νά τούς ἀνεχόμαστε, ἀλλά νά τούς κλείνουμε τ’ αὐτιά μας καί νά πιστεύουμε στήν ἁγία Γραφή. Ὅταν λοιπόν ἀκολουθήσουμε πιστά, ὅσα εἴπαμε, πρέπει νά φροντίσουμε νά ἀποθηκεύουμε στίς ψυχές μας τά ὑγιῆ δόγματα καί μαζί μ’ αὐτά νά ἐπιδεικνύουμε καί ἀκρίβεια ζωῆς, ὥστε καί ἡ ζωή μας νά ἐπιβεβαιώνει τά δόγματα, καί τά δόγματα νά ἀποδεικνύουν πιό ἀξιόπιστη τή ζωή μας. Γιατί οὔτε ἄν ὑπάρχει σέ μᾶς ἡ ὀρθή διδασκαλία, ἀδιαφοροῦμε ὅμως γιά τή ζωή, θά ἔχουμε κανένα ὄφελος, οὔτε κι ὅταν ἔχουμε ἐνάρετη ζωή, θά μπορέσουμε νά κερδίσουμε κάτι χρήσιμο γιά τή σωτηρία μας, ἄν ἀδιαφοροῦμε γιά τά ὀρθά δόγματα» (Χρυσόστομος).
δ) Μέσα ἀπό τό γνόφο τῆς ἀγνωσίας
Ὁ ἄνθρωπος, σάν κτιστή πραγματικότητα, μπορεῖ νά ἐρευνήσει μόνο τήν «κτιστή» ἀλήθεια· ὄχι αὐτό πού ὁ Θεός εἶναι, ἀλλά τά κτίσματα τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ μ’ αὐτό τόν τρόπο νά ἀνακαλύψει τή «σκιά» τῆς ἀλήθειας (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος), τά «ἴχνη» τοῦ Δημιουργοῦ καί ὄχι τήν «ἄκτιστη ἀλήθεια». Ὁ Θεός εἶναι ἀπρόσιτος καί ἀκοινώνητος κατά τήν Οὐσία· προσιτός ὅμως μέ βάση τίς ἐνέργειες καί τή χάρη Του.
Ἡ σωτήρια ἀλήθεια δέν εἶναι καρπός ἀνθρώπινης προσπάθειας, ἀλλά δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος μέ τή σοφία του δέν μπόρεσε νά γνωρίσει τόν Θεό. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός εὐδόκησε νά σώσει τούς πιστούς «διά τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος» (Α'Κορ.α'19-2 1).Ἔτσι ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται στίς ψυχές τῶν πιστῶν(Ματθ.ιστ'17.Ἰω.α'18.Α'Κορ.β' 9).
Ὁ Ἰώβ προσπάθησε μέ τό λογικό του νά διερευνήσει τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ χωρίς κανένα ἀποτέλεσμα. Ὅμως ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός τοῦ ἀποκαλύφθηκε, ἐννόησε πώς μόνος του ἦταν ἀδύνατο νά φθάσει ἐκεῖνο πού ποθοῦσε ἡ ψυχή του καί αἰσθάνθηκε βαθύτατη συντριβή: «Μέχρι στιγμῆς ἄκουα γιά Σένα μόνο μέ τά αὐτιά μου», λέει στόν Θεό, «τώρα ὅμως Σέ εἶδα μέ τά μάτια μου. Γιά τοῦτο ἐλεεινολόγησα τόν ἑαυτό μου· ἔλειωσα ἀπό συντριβή, αἰσθάνομαι πράγματι χῶμα καί στάχτη» (Ἰώβ,μβ'5-6).
Ὁ Μωϋσῆς πῆρε τήν ἐντολή: «Κατέβα καί μίλησε ἔντονα στό λαό νά ἐξαγνισθεῖ σήμερα καί αὐριο· να πλύνουν τά ροῦχα τους καί νά εἶναι ἕτοιμοι τήν τρίτη ἡμέρα, γιατί κατά τήν τρίτη ἡμέρα θά κατέβει ὁ Κύριος στό ὄρος Σινά ἐνώπιον ὅλου τοῦ λαοῦ» (Ἐξ.ιθ'10-11). Ὁ Μωϋσῆς παίρνει ἀκόμη ἐντολή ἀπό τόν Θεό νά παραλάβει τόν Ἀαρών, τόν Ναδάβ, τόν Ἀθδιούδ καί ἑβδομήντα πρεσβυτέρους καί νά πάει στό ὄρος· ὁ λαός ἔπρεπε νά μείνει στούς πρόποδες (Ἐξ.κδ'1-2).
Σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ὁ Μωϋσῆς προσφέρει θυσία καί ραντίζει τό λαό μέ τό αἷμα τῆς θυσίας. Κατόπιν ἀνεβαίνει στό ὄρος μαζί μέ τά πρόσωπα πού ὅρισε ὁ Θεός. Ἐκεῖ οἱ συνοδοί τοῦ Μωϋσῆ δέν εἶδαν τόν Θεό· εἶδαν μόνο «τόν τόπο ὅπου ἐστάθη ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ»· καί ὁ τόπος αὐτός φαινόταν «σάν νά ἦταν κατασκευασμένος ἀπό πλίνθους σαπφείρου καί εἶχε τή διαύγεια καί τή λάμψη τοῦ καθαροῦ οὐρανοῦ» (Ἐξ. κδ' 10).
Ὁ Μωϋσῆς ἔλαβε τότε τήν ἐντολή: «ἀνέβα πρός ἐμέ στήν κορυφή τοῦ ὄρους καί μεῖνε ἐκεῖ. Θά σοῦ δώσω τίς πέτρινες πλάκες μέ τό νόμο καί τίς ἐντολές πού ἔγραψα, γι΄ αὐτούς σάν νομοθέτης» (Ἐξ.κδ'12). Τότε ὁ Μωϋσῆς παρέλαβε τόν Ἰησοῦ τοῦ Ναυή καί ἀνέβηκαν στό ψηλότερο μέρος τοῦ ὅρους, τό ὁποῖο σκεπαζόταν ἀπό τή νεφέλη (Ἐξ.κδ'13-15).
«Καί κατέβηκε ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ στό ὄρος Σινά καί ἡ νεφέλη τό ἐσκέπασε ἐπί ἕξι ἡμέρες. Τήν ἕβδομη ἡμέρα ἐκάλεσε ὁ Κύριος τόν Μωϋσῆ μέσα ἀπό τή νεφέλη. Τό εἶδος τῆς δόξας τοῦ Κυρίου ἦταν σάν πῦρ πού βγάζει φλόγες πάνω στήν κορυφή τοῦ ὄρους, ὁρατό ἀπό τούς Ἰσραηλῖτες.
Ὁ Μωϋσῆς μπῆκε στό μέσο τῆς νεφέλης καί ἀνέβηκε στό ὄρος καί ἔμεινε ἐκεῖ σαράντα ἡμερονύκτια» (Ἐξ.κδ'16-18). «Καί ἔγιναν βροντές καί ἀστραπές καί νεφέλη γνοφώδης ἐπάνω στό ὄρος Σινά... τό ὄρος ἐκαπνίζετο ὁλόκληρο, γιατί πάνω σ’ αὐτό εἶχε κατέβει ὁ Θεός σάν πῦρ. Ὁ καπνός ἀνέβαινε ὅπως ὁ καπνός τῆς ἀσβεστοκαμίνου... ὁ Μωϋσῆς ρωτοῦσε καί ὁ Θεός ἀποκρινόταν μέ φωνή...» (Ἐξ.ιθ'16-19.Δευτερ.δ'11-12. ε'22).
Μέσα στή νεφέλη ὁ Μωϋσῆς δέν μποροῦσε νά διακρίνει τίποτε μέ τά φυσικά του μάτια. Δέν μποροῦσε νά «δεῖ» τόν Θεό μέ τίς ἀνθρώπινες δυνατότητές του. Ὁ Μωϋσῆς κατανόησε πώς ὁ Θεός βρίσκεται «μέσα στό γνόφο», στή σκοτεινή νεφέλη (Β'Παραλ./Β'Χρον. στ'1.Ἰεζ.ι'4)· ἐκεῖ ἀξιώθηκε ν’ ἀκούσει τή φωνή τοῦ Θεοῦ καί νά λάβει τό νόμο τῆς ζωῆς καί τῆς σοφίας (Σοφ. Σειρ. με' 5).
Αὐτό πού εἶδε ὁ Μωϋσῆς ἦταν ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐμπειρία του αὐτή δέν ἦταν ἀποτέλεσμα δικῆς του διανοητικῆς προσπάθειας ἤ καρπός τῆς ἄσκησης κάποιων «τεχ
νικῶν», ἀλλά ἔργο τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, καρπός τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά τοῦ Μωϋσῆ.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δοθεῖ ὁλοκληρωτικά στόν Θεό καί ποθήσει νά συναντήσει Ἐκεῖνον πού
λαχταρᾶ ἡ ψυχή του, τότε, ἀφοῦ ὁ ἴδιος περάσει μέσα ἀπό τή σκοτεινή νεφέλη τῆς ἀγνωσίας, ὁ Θεός ἔρχεται σ’ αὐτόν, κάνει τά πάντα γύρω του φωτεινά καί τοῦ ἀποκαλύπτεται. «Αὐτός ἀποκαλύπτει τά βαθειά καί τά ἀπόκρυφα, Αὐτός γνωρίζει τά ἐν σκότει καί τό φῶς βρίσκεται σ’ Αὐτόν» (Δαν.β'22)· πρέπει ὅμως ὁ ἄνθρωπος νά πεινάσει καί νά διψάσει πραγματικά γιά τόν Θεό (Ψαλμ. μα'/μβ'1-3).
Ἐκεῖνο πού ἀποκτᾶ πρωταρχική σημασία στήν ἀναζήτηση τῆς σωτήριας ἀλήθειας τοῦ «ποιός», εἶναι ἡ δίψα γιά τόν Θεό καί ἡ προτεραιότητα πού δίνουμε σ’ αὐτό τό ζήτημα. Ὅποιος ὅμως ἀποκτήσει τή «γεύση» τῆς παρουσίας τοῦ Θείου Φωτός, τῆς δόξας δηλαδή τοῦ Θεοῦ, αὐτός θά αἰσθανθεῖ τή μεγάλη του ἀδυναμία καί ἀναξιότητα καί θά ἀναφωνήσει τά λόγια του ἐκκλησιαστικοῦ ὕμνου:
«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τήν σήν αἰσθομένη θεότητα...»,
«Κύριε, βυθισμένος ὁλόκληρος στήν ἁμαρτία, αἰσθάνομαι τή δική Σου Θεότητα...».
Δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά γνωρίσουμε τόν Θεό, παρά μόνο ὅταν ζοῦμε «μέσα σ’ Αὐτόν», λέγει κάποιος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν ἀφήσουμε τή ζωή μας νά τή φωτίσει Ἐκεῖνος: «Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ.λε'10/λστ'9)· «ἐξαπόστειλε τό φῶς Σου καί τήν ἀλήθεια Σου· αὐτά μέ ὠδήγησαν καί μέ ἔφεραν εἰς ὄρος ἅγιό Σου καί τά σκηνώματά Σου» (Ψαλμ.μβ'/μγ'3).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου