Όριο Πίστεως


ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ

ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Η ΠΤΩΣΗ - Αρχιμ. Χρυσόστομος Μαϊδώνης

Θέμα: "Η ΠΤΩΣΗ".
Η εκκλησία μας διδάσκει όχι μόνο την αλήθεια για το Θεό, αλλά και την αλήθεια για τον άνθρωπο.
Μας αποκαλύπτει την Ορθόδοξη Ανθρωπολογία.
Ο άνθρωπος που δημιουργήθηκε από την αγάπη του Θεού “κατ εικόνα και καθ' ομοίωση Του”.
Αυτή η εικόνα αχρειώθηκε με την πτώση στην αμαρτία.
Ποια η ζημιά που έπαθε;
Ποιος τον έσπρωξε να πέσει;
Σκέφτεται, αισθάνεται και θέλει το σωστό;
Πως θα γιατρευτεί;
Πως θα αποκτήσει πάλι την παλιά δόξα και ομορφιά;
Αυτά τα ερωτήματα θα απαντηθούν σε αυτή την συνάντηση. Έλα να τα πούμε. Σε περιμένουμε!


ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
ΧΑΛΚΕΩΝ 21 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
www.oriopisteos.eu


«Γνωριμία με την Oρθοδοξία»


ΚΑΘΕ ΔΕΥΤΕΡΑ 7,30 Μ.Μ. ΑΓ.ΣΟΦΙΑΣ 3, 1ος ΟΡΟΦΟΣ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ Ι.Ν. ΑΓ.ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Κ. ΑΝΘΙΜΟΥ


Δευτέρα 29/10/2018


6,30 μ.μ. Παρακλητικός Κανόνας «Υπέρ επιστροφής των πεπλανημένων».
7,30 μ.μ. Ομιλητής: Αρχιμ.Χρυσόστομος Μαϊδώνης, Πρωτοσύγκελλος Ι.Μ.Ἱερισσού.

Θέμα: "Η ΠΤΩΣΗ".

Η εκκλησία μας διδάσκει όχι μόνο την αλήθεια για το Θεό, αλλά και την αλήθεια για τον άνθρωπο.
Μας αποκαλύπτει την Ορθόδοξη Ανθρωπολογία.
Ο άνθρωπος που δημιουργήθηκε από την αγάπη του Θεού “κατ εικόνα και καθ' ομοίωση Του”.
Αυτή η εικόνα αχρειώθηκε με την πτώση στην αμαρτία.
Ποια η ζημιά που έπαθε;
Ποιος τον έσπρωξε να πέσει;
Σκέφτεται, αισθάνεται και θέλει το σωστό;
Πως θα γιατρευτεί;
Πως θα αποκτήσει πάλι την παλιά δόξα και ομορφιά;
Αυτά τα ερωτήματα θα απαντηθούν σε αυτή την συνάντηση. Έλα να τα πούμε. Σε περιμένουμε!


Share:

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

ΓΡΑ­ΦΙ­ΚΗ ΚΑ­ΤΟ­ΧΥ­ΡΩ­ΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙ­Α­ΔΙ­ΚΗΣ Α­ΛΗ­ΘΕΙΑΣ

 

Μι­λή­σα­με γιά τήν πί­στη τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας στόν Ἕ­να καί Τρι­α­δι­κό Θε­ό καί ὑ­πο­γραμ­μί­σα­με πώς αὐ­τή ἡ πί­στη θε­με­λι­ώ­νει τήν ἐλ­πί­δα μας γιά αἰ­ώ­νια ζω­ή. Σ’ αὐ­τό τό κε­φά­λαι­ο θά δεί­ξου­με ὅ­τι ἡ πί­στη αὐ­τή ταυ­τί­ζε­ται μέ τή δι­δα­χή τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς.

α) Ποι­ή­σω­μεν.­..
Ἡ Τρι­α­δι­κή ἀ­λή­θεια πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἤ­δη στό πρῶ­το κε­φά­λαι­ο τοῦ πρώ­του Βι­βλί­ου τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς:
«Καί εἶ­πεν ὁ Θε­ός· ἄς δη­μι­ουρ­γή­σου­με ἄν­θρω­πο σύμ­φω­να μέ τή δί­κη μας εἰ­κό­να καί ὁ­μοί­ω­ση (κα­τ’ εἰ­κό­να καί κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σιν) καί ἄς ἐ­ξου­σιά­ζουν στά ψά­ρια τῆς θά­λασ­σας καί στά πε­τει­νά τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καί στά κτή­νη καί σ’ ὅ­λη τή γῆ καί σ’ ὅ­λα τά ἑρ­πε­τά πού σύ­ρον­ται πά­νω στή γῆ. Καί ἐ­δη­μι­ούρ­γη­σε ὁ Θε­ός τόν ἄν­θρω­πο, σύμ­φω­να μέ τήν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ τόν ἐ­δη­μι­ούρ­γη­σε, ἄν­δρα καί γυ­ναῖ­κα ἐ­ποί­η­σεν αὐ­τούς» (Γεν. α' 26-27).
Ἐ­δῶ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὁ Θε­ός νά «βου­λεύ­ε­ται» ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος σέ κά­ποι­ον ἤ κά­ποι­ους: «ποι­ή­σω­μεν ἄν­θρω­πον».
Ἄς δη­μι­ουρ­γή­σου­με, λέ­γει, ὑ­πο­γραμ­μί­ζον­τας ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι καρ­πός τῆς θεί­ας βού­λη­σης καί ἐ­νέρ­γειας ὄ­χι ἑ­νός, ἀλ­λά πε­ρισ­σο­τέ­ρων θεί­ων προ­σώ­πων. Ἡ «εἰ­κό­να», σύμ­φω­να μέ τήν ὁ­ποί­α ἐ­πρό­κει­το νά δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ὁ ἄν­θρω­πος ἦ­ταν μί­α. Ὅ­μως ἀ­νε­φέ­ρε­το ὄ­χι μό­νο στό πρό­σω­πο πού ὁ­μι­λοῦ­σε, ἀλ­λά καί στά πρό­σω­πα ἐ­κεί­νων μέ τούς ὁ­ποί­ους «ἐ­βου­λεύ­ε­το». Τε­λι­κά ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή ἐγ­κα­τα­λεί­πει τόν πλη­θυν­τι­κό ἀ­ριθ­μό καί ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­δη­μι­ουρ­γή­θη ἀ­πό τόν Θε­ό καί «κα­τ’ εἰ­κό­να Θε­οῦ». Ἡ πε­ρι­κο­πή πα­ρου­σιά­ζει ὄ­χι μό­νο τήν ταυ­τό­τη­τα τῆς οὐ­σί­ας τῶν Τρι­ῶν θεί­ων προ­σώ­πων («κα­τ’ εἰ­κό­να ἡ­με­τέ­ραν καί ὁ­μοί­ω­σιν»­), ἀλ­λά καί τήν ταυ­τό­τη­τα θε­λή­μα­τος καί ἐ­νερ­γεί­ας («καί ἐ­ποί­η­σεν ὁ Θε­ός.­.­.­»­).
«Πρός ποῖ­ον ὡ­μί­λει ὁ Θε­ός, ὥ­στε νά ὁ­μι­λεῖ προ­στά­ζων;» ρω­τά­ει ὁ Μ. Ἀ­θα­νά­σιος ἀ­να­φε­ρό­με­νος στό «ποι­ή­σω­μεν ἄν­θρω­πον.­.­.» (Γεν. α' 26). «Ἐ­άν λοι­πόν ὡ­μί­λει εἰς αὐ­τά πού ἐ­γί­νον­το καί ἔ­δι­δε δι­α­τα­γάς εἰς αὐ­τά, θά ἦ­το πε­ριτ­τός ὁ λό­γος, δι­ό­τι δέν ὑ­πῆρ­χον ἀ­κό­μη, ἀλ­λ’ ἐ­πρό­κει­το νά γί­νουν· οὐ­δείς ὁ­μί­λει εἰς αὐ­τόν πού δέν ὑ­πάρ­χει, οὔ­τε δί­δει δι­α­τα­γάς, διά νά γί­νει αὐ­τό πού δέν ἔ­χει ἀ­κό­μη γί­νει. Δι­ό­τι ἐ­άν ὁ Θε­ός δι­έ­τασ­σε αὐ­τά πού ἐ­πρό­κει­το νά δη­μι­ουρ­γη­θοῦν, θά ἔ­πρε­πε νά λέ­γει· γί­νε οὐ­ρα­νέ.­.. καί δη­μι­ουρ­γή­σου ἄν­θρω­πε.­.. Ἀ­πό αὐ­τά φαί­νε­ται ὁ Θε­ός νά συ­νο­μι­λεῖ πε­ρί τού­των μέ κά­ποι­ον πλη­σί­ον Του».
Γιά τόν Υἱ­ό καί Λό­γο τοῦ Θε­οῦ γνω­ρί­ζου­με πώς πα­ρευ­ρί­σκε­το κα­τά τή δη­μι­ουρ­γί­α (Πα­ροιμ. η' 27. Ψαλμ. λβ' 6. Ἰ­ω. α' 3. Ἐ­φεσ. γ' 9. Κολ. α' 16. Ἑ­βρ. α' 2. Ἀ­πόκ. γ' 14. δ' 11). Ἀ­κό­μη ὁ Υἱ­ός κά­νει ὅ,τι κά­νει καί ὁ Πα­τέ­ρας (Ἰ­ω. ε' 19). '­Ο Μ. Βα­σί­λει­ος ἀ­να­φέ­ρει πώς ὁ Θε­ός, μέ τό «ποι­ή­σω­μεν.­.­.» ἀ­πευ­θύ­νε­ται πρός τόν Υἱ­ό, πού εἶ­ναι «ἀ­παύ­γα­σμα τῆς δό­ξης καί χα­ρα­κτήρ τῆς ὑ­πο­στά­σε­ως αὐ­τοῦ» (Ἑ­βρ. α' 15) καί «εἰ­κών τοῦ Θε­οῦ τοῦ ἀ­ο­ρά­του» (Κολ. α' 15), «πρός τήν ἴ­διαν τήν εἰ­κό­να Του, τήν ζῶ­σαν, ἐ­κεί­νην πού εἶ­πε· “ἐ­γώ καί ὁ Πα­τήρ ἕν ἐ­σμεν” (Ἰ­ω. ι' 30) καί “ὁ ἑ­ω­ρα­κώς ἐ­μέ ἑ­ώ­ρα­κε τόν Πα­τέ­ρα”  (Ἰ­ω.ι­δ')· εἰς ἐ­κεί­νην λέ­γει τό “ποι­ή­σω­μεν ἄν­θρω­πον κα­τ’ εἰ­κό­να ἡ­με­τέ­ραν”. Ὅ­που μί­α εἰ­κών, ποῦ τό ἀ­νό­μοι­ον;­».
Ἀλ­λά στή δη­μι­ουρ­γί­α παίρ­νει μέ­ρος καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ὄ­χι μό­νο ὁ Υἱ­ός καί Λό­γος τοῦ Θε­οῦ: «Μέ τόν Λό­γον τοῦ Κυ­ρί­ου ἐ­στε­ρε­ώ­θη­σαν οἱ οὐ­ρα­νοί καί μέ τό Πνεῦ­μα τοῦ στό­μα­τος Αὐ­τοῦ ἡ δύ­να­μις αὐ­τῶν» (Ψαλμ. λβ΄6) «τό Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ μέ δη­μι­ούρ­γη­σε καί ἡ πνο­ή τοῦ Παν­το­δύ­να­μου μέ δι­δά­σκει» (Ἰ­ωβ λγ' 4. Πρβλ. Ψαλμ. ργ' 29-30).
«Ὁ γάρ Πα­τήρ διά τοῦ Λό­γου ἐν Πνεύ­μα­τι κτί­ζει τά πάν­τα», ἀ­να­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ὁ Μ. Ἀ­θα­νά­σιος· «ἐ­πει­δή, ὅ­που εἶ­ναι ὁ Λό­γος, ἐ­κεῖ εἶ­ναι καί τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα· καί τά κτι­ζό­με­να διά τοῦ Λό­γου ἔ­χουν τήν δύ­να­μιν τῆς ὑ­πάρ­ξε­ως των ἀ­πό τόν Υἱ­όν διά τοῦ Πνεύ­μα­τος (Ψαλμ. λβ' 6)­.­.. Λοι­πόν ἔ­τσι ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ὅ­τι τό Πνεῦ­μα εἶ­ναι ἀ­δι­αί­ρε­τον ἀ­πό τόν Υἱ­όν». Τό συμ­πέ­ρα­σμα λοι­πόν εἶ­ναι ὅ­τι «ὁ Πα­τήρ διά τοῦ Υἱ­οῦ ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι ποι­εῖ τά πάν­τα· ἔ­τσι δι­α­τη­ρεῖ­ται ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος καί ἔ­τσι κη­ρύσ­σε­ται εἰς τήν Ἐκ­κλη­σί­αν ἕ­νας Θε­ός» (Πρβλ. Α' Κορ. η' 6. Ρωμ. ι­α' 36).
Ὅ­ταν ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή ἀ­να­φέ­ρει «ποι­ή­σω­μεν.­.­.­», ἐν­νο­εῖ πώς ὁ ἄν­θρω­πος καί ὁ­λό­κλη­ρος ἡ δη­μι­ουρ­γί­α ἔ­χει ὡς «ἀρ­χι­κή αἰ­τί­α» τόν Πά­τε­ρα, ὡς «δη­μι­ουρ­γι­κή» τόν Υἱ­όν καί ὡς «τε­λει­ο­ποι­οῦ­σα» τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα.

β) Ἐ­δά­φια πού ἀ­να­φέ­ρουν δύ­ο θεῖ­α πρό­σω­πα
Πολ­λά ἐ­δά­φια στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή κά­νουν λό­γο γιά δύ­ο θεῖ­α πρό­σω­πα καί ἑρ­μη­νεύ­ον­ται στό φῶς τῆς ὀρ­θό­δο­ξου πί­στης ὅ­τι ἀ­να­φέ­ρον­ται στόν Ἕ­να καί Τρι­α­δι­κό Θε­ό, στόν ὁ­ποῖ­ο δι­α­κρί­νον­ται μί­α φύ­ση καί τρί­α πρό­σω­πα.
Στόν προ­φή­τη Ἰ­ε­ζε­κι­ήλ ἀ­να­φέ­ρε­ται:
«Καί εἶ­πε Κύ­ριος πρός ἐ­μέ· ἡ πύ­λη αὐ­τή εἶ­ναι κλει­σμέ­νη, κα­νείς δέν θά πε­ρά­σει δι’ αὐ­τῆς, δι­ό­τι Κύ­ριος ὁ Θε­ός τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ θά εἰ­σέλ­θει δι’ αὐ­τῆς καί θά μεί­νει κλει­σμέ­νη» (Ἰ­εζ. μδ' 2). Καί ἐ­δῶ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται δύ­ο θεῖ­α πρό­σω­πα. Ἀ­σφα­λῶς ὁ δεύ­τε­ρος Κύ­ριος, πού εἰ­σῆλ­θε διά τῆς κλει­στῆς πύ­λης (παρ­θέ­νος Μα­ρί­α), εἶ­ναι ὁ Υἱ­ός καί Λό­γος τοῦ Θε­οῦ, πού ἐ­ναν­θρώ­πη­σε καί κα­τοί­κη­σε με­τα­ξύ μας (Ἰ­ω. α' 14).
«Δι­ό­τι τά­δε λέ­γει Κύ­ριος Παν­το­κρά­τωρ·
 εἰς δό­ξαν μέ ἀ­πέ­στει­λε
ἐ­νάν­τιον τῶν ἐ­θνῶν πού σᾶς λα­φυ­ρα­γώ­γη­σαν,
δι­ό­τι ὅ­ποι­ος σᾶς ἀγ­γί­ζει,
σάν νά ἀγ­γί­ζει τήν κό­ρη τοῦ ὀ­φθαλ­μοῦ Του.
Δι­ό­τι ἰ­δού θά ἁ­πλώ­σω ἐ­γώ τό χέ­ρι μου ἐ­νάν­τιόν τους
 καί θά γί­νουν λά­φυ­ρα στούς αἰχ­μα­λώ­τους των
 καί θά γνω­ρί­σουν
πώς ὁ Κύ­ριος Παν­το­κρά­τωρ μέ ἀ­πέ­στει­λε.
Τέρ­που καί εὐ­φραί­νου, κό­ρη μου Σι­ών,
 δι­ό­τι ἰ­δού ἔ­γω ἔρ­χο­μαι
καί θά κα­τα­σκη­νώ­σω ἐν μέ­σῳ σου,
 λέ­γει Κύ­ριος.
Καί θά κα­τα­φύ­γουν ἔ­θνη πολ­λά
στόν Κύ­ριο τήν ἡ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη
καί θά γί­νουν λα­ός Του (τό ἑ­βρα­ϊ­κό ἔ­χει: λα­ός μου!)
καί θά κα­τα­σκη­νώ­σουν ἐν μέ­σῳ σου,
καί θά γνω­ρί­σουν ὅ­τι ὁ Κύ­ριος Παν­το­κρά­τωρ
μέ ἔ­στει­λε πρός σέ»
(Ζαχ. β' 12-15- ἑ­βρα­ϊ­κό κεί­με­νο: β' 8-11).
Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ὅ­τι ἐ­δῶ ὄ­χι μό­νο δι­α­κρί­νον­ται δύ­ο θεῖ­α πρό­σω­πα, ἀλ­λά τά δύ­ο ἀ­πο­κα­λοῦν­ται «Κύ­ριος Παν­το­κρά­τωρ» (Πρβλ. Ζαχ. δ' 8-9. Ὠ­ση­ε α' 4. 7. Ἀ­μώς δ' 11. Β' Τιμ. α' 18).
Πολ­λοί Ψαλ­μοί ἐκ­φρά­ζουν τήν ἴ­δια Τρι­α­δι­κή ἀ­λή­θεια:
 «Ὁ θρό­νος σου, ὦ Θε­έ,
πα­ρα­μέ­νει στούς αἰ­ῶ­νες τῶν αἰ­ώ­νων·
ἡ ρά­βδος τῆς βα­σι­λεί­ας σου εἶ­ναι ρά­βδος εὐ­θύ­τη­τος.
Ἀ­γά­πη­σες δι­και­ο­σύ­νη καί ἐ­μί­ση­σες ἀ­νο­μί­α·
γιά τοῦ­το σέ ἔ­χρι­σε, ὦ Θε­έ, ὁ Θε­ός σου,
μέ ἔ­λαι­ο ἀ­γαλ­λι­ά­σε­ως ὑ­πέρ τούς με­τό­χους σου»
(Ψαλμ. μδ' 7-8).
Ἐ­δῶ ὁ ψαλ­μῳ­δός ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ δύ­ο θεῖ­α πρό­σω­πα: στόν Πά­τε­ρα καί στόν Υἱ­ό (πρβλ. Ἑ­βρ. α' 8). Τό ἴ­διο βλέ­που­με καί στούς προ­φῆ­τες:
«Δι­ό­τι Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ Θε­ός μας καί ἐ­μεῖς λα­ός τῆς βο­σκῆς Του καί πρό­βα­τα στό χέ­ρι Του.
Σή­με­ρα, ἐ­άν ἀ­κού­σε­τε τή φω­νή Του,
μή σκλη­ρύ­νε­τε τίς καρ­δι­ές σας,
ὅ­πως στήν ἀν­ταρ­σί­α,
τήν ἡ­μέ­ρα τῆς δο­κι­μα­σί­ας στήν ἔ­ρη­μο,
ὅ­που μέ ἐ­πεί­ρα­σαν οἱ πα­τέ­ρες σας, μέ ἐ­δο­κί­μα­σαν,
ἄν καί εἶ­δαν τά ἔρ­γα του» (Ψαλμ. 94, 7-9).
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ πώς τό θεῖ­ο πρό­σω­πο, τό ὁ­ποῖ­ο ὁ­μι­λεῖ ἐ­δῶ, ἀ­να­φε­ρό­με­νο σέ δεύ­τε­ρο θεῖ­ο πρό­σω­πο, εἶ­ναι τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα (Ἑ­βρ. γ' 7).

γ) Ἡ φι­λο­ξε­νί­α τοῦ Ἀ­βρα­άμ
Ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ στόν ἄν­θρω­πο ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­ναμ­φί­βο­λα θεί­α συγ­κα­τά­βα­ση. Γι’ αὐ­τό καί προ­σαρ­μό­ζε­ται στά μέ­τρα τοῦ ἀν­θρώ­που. Αὐ­τό βλέ­που­με στήν Θε­ο­φά­νεια, τήν ὁ­ποί­α ἀ­ξι­ώ­θη­κε ὁ Ἀ­βρα­άμ, στήν ὁ­ποί­α βα­σί­ζε­ται καί ἡ ἐ­ξει­κο­νί­ση τοῦ Θε­οῦ μέ τή μορ­φή τρι­ῶν ἀγ­γέ­λων. Στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή ἀ­να­φέ­ρε­ται:
«Ἐ­φα­νε­ρώ­θη­κε δέ σ’ αὐ­τόν ὁ Θε­ός (Για­χβέ) κον­τά στή δρῦ Μαμ­βρῆ κα­τά τό με­ση­μέ­ρι, ὅ­ταν ἐ­κά­θη­το στήν πόρ­τα τῆς σκη­νῆς του. Ἐ­σή­κω­σε τά μά­τια καί εἶ­δε ξαφ­νι­κά τρεῖς ἄν­δρες νά στέ­κουν ἐ­κεῖ. Καί ὅ­ταν τούς εἶ­δε, ἔ­τρε­ξε νά τούς συ­ναν­τή­σει ἀ­πό τή θύ­ρα τῆς σκη­νῆς καί τούς  προ­σκύ­νη­σε μέ­χρι τό ἔ­δα­φος καί εἶ­πε· Κύ­ρι­ε, ἄν τυ­χόν βρῆ­κα χά­ρι ἐ­νώ­πιόν σου, μή προ­σπε­ρά­σεις τό δοῦ­λο σου· ἄς φέ­ρου­με λοι­πόν νε­ρό καί νί­ψε­τε τά πο­διά σας καί δρο­σι­σθῆ­τε κά­τω ἀ­πό τό δέν­δρο» (Γεν. ι­η' 1-4).
Ἐ­δῶ προ­ξε­νεῖ ἐν­τύ­πω­ση, πώς ἐ­νῷ εἶ­ναι τρεῖς, ὁ Ἀ­βρα­άμ μι­λά­ει σέ ἑ­νι­κό ἀ­ριθ­μό, σάν νά εἶ­ναι ἕ­νας καί κα­τό­πιν πά­λι σέ ἀ­ριθ­μό πλη­θυν­τι­κό.
Στή συ­νέ­χεια παίρ­νει τό λό­γο ὁ ἐ­πι­σκέ­πτης τοῦ Ἀ­βρα­άμ, πού στό ἑ­βρα­ϊ­κό κεί­με­νο ὀ­νο­μά­ζε­ται Γιαχβέ (Κύ­ριος) καί βε­βαι­ώ­νει πώς ἡ Σάρ­ρα, ἡ γυ­ναῖ­κα τοῦ Ἀ­βρα­άμ, θά ἀ­πο­κτή­σει γυι­ό, πα­ρ’ ὅ­λα τά γε­ρά­μα­τά της, καί στήν ἀμ­φι­βο­λί­α τῆς Σάρ­ρας ὑ­πο­γραμ­μί­ζει: «μή­πως εἶ­ναι τί­πο­τε ἀ­δύ­να­το στό Θε­ό (Γιαχβέ)­;» (Γεν. ι­η' 14).
«Ἐ­ση­κώ­θη­σαν ἀ­πό ἐ­κεῖ οἱ ἄν­δρες καί ἐ­στά­θη­σαν πρός τά Σό­δο­μα καί Γό­μορ­ρα. Ὁ δέ Ἀ­βρα­άμ πή­γαι­νε μα­ζί τους καί τούς ξε­προ­βό­δι­ζε. Ὁ δέ Κύ­ριος (Γιαχβέ) εἶ­πε: Δέν θά κρύ­ψω ἐ­γώ αὐ­τά πού θά κά­νω ἀ­πό τό δοῦ­λο μου Ἀ­βρα­άμ, δι­ό­τι ἐ­γνώ­ρι­ζα ὅ­τι θά δι­δά­ξει τούς υἱ­ούς του καί τόν οἶ­κο του με­τά ἀ­π’ αὐ­τόν· θά φυ­λά­ξουν τήν ὁ­δό τοῦ Κυ­ρί­ου (Γιαχβέ) καί θά πράτ­τουν δι­και­ο­σύ­νη καί κρί­ση, ὥ­στε νά ἀ­πο­στεί­λει ὁ Κύ­ριος (Γιαχβέ) στόν Ἀ­βρα­άμ ὅ­λα ὅ­σα τοῦ ὑ­πο­σχέ­θη­κε. Εἶ­πε δέ ὁ Κύ­ριος (Γιαχβέ): ἡ κραυ­γή γιά τά Σό­δο­μα καί Γό­μορ­ρα πρός ἐ­μέ ἐ­πλη­θύν­θη καί οἱ ἁ­μαρ­τί­ες των εἶ­ναι πο­λύ με­γά­λες· θά κα­τέ­βω λοι­πόν νά δῶ ἄν οἱ ἁ­μαρ­τί­ες των εἶ­ναι ἤ δέν εἶ­ναι σύμ­φω­νες μέ τήν κραυ­γή πού φθά­νει σ’ ἐ­μέ. Ἀ­νε­χώ­ρη­σαν ἀ­πό ἐ­κεῖ οἱ ἄν­δρες καί ἦλ­θαν στά Σό­δο­μα. Ὁ Ἀ­βρα­άμ στε­κό­ταν ἀ­κό­μη πλη­σί­ον του Κυ­ρί­ου (Γιαχβέ)» (Γεν. ι­η' 16-22).
Στά Σό­δο­μα ὁ Λώτ προ­σκά­λε­σε τούς δύ­ο ἐ­πι­σκέ­πτες στό σπί­τι του κι ἐ­κεῖ­νοι τόν ἐ­νη­μέ­ρω­σαν σχε­τι­κά μέ τήν ἐ­πι­κεί­με­νη κα­τα­στρο­φή τῆς πό­λης: «ὑ­πάρ­χουν ἐ­δῶ γαμ­βροί σου ἤ γυι­οί ἤ θυ­γα­τέ­ρες ἤ κα­νέ­νας ἄλ­λος δι­κός σου στήν πό­λη; βγά­λε τους ἀ­πό τόν τό­πο αὐ­τό· δι­ό­τι ἐ­μεῖς θά κα­τα­στρέ­ψου­με τόν τό­πο αὐ­τό, δι­ό­τι ἡ κραυ­γή των ἔ­φθα­σε μέ­χρι τόν Κύ­ριο (Γιαχβέ) καί ὁ Κύ­ριος (Γιαχβέ) μᾶς ἀ­πέ­στει­λε νά τήν κα­τα­στρέ­ψου­με.­.. Εἶ­πε δέ ὁ Λώτ πρός αὐ­τούς: Σέ πα­ρα­κα­λῶ, Κύ­ρι­ε, ἐ­πει­δή ὁ δοῦ­λος σου βρῆ­κε χά­ρη ἐ­νώ­πιόν σου καί τοῦ ἔ­δει­ξε τό με­γά­λο σου ἔ­λε­ος, ὥ­στε νά προ­στα­τευ­θεῖ ἡ ζω­ή μου, ἐ­γώ δέ (φο­βοῦ­μαι) πώς δέν θά δυ­νη­θῶ νά σω­θῶ στό ὄ­ρος καί θά μέ προ­λά­βουν τά κα­κά καί θά πε­θά­νω, ἰ­δού ἡ πό­λις αὐ­τή εἶ­ναι πλη­σί­ον, ὥ­στε νά κα­τα­φύ­γω ἐ­κεῖ· εἶ­ναι μι­κρή, ἐ­κεῖ θά σω­θεῖ ἡ ζω­ή μου ἀ­πό σέ.­.. Καί ὁ Κύ­ριος (Γιαχβέ)  ἔ­βρε­ξε πά­νω στά Σό­δο­μα καί τά Γό­μορ­ρα φω­τιά πα­ρά Κυ­ρί­ου (Γιαχβέ) ἐξ οὐ­ρα­νοῦ.­.­.» (Γεν. ι­θ' 12-24).
Καί στό κομ­μά­τι αὐ­τό πα­ρα­τη­ροῦ­με πώς χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ὁ πλη­θυν­τι­κός ἀ­ριθ­μός: «ἐ­μεῖς θά κα­τα­στρέ­ψου­με τόν τό­πον αὐ­τόν»· «ὁ Κύ­ριος μᾶς ἀ­πέ­στει­λε νά τόν κα­τα­στρέ­ψου­με»· ὅ­μως στή συ­νέ­χεια χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ὁ ἑ­νι­κός ἀ­ριθ­μός: «Σέ πα­ρα­κα­λῶ, Κύ­ρι­ε.­.. Καί ὁ Κύ­ριος ἔ­βρε­ξε.­.. φω­τιά πα­ρά Κυ­ρί­ου»! Μέ ἄλ­λα λό­για, ὁ Κύ­ριος (Γιαχβέ) ἀ­πο­στέλ­λει δύ­ο πρό­σω­πα, τά ὁ­ποῖ­α ὀ­νο­μά­ζον­ται ἐ­πί­σης Κύ­ριος (Για­χβέ) καί κα­τα­στρέ­φουν τά Σό­δο­μα καί τά Γό­μο­ρα μέ φω­τιά!
Καί στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή δέν βλέ­που­με ἁ­πλῶς νά ξε­χω­ρί­ζουν τά τρί­α πρό­σω­πα τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος, ἀλ­λά καί πα­ρου­σι­ά­ζον­ται μέ μί­α θέ­λη­ση καί μέ μί­α ἐ­νέρ­γεια: ὁ Θε­ός δρᾶ καί ἐ­δῶ διά τοῦ Λό­γου Του καί τοῦ Πνεύ­μα­τος Του τοῦ  Ἁ­γί­ου!

δ) Ἄλ­λες μαρ­τυ­ρί­ες τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης
Ἡ Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά κα­τα­νο­η­θεῖ χω­ρίς τήν θεί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη, πού συν­τε­λέ­σθη­κε στό πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ (Β' Κορ. γ' 14-16). Δυσ­νό­η­τα ση­μεῖ­α τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης ἑρ­μη­νεύ­ον­ται μέ σα­φή­νεια στό φῶς τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Αὐ­τό ἰ­σχύ­ει ἰ­δι­αί­τε­ρα, ὅ­ταν πρό­κει­ται γιά τά πρό­σω­πα τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος.
Ὁ προ­φή­της Ἡ­σα­ΐ­ας μᾶς πλη­ρο­φό­ρει:
«Εἶ­δα τόν Κύ­ριο (Γιαχβέ) κα­θή­με­νο
σέ θρό­νο ὑ­ψη­λό καί ἐ­πηρ­μέ­νο,
κι ὁ να­ός ἦ­ταν γε­μά­τος ἀ­π’ τή δό­ξα Του.
Καί Σε­ρα­φείμ στέ­κον­ταν γύ­ρω Του.­..
Καί ἔ­κρα­ζε τό ἕ­να στό ἄλ­λο κι ἔ­λε­γε·
“ἅ­γιος, ἅ­γιος, ἅ­γιος Κύ­ριος Σα­βα­ώθ,
πλή­ρης ὅ­λη ἡ γῆ τῆς δό­ξης Του”­.­..
τα­λαί­πω­ρος ἐ­γώ, ἐ­χά­θη­κα·
για­τί εἶ­μαι ἄν­θρω­πος μέ ἀ­κά­θαρ­τα χεί­λη.­..
καί εἶ­δα μέ τά μά­τια τόν Βα­σι­λέ­α Κύ­ριο Σα­βα­ώθ.­..
Καί ἄ­κου­σα τή φω­νή Κυ­ρί­ου πού ἔ­λε­γε·
“ποι­όν νά ἀ­πο­στεί­λω καί ποι­ός νά πο­ρευ­θεῖ σ’ αὐ­τόν τό
λα­ό”, (τό ἑ­βρα­ϊ­κό κεί­με­νο ἔ­χει: καί ποι­ός θά πο­ρευ­θεῖ διά  ἡ­μᾶς!­).
Καί εἶ­πα· “ἰ­δού, ἐ­γώ εἶ­μαι - ἀ­πό­στει­λόν με”­.­..
“Πή­γαι­νε στό λα­ό τοῦ­το καί πές:
Θά ἀ­κού­σε­τε καί δέ θά κα­τα­λα­βαί­νε­τε πο­τέ,
καί θά κυτ­τά­ζε­τε καί πο­τέ δέ θά δῆ­τε·
δι­ό­τι ἔ­γι­νε ἀ­ναί­σθη­τη ἡ καρ­δί­α τοῦ λα­οῦ τού­του,
καί βα­ρειά ἀ­κού­ουν μέ τά αὐ­τιά τους,
καί ἔ­κλει­σαν τά μά­τια τους,
μή τυ­χόν δοῦν μέ τά μά­τια τους
καί ἀ­κού­σουν μέ τ’ αὐ­τιά τους,
καί κα­τα­λά­βουν μέ τήν καρ­δί­α τους καί κα­τα­νο­ή­σουν,
κι ἐ­γώ τούς θε­ρα­πεύ­σω» (Ἡσ. στ' 1-10).
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Ἰ­ω­άν­νης ἀ­να­φέ­ρει τούς τε­λευ­ταί­ους αὐ­τούς λό­γους τοῦ προ­φη­τι­κοῦ βι­βλί­ου καί προ­σθέ­τει πώς ἐ­φαρ­μό­σθη­καν στό πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ: «Αὐ­τά εἶ­πεν ὁ Ἡ­σα­ΐ­ας, ὅ­ταν εἶ­δε τήν δό­ξαν Του καί μί­λη­σε γι’ αὐ­τόν» (Ἰ­ω. ι­β' 36-41). Ἐξ ἄλ­λου ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μνη­μο­νεύ­ει τήν ἴ­δια προ­φη­τεί­α καί ὑ­πο­γραμ­μί­ζει πώς στόν Ἡ­σα­ΐ­α μί­λη­σε τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο (Πραξ. κη' 25- ’7). Ὁ Ἡ­σα­ΐ­ας λοι­πόν εἶ­δε τή δό­ξα τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ!
Ἀλ­λά καί σέ ἄλ­λα ση­μεῖ­α ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή ἀ­πο­κα­λύ­πτει τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό μνη­μο­νεύ­ον­τας τρί­α θεῖ­α πρό­σω­πα.
«Πλη­σι­ά­σα­τέ με καί ἀ­κού­σα­τε ταῦ­τα·
ἀ­πό τήν ἀρ­χή δέν μί­λη­σα κρυ­φά, οὔ­τε σέ σκο­τει­νό τό­πο·
ὅ­ταν ἐ­πραγ­μα­το­ποι­οῦν­το ἤ­μουν ἐ­κεῖ,
καί τώ­ρα ὁ Κύ­ριος μέ ἀ­πέ­στει­λε,
καί τό Πνεῦ­μα Αὐ­τοῦ» (Ἡσ. μη' 16).
Δέν ὑ­πάρ­χει ἀμ­φι­βο­λί­α ὅ­τι αὐ­τός πού ὁ­μι­λεῖ εἶ­ναι ὁ Υἱ­ός καί Λό­γος τοῦ Θε­οῦ, πού ταυ­τό­χρο­να δί­νει μαρ­τυ­ρί­α γι’ αὐ­τόν ὁ ὁ­ποῖ­ος τόν ἀ­πέ­στει­λε καί γιά τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα.
Γιά τρί­α πρό­σω­πα μι­λά­ει ὁ ἴ­διος προ­φή­της καί σέ ἄλ­λο ση­μεῖ­ο, κά­νον­τας λό­γο γιά τόν «Κύ­ριο», τό «Πνεῦ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου» καί τόν «Λυ­τρω­τή»:
«Καί εἶ­δε Κύ­ριος καί δυ­σα­ρε­στή­θη,
ὅ­τι δέν ὕ­πηρ­χε κρί­ση·
καί εἶ­δε ὅ­τι δέν ὑ­πῆρ­χε ἄν­θρω­πος,
καί ἐ­θαύ­μα­σε ὅ­τι δέν ὑ­πῆρ­χε ὁ με­σι­τεύ­ων
ὅ­θεν ὁ βρα­χί­ων Αὐ­τοῦ ἐ­νήρ­γη­σε εἰς αὐ­τόν σω­τη­ρί­αν.­..
ὅ­ταν ὁ ἐ­χθρός ἐ­πέλ­θει ὡς πο­τα­μός,
τό Πνεῦ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου
θά ὑ­ψώ­σει ση­μαί­αν ἐ­νάν­τιον αὐ­τοῦ·
καί ὁ Λυ­τρω­τής θά ἔλ­θει στή Σι­ων
καί πρός ὅ­σους ἐκ τοῦ οἴ­κου Ἰ­α­κώβ
ἐ­πι­στρέ­ψουν ἀ­πό τήν πα­ρά­βα­ση, λέ­γει Κύ­ριος»
(Ἡσ. νθ' 15-20, ἑ­βρα­ΐ­κό κεί­με­νο).
Τήν ἴ­δια πα­ρα­τή­ρη­ση κά­νου­με καί γιά τόν Ψαλ­μό ρθ' 1-5:
 «Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος στόν Κύ­ριο μου
 κά­θη­σε στά δε­ξιά μου,
 ὥ­σπου νά θέ­σω τούς ἐ­χθρούς σου
κά­τω ἀ­πό τά πό­δια σου.­..
ἀ­πό τόν κόλ­πο μου, πρίν ἀ­πό τόν αὐ­γε­ρι­νό σέ ἐ­γέν­νη­σα.­..
 ὁ Κύ­ριος ἐκ δε­ξι­ῶν σου θά συν­τρί­ψει βα­σι­λεῖς
τήν ἡ μέ­ρα τῆς ὀρ­γῆς Του».
Αὐ­τά καί πολ­λά ἄλ­λα χω­ρί­α (Ἡσ. η' 5-8. Ὀ­βδ. α' 1. Ἀγ­γαί­ου β' 4-5. Χαχ. α' 1-6. ζ' 12 κλπ.) χρη­σι­μο­ποι­οῦν οἱ πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, γιά νά κα­το­χυ­ρώ­σουν βι­βλι­κά τήν τρι­α­δι­κή ἀ­λή­θεια.

ε) Ἡ φα­νέ­ρω­ση τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ στήν Και­νή Δι­α­θή­κη
Τήν πρώ­τη μαρ­τυ­ρί­α πε­ρί τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ βρί­σκου­με στό μή­νυ­μα τοῦ ἀγ­γέ­λου πρός τήν παρ­θέ­νο Μα­ρί­α: «Πνεῦ­μα Ἅ­γιο θά ἔλ­θει εἰς σέ καί δύ­να­μη τοῦ Ὑ­ψί­στου θά σέ ἐ­πι­σκιά­σει· διά τοῦ­το καί τό ἅ­γιον πού θά γεν­νη­θεῖ, θά ὀ­νο­μα­σθεῖ Υἱ­ός Θε­οῦ» (Λουκ. α' 35). Ἐ­κτός αὐ­τοῦ ὅ­μως ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη ἀ­πο­κα­λύ­πτει τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό σέ πολ­λά ἄλ­λα ση­μεῖ­α.

1. Στόν Ἰ­ορ­δά­νη
Στόν Ἰ­ορ­δά­νη πο­τα­μό, κα­τά τή βά­πτι­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ Πα­τήρ μαρ­τυ­ρεῖ τήν Θε­ό­τη­τα τοῦ Υἱ­οῦ μέ τό νά τόν ὀ­νο­μά­ζει Υἱ­όν Του ἀ­γα­πη­τόν· ὁ Υἱ­ός βα­πτί­ζε­ται στό νε­ρό τοῦ πο­τα­μοῦ καί φω­τί­ζει ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο ἀ­παλ­λάσ- σον­τάς τον ἀ­πό τήν κυ­ρι­αρ­χί­α τοῦ Σα­τα­νᾶ. Καί τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο κα­τέρ­χε­ται μέ μορ­φή πε­ρι­στε­ρᾶς, γιά νά βε­βαι­ώ­σει τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Πα­τρός καί νά μᾶς χα­ρί­σει τό ἀ­δι­ά­σει­στο θε­μέ­λιο τῆς πί­στε­ώς μας (Ματθ. γ' 13-17. Μαρκ. α' 9-11. Λουκ. γ' 21-22).
Αὐ­τή τήν ἀ­λή­θεια βε­βαι­ώ­νει ὁ ὕ­μνος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας:
«Ἐν  Ἰ­ορ­δά­νῃ βα­πτι­ζο­μέ­νου σου, Κύ­ρι­ε,
ἡ τῆς Τριά­δος ἐ­φα­νε­ρώ­θη προ­σκύ­νη­σις·
τοῦ γάρ γεν­νή­το­ρος ἡ φω­νή προ­σε­μαρ­τύ­ρει Σοι,
ἀ­γα­πη­τόν σε Υἱ­όν ὀ­νο­μά­ζου­σα'
καί τό Πνεῦ­μα ἐν εἴ­δει πε­ρι­στε­ρᾶς
ἐ­βέ­βαι­ου τοῦ λό­γου τό ἀ­σφα­λές.
Ὁ ἐ­πι­φα­νείς Χρι­στέ ὁ Θε­ός,
 καί τόν κό­σμον φω­τί­σας, δό­ξα Σοι».
Αὐ­τή τή θεί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη βε­βαι­ώ­νει καί ἡ μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ἰ­ω­άν­νου: «Ἐ­γώ δέν τόν ἐ­γνώ­ρι­ζα, ἀλ­λ’ Ἐ­κεῖ­νος πού μέ ἀ­πέ­στει­λε νά βα­πτί­ζω μέ νε­ρό, Ἐ­κεῖ­νος μοῦ εἶ­πε: εἰς ὅ­ποι­ον θά δεῖς νά κα­τε­βαί­νει τό Πνεῦ­μα καί νά μέ­νει ἐ­πά­νω του, Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ» (Ἰ­ω. α' 33-34).

2. Στό ὄ­ρος τῆς με­τα­μορ­φώ­σε­ως
Στό ὄ­ρος τῆς με­τα­μορ­φώ­σε­ως (Ματθ. ι­ζ' 1-8. Μαρκ. θ' 2-8. Λουκ. Θ' 28-36) οἱ τρεῖς μα­θη­τές εἶ­δαν τή λάμ­ψη τοῦ θεί­ου προ­σώ­που, ἐ­νῷ τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα τούς ἐ­πε­σκί­α­σε μέ τή φω­τει­νή νε­φέ­λη καί ὁ Πα­τήρ ἐ­βε­βαί­ω­νε καί πά­λι πώς «αὐ­τός εἶ­ναι ὁ Υἱ­ός μου ὁ ἀ­γα­πη­τός, αὐ­τόν νά ἀ­κοῦ- τε».
Ἡ πί­στη μας λοι­πόν δέν στη­ρί­ζε­ται στό ἀν­θρώ­πι­νο λο­γι­κό, πού εἶ­ναι ἀ­στα­θές καί γε­μά­το ἀ­τέ­λεια. Εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς θεί­ας ἐ­πι­φά­νειας καί στη­ρί­ζε­ται στό ἄ­κτι­στο θεῖ­ο φῶς τοῦ ὄ­ρους Θα­βώρ, στή βε­βαι­ό­τη­τα πού χα­ρί­ζει ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τό ὁ­ποῖ­ο κα­τῆλ­θε καί πά­λι μέ βο­ή «σάν νά φυ­σᾶ δυ­να­τός ἄ­νε­μος» τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, γιά νά «πλη­ρώ­σει» τούς μα­θη­τές (Πράξ. β' 2-4) καί νά μεί­νει στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί νά ὁ­δη­γή­σει τό λα­ό τοῦ Θε­οῦ στήν ἀ­λή­θεια (Ἰ­ω. ι­δ' 16. ι­στ' 13).
«Ἐν τῷ φω­τί σου ὀ­ψό­με­θα φῶς», λέ­γει ὁ ψαλ­μῳ­δός (Ψαλμ. λε' 10) «καί τώ­ρα ἡ­μεῖς εἴ­δο­μεν καί κη­ρύσ­σο­μεν (Α' Ἰ­ω. α' 3.5), ὅ­τι τό «σου» ση­μαί­νει τόν Πα­τέ­ρα, τό φῶς ἐξ οὗ τό φῶς τόν Υἱ­ό· “ἐν τῷ φω­τι” δῆ­λον ὅ­τι τῷ Πνευ­μα­τι· αὐ­τήν τήν σύν­το­μον καί ἀ­πέ­ριτ­τον θε­ο­λο­γί­αν τῆς Τριά­δος κη­ρύσ­σο­μεν. Ὅ­ποι­ος δέν πα­ρα­δέ­χε­ται, ἄς μή πα­ρα­δέ­χε­ται, ὅ­ποῖ­ιος πα­ρα­νο­μεῖ, ἄς πα­ρα­νο­μεῖ (Ἡσ. κα' 2)· ἡ­μεῖς κη­ρύσ­σο­μεν αὐ­τό πού ἐν­νο­ή­σα­μεν. Ἄν δέν ἀ­κου­ώ­με­θα μέ­χρι κά­τω, θ’ ἀ­να­βῶ­μεν εἰς ὄ­ρος ὑ­ψη­λόν (Ἡσ. μ' 9) καί θά βο­ή­σω­μεν ἀ­π’ ἐ­κεῖ. Θά ὑ­ψώ­σω­με τό Πνεῦ­μα, δέν θά φο­βη­θῶ­μεν. Καί ἄν φο­βη­θῶ­μεν, θά φο­θη­θῶ­μεν διά τήν σι­ω­πήν, καί ὄ­χι διά τήν δι­α­κή­ρυ­ξιν» (Γρ. Θε­ολ.­).
Αὐ­τά εἶ­ναι τά ἀ­δι­ά­σει­στα θε­μέ­λια τῆς πί­στε­ώς μας, τά ὁ­ποῖ­α ἐ­ξα­σφα­λί­ζουν στα­θε­ρό­τη­τα πού ξε­περ­νᾶ κά­θε ἄλ­λη βε­βαι­ό­τη­τα, πού στη­ρί­ζε­ται σέ ἀν­θρώ­πι­να ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα καί δε­δο­μέ­να. ­Ἡ μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Θε­οῦ Πα­τρός καί ἡ φα­νέ­ρω­ση τῆς δό­ξας τοῦ Υἱ­οῦ· ἡ κά­θο­δος τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος μέ μορ­φή πε­ρι­στε­ρᾶς καί οἱ πύ­ρι­νες γλῶσ­σες.
Γι’ αὐ­τό τό λό­γο ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος ἔ­γρα­φε στούς χρι­στια­νούς: «Δι­ό­τι σᾶς ἐ­γνω­στο­ποι­ή­σα­με τή δύ­να­μη καί τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ὄ­χι ἀ­κο­λου­θή­σαν­τες ἔν­τε­χνους μύ­θους, ἀλ­λ’ ἐ­πει­δή εἴ­δα­με μέ τά μά­τια μας τήν με­γα­λει­ό­τη­τά Του. Δι­ό­τι ἔ­λα­βε ἀ­πό τόν Θε­ό Πά­τε­ρα τι­μή καί δό­ξα, ὅ­ταν ἦλ­θε εἰς αὐ­τόν ἀ­πό με­γα­λο­πρε­πῆ δό­ξα αὐ­τή ἡ φω­νή: Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ Υἱ­ός μου ὁ ἀ­γα­πη­τός, εἰς τόν ὁ­ποῖ­ον ἐ­γώ εὐ­α­ρε­στοῦ­μαι!
Τή φω­νή αὐ­τή ἐ­μεῖς τήν ἀ­κού­σα­με νά ἔρ­χε­ται ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό, ὅ­ταν εἴ­με­θα μα­ζί Του εἰς τό ὄ­ρος τό ἅ­γιο. Καί τοι­ου­το­τρό­πως ἔ­χου­με βε­βαι­ό­τε­ρο τόν προ­φη­τι­κό λό­γο, εἰς τόν ὁ­ποῖ­ο κα­λῶς πράτ­τε­τε νά δί­δε­τε προ­σο­χή, ὡς εἰς λύ­χνον φω­τί­ζον­τα μέ­σα σέ σκο­τει­νό μέ­ρος, ἕ­ως ὅ­του γλυ­κο­χα­ρά­ξει ἡ ἡ­μέ­ρα καί ὁ αὐ­γε­ρι­νός εἰς τάς καρ­δί­ας σας. Νά ἔ­χε­τε προ­παν­τός ὑ­π’ ὄ­ψιν σας ὅ­τι κα­νέ­νας δέν ἠμ­πο­ρεῖ νά ἑρ­μη­νεύ­σει τήν προ­φη­τεί­α τῆς Γρα­φῆς μό­νος του. Δι­ό­τι δέν ἔ­γι­νε πο­τέ προ­φη­τεί­α διά θε­λή­μα­τος ἀν­θρώ­που, ἀλ­λά ἀ­πό τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιον κι­νού­με­νοι ὡ­μί­λη­σαν ἅ­γιοι ἄν­θρω­ποι τοῦ Θε­οῦ» (Β' Πε­τρ. α' 16-21).
Καί ἄλ­λος μα­θη­τής, ὁ Ἰ­ω­άν­νης προ­σθέ­τει: «Ἐ­άν δε­χώ­με­θα τήν μαρ­τυ­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που, ἡ μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι με­γα­λυ­τέ­ρα καί ἡ μαρ­τυ­ρί­α αὐ­τή εἶ­ναι τοῦ Θε­οῦ, τήν ὁ­ποί­α ἔ­δω­κε διά τόν Υἱ­όν Του. Ὁ­ποῖ­ος πι­στεύ­ει εἰς τόν Υἱ­ό τοῦ Θε­οῦ, ἔ­χει τή μαρ­τυ­ρί­α αὐ­τή μέ­σα του, ὁ­ποῖ­ος ὅ­μως δέν πι­στεύ­ει εἰς τόν Θε­ό, τόν ἔ­χει κά­μει ψεύ­στη, δι­ό­τι δέν ἐ­πί­στευ­σεν εἰς τήν μαρ­τυ­ρί­α, τήν ὁ­ποι­ί­αν ὁ Θε­ός ἔ­δω­κε διά τόν Υἱ­όν» (Α' Ἰ­ω., ε' 9-10). Στό φῶς τῆς με­τα­μορ­φώ­σε­ως καί στό φῶς τῆς πεν­τη­κο­στῆς, οἱ ἀ­πό­στο­λοι με­τέ­δω­σαν αὐ­τή τήν μαρ­τυ­ρί­α σ’ ὅ­λο τόν τό­τε γνω­στό κό­σμο.

3.­.. βα­πτί­ζον­τες αὐ­τούς εἰς τό ὄ­νο­μα τοῦ Πα­τρός.­..
Ἡ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που συν­τε­λεῖ­ται μέ τό Ἱ­ε­ρό Βά­πτι­σμα ὡς ἐ­νέρ­γεια τοῦ Πα­τρός διά τοῦ Υἱ­οῦ «ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι». Αὐ­τό ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στήν ἐ­πι­στο­λή του πρός τόν Τί­το:
«Ἀλ­λ’ ὅ­ταν ἐμ­φα­νί­σθη­κε ἡ χρη­στό­της καί ἡ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Σω­τῆ­ρος μας Θε­οῦ, μᾶς ἔ­σω­σε.­.. διά τοῦ λου­τροῦ τῆς ἀ­να­γεν­νή­σε­ως καί ἀ­να­και­νί­σε­ως ὑ­πό τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τό ὁ­ποῖ­ον ἐ­ξέ­χυ­σε σ’ ἐ­μᾶς πλού­σια διά τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ τοῦ Σω­τῆ­ρος μας.­.­.» (Τίτ. γ' 4-6).
Μέ τή μαρ­τυ­ρί­α αὐ­τή κα­τα­νο­οῦ­με, για­τί ὁ Χρι­στός, ὅ­ταν ἀ­πέ­στει­λε τούς μα­θη­τές Του νά κη­ρύ­ξουν τό εὐ­αγ­γέ­λιο, τούς εἶ­πε νά βα­πτί­ζουν ἐ­κεί­νους πού θά πι­στεύ­ουν «εἰς τό ὄ­νο­μα τοῦ Πα­τρός καί τοῦ Υἱ­οῦ καί  τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος»  (Ματθ. κη' 19).
Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος πα­ρα­τη­ρεῖ πώς τό κοι­νό ὄ­νο­μα τῶν τρι­ῶν εἶ­ναι ἐ­δῶ ἕ­να: ἡ Θε­ό­της· καί ἀ­να­φε­ρό­με­νος στήν ἱ­ε­ρά ἀ­κο­λου­θί­α τοῦ βα­πτί­σμα­τος προ­σθέ­τει: «Θά μά­θεις καί μέ τά λό­για καί μέ τά νεύ­μα­τα, ὅ­τι ἀ­πο­βάλ­λεις ὅ­λη τήν ἀ­θε­ΐ­α ἅ­παξ καί τάσ­σε­σαι ἔ­τσι μέ τό μέ­ρος ὅ­λης τῆς Θε­ό­τη­τος».
Ἀ­φοῦ ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός ἐ­θέ­σπι­σε τό βά­πτι­σμα εἰς τό ὄ­νο­μα τοῦ Πα­τρός καί τοῦ Υἱ­οῦ καί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, πρέ­πει ἡ ὁ­μο­λο­γί­α μας νά εἶ­ναι σύμ­φω­νη μέ τό βά­πτι­σμα καί ἡ δο­ξο­λο­γί­α σύμ­φω­νη μέ τήν πί­στη, δη­λα­δή τρι­α­δι­κή! «Ἡ μέν πί­στις ὁ­λο­κλη­ροῦ­ται μέ τό βά­πτι­σμα, τό δέ βά­πτι­σμα θε­με­λι­ώ­νε­ται μέ τήν πί­στη καί μέ τήν ἐ­πί­κλη­ση τῶν ἴ­δι­ων ὀ­νο­μά­των ὁ­λο­κλη­ρώ­νον­ται καί τά δύ­ο».
Μή­πως μπο­ρεῖ κα­νείς νά πι­στεύ­σει στόν Πα­τέ­ρα χω­ρίς νά χρει­ά­ζε­ται νά πι­στεύ­σει στόν Υἱ­ό ἤ στό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα; Ὄ­χι, «δέν πι­στεύ­ει εἰς τόν Υἱ­ό αὐ­τός πού δέν πι­στεύ­ει εἰς τό Πνεῦ­μα· καί δέν πι­στεύ­ει εἰς τόν Πά­τε­ρα αὐ­τός πού δέν πι­στεύ­ει εἰς τόν Υἱ­ό. Δι­ό­τι “δέν μπο­ρεῖ κα­νείς νά εἰ­πεῖ Κύ­ριον τόν Ἰ­η­σοῦν πα­ρά μό­νον διά τοῦ Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος” (Α' Κορ. Ἰ­β' 3) καί “τόν Θε­ό κα­νείς δέν τόν εἶ­δε πο­τέ, ἀλ­λ’ ὁ μο­νο­γε­νής Υἱ­ός, πού εὑ­ρί­σκε­ται εἰς τόν κόλ­πο τοῦ Πα­τρός, αὐ­τός μᾶς ἐ­ξή­γη­σε” (Ἰ­ω. α' 18). Δέν μπο­ρεῖ ἀ­κό­μη ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός οὔ­τε ἀ­λη­θι­νή προ­σκύ­νη­ση νά κά­μει. Δι­ό­τι οὔ­τε εἶ­ναι δυ­να­τό νά προ­σκυ­νή­σει τόν Υἱ­ό πα­ρά μό­νο μέ τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, οὔ­τε μπο­ρεῖ νά ἐ­πι­κα­λε­σθεῖ τόν Πα­τέ­ρα, πα­ρά μό­νο μέ τό Πνεῦ­μα πού χα­ρί­ζει τήν υἱ­ο­θε­σί­α» (Μ. Βασ. Πρβλ. Ρωμ. η' 15).
Ἐ­άν δέν ἐ­πρό­κει­το γιά τόν Ἕ­να καί Τρι­α­δι­κό Θε­ό, δέν θά ἐ­τί­θε­το ἐ­δῶ ὁ Υἱ­ός καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα στήν ἴ­δια τά­ξη μέ τόν Πα­τέ­ρα, οὔ­τε ἄλ­λω­στε ὁ ἀ­πό­στο­λος θά ἐ­δί­δα­σκε πώς ἡ χά­ρη πού δί­δε­ται εἶ­ναι μί­α· «εἷς Κύ­ριος, μί­α πί­στις, ἕν βά­πτι­σμᾳ» (Ἐ­φεσ. δ' 4). Ἐ­άν ὁ Υἱ­ός ἦ­ταν κτίσμα, δέν θά συ­να­ριθ­μεῖ­το ἐ­δῶ μέ τόν Κτί­στη, οὔ­τε ἄλ­λω­στε θά ἦ­ταν ἀ­ναγ­καί­α ἡ συ­να­ρίθ­μη­ση αὐ­τή προ­κει­μέ­νου νά ἑ­νω­θοῦ­με μέ τόν Θε­ό διά τοῦ βα­πτί­σμα­τος.
 «Διά ποῖ­ον ἐ­λέ­χθη τό οὐ­αί; Διά ποῖ­ον ἐ­πι­φυ­λάσ­σε­ται (θλί­ψις; Διά ποῖ­ον ἀ­δι­έ­ξο­δος καί σκό­τος; ’­Ὄ­χι διά τούς πα­ρα­βά­τας; Ὄ­χι διά τούς ἀρ­νη­τάς τῆς πί­στε­ως; Πῶς ὅ­μως μπο­ρεῖ κα­νείς νά ἐ­ξα­κρι­βώ­σει τήν ἄρ­νη­σιν; Ὄ­χι μέ τό ὅ­τι ἀ­θέ­τη­σαν τάς ὁ­μο­λο­γί­ας των; Τί ὅ­μως ὠ­μο­λό­γη­σαν καί πό­τε; Ὅ­τι πι­στεύ­ουν εἰς τόν Πά­τε­ρα καί τόν Υἱ­όν καί τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα, ὅ­ταν, ἀ­φοῦ ἀ­πε­κή­ρυ­ξαν τόν δι­ά­βο­λο καί τούς δαί­μο­νάς του, εἶ­παν τήν σω­τη­ρι­ω­δη ἐ­κεί­νην ἔκ­φρα­σιν. Ποί­α λοι­πόν ται­ρια­στή ὀ­νο­μα­σί­α δι’ αὐ­τούς εὑ­ρέ­θη ἀ­πό τά τέ­κνα τοῦ φω­τός; Δέν ἀ­πο­κα­λοῦν­ται πα­ρα­βα­ά­ται, ἐ­πει­δή ἐ­πρό­δω­σαν τάς συμ­φω­νί­ας πού εἶ­χαν κά­μει διά τήν σω­τη­ρί­αν των;» (Μ. Βασ.­).
Τό βά­πτι­σμα λοι­πόν στό ὄ­νο­μα τοῦ Πα­τρός καί τοῦ Υἱ­οῦ καί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος θε­με­λι­ώ­νε­ται στήν πί­στη στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό. Ἡ ὁ­μο­λο­γί­α αὐ­τῆς τῆς πί­στης εἶ­ναι ἀ­να­πό­σπα­στο μέ­ρος τοῦ ἱ­ε­ροῦ βα­πτί­σμα­τος. Γι’ αὐ­τό καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας δέν ἀ­να­γνω­ρί­ζει τό βά­πτι­σμα τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν πού ἀ­πορ­ρί­πτουν τήν πί­στη στήν Ἁ­γί­α Τριά­δα.

4. Τρι­α­δι­κή δο­ξο­λο­γί­α
Σύμ­φω­να μέ τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Δι­ο­νυ­σί­ου Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας (264), ὁ πρω­το­χρι­στι­α­νι­κός τύ­πος δο­ξο­λο­γί­ας εἶ­ναι: «τῷ δέ Θε­ῷ Πα­τρί καί τῷ Κυ­ρί­ω ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στῷ σύν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι, δό­ξα καί κρά­τος εἰς τούς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων, ἀ­μήν». Αὐ­τό ση­μαί­νει πώς ἡ δο­ξο­λο­γί­α καί ἡ προ­σκύ­νη­σις τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι Τρι­α­δι­κή.
Ἔ­τσι ὁ Μ. Βα­σί­λει­ος ἀ­να­φέ­ρε­ται στό Ἰ­ω. δ' 24 («Πνεῦ­μα ὁ Θε­ός καί τούς προ­σκυ­νοῦν­τας αὐ­τόν ἐν Πνεύ­μα­τι καί ἀ­λή­θειᾳ δεῖ προ­σκυ­νεῖν») καί ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ὅ­τι ὑ­πάρ­χει μό­νο μί­α προ­σκύ­νη­σις· ὁ Πα­τήρ προ­σκυ­νεῖ­ται «ἐν Πνεύ­μα­τι καί ἀ­λη­θεί­ᾳ», δη­λα­δή «ἐν Υἱ­ῷ καί Ἁ­γί­ῳ Πνευ­μα­τι». Κα­τα­λή­γον­τας ση­μει­ώ­νει:
«Ὅ­πως λοι­πόν εἰς τήν ἐν τῷ Υἱ­ῷ προ­σκύ­νη­σιν ἐν­νο­οῦ­μεν ὅ­τι αὐ­τός εἶ­ναι ἡ εἰ­κών τοῦ Θε­οῦ καί Πα­τρός, ἔ­τσι καί εἰς τήν ἐν Πνεύ­μα­τι προ­σκύ­νη­σιν πι­στεύ­ο­μεν ὅ­τι τοῦ­το δει­κνύ­ει δι’ ἑ­αυ­τοῦ τήν θε­ό­τη­τα τοῦ Κυ­ρί­ου. Διά τοῦ­το καί εἰς τήν προ­σκύ­νη­σιν τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα δέν χω­ρί­ζε­ται ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα καί τόν Υἱ­όν. Καί ἐ­άν μέν εὑ­ρί­σκε­σαι ἐ­κτός τῆς χά­ρι­τος τοῦ Πνεύ­μα­τος, οὔ­τε κἄν θά προ­σκυ­νή­σεις, ἄν ὅ­μως κι­νῆ­σαι ἐν­τός αὐ­τοῦ, μέ κα­νέ­να τρό­πο δέν θά τό ξε­χω­ρί­σεις ἀ­πό τόν Θε­όν, πα­ρά μό­νον ἄν ξε­χω­ρί­σεις τό φῶς ἀ­πό αὐ­τά πού βλέ­πο­μεν δι­ό­τι εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τόν νά ἴ­δει κα­νείς τήν εἰ­κό­να τοῦ ἀ­ο­ρά­του Θε­οῦ χω­ρίς τόν φω­τι­σμόν τοῦ Πνεύ­μα­τος».
Ὅ­πως βα­πτί­ζου­με, λοι­πόν, ἔ­τσι καί πι­στεύ­ου­με, καί ὅ­πως πι­στεύ­ου­με, ἔ­τσι καί δο­ξο­λο­γοῦ­με (Μ. Βα­σί­λει­ος).
Συμ­πε­ρα­σμα­τι­κά πα­ρα­τη­ροῦ­με πώς ἡ πί­στη μας στόν Ἕ­να καί Τρι­α­δι­κό Θε­ό δέν εἶ­ναι με­τα­γε­νέ­στε­ρο κα­τα­σκεύ­α­σμα τῶν ἀν­θρώ­πων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λά δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, τήν ὁ­ποί­α οἱ πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας θέ­λη­σαν νά πε­ρι­φρου­ρή­σουν.
Ἤ­δη στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ὁ Τρι­α­δι­κός Θε­ός ἐμ­φα­νι­ί­ζε­ται ὡς δη­μι­ουρ­γός τοῦ ἀν­θρώ­που καί τοῦ κό­σμου. Πολ­λά ἐ­δά­φια δη­λώ­νουν τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς Βού­λη­σης καί τῆς ἐ­νέρ­γειας τρι­ῶν Θεί­ων προ­σώ­πων, πού με­τέ­χουν τῆς μιᾶς Θεί­ας οὐ­σί­ας, καί γι’ αὐ­τό χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται «Κύ­ριος», «Κύ­ριος ὁ Θε­ός» ἤ καί «Κύ­ριος Παν­το­κρά­τωρ».
Οἱ ἀ­πο­κα­λύ­ψεις αὐ­τές τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος, τό­σο στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη, ὅ­σο καί στήν Και­νή, ἀ­πο­τε­λοῦν συγ­κα­τά­βα­ση τοῦ Θε­οῦ στήν κα­τά­στα­ση τοῦ ἀν­θρώ­που τῆς πτώ­σης. Ἡ Τρι­α­δι­κή αὐ­τή πί­στη συμ­πλη­ρώ­νε­ται στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας μέ τόν τύ­πο τοῦ βα­πτί­σμα­τος («εἰς τό ὄ­νο­μα τοῦ Πα­τρός καί τοῦ Υἱ­οῦ καί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος») καί ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται μέ τήν ἐ­πί­κλη­ση καί τή δο­ξο­λο­γί­α τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ. Οἱ ὀρ­θό­δο­ξοι χρι­στια­νοί βα­πτί­ζον­ται ὅ­πως πι­στεύ­ουν καί δο­ξο­λο­γοῦν τόν Θε­ό σέ ἁρ­μο­νί­α μέ τήν Τρι­α­δι­κή τους πί­στη.
Γιά νά φθά­σει κα­νείς σ’ αὐ­τή τήν πί­στη, πρέ­πει νά ὁ­δη­γη­θεῖ ἀ­πό τό Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ, τό ὁ­ποῖ­ο ὅ­μως δέν δρᾶ ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τόν Χρι­στό καί τό σῶ­μα Του, τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Γι’ αὐ­τό τό λό­γο οἱ αἱ­ρε­τι­κοί, πα­ρ' ὅ­λον ὅ­τι με­λε­τοῦν τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή καί ὑ­πο­στη­ρί­ζουν πώς ἐ­πι­κα­λοῦν­ται τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, δέν ὁ­δη­γοῦν­ται στή σω­στή πί­στη. Ἐγ­κα­τα­λεί­πουν τό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τήν Ἐκ­κλη­σί­α, καί ὑ­ψώ­νουν τόν ἴ­διο τόν ἑ­αυ­τό τους σέ αὐ­θεν­τι­κό ἑρ­μή­νευ­τη τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς.
Γιά νά φθά­σου­με λοι­πόν στήν ἀ­λή­θεια τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ, δέν ἀρ­κεῖ ἡ με­λέ­τη τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς· πρέ­πει νά γί­νου­με ἄν­θρω­ποι τοῦ Χρι­στοῦ, δη­λα­δή μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­που ἐ­νερ­γεῖ τό Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ. Μό­νο ἐ­κεῖ μπο­ροῦ­με νά αἰ­σθαν­θοῦ­με τήν πα­ρου­σί­α τῶν πύ­ρι­νων γλωσ­σῶν καί νά λά­βου­με τό θεῖ­ο φω­τι­σμό, ὅ­πως οἱ ἀ­πό­στο­λοι τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς.
Χω­ρίς αὐ­τή τή θεί­α πνο­ή, κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος δέν μπο­ρεῖ νά γνω­ρί­σει τήν ἀ­λή­θεια τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ, ὁ­σο­δή­πο­τε καί ἄν με­λε­τή­σει τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή. «Τό νά γνω­­ρί­σου­με πλή­ρως τό μυ­στή­ριο τῆς  Ἁ­γί­ας Τριά­δος ση­μαί­νει νά ἔλ­θου­με σέ τέ­λεια ἑ­νώ­ση με­τά τοῦ Θε­οῦ, νά εἰ­σέλ­θω­με στήν θεί­α ζω­ή» (Εὐ­ά­γριος Πον­τι­κός).





Share:

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

Η Α­ΛΗ­ΘΕΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙ­Α­ΔΙ­ΚΟΥ ΘΕ­ΟΥ


Η Α­ΛΗ­ΘΕΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙ­Α­ΔΙ­ΚΟΥ ΘΕ­ΟΥ
 
Ὁ ἀ­λη­θι­νός Θε­ός, ἡ «σῴ­ζου­σα ἀ­λή­θεια», δέν ἀ­να­κα­λύ­πτε­ται ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο, ἀλ­λά αὐ­το­α­πο­κα­λύ­πτε­ται. Ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη αὐ­τή δέν στο­χεύ­ει στήν ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῆς πε­ρι­έρ­γειας τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λά στή σω­τη­ρί­α του. Γι’ αὐ­τό καί συν­τε­λεῖ­ται ὅ­πως καί ὅ­πο­τε ὁ Θε­ός κρί­νει.

α) Βαθ­μια­ία ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ
Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α πι­στεύ­ει στόν Ἕ­να καί ἀ­λη­θι­νό Θε­ό, πού εἶ­ναι κοι­νω­νί­α προ­σώ­πων, δη­λα­δή στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό.
Ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ στόν ἀ­πο­στά­τη ἄν­θρω­πο ἀ­πο­τε­λεῖ συγ­κα­τά­βα­ση τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Θε­ός δέν ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται κα­τά τρό­πο πού θά ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς ἀ­πρό­σι­τος στήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση ἤ πού θά ξε­περ­νοῦ­σε τά ἀν­θρώ­πι­να δε­δο­μέ­να, ὅ­πως δι­α­μορ­φώ­θη­καν μέ τήν πτώ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ Θεί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἀ­κο­λού­θη­σε μί­α πο­ρεί­α προ­σαρ­μο­σμέ­νη στήν κα­τά­στα­ση πού ὁ ἄν­θρω­πος ὁ­δή­γη­σε τόν ἑ­αυ­τό του. Γι’ αὐ­τό καί πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στα­δια­κά.
Κα­τ’ ἀρ­χήν ἦ­ταν ἀ­πα­ραί­τη­το νά ἀ­παλ­λα­γεῖ ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πό τήν πο­λυ­θε­ΐ­α, νά γνω­ρί­σει ὅ­τι ὁ ἀ­λη­θι­νός Θε­ός εἶ­ναι ἕ­νας καί ὄ­χι πολ­λοί. Γι’ αὐ­τό καί στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ὁ ἄν­θρω­πος ὁ­δη­γεῖ­ται στή σα­φῆ γνώ­ση τοῦ Θε­οῦ Πα­τέ­ρα. Στήν Και­νή Δι­α­θή­κη ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται μέ σα­φή­νεια ὁ Υἱ­ός, καί με­τά τήν ἀ­νά­λη­ψη τοῦ Κυ­ρί­ου, κα­τά τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, ἔ­χου­με τήν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῆς Θεί­ας ἀ­πο­κά­λυ­ψης μέ τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.
Ἀ­φοῦ ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­παλ­λά­χθη­κε ἀ­πό τή λα­τρεί­α τῶν πολ­λῶν Θε­ῶν, ὁ­δη­γή­θη­κε μέ ἀ­σφά­λεια στήν ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Ἑ­νός καί Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ. Ἀ­νά­λο­γα μέ τή δε­κτι­κό­τη­τά του, ὁ­δη­γή­θη­κε «ἀ­πό δό­ξα σέ δό­ξα» (Β' Κορ. γ' 18), ὅ­πως συμ­βαί­νει καί μέ τήν ὑ­λι­κή τρο­φή ἤ καί μέ τό φῶς τοῦ ἡ­λί­ου· τό νά δε­χθεῖ κα­νείς τρο­φή πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀ­πό τήν ἀν­το­χή τοῦ στο­μα­χιοῦ του, εἶ­ναι πο­λύ ἐ­πι­κίν­δυ­νο· ὅ­πως ἐ­πι­κίν­δυ­νο εἶ­ναι καί τό φῶς, πού ξε­περ­νᾶ τή δε­κτι­κό­τη­τα τῶν μα­τι­ῶν του!
Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος ἀ­να­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά:
«Ἡ Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ἐ­φα­νέ­ρω­σε τόν Πά­τε­ρα, ἐ­νῷ τόν Υἱ­όν ἀ­μυ­δρό­τε­ρα. Ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη ἐ­φα­νέ­ρω­σε τόν Υἱ­ό καί ἀ­φῆ­κε νά φα­νῆ ἐν μέ­ρει ἡ θε­ό­της τοῦ Πνεύ­μα­τος. Τώ­ρα κα­τοι­κεῖ ἐν μέ­σῳ ἡ­μῶν τό Πνεῦ­μα καί μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται σα­φέ­στε­ρον. Δι­ό­τι δέν ἦ­το ἀ­σφα­λές, ἐ­νῷ ἀ­κό­μη δέν ὡ­μο­λο­γή­θη ἡ Θε­ό­της τοῦ Πα­τρός, νά κη­ρύτ­τε­ται φα­νε­ρά ὁ Υἱ­ός· οὔ­τε μό­λις ἔ­γι­νε δε­κτή ἡ Θε­ό­της τοῦ Υἱ­οῦ, νά μᾶς φορ­τώ­νε­ται ἐ­πί πλέ­ον τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο».
Γι’ αὐ­τή τή βαθ­μια­ία «ἀ­νά­βα­ση», στήν ὁ­ποί­α ὁ Θε­ός ὁ­δη­γεῖ τόν ἄν­θρω­πο, ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος κα­τα­φεύ­γει στόν «οἶ­κο τοῦ Θε­οῦ», μι­λά­ει σέ πολ­λά ση­μεῖ­α ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή.
«Μα­κά­ριοι οἱ κα­τοι­κοῦν­τες στόν οἶ­κο Σου,
θά σέ δο­ξο­λο­γή­σουν στούς αἰ­ῶ­νες τῶν αἰ­ώ­νων.
 Μα­κά­ριος ὁ ἄν­θρω­πος,
πού βρί­σκε­ται κά­τω ἀ­πό τήν προ­στα­σί­α Σου·
ἀ­πο­φά­σι­σε μέ τήν καρ­δί­α του ἀ­να­βά­σεις,
 ἀ­πό τήν κοι­λά­δα τοῦ κλαυθ­μῶ­νος
στόν τό­πο πού σκό­πευ­ε νά φθά­σει·
 για­τί ὁ νο­μο­θέ­της θά δώ­σει εὐ­λο­γί­ες,
θά πο­ρευ­θοῦν μέ ὅ­λο καί νέ­ες δυ­νά­μεις,
θά τούς φα­νε­ρω­θεῖ ὁ Θε­ός τῶν Θε­ῶν στή Σι­ών».
(Ψαλμ. πγ' 5-8, κα­τά τούς Ο')
Ὁ Θε­ός λοι­πόν ἀ­να­ζη­τά­ει τόν ἄν­θρω­πο καί τόν ἀ­νυ­ψώ­νει βαθ­μια­ῖα, «ἀ­πό τήν κοι­λά­δα τοῦ κλαυθ­μῶ­νος», μέ­χρι τή γνώ­ση «τοῦ Θε­οῦ τῶν Θε­ῶν»!

β) Μί­α οὐ­σί­α, τρεῖς ὑ­πο­στά­σεις
Γιά τόν Θε­ό γνω­ρί­ζου­με μό­νο αὐ­τό πού Ἐ­κεῖ­νος μᾶς Ἀ­πο­κά­λυ­ψε, ὅ­τι ἡ θεί­α φύ­ση εἶ­ναι μί­α γι’ αὐ­τό κά­νου­με λό­γο γιά μί­α Θε­ό­τη­τα. Ὁ­μο­λο­γοῦ­με ἀ­κό­μη τρεῖς ὑ­πο­στά­σεις, πού με­τέ­χουν τῆς μιᾶς θεί­ας οὐ­σί­ας, πού εἶ­ναι ἁ­πλή, ὄ­χι σύν­θε­τη, ἐ­πει­δή εἶ­ναι ἀ­πό μό­νη της τέ­λεια καί δέν χρει­ά­ζε­ται τί­πο­τε ἄλ­λο, ἔ­ξω ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό της. Γι’ αὐ­τό καί μέ­νει πάν­το­τε ἀ­δι­αί­ρε­τη. Οἱ τρεῖς, λοι­πόν, ὑ­πο­στά­σεις ἤ πρό­σω­πα δέν δι­αι­ροῦν­ται, οὔ­τε συγ­χέ­ον­ται με­τα­ξύ τους.
Στήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη ἀ­νή­κουν καί τά δύ­ο: καί ἡ κοι­νή φύ­ση τῶν τρι­ῶν θεί­ων προ­σώ­πων, καί ἡ δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα σ’ αὐ­τά. Ὅ­ποι­ος ἀρ­νεῖ­ται τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς φύ­σε­ως τῶν τρι­ῶν προ­σώ­πων τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος, πέ­φτει στήν πο­λυ­θε­ΐ­α, ἐ­νῷ ἐ­κεῖ­νος πού ἀρ­νεῖ­ται τή δι­ά­κρι­ση τῶν τρι­ῶν προ­σώ­πων, πέ­φτει στόν Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό.
Τί­θε­ται τό ἐ­ρώ­τη­μα: ταυ­τί­ζε­ται αὐ­τή ἡ πί­στη μέ τή δι­δα­χή τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς; Τό ὅ­τι τά τρί­α πρό­σω­πα με­τέ­χουν τῆς μιᾶς Θεί­ας φύ­σης, ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἀ­πό τήν κοι­νή ὀ­νο­μα­σί­α «Πνεῦ­μα». Μι­λών­τας γιά τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ὁ ἀ­πό­στο­λος λέ­γει: «ὁ δέ Κύ­ριος τό Πνεῦ­μά ἐ­στιν» (Β' Κορ. γ' 17), ἐ­νῷ ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός λέ­γει γιά τόν Πά­τε­ρα: «Πνεῦ­μα ὁ Θε­ός» (Ἰ­ω. δ' 24). Ἐ­πί­σης καί ὁ Υἱ­ός χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται Πνεῦ­μα· «Πνεῦ­μα προ­σώ­που ἡ­μῶν», ἡ πνο­ή τοῦ προ­σώ­που μας, «Χρι­στός Κυ­ρί­ου», ὁ Χρι­σμέ­νος ἀ­πό τόν Κύ­ριο, «συ­νε­λή­φθη ἐν ταῖς δι­α­φθο­ραῖς αὐ­τῶν», συ­νε­λή­φθη στίς κα­τα­στρε­πτι­κές τους ἐ­νέ­δρες, ἀ­να­φέ­ρει ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή (Θρήν. Ἱ­ερ. δ' 20).
Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή ὑ­πο­γραμ­μί­ζει καί σέ ἄλ­λα ση­μεῖ­α τήν ἑ­νό­τη­τα τῶν τρι­ῶν προ­σώ­πων τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Ἔ­τσι ὁ Πα­τήρ καί ὁ Υἱ­ός εἶ­ναι «ἕ­να» καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ἐ­ρευ­νᾶ «τά βά­θη τοῦ Θε­οῦ»: «Ἐ­άν μέ εἴ­χα­τε γνω­ρί­σει, θά εἴ­χα­τε γνω­ρί­σει καί τόν Πα­τέ­ρα μου. Ἀ­πό τώ­ρα τόν γνω­ρί­ζε­τε καί τόν ἔ­χε­τε ἰ­δεῖ.­.. ἐ­κεῖ­νος πού ἔ­χει ἰ­δεῖ ἐ­μέ, ἔ­χει ἰ­δεῖ τόν Πά­τε­ρα.­.. δέν πι­στεύ­εις (Φί­λιπ­πε), ὅ­τι ἐ­γώ ἐν τῷ Πα­τρί καί ὁ Πα­τήρ ἐν ἐ­μοί ἐ­στί;» (Ἰ­ω. ι­δ' 7-11)· «ἐ­γώ καί ὁ Πα­τήρ εἴ­με­θα ἕ­να» (Ἰ­ω. ι΄ 30). «Τό Πνεῦ­μα ἐ­ρευ­νᾶ τά πάν­τα, ἀ­κό­μη καί τά βά­θη τοῦ Θε­οῦ.­.. τό τί εἶ­ναι ὁ Θε­ός, κα­νείς δέν τό ξέ­ρει πα­ρά μό­νον τό Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ» (Α' Κορ. β' 10-11).
Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ταυ­τό­χρο­να καί τή δι­ά­κρι­ση τῶν τρι­ῶν θεί­ων προ­σώ­πων. Ὁ Χρι­στός εἶ­πε «Ἐ­γώ καί ὁ Πα­τήρ ἕν ἐ­σμέν» (Ἰ­ω. ι΄ 30) καί πρό­σθε­σε: «Ἐ­γώ ἐν τῷ Πα­τρί καί ὁ Πα­τήρ ἐν ἐ­μοί ἐ­στι» (Ἰ­ω. ι­δ' 10).

γ) Μί­α πη­γή, ὁ Πα­τήρ
Ἡ κοι­νή θεί­α φύ­ση ἔ­χει μί­α καί μο­να­δι­κή ἀρ­χή: τόν Πά­τε­ρα· Αὐ­τός ἀ­πο­νέ­μει στόν Υἱ­ό καί στό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα τή δι­κή Του φύ­ση, δη­λα­δή τή μί­α φύ­ση τῆς Θε­ό­τη­τος. Ἔ­τσι «σύμ­παν τό εἶ­ναι τοῦ Υἱ­οῦ», ὁ­λό­κλη­ρο τό εἶ­ναι τοῦ Υἱ­οῦ, «τῆς τοῦ Πα­τρός οὐ­σί­ας ἴ­διόν ἐ­στι», εἶ­ναι ἴ­διον τῆς οὐ­σί­ας τοῦ Πα­τρός (Μ. Ἀ­θαν.­), ὅ­πως ἡ ἀ­κτι­νο­βο­λί­α πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τό φῶς (Ἑ­βρ. α' 3) καί ὁ πο­τα­μός πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τήν πη­γή· καί ἔ­τσι συμ­βαί­νει «ὥ­στε αὐ­τός πού βλέ­πει τόν Υἱ­όν, νά βλέ­πει τήν ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ Πα­τρός καί νά ἐν­νο­εῖ ὅ­τι εἶ­ναι τοῦ Υἱ­οῦ· ὄν­τας ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα ὑ­πάρ­χει λοι­πόν εἰς τόν Πά­τε­ρα». Ἀ­κό­μη ὑ­πάρ­χει καί ὁ Πα­τήρ εἰς τόν Υἱ­ό, ὅ­πως καί εἰς τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ὅ­πως ὁ ἥ­λιος στό ἀ­παύ­γα­σμα καί ὁ νοῦς στόν λό­γο, καί ὅ­πως ἡ πη­γή στόν πο­τα­μό».
Ὁ Μ. Ἀ­θα­νά­σιος ὑ­πο­γραμ­μί­ζει τήν μί­α Ἀρ­χή ἀ­να­φε­ρό­με­νος στό «ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ Λό­γος» (Ἰ­ω. α' 1). Ἡ λέ­ξη «ἀρ­χή», λέ­γει, ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν Θε­ό, στήν μό­νη πη­γή τῆς θεί­ας οὐ­σί­ας· ὁ Υἱ­ός, προ­σθέ­τει, εἶ­ναι «ἀ­πό τήν οὐ­σί­αν τῆς μιᾶς Ἀρ­χῆς, ἰ­δι­κή Της Σο­φί­α, ἰ­δι­κός Της Λό­γος, προ­ερ­χό­με­νος ἀ­πό Αὐ­τήν». Εἰς τήν «ἀρ­χήν» ὑ­πῆρ­χε ὁ Λό­γος καί ὁ Λό­γος ὑ­πῆρ­χε εἰς τόν Θε­όν (Ἰ­ω. α' 1).
Ἐ­πει­δή ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἡ προ­αι­ώ­νιος Ἀρ­χή· καί ἐ­πει­δή (ὁ Λό­γος) προ­έρ­χε­ται ἀ­πό Αὐ­τήν, δι’ αὐ­τό «καί Θε­ός ἦ­το ὁ Λό­γος» (Ἰ­ω. α' 1).

δ) Δι­ά­κρι­ση ὡς πρός τόν τρό­πο με­τά­δο­σης τῆς μιᾶς Οὐ­σί­ας

Ἡ φύ­ση τῶν τρι­ῶν προ­σώ­πων τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος εἶ­ναι μί­α καί μί­α εἶ­ναι ἡ Ἀρ­χή, πού με­τα­δί­δει τή θεί­α φύ­ση, ὁ Πα­τήρ. Ὅ­μως ὁ τρό­πος ὕ­παρ­ξης τοῦ Υἱ­οῦ καί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἀ­πό τή μί­α πη­γή, δη­λα­δή ἀ­πό τόν Πά­τε­ρα, εἶ­ναι δι­ά­φο­ρος: ὁ Πα­τήρ γεν­νᾶ τόν Υἱ­ό καί ἐκ­πο­ρεύ­ει τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Συ­νε­πῶς ὁ Υἱ­ός βρί­σκε­ται μέ δι­α­φο­ρε­τι­κό τρό­πο σέ σχέ­ση μέ τόν Πα­τέ­ρα (γέν­νη­ση) καί μέ δι­α­φο­ρε­τι­κό τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο (ἐκ­πό­ρευ­ση). Ὑ­πάρ­χει λοι­πόν δι­α­φο­ρά στόν τρό­πο σχέ­σε­ων μέ τήν κοι­νή πη­γή (τόν Πα­τέ­ρα) με­τα­ξύ τοῦ Υἱ­οῦ καί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος· ὅ­μως σέ τί συ­νί­στα­ται ἡ δι­α­φο­ρά αὐ­τή (γέν­νη­ση, ἐκ­πό­ρευ­ση), τοῦ­το μέ­νει γιά μᾶς ἄ­γνω­στο.
Τό ὅ­τι ὁ Πα­τήρ γεν­νᾶ προ­αι­ώ­νια τόν Υἱ­ό, ὑ­πο­γραμ­μί­ζε­ται στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή: «Κύ­ριος εἶ­πε πρός με· υἱ­ός μου εἶ σύ, ἐ­γώ σή­με­ρον γε­γέ­νη­κά σε» (Ψαλμ. β’ 7)· «Ἀ­πό τόν κόλ­πον μου, πρίν ἀ­πό τόν αὐ­γε­ρι­νόν σέ ἐ­γέν­νη­σα» (Ψαλμ. ρθ' 3). Πρβλ. Πα­ροιμ., η' 25. Πράξ. ι­γ' 33. Ἑ­βρ. α' 5. ε' 5).
Ἐ­δῶ δέν πρό­κει­ται γιά συγ­κε­κρι­μέ­νη χρο­νι­κή στιγ­μή, ἀλ­λά γιά τό αἰ­ώ­νιο «σή­με­ρα» τοῦ Θε­οῦ, πού ἀ­νά­γε­ται στό πρίν τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας, δη­λα­δή δέν προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται χρο­νι­κά (Ἰ­ω. α' 1. Ἑ­βρ. ζ' 3)· προ­αι­ω­νί­ως ὁ Πα­τήρ γεν­νᾶ τόν «μο­νο­γε­νῆ Υἱ­όν» (Ἰ­ω. α' 18. Α' Ἰ­ω. δ' 9) ὡς φυ­σι­κό Του Υἱ­ό, δη­λα­δή ὁ­μο­ού­σιο πρός τόν Πα­τέ­ρα (Ματθ. ι­στ' 16-17) καί ἐκ­πο­ρεύ­ει τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα (Ἰ­ω. ι­ε' 26).
Ἡ ὀρ­θό­δο­ξος δι­δα­σκα­λί­α λοι­πόν συ­νί­στα­ται στή δι­ά­σω­ση τῆς τέ­λειας ἑ­νό­τη­τας (μί­α οὐ­σί­α) καί στή δι­ά­κρι­ση τῶν ὑ­πο­στά­σε­ων. Ἡ δι­ά­κρι­ση αὐ­τή γί­νε­ται μέ βά­ση τόν τρό­πο τῆς προ­αι­ω­νί­ου ὕ­παρ­ξης τοῦ Υἱ­οῦ (γέν­νη­ση) καί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος (ἐκ­πό­ρευ­ση) ἀ­πό τή μί­α καί μο­να­δι­κή πη­γή, τόν Πά­τε­ρα.
Ὁ Λό­γος τοῦ Χρι­στοῦ, «ὁ Πα­τήρ μεί­ζων μού ἐ­στι» (Ἰ­ω. ι­δ' 28), δέν ση­μαί­νει ὑ­πε­ρο­χή οὐ­σί­ας, τι­μῆς ἤ ἐ­ξου­σί­ας, ἀλ­λά ὑ­πο­γραμ­μί­ζει τήν ὑ­πε­ρο­χή ὡς πρός τήν αἰ­τί­α. Ὁ Υἱ­ός ἔ­χει ἴ­ση τι­μή μέ τόν Πα­τέ­ρα, ἀ­φοῦ βρί­σκε­ται «ἐν δε­ξιᾷ τῆς με­γα­λω­σύ­νης τοῦ Θε­οῦ» (Ἑ­βρ. α' 3. Ψαλμ. ρθ' 1. Πρβλ. Πράξ. ζ' 55. Ρωμ. η' 34). Εἶ­ναι φα­νε­ρό πώς τό «ἐν δε­ξιᾷ» δέν ση­μαί­νει χα­μη­λό­τε­ρη θέ­ση τι­μῆς, ἀλ­λά ἰ­σό­τη­τα, ἰ­σο­τι­μί­α. Ἐξ ἄλ­λου πῶς θά μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά πεῖ πώς ὑ­πάρ­χει δι­α­φο­ρά στή δύ­να­μη ἤ στή σο­φί­α με­τα­ξύ τοῦ Πα­τρός καί τοῦ Υἱ­οῦ, ἀ­φοῦ ὁ Υἱ­ός εἶ­ναι «Θε­οῦ δύ­να­μις καί Θε­οῦ σο­φί­α» (Α' Κορ. α' 24) καί «εἰ­κών τοῦ Θε­οῦ τοῦ ἀ­ο­ρά­του» (Κολ. α' 15), «ἀ­παύ­γα­σμα τῆς δό­ξης καί χα­ρα­κτήρ τῆς ὑ­πο­στά­σε­ως αὐ­τοῦ», δη­λα­δή ἀ­κτι­νο­βο­λί­α τῆς δό­ξης καί σφρα­γίς τῆς οὐ­σί­ας τοῦ Θε­οῦ; (Ἑ­βρ. α' 3)· «τοῦ­τον γάρ ὁ Πα­τήρ ἐ­σφρά­γι­σεν ὁ Θε­ός» (Ἰ­ω. στ' 27), τόν ἐ­σφρά­γι­σεν ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός Πα­τήρ καί ἀ­πο­τύ­πω­σε τόν Ἑ­αυ­τό Του (πρβλ. Ἰ­ω. ι' 30, ι­ζ' 10).
Ἡ δι­ά­κρι­ση λοι­πόν τῶν ὑ­πο­στά­σε­ων δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν οὐ­σί­α, ἀλ­λά στόν τρό­πο πού ὁ Πα­τήρ με­τα­δί­δει τήν μί­α Οὐ­σί­α στόν Υἱ­ό καί στό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα.

ε) Ἀ­σύγ­χυ­τη πε­ρι­χώ­ρη­ση
Ὅ­ταν κά­νου­με λό­γο γιά τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό, δέν ἐν­νο­οῦ­με τρεῖς Θε­ούς ἤ κά­ποι­ο «ὅ­μι­λο Θε­ῶν», για­τί ἡ οὐ­σί­α καί τῶν τρι­ῶν θεί­ων προ­σώ­πων εἶ­ναι μί­α. Οἱ τρεῖς ὑ­πο­στά­σεις βρί­σκον­ται πάν­το­τε σέ ἀλ­λη­λο­πε­ρι­χώ­ρη­ση καί ἀλ­λη­λο­ΰ­παρ­ξη, χω­ρίς κα­θό­λου νά συγ­χέ­ον­ται. Ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Δα­μα­σκη­νός δι­α­τυ­πώ­νει: «ὁ Υἱ­ός εἶ­ναι μέ­σα εἰς τόν Πα­τέ­ρα καί εἰς τό Πνεῦ­μα, καί τό Πνεῦ­μα εἶ­ναι μέ­σα εἰς τόν Πά­τε­ρα καί εἰς τόν Υἱ­όν καί ὁ Πα­τήρ εἶ­ναι μέ­σα εἰς τόν Υἱ­όν καί εἰς τό Πνεῦ­μα, χω­ρίς νά γί­νε­ται καμ­μί­α συγ­χώ­νευ­σις ἤ ἀ­νά­μει­ξις ἤ σύγ­χυ­σις».
Αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς τό ἀ­σύγ­χυ­το καί ἀ­σύν­θε­το ἐν­νο­οῦ­με μέ τίς τρεῖς προ­σω­πι­κές ὑ­πο­στά­σεις, «ἐ­νῷ μέ τό ὁ­μο­ού­σιο καί τήν ἀλ­λη­λο­ΰ­παρ­ξη τῶν προ­σω­πι­κῶν ὑ­πο­στά­σε­ων καί τήν ταύ­τι­ση τοῦ θε­λή­μα­τος καί τῆς ἐ­νέρ­γειας καί τῆς δύ­να­μης καί τῆς ἐ­ξου­σί­ας καί τῆς κί­νη­σης γνω­ρί­ζο­με τό ἀ­δι­αί­ρε­το τῆς θεί­ας φύ­σης καί τήν ὕ­παρ­ξη ἑ­νός Θε­οῦ. Δι­ό­τι πράγ­μα­τι ὑ­πάρ­χει ἕ­νας Θε­ός, ὁ Θε­ός καί ὁ Λό­γος καί τό Πνεῦ­μα Του».
Βέ­βαι­α ἡ κά­θε μί­α ὑ­πό­στα­ση ὑ­πάρ­χει αὐ­το­τε­λής, δη­λα­δή εἶ­ναι τέ­λεια προ­σω­πι­κή ὑ­πό­στα­ση καί ἔ­χει δι­α­φο­ρε­τι­κή τήν προ­σω­πι­κή Της ἰ­δι­ό­τη­τα, δη­λα­δή τόν τρό­πο τῆς ὕ­παρ­ξής Της· ὅ­μως εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νες κα­τά τήν οὐ­σί­α καί κα­θ’ ὅ­λα τά γνω­ρί­σμα­τα τῆς κοι­νῆς θεί­ας φύ­σης. Ἐ­πί­σης εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νες καί κα­τά τό ὅ­τι δέν χω­ρί­ζον­ται, οὔ­τε ἐ­ξέρ­χον­ται ἀ­πό τήν προ­σω­πι­κή ὑ­πό­στα­ση τοῦ Πα­τρός· ἔ­τσι τά τρί­α θεῖ­α πρό­σω­πα εἶ­ναι καί λέ­γον­ται Ἕ­νας Θε­ός (πρβλ. Ματθ. κη' 19).
Ὁ Χρι­στός εἶ­πε· «ὁ ἑ­ω­ρα­κώς ἐ­μέ ἑ­ώ­ρα­κε τόν Πά­τε­ρα» (Ἰ­ω. ι­δ' 9)· δέν εἶ­πε «ἐ­γώ εἶ­μαι ὁ Πα­τήρ», ἀλ­λά ξε­χώ­ρι­σε τά πρό­σω­πα: λέ­γον­τας «αὐ­τός πού ἔ­χει ἰ­δεῖ ἐ­μέ», φα­νέ­ρω­σε τό ἰ­δι­κό Του πρό­σω­πο καί μέ τή φρά­ση «ἔ­χει ἰ­δεῖ τόν Πά­τε­ρα», τό πρό­σω­πο τοῦ Πα­τρός, τό ὁ­ποῖ­ο δι­α­κρί­νει ξε­κά­θα­ρα ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό Του μέ τή φρά­ση· «ἐ­άν μέ εἴ­χα­τε γνω­ρί­σει, θά εἴ­χα­τε γνω­ρί­σει καί τόν Πά­τε­ρα»· «αὐ­τά λοι­πόν δέν φα­νε­ρώ­νουν σύγ­χυ­ση, ἀλ­λά πα­ρου­σιά­ζουν τό ἀ­πα­ράλ­λα­κτο τῆς Θε­ό­τη­τος» (Μ. Βασ.­). Ἡ πί­στη λοι­πόν στόν Ἕ­να καί Τρι­α­δι­κό Θε­ό δέν ση­μαί­νει σύγ­χυ­ση τῶν τρι­ῶν Θεί­ων προ­σώ­πων. Τό ὅ­τι ἡ πί­στη αὐ­τή εἶ­ναι ὑ­πέρ - λό­γον, ξε­περ­νά­ει δη­λα­δή τίς δυ­να­τό­τη­τες τοῦ ἀν­θρώ­που, αὐ­τός δέν εἶ­ναι λό­γος γιά νά ἀ­πορ­ρί­ψει κα­νείς αὐ­τή τή σω­τή­ρια ἀ­λή­θεια. Για­τί γνω­ρί­ζου­με πώς μό­νο τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ἐ­ρευ­νᾶ «τά βά­θη τοῦ Θε­οῦ»· τό τί εἶ­ναι ὁ Θε­ός κα­νείς δέν γνω­ρί­ζει, πα­ρά μό­νο τό Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ καί ὅ­ποι­ος δε­χθεῖ τή Θεί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη, πού ὅ­μως ἀ­πο­τε­λεῖ «συγ­κα­τά­βα­ση» τοῦ Θε­οῦ καί ὄ­χι γνώ­ση τῆς οὐ­σί­ας τοῦ Θε­οῦ.


στ) Ἑ­νό­τη­τα θέ­λη­σης καί ἐ­νέρ­γειας

Ἡ κοι­νω­νί­α καί ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν τρι­ῶν προ­σώ­πων τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος «νο­οῦν­ται πραγ­μα­τι­κῶς»· ὑ­πάρ­χει «ταυ­τό­τη­τα οὐ­σί­ας καί ἐ­νέρ­γειας καί θε­λή­μα­τος καί δύ­να­μης καί ἀ­γα­θό­τη­τας.­.­., δι­ό­τι εἶ­ναι μί­α οὐ­σί­α, μί­α ἀ­γα­θό­τη­τα, μί­α δύ­να­μη, μί­α θέ­λη­ση, μί­α ἐ­νέρ­γεια, μί­α ἐ­ξου­σί­α, μί­α καί ἡ ἴ­δια, ὄ­χι τρεῖς ὅ­μοι­ες με­τα­ξύ τους, ἀλ­λά μί­α καί ἡ ἴ­δια κί­νη­ση τῶν τρι­ῶν προ­σω­πι­κῶν ὑ­πο­στά­σε­ων» (Δα­μα­σκ.­).
Δέν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λη θέ­λη­ση στόν Πά­τε­ρα καί ἄλ­λη στόν Υἱ­ό, ἄλ­λη ἐ­νέρ­γεια στόν Πά­τε­ρα καί ἄλ­λη στόν Υἱ­ό, ἀλ­λά μί­α θέ­λη­ση καί μί­α ἐ­νέρ­γεια. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς. Ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός εἶ­πε: «Ὅ­ταν θά ὑ­ψώ­σε­τε τόν Υἱ­ό τοῦ ἀν­θρώ­που, τό­τε θά γνω­ρί­σε­τε ὅ­τι ἐ­γώ εἶ­μαι καί ὅ­τι δέν κά­νω τί­πο­τε ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τόν μου, ἀλ­λά κα­θώς ὁ Πα­τέ­ρας μου μέ ἐ­δί­δα­ξε, αὐ­τά λέ­γω. Καί ἐ­κεῖ­νος πού μέ ἔ­στει­λε εἶ­ναι μα­ζί μου. Δέν μέ ἄ­φη­σε ὁ Πα­τέ­ρας μό­νο, δι­ό­τι ἐ­γώ κά­νω πάν­το­τε ὅ­σα Τοῦ εἶ­ναι ἀ­ρε­στά» (Ἰ­ω. η' 28-29. Πρβλ. Ἰ­ω. ι­στ' 23-24. 26-28).
«Ἔ­χω πολ­λά ἀ­κό­μη νά σᾶς πῶ, ἀλ­λά δέν μπο­ρεῖ­τε νά τά βα­στά­σε­τε τώ­ρα. Ἀλ­λ’ ὅ­ταν ἔλ­θει ἐ­κεῖ­νος, τό Πνεῦ­μα τῆς ἀ­λη­θε­ί­ας, θά σᾶς ὁ­δη­γή­σει σέ ὅ­λη τήν ἀ­λή­θεια, δι­ό­τι δέν θά μι­λή­σει ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό Του, ἀλ­λά θά πεῖ ὅ­σα ἀ­κού­σει καί θά σᾶς ἀ­ναγ­γεί­λει ἐ­κεῖ­να πού μέλ­λουν νά συμ­βοῦν. Ἐ­κεῖ­νος ἐ­μέ θά δο­ξά­σει, δι­ό­τι θά πά­ρει ἀ­πό ὅ,τι εἶ­ναι ἰ­δι­κό μου καί θά σᾶς τό ἀ­ναγ­γεί­λει. Ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χει ὁ Πα­τήρ μου εἶ­ναι δι­κά μου» (Ἰ­ω. ι­στ' 12-15).
Ὅ­λα τά γε­γο­νό­τα στή θεί­α οἰ­κο­νο­μί­α συν­τε­λοῦν­ται ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα, διά τοῦ Υἱ­οῦ, «ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι». Πράγ­μα­τι ἡ ἀ­νά­στα­ση τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, συν­τε­λεῖ­ται ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα (Πράξ. β' 32. Γαλ. α' 1), ἀλ­λά καί ἀ­πό τόν Υἱ­ό (Ἰ­ω. θ' 19. ι' 17). Ὁ Θε­ός «ἀ­νέ­στη­σε διά τοῦ Ἰ­δι­κοῦ Του Λό­γου καί Υἱ­οῦ τήν σάρ­κα τοῦ Υἱ­οῦ Του» (Μ. Ἀ­θαν.­). Ἐ­πί­σης ἡ συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν καί ἡ δι­καί­ω­ση συν­τε­λεῖ­ται ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα, διά τοῦ Υἱ­οῦ «ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι» (Ἡσ. μγ' 25. Μάρκ. β' 5-10. Α' Κορ. στ' 11).
«Αὐ­τά πού εἶ­ναι ἔρ­γα τοῦ Πα­τρός, αὐ­τά λέ­γει ἡ Γρα­φή ὅ­τι εἶ­ναι ἔρ­γα τοῦ Υἱ­οῦ καί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος» (Μ. Ἀ­θαν.­): «Ὅ­πως ὁ Πα­τέ­ρας ἀ­να­σταί­νει νε­κρούς καί τούς ζω­ο­ποι­εῖ, ἔ­τσι καί ὁ Υἱ­ός ἐ­κεί­νους πού θέ­λει ζω­ο­ποι­εῖ» (Ἰ­ω. ε' 21)· «τό Πνεῦ­μα εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο πού ζω­ο­ποι­εῖ»  (Ἰ­ω. στ' 63. Πρβλ. Ἰ­ω. ι΄ 27-28. Ρωμ. η' 10-11. Β' Κορ. γ' 6).
Τό ἴ­διο πα­ρα­τη­ροῦ­με καί γιά τήν υἱ­ο­θε­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται διά τοῦ Υἱ­οῦ (Ἰ­ω. α' 12. ι­β' 36) «ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι» (Ρωμ. η' 15). Διά τῆς υἱ­ο­θε­σί­ας ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται να­ός τοῦ Θε­οῦ, δη­λα­δή να­ός τοῦ Πα­τρός (Β' Κορ. στ' 16. Πρβλ. Α' Κορ. γ' 17) καί τοῦ Υἱ­οῦ (Πρβλ. Α' Κορ. στ' 15. Ἰ­β' 27. Ἐ­φεσ. ε' 30. β' 21) καί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος (Α' Κορ. στ' 19. γ' 16-17)· «ἄν κα­νείς εἶ­ναι να­ός τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, αὐ­τός εἶ­ναι να­ός τοῦ Υἱ­οῦ καί τοῦ Πα­τρός· δι­ό­τι ὅ­που κα­τοί­κει τό Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ, ἐ­κεῖ κα­τοι­κεῖ ὁ Θε­ός» (Μ. Ἀ­θαν.­).
Ἀ­κό­μη τά δι­ά­φο­ρα χα­ρί­σμα­τα ἔ­χουν Τρι­α­δι­κή προ­έ­λευ­ση: «Ὑ­πάρ­χουν βέ­βαι­α ποι­κι­λί­αι χα­ρι­σμά­των, ἀλ­λά τό Πνεῦ­μα εἶ­ναι τό ἴ­διο, ὑ­πάρ­χουν καί ποι­κι­λί­αι ὑ­πη­ρε­σι­ῶν, ἀλ­λ’ ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι ὁ ἴ­διος, καί δι­ά­φο­ρα εἴ­δη ἐ­νερ­γει­ῶν, ἀλ­λ’ ὁ Θε­ός εἶ­ναι ὁ ἴ­διος, πού ἐ­νερ­γεῖ ὅ­λα εἰς ὅ­λους» (Α' Κορ. ι­β' 4-6. Πρβλ. ι­β' 28. Πράξ. κ' 28. Ματθ. κβ' 10. Ἰ­ω. ι­δ' 26). «Ὅ­ταν δια­ιρεῖ ὁ Θε­ός τά ἐ­νερ­γή­μα­τα καί ὁ Κύ­ριος τάς δι­α­κο­νί­ας, συμ­πα­ρί­στα­ται καί τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο ρυθ­μί­ζει τή δι­α­νο­μή τῶν χα­ρι­σμά­των αὐ­τε­ξου­σί­ως, ἀ­να­λό­γως πρός τήν ἄ­ξια τοῦ κα­θε­νός» (Μ. Βασ.­). Μί­α λοι­πόν εἶ­ναι ἡ χά­ρη τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ (Λουκ. α' 35. Β' Κορ. ι­γ' 13. Ἐ­φεσ. δ' 4-7, 11. Β' Θεσ. β' 1·6-17).
Τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ὀ­νο­μά­ζε­ται καί Πνεῦ­μα τοῦ Υἱ­οῦ (Γαλ. δ' 6. Φιλ. α' 19. Α' Πε­τρ. α' 11), για­τί δέν ὑ­πάρ­χει ἐ­κτός τοῦ Υἱ­οῦ καί Λό­γου τοῦ Θε­οῦ. Μέ τό νά ὑ­πάρ­χει «ἐν τῷ Υἱ­ῷ», ὑ­πάρ­χει εἰς τόν Θε­όν, ὥ­στε τά χα­ρί­σμα­τα νά δί­δων­ται διά τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος: «οὐ γάρ ἐ­κτός ἐ­στι τοῦ Λό­γου τό Πνεῦ­μα, ἀλ­λά, ἐν τῷ Λό­γῳ ὄν, ἐν τῷ Θε­ῷ δι’ αὐ­τοῦ ἐ­στιν ὥ­στε τά χα­ρί­σμα­τα ἐν τῇ Τρι­ά­δι δί­δο­σθαι» (Μ. Ἀ­θα­νά­σιος).
Δέν ὑ­πάρ­χει λοι­πόν δι­ά­κρι­ση στή θέ­λη­ση καί στήν ἐ­νέρ­γεια τῶν τρι­ῶν Θεί­ων προ­σώ­πων ὑ­πάρ­χει ἑ­νό­τη­τα.

ζ) Οἱ δογ­μα­τι­κοί ὅ­ροι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας
Τά δογ­μα­τι­κά κεί­με­να τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ὀ­νο­μά­ζον­ται «ὅ­ροι», για­τί ὁ­ρι­ο­θε­τοῦν τήν πί­στη. Ἡ δι­α­τύ­πω­σή τους εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς φρον­τί­δας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νά πε­ρι­φρου­ρή­σει τό μυ­στή­ριο τῆς σω­τη­ρί­ας, πού ἀ­πει­λεῖ­ται ἀ­πό τήν αἵ­ρε­ση.
Ὁ ἅ­γιος Ἱ­λά­ριος λέ­γει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Γιά ἐ­μᾶς τούς Χρι­στια­νούς θά ἔ­πρε­πε νά ἀρ­κεῖ τό νά ἐκ­πλη­ρώ­νου­με μέ μό­νη τήν πί­στη ὅ,τι ὁ­ρί­ζε­ται, νά λα­τρεύ­ου­με δη­λα­δή τόν Πά­τε­ρα, νά τι­μῶ­μεν μα­ζί Του τόν Υἱ­ό καί νά εἴ­με­θα πλή­ρεις ἀ­πό τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα». Ὅ­μως ὑ­πάρ­χει καί ἡ «κα­κό­της τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν καί βλα­σφή­μων» καί ἔ­τσι «εἴ­μα­στε ἀ­ναγ­κα­σμέ­νοι νά ται­ρι­ά­ζου­με τόν τα­πει­νό μας λό­γο στό πιό ἀ­νέκ­φρα­στο μυ­στή­ριο»· «νά ἀ­νε­βαί­νου­με κο­ρυ­φές ἄ­φθα­στες, νά μι­λᾶ­με γιά ἄρ­ρη­τα πράγ­μα­τα.­.. νά ἐκ­θέ­του­με στήν τύ­χη μέ ἀν­θρώ­πι­νη γλῶσ­σα τά μυ­στή­ρια, τά ὁ­ποῖ­α ἔ­πρε­πε νά τά πε­ρι­κλεί­ου­με μέ­σα στή θρη­σκεί­α τῆς ψυ­χῆς μας».
Ἡ δι­α­τύ­πω­ση τοῦ δόγ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δέν ση­μαί­νει δι­α­κή­ρυ­ξη νέ­ας δι­δα­σκα­λί­ας, ἄ­γνω­στης μέ­χρι τό­τε, ἀλ­λά πε­ρι­φρού­ρη­ση τοῦ πε­ρι­ε­χό­με­νου τῆς πί­στης καί δι­α­φύ­λα­ξη τῆς «πα­ρα­κα­τα­θή­κης», πού πα­ρα­δό­θη­κε «ἅ­παξ» στούς «ἁ­γί­ους» (Ἰ­ού­δα 3) μέ­χρι τή δεύ­τε­ρα πα­ρου­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἡ δι­α­φύ­λα­ξη αὐ­τή εἶ­ναι πρω­ταρ­χι­κό κα­θῆ­κον τῶν ποι­μέ­νων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἰ­δι­αί­τε­ρα ὅ­ταν τό κή­ρυγ­μα τῶν «ὑ­γι­αι­νόν­των λό­γων» ἀ­πει­λεῖ­ται ἀ­πό «βε­βή­λους μα­ται­ο­λο­γί­ας καί ἀν­τι­λο­γί­ας» τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, πού ὁ­δη­γοῦν στήν ἀ­πώ­λεια (Α' Τιμ. στ' 20. Β' Τιμ. α' 12- 14. Β' Πέ­τρ. γ' 15-16).
Πρέ­πει νά προ­σθέ­σου­με ἀ­κό­μη ὅ­τι τό ἔρ­γο αὐ­τό δέν γί­νε­ται μέ βά­ση τήν ἀν­θρώ­πι­νη ἀν­τί­λη­ψη, ἀλ­λά «ἐν Πνε­ύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ», τό ὁ­ποῖ­ο «ἐ­νοι­κεῖ» στήν Ἐκ­κλη­σί­α (Β' Τιμ. α' 14. Α' Τιμ. γ' 15). Τά δόγ­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δέν ἀ­πο­τε­λοῦν ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­να­κά­λυ­ψη, ἀλ­λά ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Υἱ­οῦ. Γι’ αὐ­τό ὑ­περ­βαί­νουν τίς δι­α­νο­η­τι­κές ἱ­κα­νό­τη­τες τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἄν δέν συ­νέ­βαι­νε αὐ­τό, ἡ πί­στη δέν θά εἶ­χε καμ­μί­α ἀ­ξί­α:
«Πῶς ὅ­μως θά εἴ­με­θα ἀ­κό­μη ἄ­ξιοι τῶν μα­κα­ρι­σμῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­να­φέ­ρον­ται εἰς αὐ­τούς πού πι­στεύ­ουν εἰς τά ἀ­ό­ρα­τα, ἐ­μεῖς οἱ ὁ­ποῖ­οι πει­θό­με­θα μό­νον εἰς αὐ­τά πού εἶ­ναι εἰς τόν νοῦν σα­φῆ; Δια­τί πα­ρε­φρό­νη­σαν οἱ ἐ­θνι­κοί καί ἐ­σκο­τί­σθη ἡ ἀ­σύ­νε­τος καρ­δί­α των; (Ρωμ. α' 21)· δέν ὀ­φεί­λε­ται τοῦ­το εἰς τό ὅ­τι ἀ­κο­λου­θοῦν αὐ­τά πού εἰς τόν νοῦν των φαί­νον­ται ὀρ­θά καί ἀ­πει­θοῦν εἰς τό κή­ρυγ­μα τοῦ Πνεύ­μα­τος; Ποι­ούς θρη­νεῖ ὁ Ἡ­σα­ΐ­ας ὡς χα­μέ­νους; “Ἀλ­λοί­μο­νον εἰς αὐ­τούς πού νο­μί­ζουν ὅ­τι εἶ­ναι σο­φοί καί κα­τά τή γνώ­μη των ἐ­πι­στή­μο­νες” (Ἡσ. ε' 21)· αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους τούς ἀν­θρώ­πους δέν θρη­νεῖ;» (Μ. Βα­σί­λει­ος).
Οἱ δογ­μα­τι­κοί ὅ­ροι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας δέν ὁ­ρι­ο­θε­τοῦν ἐ­κεῖ­να πού φαί­νον­ται σω­στά στήν ἀν­θρώ­πι­νη δι­ά­νοι­α, ἀλ­λά ἐ­κεῖ­να πού τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ἀ­πο­κά­λυ­ψε στήν Ἐκ­κλη­σί­α· τά δόγ­μα­τα τῆς σω­τη­ρί­ας μας.

η) «Ἐκ­πό­ρευ­ση» καί «πέμ­ψη» τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος
Ἀ­να­φέ­ρα­με ἤ­δη πώς μο­να­δι­κή πη­γή, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α γεν­νᾶ­ται ὁ Υἱ­ός καί ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο, εἶ­ναι ὁ Πα­τήρ. Ἡ ἀ­λή­θεια ὅ­μως αὐ­τή δέν δι­α­φυ­λάσ­σε­ται μέ ὀρ­θό­δο­ξο τρό­πο, ὅ­ταν προ­σθέ­σου­με στό σύμ­βο­λο τῆς πί­στης μας τόν ὅ­ρο F­i­l­i­o­q­ue, ὅ­τι δη­λα­δή τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται καί ἐκ τοῦ Υἱ­οῦ. Ἡ ἄ­πο­ψη αὐ­τή δέν δι­α­σῴ­ζει ἀ­πό­λυ­τα τήν ἑ­νό­τη­τα τῶν τρι­ῶν προ­σώ­πων τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος μέ κίν­δυ­νο νά εἰ­σα­χθεῖ δι­αρ­χί­α, δη­λα­δή δύ­ο ἀρ­χές (Πα­τήρ-Υἱ­ός) ἤ καί δι­ά­κρι­ση στήν οὐ­σί­α, ὄ­χι στόν τρό­πο με­τά­δο­σης τῆς μιᾶς καί κοι­νῆς θεί­ας Οὐ­σί­ας, ὅ­πο­τε ὁ­δη­γού­με­θα ὄ­χι στή μο­νο­θε­ΐ­α ἀλ­λά στήν δι­θε­ΐ­α!
Ἀ­κρι­βῶς αὐ­τό τόν κίν­δυ­νο ἀ­πο­φεύ­γει ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α δι­α­κη­ρύτ­τει τή δι­ά­κρι­ση με­τα­ξύ τῶν τρι­ῶν προ­σώ­πων μέ βά­ση τόν τρό­πο με­τά­δο­σης τῆς μιᾶς θεί­ας οὐ­σί­ας ἀ­πό τόν Πά­τε­ρα ὡς μο­να­δι­κή ἀρ­χή καί πη­γή. Ἔ­τσι δι­α­σῴ­ζε­ται στήν ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α ἡ δι­ά­κρι­ση τῶν τρι­ῶν ὑ­πο­στά­σε­ων καί ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς μιᾶς οὐ­σί­ας τοῦ Θε­οῦ.
Ἡ πί­στη τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας στή μο­ναρ­χί­α τοῦ Πα­τρός, σχε­τι­κά μέ τήν προ­αι­ώ­νιο με­τά­δο­ση τῆς θεί­ας οὐ­σί­ας στόν Υἱ­ό (προ­αι­ώ­νιος γέν­νη­ση) καί στό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα (προ­αι­ώ­νιος ἐκ­πό­ρευ­ση), δέν πρέ­πει νά συγ­χέ­ε­ται μέ τήν «πέμ­ψιν» τοῦ Πα­ρα­κλή­του μέ­σα στό χρό­νοι ἐκ μέ­ρους τοῦ Χρι­στοῦ, γιά τό φω­τι­σμό καί τή σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου· ὁ Θε­ός Πα­τήρ ἐκ­πο­ρεύ­ει προ­αι­ω­νί­ως τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο με­τα­δί­δον­τάς Του τή θεί­α φύ­ση καί «πέμ­πει» Αὐ­τό στόν κό­σμο διά τοῦ Υἱ­οῦ, ἤ «στό ὄ­νο­μα τοῦ Υἱ­οῦ» (Ἰ­ω. ι­ε' 26, ι­δ' 26) ἐν χρό­νῳ.
Γι’ αὐ­τό καί οἱ ὀρ­θό­δο­ξοι πι­στοί ἀ­να­φω­νοῦ­με στόν ὕ­μνο τῆς Πεν­τη­κο­στῆς:
«Τό Πα­νά­γιον Πνεῦ­μα,
τό προ­ϊ­όν ἐκ τοῦ Πα­τρός καί δι’ Υἱ­οῦ ἐν­δη­μῆ­σαν
τοῖς ἀ­γραμ­μά­τοις μα­θη­ταῖς·
τούς σέ Θε­όν ἐ­πι­γνόν­τας
σῶ­σον, ἁ­γί­α­σον πάν­τας»,
ὦ Πα­νά­γιο Πνεῦ­μα,
ποῦ προ­ῆλ­θες ἐκ τοῦ Πα­τρός
καί ἐ­πε­φοί­τη­σες διά τοῦ Υἱ­οῦ στούς ἀ­γραμ­μά­τους
μα­θη­τές,

Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη στήν Ἁ­γί­α Τριά­δα ὁ­μο­λο­γεῖ­ται μέ τόν ὑ­πέ­ρο­χο ὕ­μνο τῆς Πεν­τη­κο­στῆς:
«Δεῦ­τε λα­οί,
τήν τρι­συ­πό­στα­τον Θε­ό­τη­τα προ­σκυ­νή­σω­μεν,
Υἱ­όν ἐν τῷ Πα­τρί, σύν Ἁ­γί­ω Πνεύ­μα­τι.
Πα­τήρ γάρ ἀ­χρό­νως ἐ­γέν­νη­σεν Υἱ­όν,
συ­να­ΐ­διον καί σύν­θρο­νον,
καί Πνεῦ­μα Ἅ­γιον ἦν ἐν τῷ Πα­τρί,
σύν Υἱ­ῷ δο­ξα­ζό­με­νον·
μί­α δύ­να­μις, μί­α οὐ­σί­α, μί­α Θε­ό­της,
ἥν προ­σκυ­νοῦν­τες πάν­τες λέ­γο­μεν
Ἅ­γιος ὁ Θε­ός,
ὁ τά πάν­τα δη­μι­ουρ­γη­σας δι’ Υἱ­οῦ,
συ­νερ­γί­ᾳ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.
Ἅ­γιος ἰ­σχυ­ρός,
δι ’ οὗ τόν Πά­τε­ρα ἐ­γνώ­κα­μεν,
καί τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιον ἐ­πε­δή­μη­σεν ἐν κό­σμῳ.
Ἅ­γιος ἀ­θά­να­τος,
τό Πα­ρά­κλη­τον Πνεῦ­μα,
τό ἐκ τοῦ Πα­τρός ἐκ­πο­ρευ­ό­με­νον,
καί ἐν Υἱ­ῷ ἀ­να­παυ­ό­με­νον
Τριάς Ἁ­γί­α δό­ξα σοι».
Δέν ὑ­πάρ­χει λοι­πόν δι­α­φο­ρά με­τα­ξύ της ὀρ­θό­δο­ξης πί­στης καί τῆς ὀρ­θό­δο­ξης λα­τρεί­ας, με­τα­ξύ δο­ξο­λο­γί­ας καί ζω­ῆς. Τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα εἶ­ναι «τό προ­ϊ­όν ἐκ τοῦ Πα­τρός καί δι’ Υἱ­οῦ ἐν­δη­μῆ­σαν», τό ἐκ­πο­ρευ­ό­με­νον ἐκ τοῦ Πα­τρός καί ἀ­πο­στελ­λό­με­νο διά τοῦ Υἱ­οῦ (Ἰ­ω. ι­δ' 26, ι­ε' 26)· «καί Πνεῦ­μα Ἅ­γιον ἦν ἐν τῷ Πα­τρί, σύν Υἱ­ῷ δο­ξα­ζό­με­νον»· καί Πνεῦ­μα Ἅ­γιον ἦ­το ἐν τῷ Πα­τρί, δο­ξα­ζό­με­νο μα­ζί μέ τόν Υἱ­ό, ὥ­στε καί τά τρί­α πρό­σω­πα νά ἀ­πο­τε­λοῦν «μί­α δύ­να­μη, μί­α οὐ­σί­α, μί­α Θε­ό­τη­τα».
«Ὅ­λαι αἱ ὑ­πο­σχέ­σεις τοῦ Θε­οῦ εἰς τό πρό­σω­πον τοῦ Χρι­στοῦ πραγ­μα­το­ποι­οῦν­ται· καί δι’ αὐ­τοῦ λέ­γο­μεν τό ἀ­μήν εἰς τόν Θε­όν πρός δό­ξαν Του. Ἐ­κεῖ­νος δέ πού μᾶς στε­ρε­ώ­νει μα­ζί μ’ ἐ­σᾶς εἰς τόν Χρι­στόν καί μᾶς ἔ­χρι­σε, εἶ­ναι ὁ Θε­ός, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί μᾶς ἐ­σφρά­γι­σε καί ἔ­δω­κε στίς καρ­δί­ες μας τό Πνεῦ­μα σάν ἀρ­ρα­βῶ­να»  (Β' Κορ. α' 20- 22).
Σέ ὅ,τι ἀ­φο­ρᾶ τήν προ­αι­ώ­νια ὕ­παρ­ξη, ὁ Πα­τήρ με­τα­δί­δει τή Θεί­α Του φύ­ση στό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο μέ τήν «ἐκ­πό­ρευ­ση». Ὅ­μως σέ ὅ,τι ἀ­φο­ρᾶ τή Θεί­α ἐ­νέρ­γεια γιά τή σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου, τά πάν­τα συν­τε­λοῦν­ται «ἐκ τοῦ Πα­τρός διά τοῦ Υἱ­οῦ ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνε­ύ­μα­τι». Γι’ αὐ­τό καί πι­στεύ­ου­με πώς τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα «ἐν χρό­νῳ» «πέμ­πε­ται» διά τοῦ Υἱ­οῦ, ἐ­νῷ τή Θεί­α οὐ­σί­α λαμ­βά­νει ἀ­πό μό­νο τόν Πά­τε­ρα («Ἐκ τοῦ πα­τρός ἐκ­πο­ρευ­ό­με­νον»­).

θ) Ἡ ἀ­γά­πη ὡς φα­νέ­ρω­ση τῆς ζω­ῆς τοῦ Θε­οῦ
Τό Τρι­α­δι­κό δόγ­μα δέν ἀ­πο­τε­λεῖ ἀν­τι­κεί­με­νο θε­ω­ρη­τι­κῆς ἐ­να­σχό­λη­σης, ἀλ­λά πη­γή ζω­ῆς. Ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἀ­γά­πη (Α' Ἰ­ω. δ' 8, 16) καί ἑ­πο­μέ­νως ἡ ἀ­γά­πη ἀ­πο­τε­λεῖ φα­νέ­ρω­ση τῆς ζω­ῆς τοῦ Θε­οῦ. Ἄν ὁ Θε­ός ἦ­ταν μο­νάς, δέν θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι ἀ­γά­πη· θά ἦ­ταν ὄν πού ζεῖ σέ πλή­ρη μο­να­ξιά· ἡ ἀ­γά­πη δέν θά ἦ­ταν ἔκ­φρα­ση τῆς οὐ­σί­ας τοῦ Θε­οῦ. Καί ἄν πά­λι ὁ Θε­ός ἦ­ταν «δυ­άς», π.χ. Πα­τήρ καί Υἱ­ός, καί τό­τε δέν θά εἴ­χα­με τήν ἑ­νό­τη­τα καί τήν ἀ­γά­πη στήν πλη­ρό­τη­τά τους. Θά εἴ­χα­με ἕ­να εἶ­δος ἀν­τί­θε­σης: Πα­τήρ-Υἱ­ός. Ὅ­μως ἡ ἀν­τί­θε­ση αὐ­τή ὑ­περ­νι­κᾶ­ται αἰ­ω­νί­ως στό πρό­σω­πό του Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.
Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος ὑ­πο­γραμ­μί­ζει τήν ὀρ­θό­δο­ξο δι­δα­χή: «Ἐ­μεῖς ὅ­μως τι­μῶ­μεν τή μο­ναρ­χί­α· καί μά­λι­στα τή μο­ναρ­χί­α, ἡ ὁ­ποί­α δέν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται εἰς ἕ­να πρό­σω­πο· δι­ό­τι συμ­βαί­νει καί τό ἕ­να νά ἐ­πα­να­στα­τεῖ κα­τά τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του καί νά γί­νε­ται πολ­λά· ἀλ­λά μο­ναρ­χί­α, τήν ὁ­ποί­α πραγ­μα­το­ποι­εῖ ἡ ἰ­σο­τι­μί­α τῆς φύ­σης, ἡ σύμ­πνοι­α τῆς γνώ­μης, ἡ ταυ­τό­τη­τα τῆς κί­νη­σης καί ἡ συμ­φω­νί­α μέ τό ἕ­να πρό­σω­πο, πρᾶγ­μα πού δέν ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται στήν κτί­στη φύ­ση. Ὥ­στε καί ἄν ἀ­κό­μη ὑ­πάρ­χει δι­α­φο­ρά στόν ἀ­ριθ­μό, ὅ­μως ἡ οὐ­σί­α δέν τε­μα­χί­ζε­ται».
Μέ αὐ­τή τήν ἔν­νοι­α ἡ Τριά­δα δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται στούς ἀ­ριθ­μούς τῆς ἀ­ριθ­μη­τι­κῆς, ἀλ­λά στήν ὑ­πέρ­βα­ση τοῦ ἐ­γω­ι­σμοῦ καί τῆς δι­αί­ρε­σης, στό πλή­ρω­μα τῆς ἑ­νό­τη­τας, τῆς ἁρ­μο­νί­ας καί τῆς ἀ­γά­πης.
Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Ἀ­χρί­δος Νι­κό­λα­ος μι­λών­τας γιά τήν Τρι­α­δι­κή ἀ­γά­πη ὑ­πο­γραμ­μί­ζει: «Τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς ἀ­γά­πης εἶ­ναι τό ὅ­τι τό πρό­σω­πο τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­γα­πᾶ θέ­λει νά ἐ­ξα­φα­νι­σθεῖ μέ­σα στό ἀ­γα­πη­μέ­νο πρό­σω­πο. Τό­σο φα­νε­ρά εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Πα­τρός πρός τόν Υἱ­ό καί τοῦ Υἱ­οῦ πρός τόν Πά­τε­ρα! Ὅ­μοι­α εἶ­ναι ἐ­πί­σης καί ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος πρός τόν Πά­τε­ρα καί τόν Υἱ­όν. Μέ αὐ­τή τήν ἀ­γά­πη», δη­λα­δή μέ τήν ἀ­γά­πη πού δέν κρα­τεῖ τί­πο­τε γιά τόν ἑ­αυ­τό της, «ἑρ­μη­νεύ­ον­ται καί οἱ λό­γοι τοῦ Κυ­ρί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­πε ὅ­τι “ὁ Πα­τήρ μου εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρος ἀ­πό ἐ­μέ” (Ἰ­ω. ι­δ' 28)· ὅ­μως μέ αὐ­τή τήν ἀ­γά­πη ἡ Ἁ­γί­α Τριάς δέν συγ­χέ­ε­ται, οὔ­τε δι­αι­ρεῖ­ται. Εἶ­ναι καί πα­ρα­μέ­νει μί­α καί συ­νά­μα τρι­α­δι­κή φλό­γα τῆς ζω­ῆς καί τῆς ἀ­γά­πης».
«Εἰς αὐ­τή τή θαυ­μα­στή φλό­γα τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ ἀ­νά­πτου­με καί μεῖς τίς δι­κές μας μι­κρές λαμ­πά­δες τῆς ἐ­πι­γεί­ου ἀ­γά­πης, οἱ ὁ­ποῖ­ες σβή­νουν εὔ­κο­λα. Ἡ ἀ­γά­πη πού συγ­κεν­τρώ­νε­ται σέ ἕ­να πρό­σω­πο, δη­λα­δή στόν ἑ­αυ­τό μας, δέν εἶ­ναι ἀ­γά­πη, ἀλ­λά φι­λαυ­τί­α καί ἐ­γω­ι­σμός. Ἡ ἀ­γά­πη με­τα­ξύ τῶν δύ­ο ψυ­χραί­νε­ται γρή­γο­ρα καί με­τα­βάλ­λε­ται σέ λύ­πη. Γι’ αὐ­τό καί στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ἡ ἀ­τε­κνί­α ἐ­θε­ω­ρεῖ­το κα­τά­ρα. Τό πλή­ρω­μα τῆς ἀ­γά­πης εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη τῶν τρι­ῶν. Ἔ­τσι εἶ­ναι ἐ­πί τῆς γῆς, για­τί ἔ­τσι εἶ­ναι καί στόν οὐ­ρα­νό».
Ὅ­ταν πρό­κει­ται γιά «μο­νά­δα» δέν μπο­ροῦ­με νά μι­λή­σου­με γιά ἀ­γά­πη, για­τί μί­α τέ­τοι­α «ἀ­γά­πη» θά ἐ­πέ­στρε­φε στόν ἑ­αυ­τό τοῦ «ἑ­νός» καί θά ἦ­ταν μό­νο ἐ­γω­ι­στι­κή στά­ση καί κα­θό­λου ἀ­γά­πη. Ἡ ἀ­γά­πη τῶν δύ­ο δέν εἶ­ναι ἀ­παλ­λαγ­μέ­νη ἀ­πό «ἀν­τί­θε­ση». Στό τρί­το πρό­σω­πο ξε­περ­νι­έ­ται κά­θε ἀν­τί­θε­ση καί βι­ώ­νε­ται ἡ τέ­λεια ἀ­γά­πη. Γι’ αὐ­τό καί ἡ Τρι­α­δι­κή ἀ­γά­πη εἶ­ναι τό πλή­ρω­μα τῆς ἀ­γά­πης· γι’ αὐ­τό καί αὐ­τή ἡ ἀ­γά­πη ἀ­πο­τέ­λει φα­νέ­ρω­ση τῆς ζω­ῆς τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ.

ι) Ὁ Τρι­α­δι­κός Θε­ός, ἡ μό­νη ἐλ­πί­δα τοῦ ἀν­θρώ­που
Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι τό «κα­τ’ εἰ­κό­να» τοῦ Θε­οῦ καί ἑ­πο­μέ­νως ἡ ζω­ή του, γιά νά ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ στήν ἀ­λη­θι­νή του φύ­ση, πρέ­πει νά εἶ­ναι μι­κρο­γρα­φί­α τῆς ζω­ῆς τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­πει­δή ὁ Θε­ός εἶ­ναι Τρι­α­δι­κός, καί ὁ ἄν­θρω­πος κα­λεῖ­ται νά γί­νει «Τρι­α­δι­κός», ζών­τας «Τρι­α­δι­κά», δη­λα­δή τή ζω­ή τῆς πλή­ρους ἑ­νό­τη­τας καί τῆς ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κῆς ἀ­γά­πης. Σέ μιά τέ­τοι­α ζω­ή κα­λεῖ τόν ἄν­θρω­πο ὁ Τρι­α­δι­κός Θε­ός, πού εἶ­ναι τό ἀρ­χέ­τυ­πο τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ ζω­ή τῆς ἀ­γά­πης δέν ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται μό­νο στήν ἀ­λη­θι­νή φύ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λά ὁ­δη­γεῖ τόν ἄν­θρω­πο καί στήν ἀ­λη­θι­νή Θε­ο­γνω­σί­α.
«Ὅ­ποι­ος δέν ἀ­γα­πᾶ, δέν ἐ­γνώ­ρι­σε τόν Θε­ό, δι­ό­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἀ­γά­πη. Μέ τοῦ­το ἐ­φα­νε­ρώ­θη ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ σ’ ἐ­μᾶς: ὅ­τι τόν Υἱ­όν Του τόν μο­νο­γε­νῆ ἔ­στει­λε ὁ Θε­ός εἰς τόν κό­σμο, διά νά ζή­σω­με δι’ αὐ­τοῦ. Εἰς τοῦ­το συ­νί­στα­ται ἡ ἀ­γά­πη, ὄ­χι εἰς τό ὅ­τι ἐ­μεῖς ἀ­γα­πή­σα­με τόν Θε­όν, ἀλ­λ’ ὅ­τι αὐ­τός μᾶς ἀ­γά­πη­σε καί ἔ­στει­λε τόν Υἱ­όν Του ὡς ἱ­λα­σμόν διά τάς ἁ­μαρ­τί­ας μας.­.. Μέ τοῦ­το ξέ­ρο­μεν ὅ­τι μέ­νο­μεν ἐν αὐ­τῷ καί αὐ­τός ἐν ἡ­μῖν, δι­ό­τι μᾶς ἔ­δω­κε ἀ­πό τό Πνεῦ­μα Του» (Α' Ἰ­ω. δ' 8-13).
Ἡ με­γά­λη ἐλ­πί­δα τοῦ ἀν­θρώ­που, τό νό­η­μα τῆς ζω­ῆς του, εἶ­ναι ἡ κοι­νω­νί­α τῆς ἀ­γά­πης, πού δέν πε­ρι­λαμ­βά­νει μό­νο τούς συ­ναν­θρώ­πους, ἀλ­λά ἀ­πο­τε­λεῖ ἑ­νό­τη­τα καί ἁρ­μο­νί­α μέ τόν ἴ­διο τόν ἑ­αυ­τό μας καί μέ τόν Θε­ό, πού εἶ­ναι ἡ ζω­ή! Αὐ­τή ἡ Θε­ο­κοι­νω­νί­α (Β' Πε­τρ. α' 4), κα­τά τήν ὁ­ποί­α ὁ ἄν­θρω­πος «μέ­νει ἐν τῷ Θε­ῷ καί ὁ Θε­ός ἐν αὐ­τῷ» (Α' Ἰ­ω. δ' 16. Πρβλ. Ἰ­ω. Ἰ­ζ' 20-26) ἐ­ξα­σφα­λί­ζε­ται μέ τή δω­ρε­ά τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος τοῦ Θε­οῦ (Α' Ἰ­ω. δ' 13), μέ τό χρῖ­σμα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος (Α' Ἰ­ω. β' 20-27), πού εἶ­ναι ἡ σφρα­γί­δα τοῦ Θε­οῦ (Ἀ­ποκ. Θ' 4).
Ἐ­άν ὁ Υἱ­ός, πού ἐ­στά­λη ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα, «διά νά ζή­σω­μεν δι’ αὐ­τοῦ» ἤ τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ἦ­σαν κτί­σμα­τα, τό­τε δέν θά μπο­ρού­σα­με δι’ αὐ­τῶν νά ἔ­χου­με καμ­μί­α κοι­νω­νί­α μέ τόν Θε­ό· «θά ἠ­νω­νό­με­θα ἁ­πλῶς μέ κά­ποι­ο κτί­σμα καί θά εἴ­με­θα ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νοι ἀ­πό τή θεί­α φύ­ση, ἀ­φοῦ τί­πο­τα δέν θά μᾶς ἤ­νω­νε μέ αὐ­τήν. Τώ­ρα δέ, πού λε­γό­με­θα μέ­το­χοι Χρι­στοῦ καί μέ­το­χοι τοῦ Θε­οῦ, φαί­νε­ται ὅ­τι τό ἐν ἡ­μῖν χρῖ­σμα καί ἡ σφρα­γίς δέν εἶ­ναι ἐκ τῆς φύ­σε­ως τῶν δη­μι­ουρ­γη­μά­των, ἀλ­λά ἐκ τῆς φύ­σε­ως τοῦ Υἱ­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος συ­νά­πτει ἡ­μᾶς μέ τόν Πα­τέ­ρα διά τοῦ ἐν αὐ­τῷ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος» (Μ. Ἀ­θαν. Προ­βλ. Ἑ­βρ. γ' 14. Ρωμ. η' 14-17. Β' Πε­τρ. α' 4).
Ἡ πί­στη στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό ἀ­πο­τε­λεῖ γιά τόν ἄν­θρω­πο πραγ­μα­τι­κή ἐλ­πί­δα. Ἄν ὁ ἄν­θρω­πος γνω­ρί­σει ποι­ό εἶ­ναι τό ἀρ­χέ­τυ­πό του, πῶς εἶ­ναι δη­λα­δή εἰ­κό­να τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος, τό­τε θά πι­στέ­ψει πώς εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ζή­σει καί αὐ­τός τή ζω­ή τῆς ἑ­νό­τη­τας καί τῆς ἀ­γά­πης. Τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος θά μπο­ρέ­σει νά βρεῖ τή σω­τη­ρί­α.
Τοῦ­το δέν εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά τό ἐν­νο­ή­σου­με, ὅ­ταν σκε­φθοῦ­με πώς ὁ ἄν­θρω­πος, ἰ­δι­αί­τε­ρα σή­με­ρα, ζεῖ ἐ­σω­τε­ρι­κά δι­ε­σπα­σμέ­νος καί ἐ­ξω­τε­ρι­κά ἀ­πο­μο­νω­μέ­νος. Αἰ­σθά­νε­ται πώς ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό πολ­λα­πλά στοι­χεῖ­α· ἔ­χει σῶ­μα, πνεῦ­μα, βού­λη­ση, συ­ναί­σθη­μα κ.ἄ. Ἕ­νας ἄν­θρω­πος δι­ῃ­ρη­μέ­νος ἐ­σω­τε­ρι­κά δέν μπο­ρεῖ νά πεῖ ὅ­τι εἶ­ναι λυ­τρω­μέ­νος· τό ἴ­διο καί ὅ­ταν αἰ­σθά­νε­ται ὅ­τι ζεῖ σέ πλή­ρη ἀ­πο­ξέ­νω­ση καί μο­να­ξιά· ἕ­νας ἄν­θρω­πος πού δέν δι­α­θέ­τει τή δύ­να­μη νά ἀ­γα­πή­σει, δέν μπο­ρεῖ νά βρεῖ τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή του ἰ­σορ­ρο­πί­α.
Ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει νά γνω­ρί­σει πώς δέν ἀ­νή­κει στή φύ­ση του ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κή δι­ά­σπα­ση καί ἡ ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἀ­πο­ξέ­νω­ση, ἀλ­λά ἡ ἁρ­μο­νί­α καί οἱ δι­α­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις· γι’ αὐ­τό πρέ­πει νά γνω­ρί­σει τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό καί νά πι­στέ­ψει πώς δη­μι­ουρ­γή­θη­κε «κα­τ’ εἰ­κό­να» Του! Νά βε­βαι­ω­θεῖ πώς ὁ Θε­ός ζεῖ στήν πλη­ρό­τη­τα τήν ἑ­νό­τη­τα καί τήν ἀ­γά­πη καί νά πι­στέ­ψει πώς σ’ αὐ­τό τό ση­μεῖ­ο βρί­σκε­ται καί ὁ δι­κός του τε­λι­κός προ­ο­ρι­σμός, τό νό­η­μα τῆς δί­κης τοῦ ζω­ῆς (Β' Κορ. ε' 17-21. Α' Ἰ­ω. γ' 2-3).
Ἄν ὁ ἄν­θρω­πος δε­χθεῖ τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό καί ἀ­να­κα­λύ­ψει τήν προ­σω­πι­κή του ταυ­τό­τη­τα στήν εἰ­κό­να τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ, τό­τε μό­νο μπο­ρεῖ νά βε­βαι­ω­θεῖ πώς καί ὁ ἴ­διος, ἀ­πό τή φύ­ση του, εἶ­ναι δυ­να­τόν νά φθά­σει στήν πλη­ρό­τη­τα τῆς ἁρ­μο­νί­ας, τῆς ἀ­γά­πης, τῆς κοι­νω­νί­ας· τό­τε ἀ­πο­κτᾶ νό­η­μα ὄ­χι μό­νο ἡ ζω­ή του, ἀλ­λά καί ὁ ἀ­γῶ­νας του. Ἰ­δού για­τί εἴ­πα­με πώς ἡ ἀ­λή­θεια τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ, ἡ πί­στη στήν Ἁ­γί­α Τριά­δα, εἶ­ναι ἡ μό­νή ἐλ­πί­δα τοῦ ἀν­θρώ­που.
Μα­κριά ἀ­πό τήν πί­στη στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό καί τήν ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α γιά τό τί εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος, δέν μπο­ροῦ­με νά θέ­σου­με ὡς νό­η­μα τῆς ὕ­παρ­ξής μας τήν κοι­νω­νί­α καί τή βί­ω­ση τῆς ἀ­γά­πης· ἀ­ναγ­κα­στι­κά θά πέ­σου­με σέ σκο­πούς ὑ­λο­κρα­τι­κούς καί ὑ­λι­στι­κούς ἤ θά κι­νη­θοῦ­με σέ ἐ­πί­πε­δα παν­θε­ϊ­στι­κῆς τά­ξης. Σέ τέ­τοι­ους δρό­μους ὁ­δη­γοῦν ἐ­πί πα­ρα­δείγ­μα­τι ὅ­λες οἱ ἰν­δου­ι­στι­κῆς προ­έ­λευ­σης ὁ­μά­δες, πού κη­ρύτ­τουν πώς ὁ Θε­ός δέν εἶ­ναι προ­σω­πι­κός καί πώς ὁ ἄν­θρω­πος δέν ἐ­πλά­σθη «κα­τ’ εἰ­κό­να καί κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σιν Θε­οῦ», ἀλ­λά εἶ­ναι μέ­ρος τῆς θεί­ας οὐ­σί­ας. Κά­τω ἀ­πό αὐ­τό τό πρῖ­σμα, τό νό­η­μα τῆς ζω­ῆς τοῦ ἀν­θρώ­που δέν εἶ­ναι πλέ­ον ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη σχέ­σε­ων κοι­νω­νί­ας καί ἀ­γά­πης, ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα ἡ ἀ­πο­δέ­σμευ­ση ἀ­πό ὁ­ποι­εσ­δή­πο­τε «προ­σκολ­λή­σεις» καί ἡ δι­ά­λυ­ση τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας τοῦ ἀν­θρώ­που στή λε­γό­με­νη «παγ­κό­σμια συ­νει­δη­τό­τη­τα».
Αὐ­τό ἀ­πο­δει­κνύ­ει πό­σο ἐ­πι­πό­λαι­ο θά ἦ­ταν νά θε­λή­σου­με νά συμ­βι­βά­σου­με τή χρι­στι­α­νι­κή μας ὑ­πό­στα­ση μέ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε συμ­με­το­χή σέ τε­χνι­κές τῆς γι­όγ­κα, τοῦ δι­α­λο­γι­σμοῦ καί σέ πα­ρό­μοι­ες «πρα­κτι­κές», πού βα­σί­ζον­ται σέ ἐ­ξω­χρι­στι­α­νι­κές θε­ο­λο­γι­κές καί ἀν­θρω­πο­λο­γι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις.
Ὁ ἰ­σχυ­ρι­σμός ὅ­τι ὅ­λες οἱ θρη­σκεῖ­ες ἀ­πο­βλέ­πουν στόν ἴ­διο σκο­πό ἤ ὅ­τι μέ τίς «τε­χνι­κές» αὐ­τές μπο­ρεῖ κα­νείς νά γί­νει κα­λύ­τε­ρος χρι­στια­νός, ἄν δέν ὀ­φεί­λε­ται σέ ἄ­γνοι­α τῶν βα­σι­κῶν χρι­στι­α­νι­κῶν θέ­σε­ων ἤ σέ ἀ­πο­κρυ­φι­στι­κή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ μη­νύ­μα­τος, ἀ­πο­τε­λεῖ σκό­πι­μη δι­α­τρέ­βλω­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης καί ἐλ­πί­δας, ἐ­πι­κίν­δυ­νη ἀλ­λοί­ω­ση τῆς ἔν­νοι­ας τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ νο­ή­μα­τος τῆς ζω­ῆς, ἐ­πι­βου­λή τῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ ὀρ­θό­δο­ξου πι­στοῦ.
Κλεί­νον­τας τό κε­φά­λαι­ο αὐ­τό γιά τήν Τρι­α­δι­κή Ἀ­λή­θεια συ­νο­ψί­ζου­με πώς ἡ θεί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη, δη­λα­δή ἡ συγ­κα­τά­βα­ση τοῦ Θε­οῦ, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε βαθ­μια­ία, προ­σαρ­μο­ζό­με­νη στήν πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση τοῦ ἀν­θρώ­που τῆς πτώ­σης.
Ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη αὐ­τή ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε μέ τήν κά­θο­δο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος κα­τά τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς καί ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν Ἕ­να καί Τρι­α­δι­κό Θε­ό. Ὁ Θε­ός δέν μᾶς ἀ­πο­κά­λυ­ψε τά πάν­τα γιά τόν Ἑ­αυ­τό Του, ἀλ­λά ὅ­σα ἦ­σαν ἀ­πα­ραί­τη­τα γιά τή σω­τη­ρί­α μας. Οἱ δογ­μα­τι­κοί ὅ­ροι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δέν ἀ­πο­δί­δουν αὐ­τό πού στήν οὐ­σί­α Του εἶ­ναι ὁ Θε­ός, ἀλ­λά «ὁ­ρι­ο­θε­τοῦν» τήν πί­στη καί πε­ρι­φρου­ροῦν τό πε­ρι­ε­χό­με­νό της ἔ­ναν­τι τῆς αἱ­ρε­τι­κῆς ἀ­πει­λῆς.
Πι­στεύ­ου­με σέ Ἕ­να Θε­ό, πού εἶ­ναι Τρι­α­δι­κός, δη­λα­δή κοι­νω­νί­α προ­σώ­πων. Ὑ­πάρ­χει μό­νο μί­α Θεί­α οὐ­σί­α, γι’ αὐ­τό κά­νου­με λό­γο γιά ἕ­να Θε­ό. Ὅ­μως αὐ­τῆς τῆς Θεί­ας οὐ­σί­ας με­τέ­χουν ὄ­χι μό­νο ὁ Πα­τήρ, ἀλ­λά καί ὁ Υἱ­ός καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Γι’ αὐ­τό καί ὁ Ἕ­νας Θε­ός εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να καί Τρι­α­δι­κός. Ὁ Πα­τήρ, ὡς μο­να­δι­κή Ἀρ­χή καί Πη­γή, με­τα­δί­δει τή Θεί­α ὕ­παρ­ξη στόν Υἱ­ό μέ προ­αι­ώ­νια γέν­νη­ση καί στό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα μέ προ­αι­ώ­νια ἐκ­πό­ρευ­ση.
Ἀλ­λά μέ­σα στό χρό­νο γιά τή σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου, τά πάν­τα συν­τε­λοῦν­ται «Τρι­α­δι­κά», ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα διά τοῦ Υἱ­οῦ «ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι». Γι' αὐ­τό καί ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα «πέμ­πε­ται» διά τοῦ Υἱ­οῦ. Καί τά τρί­α Θεῖ­α πρό­σω­πα ἔ­χουν μί­α θέ­λη­ση καί μί­α ἐ­νέρ­γεια, εἶ­ναι με­τα­ξύ τους ἑ­νω­μέ­να ἀ­δι­αι­ρέ­τως.
Ὁ ἄν­θρω­πος, ἔ­χον­τας σάν ἀρ­χέ­τυ­πό του τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό, εἶ­ναι ἀ­πό τή φύ­ση τοῦ («κα­τ’ εἰ­κό­να») ἑ­νό­τη­τα, ἁρ­μο­νί­α, ἀ­γά­πη. Ἄν ὅ­μως ἀ­πορ­ρί­ψου­με τήν πί­στη στήν Ἁ­γί­α Τριά­δα, ἐ­κλά­βου­με τόν Υἱ­ό ἤ τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ὡς κτί­σμα, ἐ­άν εἰ­σα­γά­γου­με «σύγ­χυ­ση» στίς σχέ­σεις τῶν θεί­ων προ­σώ­πων, τό­τε καί ὁ ἄν­θρω­πος ὡς τό «κα­τ’ εἰ­κό­να» αὐ­τοῦ τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πό τή φύ­ση του δέ θά εἶ­ναι ἑ­νό­τη­τα καί ἀ­γά­πη, ἀλ­λά δι­ά­σπα­ση, δυ­σαρ­μο­νί­α ἤ σύγ­χυ­ση. Γι’ αὐ­τό λέ­με πώς ἡ πί­στη στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό εἶ­ναι ἡ μό­νη ἐλ­πί­δα τοῦ ἀν­θρώ­που.





Share:

Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ - Η Α­ΛΗ­ΘΕΙΑ Δ’ - π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου


Θέματα Ὀρθοδόξου πίστεως ἀπό τό βιβλίο «Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ», τοῦ ἀειμνήστου  π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου συγχρόνου ὁμολογητοῦ, ἱδρυτοῦ τῆς ἀντιαιρετικῆς ἄμυνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, πού ἀποτελεῖ ὁλοκληρωμένη δογματική ἀντιαιρετική ἀσπίδα.
Ἡ γνώση τῆς ἀκριβοῦς Ὀρθοδόξου Πίστεως εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν κατάρτιση τῶν στελεχῶν τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἔργου καί γιά τήν σίγουρη καί ἔγκυρη βοήθεια στά θύματα καί τούς συγγενεῖς τους.




1. Η ΑΛΗΘΕΙΑ Δ’

ζ) Τά ἴ­χνη τοῦ Θε­οῦ στή δη­μι­ουρ­γί­α

Μή­πως ὁ ἄν­θρω­πος, μέ τίς δι­κές του δυ­να­τό­τη­τες δέν μπο­ρεῖ νά γνω­ρί­σει τί­πο­τα γιά τόν Θε­ό; Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς λέ­ει πώς ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νά ἀ­να­κα­λύ­ψει πί­σω ἀ­πό τά δη­μι­ουρ­γή­μα­τα τό Δη­μι­ουρ­γό, τή δύ­να­μή Του καί τή δό­ξα Του.
«Δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νο πού μπο­ρεῖ νά γί­νει γνω­στό ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους γιά τόν Θε­ό, εἶ­ναι φα­νε­ρό σ’ αὐ­τούς, για­τί ὁ Θε­ός τούς τό ἐ­φα­νέ­ρω­σε. Ἐ­πει­δή τά ἀ­ό­ρα­τα Αὐ­τοῦ, δη­λα­δή ἡ αἰ­ώ­νια δύ­να­μη καί ἡ Θε­ό­της Του, βλέ­πον­ται κα­θα­ρά ἀ­πό τό­τε πού δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ὁ κό­σμος καί κα­τα­νο­οῦν­ται διά μέ­σου τῶν δη­μι­ουρ­γη­μά­των Του, ὥ­στε οἱ ἄν­θρω­ποι νά εἶ­ναι ἀ­να­πο­λό­γη­τοι.­.­.» (Ρωμ. α' 19-20).
Τή δό­ξα τοῦ Θε­οῦ πού φα­νε­ρώ­νε­ται μέ­σῳ τῶν δη­μι­ουρ­γη­μά­των ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ἡ ἁ­γί­α Γρα­φή:
«Οἱ οὐ­ρα­νοί δι­η­γοῦν­ται δό­ξα Θε­οῦ,
τό στε­ρέ­ω­μα ἀ­ναγ­γέλ­λει πώς εἶ­ναι ἔρ­γο τῶν χε­ρι­ῶν Του.
Κά­θε μέ­ρα με­τα­δί­δει στήν ἄλ­λη λό­γο
καί κά­θε νύ­χτα ἀ­ναγ­γέλ­λει στήν ἄλ­λη γνώ­ση.
Δέν εἶ­ναι λα­λι­ές καί λό­γοι πού δέν ἀ­κού­ον­ται οἱ φω­νές των σέ ὅ­λη τή γῆ ἐ­ξῆλ­θαν οἱ λό­γοι των καί στά πέ­ρα­τα τῆς οἰ­κου­μέ­νης ἡ φω­νή των.­.­.­».
(Ψαλμ. ι­η ' 2-5/ι­θ' 1-4)
«Ἐ­κά­λυ­ψεν οὐ­ρα­νούς ἡ ἀ­ρε­τή Του, καί μέ τή δό­ξα Του γέ­μι­σε ἡ γῆ.
Κι ἡ λάμ­ψη Τοῦ εἶ­ναι σάν τό φῶς· δύ­να­μη κρά­τει στά χέ­ρια Του καί ἐ­ναρ­μό­νι­σε τήν ἀ­γά­πη μέ τήν κρα­ται­ά Του ἰ­σχύ».
(Ἀβ­βακ. γ' 3-4. Πρβλ. Α­ριθ. ι­δ' 21. Σοφ. Σολ. ι­γ' 3-9. Σοφ. Σειρ. μγ' 11-33)
Ὁ Θε­ός λοι­πόν ἄ­φη­σε τά «ἴ­χνη» Του στή δη­μι­ουρ­γί­α. Ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος, ἀ­να­κα­λύ­πτον­τας τά «ἴ­χνη» αὐ­τά, δέν ἀ­να­κα­λύ­πτει τόν προ­σω­πι­κό Θε­ό, πού μέ τή Θεί­α Του βού­λη­ση δη­μι­ουρ­γεῖ τόν ἄν­θρω­πο καί τόν κό­σμο ὡς καρ­πό τῆς ἀ­γά­πης Του. Ὁ Θε­ός, στόν ὁ­ποῖ­ο κα­τα­λή­γει κα­νείς με­λε­τών­τας μό­νο τά «ἴ­χνη» τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ, εἶ­ναι ὁ Θε­ός τῶν φι­λο­σό­φων, ὄ­χι ὁ Τρι­α­δι­κός Θε­ός.

η) Ὁ Θε­ός τῶν φι­λο­σό­φων

Πολ­λοί φι­λό­σο­φοι καί δι­α­νο­η­τές προ­σπά­θη­σαν νά γνω­ρί­σουν τόν Θε­ό μέ τή λο­γι­κή· ἦ­ταν φυ­σι­κό νά κα­τα­λή­ξουν στήν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή ἄρ­νη­ση τοῦ Θε­οῦ ἤ καί στήν ἄ­πο­ψη γιά ἕ­να ὑ­πέρ­τα­το καί ἀ­πρό­σω­πο Ὄν, πού δέν ἔρ­χε­ται σέ καμ­μί­α κοι­νω­νί­α μέ τόν ἄν­θρω­πο.
Ὅ­μως αὐ­τό δέν εἶ­ναι ὁ ἀ­λη­θι­νός Θε­ός, τόν ὁ­ποῖ­ο ἐ­μεῖς λα­τρεύ­ου­με. Ὁ Θε­ός τῶν χρι­στια­νῶν εἶ­ναι ἡ ὁ­δός καί ἡ ἀ­λή­θεια καί ἡ ζω­ή (Ἰ­ω. ι­δ' 6)· δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι μα­κρυ­ά, ἕ­να ἀ­πρό­σω­πο ὄν, πού δέν ἔρ­χε­ται σέ προ­σω­πι­κή σχέ­ση μέ τόν ἄν­θρω­πο καί δέν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γιά τόν κό­σμο. «Θε­ός ἐγ­γί­ζων ἐ­γώ εἰ­μι, λέ­γει Κύ­ριος, καί οὐ­χί Θε­ός πόρ­ρω­θεν», ἐ­γώ εἶ­μαι ὁ Θε­ός, πού βρί­σκε­ται πλη­σί­ον σας, δέν εἶ­μαι ἕ­νας Θε­ός μα­κρυ­νός, «δέν πλη­ρῶ τόν οὐ­ρα­νόν καί τήν γῆν»; (Ἱ­ερ. κγ' 23-24. Δευ­τερ. δ' 7). «Ἐ­γώ εἶ­μαι ὁ Θε­ός τοῦ πα­τρός σου· ὁ Θε­ός τοῦ Ἀ­βρα­άμ καί ὁ Θε­ός τοῦ Ἰ­σα­άκ καί ὁ Θε­ός τοῦ Ἰ­α­κώβ» (Ἐξ. γ' 6.16. Ματθ. κβ' 32. Μάρκ. Ἰ­β' 26). Ὁ Θε­ός λοι­πόν, ὁ Σω­τῆ­ρας τοῦ ἀν­θρώ­που, δέν βρί­σκε­ται μα­κρυ­ά, εἶ­ναι πλη­σί­ον, ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ἀ­πό τό Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ στήν καρ­διά τοῦ ἀν­θρώ­που (Ἰ­ω. ι­δ' 26. Α' Ἰ­ω. β' 20.27. Σοφ. Σολ. θ' 17).
Αὐ­τό πού πρέ­πει νά κά­νει ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι νά ἐν­τά­ξει τόν ἑ­αυ­τό του κά­τω ἀ­πό τήν Κυ­ρι­ό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ, νά τόν ἀ­να­γνω­ρί­σει ὡς κε­φα­λή τοῦ Σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τῆς ὁ­ποί­ας κά­θε πι­στός ἀ­πο­τε­λεῖ μέ­λος. Ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος ἐγ­κα­τα­λεί­πει τήν αὐ­το­νο­μί­α του καί «βα­σι­λεύ­ε­ται» ἀ­πό τόν Χρι­στό. Γι’ αὐ­τό καί πι­στεύ­ου­με ὅ­τι ἡ ἐκ­κλη­σί­α σάν Σῶ­μα Χρι­στοῦ, εἶ­ναι ἡ «βα­σί­λεια τοῦ Πα­τρός καί τοῦ Υἱ­οῦ καί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος».
«Ἐγ­γύς σου τό ρῆ­μα ἐ­στιν, ἐν τῷ στο­μα­τί σου καί ἐν τῇ καρ­δί­ᾳ σου· του­τ’ ἔ­στι τό ρῆ­μα τῆς πί­στε­ως ὅ κη­ρύσ­σο­μεν. ὅ­τι ἐ­άν ὁ­μο­λο­γή­σης ἐν τῷ στο­μα­τί σου Κύ­ριον Ἰ­η­σοῦν, καί πι­στεύ­σης ἐν τῇ καρ­δί­ᾳ σου ὅ­τι ὁ Θε­ός αὐ­τόν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν, σω­θή­ση· καρ­δί­α γάρ πι­στεύ­ε­ται εἰς δι­και­ο­σύ­νην, στό­μα­τι δέ ὁ­μο­λο­γεῖ­ται εἰς σω­τη­ρί­αν. λέ­γει γάρ ἡ γρα­φή· πᾶς ὁ πι­στεύ­ων ἐ­π’ αὐ­τῷ οὐ κα­ται­σχυν­θή­σε­ται. οὐ γάρ ἐ­στι δι­α­στο­λή Ἰ­ου­δαί­ου τέ καί Ἕλ­λη­νος· ὁ γάρ αὐ­τός Κύ­ριος πάν­των, πλου­τῶν εἰς πάν­τας τούς ἐ­πι­κα­λου­μέ­νους αὐ­τόν πᾶς γάρ ὅς ἄν ἐ­πι­κα­λέ­ση­ται τό ὄ­νο­μα Κυ­ρί­ου σω­θή­σε­ται» (Ρωμ.ι΄8-13).
Κλεί­νον­τες αὐ­τό τό κε­φά­λαι­ο πα­ρα­τη­ροῦ­με πώς ἡ σω­τή­ρια ἀ­λή­θεια δέν ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἰ­δέ­α, ἀλ­λά ταυ­τί­ζε­ται μέ συγ­κε­κρι­μέ­νο πρό­σω­πο, μέ τό πρό­σω­πο τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Συ­νε­πῶς ἡ γνώ­ση τῆς ἀ­λή­θειας δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ δι­α­νο­η­τι­κή κα­τά­στα­ση, ἀλ­λά στήν ἔν­τα­ξη τοῦ ἀν­θρώ­που στό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ καί στήν ἐν Χρι­στῷ ζω­ή. Γι’ αὐ­τό εἶ­ναι σω­τή­ριος ἀ­λή­θεια.
Ὅ­μως δέν μπο­ρεῖ νά φθά­σει μό­νος του ὁ ἄν­θρω­πος σ’ αὐ­τή τήν ἀ­λή­θεια, μέ κά­ποι­ες τε­χνι­κές. Γνώ­ση τῆς ἀ­λή­θειας δέν ση­μαί­νει δι­α­δι­κα­σί­α «ἀ­να­βά­σε­ως» τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λά «κα­τα­βά­σε­ως» ἤ μᾶλ­λον «συγ­κα­τα­βά­σε­ως» τοῦ Θε­οῦ στήν ἀ­νάγ­κη τοῦ ἀν­θρώ­που. Ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός δι­α­περ­νᾶ τήν ἄ­βυσ­σο πού χω­ρί­ζει τό κτι­στό μέ τόν Ἄ­κτι­στο, ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται στά δη­μι­ουρ­γή­μα­τά Του καί προ­σφέ­ρει τή δυ­να­τό­τη­τα ἀ­λη­θι­νῆς κοι­νω­νί­ας ἀ­γά­πης καί ζω­ῆς. Πρό­κει­ται γιά κί­νη­ση ἐ­λευ­θε­ρί­ας καί ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ.
Ἀλ­λά αὐ­τή ἡ πρω­το­βου­λί­α τοῦ Θε­οῦ δέν βιά­ζει τή βού­λη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἀ­φή­νει τόν ἄν­θρω­πο νά κά­νει ἐ­λεύ­θε­ρα τήν ἐ­πι­λο­γή του· νά ἀ­παν­τή­σει μέ τή δι­κή του ἀ­γά­πη στήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ ἤ νά τήν ἀ­πορ­ρί­ψει. Ὅ­μως αὐ­τή ἡ ἐ­πι­λο­γή δέν εἶ­ναι δι­α­νο­η­τι­κῆς τά­ξης. Γιά νά γνω­ρί­σει ὁ ἄν­θρω­πος τόν Θε­ό πρέ­πει νά ἔ­χει ἁ­γνή δι­ά­θε­ση. Νά ἐ­πι­θυ­μεῖ μέ ὅ­λη του τήν ὕ­παρ­ξη τήν κοι­νω­νί­α ἀ­γά­πης μέ τόν Θε­ό καί ὄ­χι τήν ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῆς πε­ρι­έρ­γειάς του ἤ ἄλ­λων ἐ­πι­θυ­μι­ῶν. Πρέ­πει νά θε­ω­ρή­σει αὐ­τή τήν κοι­νω­νί­α ἀ­γά­πης ὡς μο­να­δι­κό θη­σαυ­ρό, ὡς βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα τῆς ζω­ῆς του πά­νω στή γῆ. Νά νι­ώ­σει ὅ­τι μό­νο ἔ­τσι ὁ­δη­γεῖ­ται ἀ­πό τή φθο­ρά στήν ἀ­φθαρ­σί­α, ἀ­πό τό θά­να­το στήν ἀ­θα­να­σί­α. Ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α του γιά τόν Θε­ό θά εἶ­ναι τό­τε τό­σο με­γά­λη, ὥ­στε τί­πο­τα δέν θά μπο­ρέ­σει νά στα­θεῖ ἀ­νά­με­σα, νά τόν χω­ρί­σει ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ (Ρωμ. η' 39).
Ὁ ἄν­θρω­πος πού «δι­ψά­ει» ἀ­λη­θι­νά γιά τόν Θε­ό ἐγ­κα­τα­λεί­πει τήν αὐ­το­νο­μί­α του καί ἀ­γω­νί­ζε­ται νά κα­θα­ρί­σει τόν ἑ­αυ­τό του ἀ­πό τά πά­θη καί ἀ­πό κά­θε τί πού θά μπο­ροῦ­σε νά τόν χω­ρί­σει ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Ἀλ­λά αὐ­τή ἡ κοι­νω­νί­α ἀ­γά­πης δέν εἶ­ναι κοι­νω­νί­α οὐ­σί­ας· ὁ ἄν­θρω­πος δέν με­τέ­χει στήν οὐ­σί­α τοῦ Θε­οῦ, οὔ­τε ἀ­πορ­ρο­φᾶ­ται ἀ­πό τό Δη­μι­ουρ­γό του. Γί­νε­ται μέ­το­χος μό­νο τῆς Χά­ρης Του, ὄ­χι τῆς Θεί­ας Οὐ­σί­ας. Ὅ­μως ἡ θεί­α Χά­ρη ἡ ἐ­νέρ­γεια τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἄ­κτι­στης τά­ξης. Γι’ αὐ­τό καί ἡ συγ­κα­τά­βα­ση αὐ­τή τοῦ Θε­οῦ ση­μαί­νει ἀ­λη­θι­νή Θε­ό-κοι­νω­νί­α.
Ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νά ἔ­χει τήν αἴ­σθη­ση αὐ­τῆς τῆς Χά­ρης στή ζω­ή του. Ὅ­μως ὁ χρι­στια­νός δέν ἀ­να­ζη­τά­ει τίς πνευ­μα­τι­κές ἐμ­πει­ρί­ες, ἀλ­λά τόν πνευ­μα­τι­κό ἀ­γῶ­να, γιά νά μεί­νει στή Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­πι­θυ­μεῖ νά μεί­νει στήν κοι­νω­νί­α τῆς Χά­ρης τοῦ Θε­οῦ, πού εἶ­ναι κοι­νω­νί­α ἀ­γά­πης, χω­ρίς ἀν­ταλ­λάγ­μα­τα. Ὅ­ταν ὁ Θε­ός κρί­νει πώς τά παι­διά Του ἐ­πι­θυ­μοῦν αὐ­τή τήν κοι­νω­νί­α, τούς πα­ρέ­χει τή Χά­ρη Του γιά νά τούς ἐ­νι­σχύ­σει στόν ἀ­γῶ­να τους, τό­τε μπο­ρεῖ νά τούς δώ­σει καί κά­ποι­α ἐ­σω­τε­ρι­κή πλη­ρο­φο­ρί­α τῆς πα­ρου­σί­ας Του· κά­ποι­ο «ση­μεῖ­ο». Ὅ­μως μπο­ρεῖ νά κρί­νει πώς εἶ­ναι και­ρός νά «ἀ­σκη­θοῦν» καί νά «γυ­μνα­στοῦν». Τό­τε ἀ­φαι­ρεῖ αὐ­τή Του τήν Χά­ρη. Ἀλ­λά ὁ Θε­ός βρί­σκε­ται πάν­το­τε «ἐγ­γύς» καί ἐ­πεμ­βαί­νει κά­θε φό­ρα πού ὁ πει­ρα­σμός θά ξε­πε­ρά­σει τήν ἀν­το­χή τοῦ ἀν­θρώ­που. Πό­τε γί­νε­ται αὐ­τό, τό γνω­ρί­ζει ὁ Θε­ός καί ὄ­χι ὁ ἄν­θρω­πος.
Τό νά θέ­σει ὁ χρι­στια­νός ὡς σκο­πό τήν ἀ­πό­κτη­ση ἐμ­πει­ρι­ῶν, εἶ­ναι πρᾶγ­μα ἐ­πι­κίν­δυ­νο. Μπο­ρεῖ νά ὁ­δη­γη­θεῖ σέ ἔ­παρ­ση ἤ σέ πλά­νη. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ὅ­ταν χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται δι­α­φο­ρές «τε­χνι­κές», οἱ ὁ­ποῖ­ες τά­χα ὁ­δη­γοῦν ἀ­ναγ­κα­στι­κά στήν ἀ­πό­κτη­ση ἐμ­πει­ρι­ῶν. Τέ­τοι­ες ἐμ­πει­ρί­ες δέν εἶ­ναι γνή­σι­ες. Ἐ­άν δέν εἶ­ναι δαι­μο­νι­κῆς φύ­σης ἤ ὑ­πο­κει­με­νι­κές κα­τα­στά­σεις, εἶ­ναι εἶ­δος «αὐ­το­εμ­πει­ρί­ας», ἡ ὁ­ποί­α, ἐ­άν ἀ­πο­λυ­το­ποι­η­θεῖ, ὁ­δή­γει στήν εἰ­δω­λο­ποί­η­ση τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας, δη­λα­δή στήν πλά­νη.
Ἐ­κεῖ­νο πού ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νά ἀ­να­κα­λύ­ψει μέ τήν ἔ­ρευ­να τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι τά ἴ­χνη τοῦ Θε­οῦ, ὄ­χι ὅ­μως τόν προ­σω­πι­κό Θε­ό. Μπο­ρεῖ νά φθά­σει στήν ἰ­δέ­α τοῦ Θε­οῦ, πο­τέ ὅ­μως στή σω­τή­ρια ἀ­λή­θεια, για­τί αὐ­τό εἶ­ναι πάν­το­τε δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ. Ἡ προ­σφο­ρά του δέν ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τή δι­κή μας προ­σπά­θεια, ἀλ­λά ἀ­πό τήν ἐ­λεύ­θε­ρη βού­λη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου. Γι’ αὐ­τό καί δέν ἐ­ξα­ναγ­κά­ζε­ται πο­τέ.
Ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς ἀ­λή­θειας μέ δι­α­νο­η­τι­κές δι­α­δι­κα­σί­ες εἶ­ναι ὁ δρό­μος τῆς φι­λο­σο­φί­ας. Οἱ φι­λό­σο­φοι ὅ­μως ἀ­να­ζη­τοῦν τήν ἀ­λή­θεια τοῦ «τί», ὄ­χι τήν ἀ­λή­θεια τοῦ «ποι­ός». Ἀ­να­ζη­τοῦν μί­α ἰ­δέ­α, ἕ­να παγ­κό­σμιο «νό­μο», κά­ποι­ο «πρῶ­το κι­νοῦν», πού εἶ­ναι ἀ­κί­νη­το. Ὁ Θε­ός τῶν φι­λο­σό­φων δέν σῴ­ζει, για­τί δέν ἔρ­χε­ται σέ προ­σω­πι­κή κοι­νω­νί­α μέ τόν ἄν­θρω­πο. Εἶ­ναι κά­ποι­ο ἀ­φη­ρη­μέ­νο καί ἀ­πρό­σω­πο «πνεῦ­μα», «νό­μος» ἤ «συ­νει­δη­το­τη­τα», ὅ­πως καί ὁ θε­ός τῶν ἰν­δου­ι­στῶν καί ἀ­πο­κρυ­φι­στῶν. Ὁ ἄν­θρω­πος πού ἀ­να­ζη­τά­ει τόν Θε­ό μέ δι­α­νο­η­τι­κές, νο­η­τι­κές ἤ δι­α­λο­γι­στι­κές πρα­κτι­κές ὁ­δη­γεῖ­ται στήν πλά­νη, για­τί αὐ­τό πού νο­μί­ζει ὡς θε­ό εἶ­ναι κά­ποι­ο εἴ­δω­λο· ὄ­χι ὁ Θε­ός πού σῴ­ζει τόν ἄν­θρω­πο.
Ἕ­νας τέ­τοι­ος θε­ός, πού εἶ­ναι δη­μι­ούρ­γη­μα τοῦ ἀν­θρώ­που ἤ ταυ­τί­ζε­ται μέ τόν ἴ­διο τόν ἄν­θρω­πο (τόν «Ἑ­αυ­τό»­), δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­να­γεν­νή­σει τόν ἄν­θρω­πο καί νά τόν βο­η­θή­σει νά ξε­πε­ρά­σει τή μο­να­ξιά· οὔ­τε προ­σφέ­ρει βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα στή ζω­ή. Ἄν πι­στέ­ψει κα­νείς σ’ ἕ­να τέ­τοι­ο θε­ό, πού δέν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γιά τή ζω­ή τοῦ ἀν­θρώ­που, δέν χρει­ά­ζε­ται ν’ ἀλ­λά­ξει τί­πο­τε· μπο­ρεῖ νά συ­νε­χί­σει τή ζω­ή του χω­ρίς νά αἰ­σθά­νε­ται ὅ­τι πρέ­πει νά λο­γο­δο­τή­σει σέ κά­ποι­ον γιά τίς πρά­ξεις του.
Ἄν δέν ὑ­πάρ­χει προ­σω­πι­κός Θε­ός, τή θέ­ση Του τήν παίρ­νει ὁ ἴ­διος ὁ ἄν­θρω­πος. Αὐ­τό συμ­βαί­νει καί στήν πε­ρί­πτω­ση πού ὁ ἄν­θρω­πος ἐγ­κολ­πω­θεῖ παν­θε­ϊ­στι­κές καί ἀ­σι­α­τι­κές κο­σμο­θε­ω­ρια­κές ἀν­τι­λή­ψεις. Ὁ ἴ­διος ὁ ἄν­θρω­πος (ὁ «Ἑ­αυ­τός») ταυ­τί­ζε­ται μέ τόν θε­ό· κα­θο­ρί­ζει τόν ἠ­θι­κό νό­μο καί εἶ­ναι ὑ­πό­λο­γος μό­νο στόν ἑ­αυ­τό του. Μί­α ἀ­πέ­ραν­τη μο­να­ξιά ἁ­πλώ­νε­ται στή ζω­ή τοῦ ἀν­θρώ­που.
Κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά τόν ἀ­νυ­ψώ­σει πά­νω ἀ­πό τήν κτι­στή του πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, νά τόν κά­νει μέ­το­χο τῆς αἰ­ώ­νιας ζω­ῆς.
Ἡ μόνη ἀ­πάν­τη­ση στό ὑ­παρ­ξια­κό πρό­βλη­μα τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς ἀ­λή­θειας τοῦ «ποι­ός», ὄ­χι ὁ Θε­ός τῶν φι­λο­σό­φων. Μό­νο ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὡς «ἡ ὁ­δός καί ἡ ἀ­λή­θεια καί ἡ ζω­ή» (Ἰ­ω. ι­δ' 6) ἀ­πο­τε­λεῖ τή Λύ­ση στό πρό­βλη­μα τοῦ ἀν­θρώ­που.






Share:

Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ - Η Α­ΛΗ­ΘΕΙΑ Γ’ - π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου



Θέ­μα­τα Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως ἀ­πό τό βι­βλί­ο «Η ΟΡ­ΘΟ­ΔΟ­ΞΙΑ ΜΑΣ», τοῦ ἀ­ει­μνή­στου π. Ἀν­τω­νί­ου Ἀ­λε­βι­ζό­που­λου συγ­χρό­νου ὁ­μο­λο­γη­τοῦ, ἱ­δρυ­τοῦ τῆς ἀν­τι­αι­ρε­τι­κῆς ἄ­μυ­νας τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας, πού ἀ­πο­τε­λεῖ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη δογ­μα­τι­κή ἀν­τι­αι­ρε­τι­κή ἀ­σπί­δα.

Ἡ γνώ­ση τῆς ἀ­κρι­βοῦς Ὀρ­θο­δό­ξου Πί­στε­ως εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση γιά τήν κα­τάρ­τι­ση τῶν στε­λε­χῶν τοῦ ἀν­τι­αι­ρε­τι­κοῦ ἔρ­γου καί γιά τήν σί­γου­ρη καί ἔγ­κυ­ρη βο­ή­θεια στά θύ­μα­τα καί τούς συγ­γε­νεῖς τους.


1. Η ΑΛΗΘΕΙΑ Γ’

στ) Γνώ­ση τῶν  Θεί­ων ἐ­νερ­γει­ῶν

Ὁ ἄν­θρω­πος δέν μπο­ρεῖ νά γνω­ρί­σει ἐ­κεῖ­νο πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει τή Θεί­α ὕ­παρ­ξη καί τήν ξε­χω­ρί­ζει ἀ­πό τά κτί­στα δη­μι­ουρ­γή­μα­τα· δέν μπο­ρεῖ δη­λα­δή νά γνω­ρί­σει τήν οὐ­σί­α τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Μωϋσῆς, ὁ ἁ­γνός δοῦ­λος τοῦ Θε­οῦ ἀ­παι­τεῖ: «Ἐ­άν λοι­πόν βρῆ­κα χά­ρη ἐ­νώ­πιόν Σου, φα­νέ­ρω­σέ μου τόν ἑ­αυ­τό Σου καί νά πει­σθῶ πώς βρῆ­κα χά­ρη ἐ­νώ­πιόν Σου καί πώς εἶ­ναι ὁ λα­ός Σου τό με­γά­λο αὐ­τό ἔ­θνος» (Ἐξ. λγ' 13). Ὅ­μως ὁ Κύ­ριος τοῦ ἀ­παν­τᾶ: «δέν θά μπο­ρέ­σεις νά δεῖς τό πρό­σω­πο μου· για­τί δέν μπο­ρεῖ ὁ ἄν­θρω­πος νά δεῖ τό πρό­σω­πό μου καί νά ζή­σει» (Ἐξ. λγ' 20).
Ἡ Οὐ­σί­α τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἀ­πρό­σι­τη καί ἀ­κοι­νώ­νη­τη· ὁ ἄν­θρω­πος δέν μπο­ρεῖ νά προ­σεγ­γί­σει τήν Οὐ­σί­α τοῦ Θε­οῦ, οὔ­τε μπο­ρεῖ νά ἑ­νω­θεῖ μέ Αὐ­τήν. Ὁ Υἱ­ός καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα εἶ­ναι τά μό­να πρό­σω­πα πού γνω­ρί­ζουν τήν Οὐ­σί­α τοῦ Θε­οῦ (Μάτθ. ι­α' 27. Ἰ­ω. α' 18. Α' Κορ. β' 10), εἶ­ναι κοι­νω­νοί τῆς Θεί­ας Οὐ­σί­ας, ἔ­χουν θε­ϊ­κή φύ­ση, χω­ρίς ὅ­μως νά ἀ­πο­τε­λοῦν «ἄλ­λους Θε­ούς», για­τί πρό­κει­ται γιά τόν ἐ­νυ­πό­στα­το Λό­γο καί τό ἐ­νυ­πό­στα­το Πνεῦ­μα τοῦ Ἑ­νός καί Μο­να­δι­κοῦ Θε­οῦ!
Ἀλ­λά ὁ ἀ­πρό­σι­τος καί ἀ­κοι­νώ­νη­τος κα­τά τήν οὐ­σί­α Θε­ός δέν μέ­νει ἀ­νε­νέρ­γη­τος· ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­γα­πᾶ, τό­τε ὁ Θε­ός ἀ­παν­τᾶ στήν ἀ­γά­πη τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τήν δι­κή Του ἀ­γά­πη (Ἰ­ω. ι­δ' 23)· «τόν Θε­ό δέν Τόν ἔ­χει δεῖ κα­νείς· ἐ­άν ἀ­γα­ποῦ­με ἀλ­λή­λους, ὁ Θε­ός μέ­νει μέ­σα μας καί ἡ ἀ­γά­πη Του ἔ­χει γί­νει τέ­λεια μέ­σα μας. Μέ τοῦ­το γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι μέ­νου­με “ἐν αὐ­τῷ” καί Αὐ­τός “ἐν ἡ­μῖν”, για­τί μᾶς ἔ­δω­κε ἀ­πό τό Πνεῦ­μα Του» (Α' Ἰ­ω. δ' 12-13).
Ἡ ἀ­γα­πη­τι­κή αὐ­τή κί­νη­ση τοῦ Θε­οῦ δέν εἶ­ναι κά­τι ἔ­ξω ἀ­πό τήν οὐ­σί­α τοῦ Θε­οῦ· εἶ­ναι ἀ­κτι­νο­βο­λί­α τῆς Θεί­ας φύ­σης καί πραγ­μα­τι­κή κοι­νω­νί­α τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τόν Θε­ό, κα­τά τήν ὁ­ποί­α ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται «κα­τοι­κη­τή­ριο τοῦ Θε­οῦ» (Ἐ­φεσ. β' 22. Πρβλ. Α' Κορ. γ' 16-17).
«Ἡ Θεί­α δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ μᾶς δω­ρη­σε ὅ­σα συν­τε­λοῦν στή ζω­ή καί στήν εὐ­σέ­βεια διά τῆς ἐ­πί­γνω­σης Ἐ­κεί­νου πού μᾶς κά­λε­σε μέ τή δι­κή Του δό­ξα καί δύ­να­μη. Δι’ αὐ­τῶν μᾶς ἐ­δώ­ρι­σε τίς πο­λύ­τι­μες καί μέ­γι­στες ὑ­πο­σχέ­σεις, ὥ­στε νά ἀ­πο­φεύ­γε­τε μέ αὐ­τές τήν δι­α­φθο­ρά πού ὑ­πάρ­χει στόν κό­σμο λό­γῳ τῶν κα­κῶν ἐ­πι­θυ­μι­ῶν καί νά γί­νε­τε κοι­νω­νοί θεί­ας φύ­σης» (Β' Πε­τρ. α' 3-4).
«Τό κτι­στό ὄν κοι­νω­νεῖ κα­τά τή δω­ρε­ά τῆς εὐ­δο­κί­ας μέ τήν ἄ­κτι­στη ἄ­ναρ­χη Ὕ­παρ­ξη.­.. Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τό αὐ­τό; Εἶ­ναι τό­σο ἀ­νε­ξή­γη­το, ὅ­σο ἀ­κα­τά­λη­πτο καί ἀ­νε­ξι­χνί­α­στο εἶ­ναι τό μυ­στή­ριο τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ κό­σμου “ἐκ τοῦ μη­δε­νός”. Κι ὅ­μως εἶ­ναι τέ­τοι­α ἡ εὐ­δο­κί­α τοῦ οὐ­ρα­νί­ου Πα­τρός, ὥ­στε ὁ κτι­σθεῖς “κα­τ’ εἰ­κό­να καί κα­θ’ ὁ­μοί­ω­ση”, εἶ­ναι προι­κι­σμέ­νος μέ τήν ἱ­κα­νό­τη­τα νά δε­χθεῖ τήν θέ­ω­ση, νά γί­νει δη­λα­δή κοι­νω­νός τῆς θεί­ας ζω­ῆς, νά λά­θει τό θεῖ­ο τρό­πο ὑ­πάρ­ξε­ως, νά γί­νει Θε­ός κα­τά χά­ρη» (Γέ­ρον­τας Σω­φρό­νιος).
Αὐ­τό πού ἀγ­γί­ζει τόν ἄν­θρω­πο δέν εἶ­ναι κά­τι τό κτι­στό· πρό­κει­ται πράγ­μα­τι γιά Θε­ό-κοι­νω­νί­α, για­τί ἡ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τήν ἴ­δια τή φύ­ση τοῦ Θε­οῦ· εἶ­ναι ἄ­κτι­στη!
Ἡ δι­ά­κρι­ση με­τα­ξύ τῆς οὐ­σί­ας καί τῶν ἐ­νερ­γει­ῶν τοῦ Θε­οῦ καί ἡ πα­ρα­δο­χή ὅ­τι δέν πρό­κει­ται γιά κά­τι πού προ­έρ­χε­ται ἔ­ξω ἀ­πό τή φύ­ση τοῦ Θε­οῦ (κτι­στό), ἀλ­λά γιά τήν ἐ­νέρ­γεια τῆς θεί­ας φύ­σης, κά­νει δυ­να­τή αὐ­τή τή Θε­ο­κοι­νω­νί­α, ἀ­νοί­γει δη­λα­δή τό δρό­μο γιά τή σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που.
Ὁ ἄν­θρω­πος δέν μπο­ρεῖ νά γνω­ρί­σει τήν Οὐ­σί­α τοῦ Θε­οῦ· ὅ­μως ἡ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, δη­λα­δή οἱ θεῖ­ες ἐ­νέρ­γει­ες, πού εἶ­ναι ὄ­χι κτι­στές, ἀλ­λά ἄ­κτι­στες καί ἀ­χώ­ρι­στες ἀ­πό τήν Οὐ­σί­α τοῦ Θε­οῦ, φθά­νουν μέ­χρι τόν ἄν­θρω­πο καί τόν με­τα­βάλ­λουν σέ «κα­τοι­κη­τή­ριον τοῦ Θε­οῦ» (Ἐ­φεσ. β' 22), σέ «κοι­νω­νόν Θεί­ας φύ­σε­ως» (Β' Πε­τρ. α' 4).
Εἶ­ναι αὐ­το­νό­η­το πώς ἡ φα­νέ­ρω­ση τῆς θεί­ας Οὐ­σί­ας μέ τίς θεῖ­ες ἐ­νέρ­γει­ες δέν ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τήν ὕ­παρ­ξη ἤ ὄ­χι τοῦ κό­σμου. Γι’ αὐ­τό ἄλ­λω­στε λε­μέ πώς οἱ θεῖ­ες ἐ­νέρ­γει­ες εἶ­ναι ἄ­κτι­στες καί αἰ­ώ­νι­ες, ὅ­πως εἶ­ναι ἄ­κτι­στος καί αἰ­ώ­νιος ἡ δό­ξα τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ.
Μέ αὐ­τό τόν τρό­πο τό μή­νυ­μα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας εἶ­ναι μή­νυ­μα ἐλ­πί­δας καί ζω­ῆς γιά τόν ἄν­θρω­πο. Ὁ κτι­στός ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νά «γνω­ρί­σει» τόν Θε­ό, ὄ­χι μέ βά­ση τήν Οὐ­σί­α τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά μέ βά­ση τή χά­ρη, δη­λα­δή μέ τίς ἄ­κτι­στες καί αἰ­ώ­νι­ες θεῖ­ες ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τή ἡ θε­ο­γνω­σί­α, δέν εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα λει­τουρ­γί­ας κά­ποι­ων τυ­φλῶν νό­μων εἶ­ναι καρ­πός τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ Θε­οῦ καί ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἐγ­γύ­η­ση γιά τή δι­α­τή­ρη­ση τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου προ­σώ­που, πού δέν συγ­χω­νεύ­ε­ται σέ μί­α ἑ­νό­τη­τα οὐ­σί­ας μέ τόν Θε­ό, δέν ἀ­πορ­ρο­φᾶ­ται ἀ­πό μί­α «Συμ­παν­τι­κή Ὑ­περ­συ­νει­δη­τό­τη­τα», ὅ­πως κη­ρύτ­τει ὁ ἀ­πο­κρυ­φι­σμός σέ ὅ­λες τίς μορ­φές του. Ταυ­τό­χρο­να ὅ­μως, ἡ με­το­χή τοῦ ἀν­θρώ­που στίς Θεῖ­ες ἐ­νέρ­γει­ες ἐγ­γυᾶ­ται τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που, για­τί ἀ­πο­τε­λεῖ κοι­νω­νί­α ἄ­κτι­στης καί ὄ­χι κτι­στῆς μορ­φῆς.

1) «Θε­ο­φά­νει­ες»
Οἱ ἄ­κτι­στες θεῖ­ες ἐ­νέρ­γει­ες δέν ἐ­πι­φέ­ρουν καμ­μί­α ἀλ­λα­γή στή θεί­α ζω­ή. Ὑ­πο­γραμ­μί­ζου­με καί πά­λι ὅ­τι εἶ­ναι καρ­πός τῆς θεί­ας βου­λή­σε­ως καί ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ· ὄ­χι εἶ­δος τυ­φλῶν δυ­νά­με­ων. Μέ αὐ­τές τίς θεῖ­ες ἐ­νέρ­γει­ες ὁ Θε­ός μέ­νει ἀ­ναλ­λοί­ω­τος, χω­ρίς «πα­ραλ­λα­γή ἤ τρο­πῆς ἀ­πο­σκί­α­σμα» (Ἰ­ακ. α­' 17. Πρβλ. Ψαλμ. ρα΄ 28), ὅ­μως ἡ Δό­ξα Του πλη­ροῖ καί ζω­ο­γό­νει τόν ἄν­θρω­πο καί ὁ­λό­κλη­ρη τή δη­μι­ουρ­γί­α (Ἠσ. στ' 3).
Στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή βλέ­που­με δι­ά­φο­ρες «Θε­ο­φά­νει­ες»· μί­α ἀ­π’ αὐ­τές δέ­χθη­κε ὁ Μωϋσῆς, πού βρῆ­κε πράγ­μα­τι χά­ρη ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­μως στήν πα­ρά­κλη­ση νά τοῦ δο­θῆ ἀ­πό­δει­ξη τῆς Θεί­ας ἀ­γά­πης πρός τόν ἐ­κλε­κτό λα­ό πῆ­ρε τήν ἀ­πάν­τη­ση:
«Ἐ­γώ θά πε­ρά­σω ἀ­πό μπρο­στά σου μέ τή δό­ξα μου καί θά ἀ­ναγ­γεί­λω τό ὄ­νο­μά μου “ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι ἐ­νώ­πιον σου”. Καί θά ἐ­λε­ή­σω αὐ­τόν πού θέ­λω νά ἐ­λε­ή­σω καί θά λυ­πη­θῶ ἐ­κεῖ­νον πού θά λυ­πη­θῶ.­.. Ἰ­δού ἐ­δῶ κον­τά σου τό­πος, στά­σου πά­νω στήν πέ­τρα· ὅ­ταν πε­ρά­σει ἡ δό­ξα μου, θά σέ βά­λω στήν τρῦ­πα τῆς πέ­τρας καί θά σκε­πά­σω τό πρό­σω­πό σου μέ τό χέ­ρι μου καί τό­τε θά δεῖς τά νῶ­τα μου· ὅ­μως τό πρό­σω­πό μου δέν θά σού φα­νε­ρω­θῆ» (Ἐ­ξοδ. λγ' 19-23).
Ὁ Μωϋσῆς, χω­ρίς τήν «πέ­τρα», δέν μπο­ροῦ­σε νά «δεῖ» τόν Θε­ό. Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος ἑρ­μη­νεύ­ει πώς ἡ «πέ­τρα πού προ­στά­τευ­σε τόν Μωϋσῆ ἦ­ταν ὁ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ (Πρβλ. Ἐ­ξοδ. Ἰ­ζ' 6. Ἀ­ριθ. κ' 11. Α' Κόρ. ι' 4), πού ἔ­γι­νε γιά μᾶς ἄν­θρω­πος. Ὁ Μωϋσῆς δέν εἶ­δε τήν «πρω­ταρ­χι­κή καί ἀ­κή­ρα­το φύ­ση, πού εἶ­ναι γνω­στή μό­νον στόν ἑ­αυ­τό Της, δη­λα­δή στήν Ἁ­γί­α Τριά­δα», ἀλ­λά εἶ­δε «τήν ἐ­ξω­τε­ρι­κή, ἡ ὁ­ποί­α φθά­νει σέ μᾶς»: γνώ­ρι­σε τή «με­γα­λει­ό­τη­τα» ἤ «με­γα­λο­πρέ­πεια» (Ψαλμ. η' 2), πού ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται στά δη­μι­ουρ­γή­μα­τα. «Ὅ­πως ἐ­κεῖ­νοι πού ἔ­χουν ἀ­δύ­να­τα μά­τια βλέ­πουν τίς σκι­ές καί τίς εἰ­κό­νες τοῦ ἥ­λιου στήν ἐ­πι­φά­νεια τοῦ νε­ροῦ, για­τί τό κα­θαυ­τό φῶς θά κα­τέ­στρε­φε τήν ὅ­ρα­σή τους, ἔ­τσι κι’ ἐ­μεῖς γνω­ρί­ζου­με τά νῶ­τα τοῦ Θε­οῦ, δη­λα­δή τά ἴ­χνη του».
Τό ἴ­διο βλέ­που­με καί στήν «ὅ­ρα­ση» τοῦ θεί­ου φω­τός, γιά τό ὁ­ποῖ­ο ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή μᾶς πλη­ρο­φό­ρει ὅ­τι ἦ­ταν δι­α­φο­ρε­τι­κό ἀ­πό τό συ­νη­θί­σμε­νο φῶς. Προ­κει­ται γιά τό ἄ­κτι­στο φῶς, πού ἔ­γι­νε ὁ­ρα­τό στούς ἀν­θρώ­πους τοῦ Θε­οῦ (Ἐ­ξοδ. γ' 2. ι­γ' 21-22. λδ' 29-30. Ματθ. ι­ζ' 2. Πράξ. Β' 3). Αὐ­τό τό φῶς χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται καί ὡς «δό­ξα Κυ­ρί­ου» (Λουκ. β' 9).
Αὐ­τή ἡ «δό­ξα», ἡ «με­γα­λει­ό­τη­τα», ἡ «με­γα­λο­πρέ­πεια», δέν ἀ­πο­τε­λεῖ γνώ­ση τῆς Οὐ­σί­ας τοῦ Θε­οῦ, για­τί ἡ θεί­α Οὐ­σί­α εἶ­ναι «ἁ­πλή καί ἀ­σχη­μά­τι­στη καί ἀ­σύν­θε­τη καί ἀ­πε­ρί­γρα­πτη καί οὔ­τε κά­θε­ται, οὔ­τε στέ­κε­ται, οὔ­τε πε­ρι­πα­τεῖ· ὅ­λα αὐ­τά ἀ­νή­κουν στά σώ­μα­τα». Πῶς ὅ­μως στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι ἡ οὐ­σί­α τοῦ Θε­οῦ, αὐ­τό «τό γνω­ρί­ζει μό­νον Ἐ­κεῖ­νος» (Χρυσ.­).
Ὁ Θε­ός λοι­πόν δέν ἄ­φη­σε στό σκο­τά­δι τόν ἄν­θρω­πο· πλη­θαί­νει τίς «ὁ­ρά­σεις» (Ὠσ. ι­β' 10)· ὅ­μως αὐ­τό δέν ἀ­πο­τε­λεῖ γνώ­ση τῆς οὐ­σί­ας τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά θεί­α συγ­κα­τά­βα­ση. Ἀ­πό τό ἄλ­λο μέ­ρος, οἱ θεῖ­ες αὐ­τές ἐ­νέρ­γει­ες πού φθά­νουν μέ­χρι τόν ἄν­θρω­πο δέν εἶ­ναι κτι­στές. Δί­νουν στόν ἄν­θρω­πο πραγ­μα­τι­κή ἐλ­πί­δα, για­τί κά­νουν δυ­να­τή την πραγ­μα­τι­κή κοι­νω­νί­α μέ τόν Θε­ό. Ἄν οἱ ἐ­νέρ­γει­ες αὐ­τές ἦ­ταν κτι­στές, ἡ κοι­νω­νί­α τοῦ ἀν­θρώ­που μέ αὐ­τές τίς κτι­στές ἐ­νέρ­γει­ες δέν θά ἐ­σή­μαι­νε κοι­νω­νί­α μέ τόν Ἄ­κτι­στο Θε­ό. Μί­α τέ­τοι­α κοι­νω­νί­α δέν θά σή­μαι­νε σω­τη­ρί­α.

2) Νό­θες κα­τα­στά­σεις
Ὅ­λες οἱ ἐμ­πει­ρί­ες στόν πνευ­μα­τι­κό το­μέ­α τῆς ζω­ῆς τοῦ ἀν­θρώ­που δέν ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­λη­θι­νές «θε­ο­φά­νει­ες». Καί ἐ­δῶ μπο­ρεῖ εὔ­κο­λα νά εἰ­σχω­ρή­σει τό στοι­χεῖ­ο τῆς πλά­νης. Ὁ ἅ­γιος Ἰ­σα­άκ ὁ Σῦ­ρος κά­νει δι­ά­κρι­ση με­τα­ξύ «πνευ­μα­τι­κῆς αἰ­σθή­σε­ως», πού εἶ­ναι ἀ­πό τή φύ­ση της θεί­α ἐ­νέρ­γεια (ἄ­κτι­στη χά­ρη) καί «νο­η­τῆς θε­ω­ρί­ας» τοῦ «φυ­σι­κοῦ φω­τός», πού ἀ­πο­τε­λεῖ γνώ­ση σέ φυ­σι­κό ἐ­πί­πε­δο καί ὄ­χι κοι­νω­νί­α μέ τόν Θε­ό. Ὁ Γέ­ρον­τας Σω­φρό­νιος ἐ­φαρ­μό­ζει τή δι­ά­κρι­ση αὐ­τή στό λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου: «Πρό­σε­χε λοι­πόν μή­πως τό φῶς, πού εἶ­ναι μέ­σα σου, γί­νει σκο­τά­δι» (Λουκ. ι­α' 35)· πρό­κει­ται γιά τό «φυ­σι­κό φῶς» τοῦ νοῦ καί ὀ­νο­μά­ζε­ται σκο­τά­δι, για­τί δέν ὑ­πάρ­χει ἐ­κεῖ ὁ Θε­ός, δέν εἶ­ναι γνή­σια ἐμ­πει­ρί­α τοῦ ἀ­κτί­στου θεί­ου φω­τός!
Ὁ ἄν­θρω­πος πού χρη­σι­μο­ποί­ει στίς δι­α­νο­η­τι­κές του ἀ­να­ζη­τή­σεις (ἀ­κό­μη καί θε­ο­λο­γι­κές!) ὀρ­θο­λο­γι­στι­κές με­θό­δους καί φθά­νει σέ ὑ­ψη­λά ἐ­πί­πε­δα δι­α­νό­η­σης, ξε­περ­νᾶ τήν «τυ­πι­κή λο­γι­κή» καί μπαί­νει σέ «με­τα­λο­γι­κή σφαῖ­ρα». Σ’ αὐ­τή τήν πε­ρί­πτω­ση μπο­ρεῖ νά ἔ­χει ἐμ­πει­ρί­ες, ὅ­πως ἡ αἴ­σθη­ση μιᾶς «γνώ­σης» σέ μορ­φή «φω­τό­μορ­φης αὐ­το­θε­ω­ρί­ας», πού ἀ­πο­τε­λεῖ αἴ­σθη­ση τοῦ «κτι­στοῦ κάλ­λους» τῆς εἰ­κό­νας τοῦ Θε­οῦ καί δέν ἀ­πο­τε­λεῖ πραγ­μα­τι­κή κοι­νω­νί­α μέ τίς ἄ­κτι­στες ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ· εἶ­ναι ἐμ­πει­ρί­α «παν­θε­ϊ­στι­κῆς τά­ξε­ως», λέ­γει ὁ Γέ­ρον­τας Σω­ρό­νιος.
Οἱ πνευ­μα­τι­κές λοι­πόν αὐ­τές ἐμ­πει­ρί­ες εἶ­ναι φυ­σι­κό ἰ­δί­ω­μα τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου νοῦ. Ὁ ἄν­θρω­πος βλέ­πει τήν κα­θα­ρό­τη­τα τοῦ νοῦ, δη­λα­δή τό νοῦ του σέ ὅ­λο του τό κτι­στό με­γα­λεῖ­ο, ἀ­φοῦ ἀ­παλ­λα­γεῖ ἀ­πό κά­θε ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἐ­πί­δρα­ση ἡ σω­μα­τι­κό πά­θος. «Μέ­νον­τας μέ­σα στό γνό­φο τῆς ἀ­πεκ­δύ­σε­ως ἀ­πό κά­θε τί ὁ­ρα­τό καί νο­η­τό, ὁ νοῦς δο­κι­μά­ζει μί­α ἰ­δι­ό­μορ­φη εὐ­χα­ρί­στη­ση καί ἀ­νά­παυ­ση κι ἄν πο­τέ στρέ­ψει τό βλέμ­μα στόν ἑ­αυ­τό του μπο­ρεῖ νά αἰ­σθαν­θεῖ κά­τι πού μοιά­ζει μέ φῶς· αὐ­τό ὅ­μως δέν εἶ­ναι τό ἄ­κτι­στο φῶς τῆς Θε­ό­τη­τος, ἀλ­λά ἕ­να φυ­σι­κό ἰ­δί­ω­μα τοῦ νοῦ, πού κτί­στη­κε κα­τ’ εἰ­κό­να τοῦ Πρώ­του Νοῦ, δη­λα­δή τοῦ Θε­οῦ», συ­νε­χί­ζει ὁ Γέ­ρον­τας Σω­φρό­νιος.
Αὐ­τῆς τῆς τά­ξης εἶ­ναι οἱ ἐμ­πει­ρί­ες πού ὑ­πό­σχον­ται τά δι­ά­φο­ρα συ­στή­μα­τα πού στρέ­φουν τόν ἄν­θρω­πο «αὐ­το­ε­ρω­τι­κά» στόν ἑ­αυ­τό του καί κη­ρύτ­τουν οὐ­σι­α­στι­κά τήν αὐ­το­σω­τη­ρί­α, εἴ­τε μέ τή βο­ή­θεια αὐ­το­ε­λέγ­χου, εἴ­τε μέ ἄλ­λες «τε­χνι­κές». Στίς πε­ρι­πτώ­σεις αὐ­τές ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­μο­νώ­νει τόν ἐ­σω­τε­ρι­κό ἑ­αυ­τό του ἀ­πό κά­θε ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἐ­πί­δρα­ση καί ἀ­πο­κτᾶ ἕ­να εἶ­δος «θε­ω­ρί­ας», ἀλ­λά μέ­νει οὐ­σι­α­στι­κά κλει­στός στήν ἐ­νέρ­γεια τῆς θεί­ας χά­ρης. Τοῦ­το για­τί με­τα­θέ­τει τό κέν­τρο ἀ­πό τήν ἄ­κτι­στη Θεί­α Ἀρ­χή στόν ἑ­αυ­τό του, μα­κρυ­ά ἀ­πό τήν πη­γή τοῦ ἀ­κτί­στου Θεί­ου φω­τός (πρβλ. Ἰ­ακ. α' 17). Ὅ­μως ἡ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ δέν ἐ­ξα­ναγ­κά­ζε­ται, οὔ­τε ἐ­ξα­ναγ­κά­ζει κα­νέ­να!

3) Οἱ κίν­δυ­νοι

Ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος με­τα­θέ­σει τό κέν­τρο τῆς «πνευ­μα­τι­κῆς» του ζω­ῆς στόν ἑ­αυ­τό του, ὑ­πάρ­χει κίν­δυ­νος νά θε­ω­ρή­σει τίς «ἐμ­πει­ρί­ες» του ὡς Θε­ο­φά­νεια, σάν «ση­μά­δι» ἀ­λη­θι­νῆς κοι­νω­νί­ας μέ τόν Θε­ό. Αὐ­τό καλ­λι­ερ­γεῖ­ται ἔν­τε­χνα ἀ­πό τό πνεῦ­μα τῆς πλά­νης, πού με­τα­μορ­φώ­νε­ται σέ ἄγ­γε­λο φω­τός, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά φέ­ρει σύγ­χυ­ση στίς καρ­δι­ές τῶν ἀν­θρώ­πων (Β' Κορ. ι­α' 14-15).
Δέν χρει­ά­ζε­ται βέ­βαι­α νά ὑ­πο­γραμ­μί­σου­με ἐ­δῶ ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν καί ἄλ­λες «ἐμ­πει­ρί­ες», πού δη­μι­ουρ­γεῖ ἀ­πό τήν ἀρ­χή τό πνεῦ­μα τῆς πλά­νης, μέ σκο­πό νά πα­ρα­σύ­ρει στήν ἀ­πώ­λεια, ἄν εἶ­ναι δυ­να­τόν, ἀ­κό­μη καί τούς ἐ­κλε­κτούς (Ματθ. κδ' 24. Β' Θεσ. β' 9-11. Ἀ­ποκ. ι­γ' 13-14).

4) Δι­ά­κρι­ση πνευ­μά­των
Ὁ κίν­δυ­νος τῆς πλά­νης μᾶς ὑ­πο­χρε­ώ­νει νά θέ­σου­με τό ἐ­ρώ­τη­μα τῆς δι­ά­κρι­σης τῶν πνευ­μά­των. Πό­τε μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με πώς προ­κεῖ­ται γιά τό Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ, πῶς μπο­ροῦ­με νά γνω­ρί­ζου­με πώς μί­α ἐμ­πει­ρί­α προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τό πνεῦ­μα τῆς πλά­νης;
Ἡ ἁ­γί­α Γρα­φή μᾶς δι­δά­σκει πώς κά­θε πνεῦ­μα, πού δέν ὁ­μο­λο­γεῖ τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, εἶ­ναι πνεῦ­μα πλά­νης καί ὁ­δη­γεῖ στήν ἀ­πώ­λεια (Α' Ἰ­ω. δ' 2-3, πρβλ. Ρωμ. ι' 813).
Ὅ­λες λοι­πόν οἱ ἐμ­πει­ρί­ες ἀν­θρώ­πων πού δέν ὁ­μο­λο­γοῦν τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, δη­λα­δή τό συγ­κε­κρι­μέ­νο ἱ­στο­ρι­κό πρό­σω­πο, ὡς μο­νο­γε­νῆ Υἱ­ό τοῦ Θε­οῦ (Ματθ. ι­στ' 16-17), δη­λα­δή ὡς ὁ­μο­ού­σιο πρός τόν Πα­τέ­ρα, τέ­λει­ο Θε­ό καί τέ­λει­ο ἄν­θρω­πο (Ἰ­ω. α' 1.14. Φι­λιπ. β' 5-8. Κολ. β' 9. Α' Τιμ. γ' 16) δέν εἶ­ναι γνή­σι­ες πνευ­μα­τι­κές ἐμ­πει­ρί­ες· προ­έρ­χον­ται ἀ­πό τό πνεῦ­μα τῆς πλά­νης.
Τό νά ὁ­μο­λο­γή­σει κα­νείς τόν Ἰ­η­σοῦ ὡς Κύ­ριο, ση­μαί­νει πώς τόν δέ­χε­ται ὡς μο­να­δι­κό Σω­τῆ­ρα (Πράξ. δ' 12. Α' Κορ. η' 6) καί δέν το­πο­θε­τεῖ στή θέ­ση Του ἤ δί­πλα ἀ­πό Αὐ­τόν κα­νέ­να ἄλ­λο, για­τί πι­στεύ­ει πώς ὁ Χρι­στός δέν εἶ­ναι κά­ποι­α «χρι­στι­κή κα­τά­στα­ση», ἀλ­λά ὁ ἕ­νας καί μο­να­δι­κός Σω­τῆ­ρας· εἶ­ναι ὁ Ἰ­η­σοῦς ὁ ἀ­πό Να­ζα­ρέτ πού ἔ­ζη­σε ἐ­πί Πον­τί­ου Πι­λά­του καί μό­νο Αὐ­τός!
Ἀλ­λά ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ Χρι­στοῦ δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­δε­σμευ­θεῖ ἀ­πό τή δι­δα­χή τοῦ Χρι­στοῦ (Β' Ἰ­ω. 9. Γ' Ἰ­ω. 11)· γι’ αὐ­τό καί ἡ τή­ρη­ση τῆς δι­δα­χῆς τοῦ Χρι­στοῦ συ­νο­δεύ­ει πάν­το­τε τίς γνή­σι­ες πνευ­μα­τι­κές ἐμ­πει­ρί­ες. «Τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα εἶ­ναι ἀ­γά­πη, εἰ­ρή­νη, γλυ­κύ­της καί δι­δά­σκει τήν ἀ­γά­πη γιά τόν Θε­ό καί γιά τόν πλη­σί­ον. Ἀν­τί­θε­τα τό πνεῦ­μα τῆς πλά­νης εἶ­ναι ὑ­πε­ρή­φα­νο καί δέν λυ­πᾶ­ται τόν ἄν­θρω­πο οὔ­τε τήν ἄλ­λη δη­μι­ουρ­γί­α. Ἐ­πει­δή δέν εἶ­ναι δη­μι­ουρ­γός τῶν ὄν­των, ἐ­νερ­γεῖ σάν κλέ­φτης καί ἅρ­πα­γας καί ἡ ὁ­δός του εἶ­ναι γε­μά­τη ὄ­λε­θρο» (Γέ­ρον­τας Σω­ρό­νιος).
Ἡ «τα­πει­νή ἀ­γά­πη» πού ἀγ­κα­λιά­ζει ἀ­κό­μη καί τούς ἐ­χθρούς, ἀ­πο­τε­λεῖ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα τῆς ἀ­λη­θι­νῆς κοι­νω­νί­ας μέ τόν Θε­ό καί ξε­χω­ρί­ζει τήν γνή­σια ἐμ­πει­ρί­α ἀ­πό τήν φι­λο­σο­φι­κή παν­θε­ϊ­στι­κή κοι­νω­νί­α. «Οἱ θεῖ­ες θε­ω­ρί­ες πα­ρέ­χον­ται στόν ἄν­θρω­πο ὄ­χι ὅ­ταν τίς ἐ­πι­δι­ώ­κει, ἔ­χον­τας κυ­ρί­ως αὐ­τές σάν στό­χο, ἀλ­λ’ ὅ­ταν ἡ ψυ­χή κα­τε­βαί­νει στόν ᾅ­δη τῆς με­τά­νοι­ας καί αἰ­σθά­νε­ται ἀ­λη­θι­νά πώς εἶ­ναι χει­ρό­τε­ρη ἀ­πό ὅ­λη τήν κτί­ση. Οἱ θε­ω­ρί­ες ὅ­μως πού κα­τα­κτῶν­ται μέ τή βί­α τοῦ λο­γι­κοῦ, δέν εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νές, δη­λα­δή Θεί­ας προ­ε­λεύ­σε­ως, ἀλ­λά “κα­τά τό δο­κοῦν”. Καί ὅ­ταν αὐ­τό τό δο­κοῦν θε­ω­ρεῖ­ται σάν ἀ­λή­θεια, τό­τε δη­μι­ουρ­γεῖ­ται στήν ψυ­χή τοῦ ἀν­θρώ­που μί­α κα­τά­στα­ση πού πα­ρεμ­πο­δί­ζει τή δυ­να­τό­τη­τα νά ἐ­νερ­γή­σει ἡ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, δη­λα­δή ἡ ἀ­λη­θι­νή θε­ω­ρί­α».
«Ὁ Θε­ός ὑ­πε­ρη­φά­νοις ἀν­τι­τάσ­σε­ται, τα­πει­νοῖς δέ δί­δω­σι χά­ριν» (Ἰ­ακ. δ' 6. Α’ Πε­τρ. ε' 5). Ὅ­που δέν ὑ­πάρ­χει τα­πει­νό φρό­νη­μα, εἶ­ναι σί­γου­ρο πώς ἐ­κεῖ δέν ὑ­πάρ­χουν γνή­σι­ες πνευ­μα­τι­κές ἐμ­πει­ρί­ες. Νό­θες «πνευ­μα­τι­κές» ἐμ­πει­ρί­ες ἐ­νι­σχύ­ουν σχε­δόν πάν­το­τε τήν ἔ­παρ­ση, δέν καλ­λι­ερ­γοῦν τα­πει­νό φρό­νη­μα.
Αὐ­τό βλέ­που­με στίς δι­α­φο­ρές ὁ­μά­δες, πού ὑ­πό­σχον­ται ἐ­σω­τε­ρι­κές ἐμ­πει­ρί­ες μέ τή βο­ή­θεια δι­α­φό­ρων «τε­χνι­κῶν» (γι­όγ­κα, δι­α­λο­γι­σμό κ.ο.κ.­). Ἀλ­λά τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα δέν ἐ­ξα­ναγ­κά­ζε­ται μέ κά­ποι­ες «τε­χνι­κές»· πνέ­ει ὁ­πού ἐ­κεῖ­νο θέ­λει (Ἰ­ω. γ' 8. Α' Κορ. β' 11. Ἑ­βρ. 6' 4).
Τά συ­στή­μα­τα αὐ­τά δέν κη­ρύτ­τουν τή με­τά­νοι­α, οὔ­τε καλ­λι­ερ­γοῦν στούς ὀ­πα­δούς τους τό τα­πει­νό φρό­νη­μα. Ἕ­να τέ­τοι­ο φρό­νη­μα, κα­τά τήν ἀν­τί­λη­ψη τέ­τοι­ων ὁ­μά­δων, δέν βο­η­θά­ει στήν πνευ­μα­τι­κή αὔ­ξη­ση, ἀλ­λά πι­στεύ­ε­ται πώς ἐμ­πο­δί­ζει τήν «ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς συ­νει­δη­τό­τη­τας». Ἐ­δῶ δέν ἀ­να­ζη­τᾶ­ται ὁ ἀ­λη­θι­νός Θε­ός, ἀλ­λά «ὁ θε­ός μέ­σα μας», ὁ ὁ­ποῖ­ος ταυ­τί­ζε­ται μέ τή «συ­νει­δη­τό­τη­τα». Ἔ­τσι καλ­λι­ερ­γεῖ­ται ἡ συ­ναί­σθη­ση τῆς ὑ­πε­ρο­χῆς καί τῆς ἔ­παρ­σης. Ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται πώς αὐ­τός ὁ «θε­ός», πού ἀ­να­ζη­τᾶ­ται μα­κρυ­ά ἀ­πό τήν τα­πεί­νω­ση, μά­λι­στα μέ τρό­πο ἐκ­βι­α­στι­κό, εἶ­ναι τό πνεῦ­μα τῆς πλά­νης ἤ καί ὁ ἴ­διος ὁ ἄν­θρω­πος, πού αὐ­το-θε­ο­ποι­εῖ­ται καί αὐ­το-λα­τρεύ­ε­ται. Πρό­κει­ται γιά «ἄλ­λο θε­ό» (Ἠσ. ξστ' 2. Ματθ. ε' 3. ι' 3. Α' Πε­τρ. ε' 5).







Share:

ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ

Η φωτογραφία μου
Για την προστασία του ελληνορθόδοξου πολιτισμού της οικογενείας της νεολαίας και του πολίτη.

Translate

Από το Blogger.

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Ετικέτες

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΑΙΔ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΏΤΟΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΛΛΟΘΡΗΣΚΟΙ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΟΜΙΛΙΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΣΟΦΙΑ ΑΠOKPYΦIΣMOΣ ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΙΑ ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΛΛΑΣ ΑΡΧΙΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ ΜΥΡΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΜΑΪΔΩΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ΑNTIAIPETIKO ΣEMINAPIO ΒΙΟΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΓΙΟΓΚΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ ΕΘΝΟΦΥΛΕΤΙΣΜΟΣ ΕΙΚΟΝΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΕΚΔΡΟΜΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΕΣΩΤΕΡΙΣΜΟΣ ΕΤΕΡΟΘΡΗΣΚΟΙ ΘΕΟΣΟΦΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΙΔΡΥΜΑ ΑΓΑΠΗΣ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΡΙΔΟΛΟΓΙΑ ΙΣΛΑΜ ΙΩΑΝΝΗ ΜΗΛΙΩΝΗ Κ. ΒΑΪΟΣ ΠΡΑΝΤΖΟ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΑΣΙΛΑΚΗ ΚΩΝΣΤ. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΛΟΓΟΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΣΜΟΣ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΝΕΟΓNΩΣTIKIΣMOΣ ΝΕΟEIΔΩΛOΛATPEIA ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΒΙΝΤΕΟ ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Π. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΣΟΥΡΟΣ Π. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΠΑΤΕΡ ΙΩΣΗΦ ΒΙΓΛΙΩΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΚΟΠΙΑ ΠΙΣΤΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΜΙΛΙΩΝ ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΠΡΟΣΥΛΙΤΙΣΜΟΣ ΠΡΩΤ. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΣΟΥΡΟΣ ΡΕΦΛΕΞΟΛΟΓΙΑ ΣΑΤΑΝΙΣΜΟΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΣΚΟΠΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΧΙΣΜΑ ΤΡΙΤΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΦΥΛΟ ΧΙΛΙΑΣΤΕΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΨΕΥΔΟ-ΙΝΔΟΥΙΣΜΟΣ ΨΗΦΙΣΜΑ ΨEYΔOΠPOΦHTEΣ ΨEYTOMEΣΣIEΣ

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Προτεινόμενη ανάρτηση

Πρόσκληση για την Εναρκτήρια συνάντηση για το έτος 2024-2025 και τον Αγιασμό του Σωματείου

ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ - ΑΓΙΑΣΜΟΣ - ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΕΜΙΝΑΡΊΩΝ, 2024 - 2025. Το Δ.Σ. του Σωματείου του Ορθοδόξου Μακεδονικού...

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *