Όριο Πίστεως


ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ

ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

Η Α­ΛΗ­ΘΕΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙ­Α­ΔΙ­ΚΟΥ ΘΕ­ΟΥ


Η Α­ΛΗ­ΘΕΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙ­Α­ΔΙ­ΚΟΥ ΘΕ­ΟΥ
 
Ὁ ἀ­λη­θι­νός Θε­ός, ἡ «σῴ­ζου­σα ἀ­λή­θεια», δέν ἀ­να­κα­λύ­πτε­ται ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο, ἀλ­λά αὐ­το­α­πο­κα­λύ­πτε­ται. Ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη αὐ­τή δέν στο­χεύ­ει στήν ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῆς πε­ρι­έρ­γειας τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λά στή σω­τη­ρί­α του. Γι’ αὐ­τό καί συν­τε­λεῖ­ται ὅ­πως καί ὅ­πο­τε ὁ Θε­ός κρί­νει.

α) Βαθ­μια­ία ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ
Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α πι­στεύ­ει στόν Ἕ­να καί ἀ­λη­θι­νό Θε­ό, πού εἶ­ναι κοι­νω­νί­α προ­σώ­πων, δη­λα­δή στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό.
Ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ στόν ἀ­πο­στά­τη ἄν­θρω­πο ἀ­πο­τε­λεῖ συγ­κα­τά­βα­ση τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Θε­ός δέν ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται κα­τά τρό­πο πού θά ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς ἀ­πρό­σι­τος στήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση ἤ πού θά ξε­περ­νοῦ­σε τά ἀν­θρώ­πι­να δε­δο­μέ­να, ὅ­πως δι­α­μορ­φώ­θη­καν μέ τήν πτώ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ Θεί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἀ­κο­λού­θη­σε μί­α πο­ρεί­α προ­σαρ­μο­σμέ­νη στήν κα­τά­στα­ση πού ὁ ἄν­θρω­πος ὁ­δή­γη­σε τόν ἑ­αυ­τό του. Γι’ αὐ­τό καί πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στα­δια­κά.
Κα­τ’ ἀρ­χήν ἦ­ταν ἀ­πα­ραί­τη­το νά ἀ­παλ­λα­γεῖ ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πό τήν πο­λυ­θε­ΐ­α, νά γνω­ρί­σει ὅ­τι ὁ ἀ­λη­θι­νός Θε­ός εἶ­ναι ἕ­νας καί ὄ­χι πολ­λοί. Γι’ αὐ­τό καί στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ὁ ἄν­θρω­πος ὁ­δη­γεῖ­ται στή σα­φῆ γνώ­ση τοῦ Θε­οῦ Πα­τέ­ρα. Στήν Και­νή Δι­α­θή­κη ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται μέ σα­φή­νεια ὁ Υἱ­ός, καί με­τά τήν ἀ­νά­λη­ψη τοῦ Κυ­ρί­ου, κα­τά τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, ἔ­χου­με τήν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῆς Θεί­ας ἀ­πο­κά­λυ­ψης μέ τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.
Ἀ­φοῦ ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­παλ­λά­χθη­κε ἀ­πό τή λα­τρεί­α τῶν πολ­λῶν Θε­ῶν, ὁ­δη­γή­θη­κε μέ ἀ­σφά­λεια στήν ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Ἑ­νός καί Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ. Ἀ­νά­λο­γα μέ τή δε­κτι­κό­τη­τά του, ὁ­δη­γή­θη­κε «ἀ­πό δό­ξα σέ δό­ξα» (Β' Κορ. γ' 18), ὅ­πως συμ­βαί­νει καί μέ τήν ὑ­λι­κή τρο­φή ἤ καί μέ τό φῶς τοῦ ἡ­λί­ου· τό νά δε­χθεῖ κα­νείς τρο­φή πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀ­πό τήν ἀν­το­χή τοῦ στο­μα­χιοῦ του, εἶ­ναι πο­λύ ἐ­πι­κίν­δυ­νο· ὅ­πως ἐ­πι­κίν­δυ­νο εἶ­ναι καί τό φῶς, πού ξε­περ­νᾶ τή δε­κτι­κό­τη­τα τῶν μα­τι­ῶν του!
Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος ἀ­να­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά:
«Ἡ Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ἐ­φα­νέ­ρω­σε τόν Πά­τε­ρα, ἐ­νῷ τόν Υἱ­όν ἀ­μυ­δρό­τε­ρα. Ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη ἐ­φα­νέ­ρω­σε τόν Υἱ­ό καί ἀ­φῆ­κε νά φα­νῆ ἐν μέ­ρει ἡ θε­ό­της τοῦ Πνεύ­μα­τος. Τώ­ρα κα­τοι­κεῖ ἐν μέ­σῳ ἡ­μῶν τό Πνεῦ­μα καί μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται σα­φέ­στε­ρον. Δι­ό­τι δέν ἦ­το ἀ­σφα­λές, ἐ­νῷ ἀ­κό­μη δέν ὡ­μο­λο­γή­θη ἡ Θε­ό­της τοῦ Πα­τρός, νά κη­ρύτ­τε­ται φα­νε­ρά ὁ Υἱ­ός· οὔ­τε μό­λις ἔ­γι­νε δε­κτή ἡ Θε­ό­της τοῦ Υἱ­οῦ, νά μᾶς φορ­τώ­νε­ται ἐ­πί πλέ­ον τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο».
Γι’ αὐ­τή τή βαθ­μια­ία «ἀ­νά­βα­ση», στήν ὁ­ποί­α ὁ Θε­ός ὁ­δη­γεῖ τόν ἄν­θρω­πο, ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος κα­τα­φεύ­γει στόν «οἶ­κο τοῦ Θε­οῦ», μι­λά­ει σέ πολ­λά ση­μεῖ­α ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή.
«Μα­κά­ριοι οἱ κα­τοι­κοῦν­τες στόν οἶ­κο Σου,
θά σέ δο­ξο­λο­γή­σουν στούς αἰ­ῶ­νες τῶν αἰ­ώ­νων.
 Μα­κά­ριος ὁ ἄν­θρω­πος,
πού βρί­σκε­ται κά­τω ἀ­πό τήν προ­στα­σί­α Σου·
ἀ­πο­φά­σι­σε μέ τήν καρ­δί­α του ἀ­να­βά­σεις,
 ἀ­πό τήν κοι­λά­δα τοῦ κλαυθ­μῶ­νος
στόν τό­πο πού σκό­πευ­ε νά φθά­σει·
 για­τί ὁ νο­μο­θέ­της θά δώ­σει εὐ­λο­γί­ες,
θά πο­ρευ­θοῦν μέ ὅ­λο καί νέ­ες δυ­νά­μεις,
θά τούς φα­νε­ρω­θεῖ ὁ Θε­ός τῶν Θε­ῶν στή Σι­ών».
(Ψαλμ. πγ' 5-8, κα­τά τούς Ο')
Ὁ Θε­ός λοι­πόν ἀ­να­ζη­τά­ει τόν ἄν­θρω­πο καί τόν ἀ­νυ­ψώ­νει βαθ­μια­ῖα, «ἀ­πό τήν κοι­λά­δα τοῦ κλαυθ­μῶ­νος», μέ­χρι τή γνώ­ση «τοῦ Θε­οῦ τῶν Θε­ῶν»!

β) Μί­α οὐ­σί­α, τρεῖς ὑ­πο­στά­σεις
Γιά τόν Θε­ό γνω­ρί­ζου­με μό­νο αὐ­τό πού Ἐ­κεῖ­νος μᾶς Ἀ­πο­κά­λυ­ψε, ὅ­τι ἡ θεί­α φύ­ση εἶ­ναι μί­α γι’ αὐ­τό κά­νου­με λό­γο γιά μί­α Θε­ό­τη­τα. Ὁ­μο­λο­γοῦ­με ἀ­κό­μη τρεῖς ὑ­πο­στά­σεις, πού με­τέ­χουν τῆς μιᾶς θεί­ας οὐ­σί­ας, πού εἶ­ναι ἁ­πλή, ὄ­χι σύν­θε­τη, ἐ­πει­δή εἶ­ναι ἀ­πό μό­νη της τέ­λεια καί δέν χρει­ά­ζε­ται τί­πο­τε ἄλ­λο, ἔ­ξω ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό της. Γι’ αὐ­τό καί μέ­νει πάν­το­τε ἀ­δι­αί­ρε­τη. Οἱ τρεῖς, λοι­πόν, ὑ­πο­στά­σεις ἤ πρό­σω­πα δέν δι­αι­ροῦν­ται, οὔ­τε συγ­χέ­ον­ται με­τα­ξύ τους.
Στήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη ἀ­νή­κουν καί τά δύ­ο: καί ἡ κοι­νή φύ­ση τῶν τρι­ῶν θεί­ων προ­σώ­πων, καί ἡ δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα σ’ αὐ­τά. Ὅ­ποι­ος ἀρ­νεῖ­ται τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς φύ­σε­ως τῶν τρι­ῶν προ­σώ­πων τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος, πέ­φτει στήν πο­λυ­θε­ΐ­α, ἐ­νῷ ἐ­κεῖ­νος πού ἀρ­νεῖ­ται τή δι­ά­κρι­ση τῶν τρι­ῶν προ­σώ­πων, πέ­φτει στόν Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό.
Τί­θε­ται τό ἐ­ρώ­τη­μα: ταυ­τί­ζε­ται αὐ­τή ἡ πί­στη μέ τή δι­δα­χή τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς; Τό ὅ­τι τά τρί­α πρό­σω­πα με­τέ­χουν τῆς μιᾶς Θεί­ας φύ­σης, ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἀ­πό τήν κοι­νή ὀ­νο­μα­σί­α «Πνεῦ­μα». Μι­λών­τας γιά τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ὁ ἀ­πό­στο­λος λέ­γει: «ὁ δέ Κύ­ριος τό Πνεῦ­μά ἐ­στιν» (Β' Κορ. γ' 17), ἐ­νῷ ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός λέ­γει γιά τόν Πά­τε­ρα: «Πνεῦ­μα ὁ Θε­ός» (Ἰ­ω. δ' 24). Ἐ­πί­σης καί ὁ Υἱ­ός χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται Πνεῦ­μα· «Πνεῦ­μα προ­σώ­που ἡ­μῶν», ἡ πνο­ή τοῦ προ­σώ­που μας, «Χρι­στός Κυ­ρί­ου», ὁ Χρι­σμέ­νος ἀ­πό τόν Κύ­ριο, «συ­νε­λή­φθη ἐν ταῖς δι­α­φθο­ραῖς αὐ­τῶν», συ­νε­λή­φθη στίς κα­τα­στρε­πτι­κές τους ἐ­νέ­δρες, ἀ­να­φέ­ρει ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή (Θρήν. Ἱ­ερ. δ' 20).
Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή ὑ­πο­γραμ­μί­ζει καί σέ ἄλ­λα ση­μεῖ­α τήν ἑ­νό­τη­τα τῶν τρι­ῶν προ­σώ­πων τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Ἔ­τσι ὁ Πα­τήρ καί ὁ Υἱ­ός εἶ­ναι «ἕ­να» καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ἐ­ρευ­νᾶ «τά βά­θη τοῦ Θε­οῦ»: «Ἐ­άν μέ εἴ­χα­τε γνω­ρί­σει, θά εἴ­χα­τε γνω­ρί­σει καί τόν Πα­τέ­ρα μου. Ἀ­πό τώ­ρα τόν γνω­ρί­ζε­τε καί τόν ἔ­χε­τε ἰ­δεῖ.­.. ἐ­κεῖ­νος πού ἔ­χει ἰ­δεῖ ἐ­μέ, ἔ­χει ἰ­δεῖ τόν Πά­τε­ρα.­.. δέν πι­στεύ­εις (Φί­λιπ­πε), ὅ­τι ἐ­γώ ἐν τῷ Πα­τρί καί ὁ Πα­τήρ ἐν ἐ­μοί ἐ­στί;» (Ἰ­ω. ι­δ' 7-11)· «ἐ­γώ καί ὁ Πα­τήρ εἴ­με­θα ἕ­να» (Ἰ­ω. ι΄ 30). «Τό Πνεῦ­μα ἐ­ρευ­νᾶ τά πάν­τα, ἀ­κό­μη καί τά βά­θη τοῦ Θε­οῦ.­.. τό τί εἶ­ναι ὁ Θε­ός, κα­νείς δέν τό ξέ­ρει πα­ρά μό­νον τό Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ» (Α' Κορ. β' 10-11).
Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ταυ­τό­χρο­να καί τή δι­ά­κρι­ση τῶν τρι­ῶν θεί­ων προ­σώ­πων. Ὁ Χρι­στός εἶ­πε «Ἐ­γώ καί ὁ Πα­τήρ ἕν ἐ­σμέν» (Ἰ­ω. ι΄ 30) καί πρό­σθε­σε: «Ἐ­γώ ἐν τῷ Πα­τρί καί ὁ Πα­τήρ ἐν ἐ­μοί ἐ­στι» (Ἰ­ω. ι­δ' 10).

γ) Μί­α πη­γή, ὁ Πα­τήρ
Ἡ κοι­νή θεί­α φύ­ση ἔ­χει μί­α καί μο­να­δι­κή ἀρ­χή: τόν Πά­τε­ρα· Αὐ­τός ἀ­πο­νέ­μει στόν Υἱ­ό καί στό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα τή δι­κή Του φύ­ση, δη­λα­δή τή μί­α φύ­ση τῆς Θε­ό­τη­τος. Ἔ­τσι «σύμ­παν τό εἶ­ναι τοῦ Υἱ­οῦ», ὁ­λό­κλη­ρο τό εἶ­ναι τοῦ Υἱ­οῦ, «τῆς τοῦ Πα­τρός οὐ­σί­ας ἴ­διόν ἐ­στι», εἶ­ναι ἴ­διον τῆς οὐ­σί­ας τοῦ Πα­τρός (Μ. Ἀ­θαν.­), ὅ­πως ἡ ἀ­κτι­νο­βο­λί­α πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τό φῶς (Ἑ­βρ. α' 3) καί ὁ πο­τα­μός πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τήν πη­γή· καί ἔ­τσι συμ­βαί­νει «ὥ­στε αὐ­τός πού βλέ­πει τόν Υἱ­όν, νά βλέ­πει τήν ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ Πα­τρός καί νά ἐν­νο­εῖ ὅ­τι εἶ­ναι τοῦ Υἱ­οῦ· ὄν­τας ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα ὑ­πάρ­χει λοι­πόν εἰς τόν Πά­τε­ρα». Ἀ­κό­μη ὑ­πάρ­χει καί ὁ Πα­τήρ εἰς τόν Υἱ­ό, ὅ­πως καί εἰς τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ὅ­πως ὁ ἥ­λιος στό ἀ­παύ­γα­σμα καί ὁ νοῦς στόν λό­γο, καί ὅ­πως ἡ πη­γή στόν πο­τα­μό».
Ὁ Μ. Ἀ­θα­νά­σιος ὑ­πο­γραμ­μί­ζει τήν μί­α Ἀρ­χή ἀ­να­φε­ρό­με­νος στό «ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ Λό­γος» (Ἰ­ω. α' 1). Ἡ λέ­ξη «ἀρ­χή», λέ­γει, ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν Θε­ό, στήν μό­νη πη­γή τῆς θεί­ας οὐ­σί­ας· ὁ Υἱ­ός, προ­σθέ­τει, εἶ­ναι «ἀ­πό τήν οὐ­σί­αν τῆς μιᾶς Ἀρ­χῆς, ἰ­δι­κή Της Σο­φί­α, ἰ­δι­κός Της Λό­γος, προ­ερ­χό­με­νος ἀ­πό Αὐ­τήν». Εἰς τήν «ἀρ­χήν» ὑ­πῆρ­χε ὁ Λό­γος καί ὁ Λό­γος ὑ­πῆρ­χε εἰς τόν Θε­όν (Ἰ­ω. α' 1).
Ἐ­πει­δή ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἡ προ­αι­ώ­νιος Ἀρ­χή· καί ἐ­πει­δή (ὁ Λό­γος) προ­έρ­χε­ται ἀ­πό Αὐ­τήν, δι’ αὐ­τό «καί Θε­ός ἦ­το ὁ Λό­γος» (Ἰ­ω. α' 1).

δ) Δι­ά­κρι­ση ὡς πρός τόν τρό­πο με­τά­δο­σης τῆς μιᾶς Οὐ­σί­ας

Ἡ φύ­ση τῶν τρι­ῶν προ­σώ­πων τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος εἶ­ναι μί­α καί μί­α εἶ­ναι ἡ Ἀρ­χή, πού με­τα­δί­δει τή θεί­α φύ­ση, ὁ Πα­τήρ. Ὅ­μως ὁ τρό­πος ὕ­παρ­ξης τοῦ Υἱ­οῦ καί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἀ­πό τή μί­α πη­γή, δη­λα­δή ἀ­πό τόν Πά­τε­ρα, εἶ­ναι δι­ά­φο­ρος: ὁ Πα­τήρ γεν­νᾶ τόν Υἱ­ό καί ἐκ­πο­ρεύ­ει τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Συ­νε­πῶς ὁ Υἱ­ός βρί­σκε­ται μέ δι­α­φο­ρε­τι­κό τρό­πο σέ σχέ­ση μέ τόν Πα­τέ­ρα (γέν­νη­ση) καί μέ δι­α­φο­ρε­τι­κό τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο (ἐκ­πό­ρευ­ση). Ὑ­πάρ­χει λοι­πόν δι­α­φο­ρά στόν τρό­πο σχέ­σε­ων μέ τήν κοι­νή πη­γή (τόν Πα­τέ­ρα) με­τα­ξύ τοῦ Υἱ­οῦ καί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος· ὅ­μως σέ τί συ­νί­στα­ται ἡ δι­α­φο­ρά αὐ­τή (γέν­νη­ση, ἐκ­πό­ρευ­ση), τοῦ­το μέ­νει γιά μᾶς ἄ­γνω­στο.
Τό ὅ­τι ὁ Πα­τήρ γεν­νᾶ προ­αι­ώ­νια τόν Υἱ­ό, ὑ­πο­γραμ­μί­ζε­ται στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή: «Κύ­ριος εἶ­πε πρός με· υἱ­ός μου εἶ σύ, ἐ­γώ σή­με­ρον γε­γέ­νη­κά σε» (Ψαλμ. β’ 7)· «Ἀ­πό τόν κόλ­πον μου, πρίν ἀ­πό τόν αὐ­γε­ρι­νόν σέ ἐ­γέν­νη­σα» (Ψαλμ. ρθ' 3). Πρβλ. Πα­ροιμ., η' 25. Πράξ. ι­γ' 33. Ἑ­βρ. α' 5. ε' 5).
Ἐ­δῶ δέν πρό­κει­ται γιά συγ­κε­κρι­μέ­νη χρο­νι­κή στιγ­μή, ἀλ­λά γιά τό αἰ­ώ­νιο «σή­με­ρα» τοῦ Θε­οῦ, πού ἀ­νά­γε­ται στό πρίν τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας, δη­λα­δή δέν προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται χρο­νι­κά (Ἰ­ω. α' 1. Ἑ­βρ. ζ' 3)· προ­αι­ω­νί­ως ὁ Πα­τήρ γεν­νᾶ τόν «μο­νο­γε­νῆ Υἱ­όν» (Ἰ­ω. α' 18. Α' Ἰ­ω. δ' 9) ὡς φυ­σι­κό Του Υἱ­ό, δη­λα­δή ὁ­μο­ού­σιο πρός τόν Πα­τέ­ρα (Ματθ. ι­στ' 16-17) καί ἐκ­πο­ρεύ­ει τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα (Ἰ­ω. ι­ε' 26).
Ἡ ὀρ­θό­δο­ξος δι­δα­σκα­λί­α λοι­πόν συ­νί­στα­ται στή δι­ά­σω­ση τῆς τέ­λειας ἑ­νό­τη­τας (μί­α οὐ­σί­α) καί στή δι­ά­κρι­ση τῶν ὑ­πο­στά­σε­ων. Ἡ δι­ά­κρι­ση αὐ­τή γί­νε­ται μέ βά­ση τόν τρό­πο τῆς προ­αι­ω­νί­ου ὕ­παρ­ξης τοῦ Υἱ­οῦ (γέν­νη­ση) καί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος (ἐκ­πό­ρευ­ση) ἀ­πό τή μί­α καί μο­να­δι­κή πη­γή, τόν Πά­τε­ρα.
Ὁ Λό­γος τοῦ Χρι­στοῦ, «ὁ Πα­τήρ μεί­ζων μού ἐ­στι» (Ἰ­ω. ι­δ' 28), δέν ση­μαί­νει ὑ­πε­ρο­χή οὐ­σί­ας, τι­μῆς ἤ ἐ­ξου­σί­ας, ἀλ­λά ὑ­πο­γραμ­μί­ζει τήν ὑ­πε­ρο­χή ὡς πρός τήν αἰ­τί­α. Ὁ Υἱ­ός ἔ­χει ἴ­ση τι­μή μέ τόν Πα­τέ­ρα, ἀ­φοῦ βρί­σκε­ται «ἐν δε­ξιᾷ τῆς με­γα­λω­σύ­νης τοῦ Θε­οῦ» (Ἑ­βρ. α' 3. Ψαλμ. ρθ' 1. Πρβλ. Πράξ. ζ' 55. Ρωμ. η' 34). Εἶ­ναι φα­νε­ρό πώς τό «ἐν δε­ξιᾷ» δέν ση­μαί­νει χα­μη­λό­τε­ρη θέ­ση τι­μῆς, ἀλ­λά ἰ­σό­τη­τα, ἰ­σο­τι­μί­α. Ἐξ ἄλ­λου πῶς θά μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά πεῖ πώς ὑ­πάρ­χει δι­α­φο­ρά στή δύ­να­μη ἤ στή σο­φί­α με­τα­ξύ τοῦ Πα­τρός καί τοῦ Υἱ­οῦ, ἀ­φοῦ ὁ Υἱ­ός εἶ­ναι «Θε­οῦ δύ­να­μις καί Θε­οῦ σο­φί­α» (Α' Κορ. α' 24) καί «εἰ­κών τοῦ Θε­οῦ τοῦ ἀ­ο­ρά­του» (Κολ. α' 15), «ἀ­παύ­γα­σμα τῆς δό­ξης καί χα­ρα­κτήρ τῆς ὑ­πο­στά­σε­ως αὐ­τοῦ», δη­λα­δή ἀ­κτι­νο­βο­λί­α τῆς δό­ξης καί σφρα­γίς τῆς οὐ­σί­ας τοῦ Θε­οῦ; (Ἑ­βρ. α' 3)· «τοῦ­τον γάρ ὁ Πα­τήρ ἐ­σφρά­γι­σεν ὁ Θε­ός» (Ἰ­ω. στ' 27), τόν ἐ­σφρά­γι­σεν ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός Πα­τήρ καί ἀ­πο­τύ­πω­σε τόν Ἑ­αυ­τό Του (πρβλ. Ἰ­ω. ι' 30, ι­ζ' 10).
Ἡ δι­ά­κρι­ση λοι­πόν τῶν ὑ­πο­στά­σε­ων δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν οὐ­σί­α, ἀλ­λά στόν τρό­πο πού ὁ Πα­τήρ με­τα­δί­δει τήν μί­α Οὐ­σί­α στόν Υἱ­ό καί στό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα.

ε) Ἀ­σύγ­χυ­τη πε­ρι­χώ­ρη­ση
Ὅ­ταν κά­νου­με λό­γο γιά τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό, δέν ἐν­νο­οῦ­με τρεῖς Θε­ούς ἤ κά­ποι­ο «ὅ­μι­λο Θε­ῶν», για­τί ἡ οὐ­σί­α καί τῶν τρι­ῶν θεί­ων προ­σώ­πων εἶ­ναι μί­α. Οἱ τρεῖς ὑ­πο­στά­σεις βρί­σκον­ται πάν­το­τε σέ ἀλ­λη­λο­πε­ρι­χώ­ρη­ση καί ἀλ­λη­λο­ΰ­παρ­ξη, χω­ρίς κα­θό­λου νά συγ­χέ­ον­ται. Ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Δα­μα­σκη­νός δι­α­τυ­πώ­νει: «ὁ Υἱ­ός εἶ­ναι μέ­σα εἰς τόν Πα­τέ­ρα καί εἰς τό Πνεῦ­μα, καί τό Πνεῦ­μα εἶ­ναι μέ­σα εἰς τόν Πά­τε­ρα καί εἰς τόν Υἱ­όν καί ὁ Πα­τήρ εἶ­ναι μέ­σα εἰς τόν Υἱ­όν καί εἰς τό Πνεῦ­μα, χω­ρίς νά γί­νε­ται καμ­μί­α συγ­χώ­νευ­σις ἤ ἀ­νά­μει­ξις ἤ σύγ­χυ­σις».
Αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς τό ἀ­σύγ­χυ­το καί ἀ­σύν­θε­το ἐν­νο­οῦ­με μέ τίς τρεῖς προ­σω­πι­κές ὑ­πο­στά­σεις, «ἐ­νῷ μέ τό ὁ­μο­ού­σιο καί τήν ἀλ­λη­λο­ΰ­παρ­ξη τῶν προ­σω­πι­κῶν ὑ­πο­στά­σε­ων καί τήν ταύ­τι­ση τοῦ θε­λή­μα­τος καί τῆς ἐ­νέρ­γειας καί τῆς δύ­να­μης καί τῆς ἐ­ξου­σί­ας καί τῆς κί­νη­σης γνω­ρί­ζο­με τό ἀ­δι­αί­ρε­το τῆς θεί­ας φύ­σης καί τήν ὕ­παρ­ξη ἑ­νός Θε­οῦ. Δι­ό­τι πράγ­μα­τι ὑ­πάρ­χει ἕ­νας Θε­ός, ὁ Θε­ός καί ὁ Λό­γος καί τό Πνεῦ­μα Του».
Βέ­βαι­α ἡ κά­θε μί­α ὑ­πό­στα­ση ὑ­πάρ­χει αὐ­το­τε­λής, δη­λα­δή εἶ­ναι τέ­λεια προ­σω­πι­κή ὑ­πό­στα­ση καί ἔ­χει δι­α­φο­ρε­τι­κή τήν προ­σω­πι­κή Της ἰ­δι­ό­τη­τα, δη­λα­δή τόν τρό­πο τῆς ὕ­παρ­ξής Της· ὅ­μως εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νες κα­τά τήν οὐ­σί­α καί κα­θ’ ὅ­λα τά γνω­ρί­σμα­τα τῆς κοι­νῆς θεί­ας φύ­σης. Ἐ­πί­σης εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νες καί κα­τά τό ὅ­τι δέν χω­ρί­ζον­ται, οὔ­τε ἐ­ξέρ­χον­ται ἀ­πό τήν προ­σω­πι­κή ὑ­πό­στα­ση τοῦ Πα­τρός· ἔ­τσι τά τρί­α θεῖ­α πρό­σω­πα εἶ­ναι καί λέ­γον­ται Ἕ­νας Θε­ός (πρβλ. Ματθ. κη' 19).
Ὁ Χρι­στός εἶ­πε· «ὁ ἑ­ω­ρα­κώς ἐ­μέ ἑ­ώ­ρα­κε τόν Πά­τε­ρα» (Ἰ­ω. ι­δ' 9)· δέν εἶ­πε «ἐ­γώ εἶ­μαι ὁ Πα­τήρ», ἀλ­λά ξε­χώ­ρι­σε τά πρό­σω­πα: λέ­γον­τας «αὐ­τός πού ἔ­χει ἰ­δεῖ ἐ­μέ», φα­νέ­ρω­σε τό ἰ­δι­κό Του πρό­σω­πο καί μέ τή φρά­ση «ἔ­χει ἰ­δεῖ τόν Πά­τε­ρα», τό πρό­σω­πο τοῦ Πα­τρός, τό ὁ­ποῖ­ο δι­α­κρί­νει ξε­κά­θα­ρα ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό Του μέ τή φρά­ση· «ἐ­άν μέ εἴ­χα­τε γνω­ρί­σει, θά εἴ­χα­τε γνω­ρί­σει καί τόν Πά­τε­ρα»· «αὐ­τά λοι­πόν δέν φα­νε­ρώ­νουν σύγ­χυ­ση, ἀλ­λά πα­ρου­σιά­ζουν τό ἀ­πα­ράλ­λα­κτο τῆς Θε­ό­τη­τος» (Μ. Βασ.­). Ἡ πί­στη λοι­πόν στόν Ἕ­να καί Τρι­α­δι­κό Θε­ό δέν ση­μαί­νει σύγ­χυ­ση τῶν τρι­ῶν Θεί­ων προ­σώ­πων. Τό ὅ­τι ἡ πί­στη αὐ­τή εἶ­ναι ὑ­πέρ - λό­γον, ξε­περ­νά­ει δη­λα­δή τίς δυ­να­τό­τη­τες τοῦ ἀν­θρώ­που, αὐ­τός δέν εἶ­ναι λό­γος γιά νά ἀ­πορ­ρί­ψει κα­νείς αὐ­τή τή σω­τή­ρια ἀ­λή­θεια. Για­τί γνω­ρί­ζου­με πώς μό­νο τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ἐ­ρευ­νᾶ «τά βά­θη τοῦ Θε­οῦ»· τό τί εἶ­ναι ὁ Θε­ός κα­νείς δέν γνω­ρί­ζει, πα­ρά μό­νο τό Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ καί ὅ­ποι­ος δε­χθεῖ τή Θεί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη, πού ὅ­μως ἀ­πο­τε­λεῖ «συγ­κα­τά­βα­ση» τοῦ Θε­οῦ καί ὄ­χι γνώ­ση τῆς οὐ­σί­ας τοῦ Θε­οῦ.


στ) Ἑ­νό­τη­τα θέ­λη­σης καί ἐ­νέρ­γειας

Ἡ κοι­νω­νί­α καί ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν τρι­ῶν προ­σώ­πων τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος «νο­οῦν­ται πραγ­μα­τι­κῶς»· ὑ­πάρ­χει «ταυ­τό­τη­τα οὐ­σί­ας καί ἐ­νέρ­γειας καί θε­λή­μα­τος καί δύ­να­μης καί ἀ­γα­θό­τη­τας.­.­., δι­ό­τι εἶ­ναι μί­α οὐ­σί­α, μί­α ἀ­γα­θό­τη­τα, μί­α δύ­να­μη, μί­α θέ­λη­ση, μί­α ἐ­νέρ­γεια, μί­α ἐ­ξου­σί­α, μί­α καί ἡ ἴ­δια, ὄ­χι τρεῖς ὅ­μοι­ες με­τα­ξύ τους, ἀλ­λά μί­α καί ἡ ἴ­δια κί­νη­ση τῶν τρι­ῶν προ­σω­πι­κῶν ὑ­πο­στά­σε­ων» (Δα­μα­σκ.­).
Δέν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λη θέ­λη­ση στόν Πά­τε­ρα καί ἄλ­λη στόν Υἱ­ό, ἄλ­λη ἐ­νέρ­γεια στόν Πά­τε­ρα καί ἄλ­λη στόν Υἱ­ό, ἀλ­λά μί­α θέ­λη­ση καί μί­α ἐ­νέρ­γεια. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς. Ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός εἶ­πε: «Ὅ­ταν θά ὑ­ψώ­σε­τε τόν Υἱ­ό τοῦ ἀν­θρώ­που, τό­τε θά γνω­ρί­σε­τε ὅ­τι ἐ­γώ εἶ­μαι καί ὅ­τι δέν κά­νω τί­πο­τε ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τόν μου, ἀλ­λά κα­θώς ὁ Πα­τέ­ρας μου μέ ἐ­δί­δα­ξε, αὐ­τά λέ­γω. Καί ἐ­κεῖ­νος πού μέ ἔ­στει­λε εἶ­ναι μα­ζί μου. Δέν μέ ἄ­φη­σε ὁ Πα­τέ­ρας μό­νο, δι­ό­τι ἐ­γώ κά­νω πάν­το­τε ὅ­σα Τοῦ εἶ­ναι ἀ­ρε­στά» (Ἰ­ω. η' 28-29. Πρβλ. Ἰ­ω. ι­στ' 23-24. 26-28).
«Ἔ­χω πολ­λά ἀ­κό­μη νά σᾶς πῶ, ἀλ­λά δέν μπο­ρεῖ­τε νά τά βα­στά­σε­τε τώ­ρα. Ἀλ­λ’ ὅ­ταν ἔλ­θει ἐ­κεῖ­νος, τό Πνεῦ­μα τῆς ἀ­λη­θε­ί­ας, θά σᾶς ὁ­δη­γή­σει σέ ὅ­λη τήν ἀ­λή­θεια, δι­ό­τι δέν θά μι­λή­σει ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό Του, ἀλ­λά θά πεῖ ὅ­σα ἀ­κού­σει καί θά σᾶς ἀ­ναγ­γεί­λει ἐ­κεῖ­να πού μέλ­λουν νά συμ­βοῦν. Ἐ­κεῖ­νος ἐ­μέ θά δο­ξά­σει, δι­ό­τι θά πά­ρει ἀ­πό ὅ,τι εἶ­ναι ἰ­δι­κό μου καί θά σᾶς τό ἀ­ναγ­γεί­λει. Ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χει ὁ Πα­τήρ μου εἶ­ναι δι­κά μου» (Ἰ­ω. ι­στ' 12-15).
Ὅ­λα τά γε­γο­νό­τα στή θεί­α οἰ­κο­νο­μί­α συν­τε­λοῦν­ται ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα, διά τοῦ Υἱ­οῦ, «ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι». Πράγ­μα­τι ἡ ἀ­νά­στα­ση τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, συν­τε­λεῖ­ται ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα (Πράξ. β' 32. Γαλ. α' 1), ἀλ­λά καί ἀ­πό τόν Υἱ­ό (Ἰ­ω. θ' 19. ι' 17). Ὁ Θε­ός «ἀ­νέ­στη­σε διά τοῦ Ἰ­δι­κοῦ Του Λό­γου καί Υἱ­οῦ τήν σάρ­κα τοῦ Υἱ­οῦ Του» (Μ. Ἀ­θαν.­). Ἐ­πί­σης ἡ συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν καί ἡ δι­καί­ω­ση συν­τε­λεῖ­ται ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα, διά τοῦ Υἱ­οῦ «ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι» (Ἡσ. μγ' 25. Μάρκ. β' 5-10. Α' Κορ. στ' 11).
«Αὐ­τά πού εἶ­ναι ἔρ­γα τοῦ Πα­τρός, αὐ­τά λέ­γει ἡ Γρα­φή ὅ­τι εἶ­ναι ἔρ­γα τοῦ Υἱ­οῦ καί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος» (Μ. Ἀ­θαν.­): «Ὅ­πως ὁ Πα­τέ­ρας ἀ­να­σταί­νει νε­κρούς καί τούς ζω­ο­ποι­εῖ, ἔ­τσι καί ὁ Υἱ­ός ἐ­κεί­νους πού θέ­λει ζω­ο­ποι­εῖ» (Ἰ­ω. ε' 21)· «τό Πνεῦ­μα εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο πού ζω­ο­ποι­εῖ»  (Ἰ­ω. στ' 63. Πρβλ. Ἰ­ω. ι΄ 27-28. Ρωμ. η' 10-11. Β' Κορ. γ' 6).
Τό ἴ­διο πα­ρα­τη­ροῦ­με καί γιά τήν υἱ­ο­θε­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται διά τοῦ Υἱ­οῦ (Ἰ­ω. α' 12. ι­β' 36) «ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι» (Ρωμ. η' 15). Διά τῆς υἱ­ο­θε­σί­ας ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται να­ός τοῦ Θε­οῦ, δη­λα­δή να­ός τοῦ Πα­τρός (Β' Κορ. στ' 16. Πρβλ. Α' Κορ. γ' 17) καί τοῦ Υἱ­οῦ (Πρβλ. Α' Κορ. στ' 15. Ἰ­β' 27. Ἐ­φεσ. ε' 30. β' 21) καί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος (Α' Κορ. στ' 19. γ' 16-17)· «ἄν κα­νείς εἶ­ναι να­ός τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, αὐ­τός εἶ­ναι να­ός τοῦ Υἱ­οῦ καί τοῦ Πα­τρός· δι­ό­τι ὅ­που κα­τοί­κει τό Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ, ἐ­κεῖ κα­τοι­κεῖ ὁ Θε­ός» (Μ. Ἀ­θαν.­).
Ἀ­κό­μη τά δι­ά­φο­ρα χα­ρί­σμα­τα ἔ­χουν Τρι­α­δι­κή προ­έ­λευ­ση: «Ὑ­πάρ­χουν βέ­βαι­α ποι­κι­λί­αι χα­ρι­σμά­των, ἀλ­λά τό Πνεῦ­μα εἶ­ναι τό ἴ­διο, ὑ­πάρ­χουν καί ποι­κι­λί­αι ὑ­πη­ρε­σι­ῶν, ἀλ­λ’ ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι ὁ ἴ­διος, καί δι­ά­φο­ρα εἴ­δη ἐ­νερ­γει­ῶν, ἀλ­λ’ ὁ Θε­ός εἶ­ναι ὁ ἴ­διος, πού ἐ­νερ­γεῖ ὅ­λα εἰς ὅ­λους» (Α' Κορ. ι­β' 4-6. Πρβλ. ι­β' 28. Πράξ. κ' 28. Ματθ. κβ' 10. Ἰ­ω. ι­δ' 26). «Ὅ­ταν δια­ιρεῖ ὁ Θε­ός τά ἐ­νερ­γή­μα­τα καί ὁ Κύ­ριος τάς δι­α­κο­νί­ας, συμ­πα­ρί­στα­ται καί τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο ρυθ­μί­ζει τή δι­α­νο­μή τῶν χα­ρι­σμά­των αὐ­τε­ξου­σί­ως, ἀ­να­λό­γως πρός τήν ἄ­ξια τοῦ κα­θε­νός» (Μ. Βασ.­). Μί­α λοι­πόν εἶ­ναι ἡ χά­ρη τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ (Λουκ. α' 35. Β' Κορ. ι­γ' 13. Ἐ­φεσ. δ' 4-7, 11. Β' Θεσ. β' 1·6-17).
Τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ὀ­νο­μά­ζε­ται καί Πνεῦ­μα τοῦ Υἱ­οῦ (Γαλ. δ' 6. Φιλ. α' 19. Α' Πε­τρ. α' 11), για­τί δέν ὑ­πάρ­χει ἐ­κτός τοῦ Υἱ­οῦ καί Λό­γου τοῦ Θε­οῦ. Μέ τό νά ὑ­πάρ­χει «ἐν τῷ Υἱ­ῷ», ὑ­πάρ­χει εἰς τόν Θε­όν, ὥ­στε τά χα­ρί­σμα­τα νά δί­δων­ται διά τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος: «οὐ γάρ ἐ­κτός ἐ­στι τοῦ Λό­γου τό Πνεῦ­μα, ἀλ­λά, ἐν τῷ Λό­γῳ ὄν, ἐν τῷ Θε­ῷ δι’ αὐ­τοῦ ἐ­στιν ὥ­στε τά χα­ρί­σμα­τα ἐν τῇ Τρι­ά­δι δί­δο­σθαι» (Μ. Ἀ­θα­νά­σιος).
Δέν ὑ­πάρ­χει λοι­πόν δι­ά­κρι­ση στή θέ­λη­ση καί στήν ἐ­νέρ­γεια τῶν τρι­ῶν Θεί­ων προ­σώ­πων ὑ­πάρ­χει ἑ­νό­τη­τα.

ζ) Οἱ δογ­μα­τι­κοί ὅ­ροι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας
Τά δογ­μα­τι­κά κεί­με­να τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ὀ­νο­μά­ζον­ται «ὅ­ροι», για­τί ὁ­ρι­ο­θε­τοῦν τήν πί­στη. Ἡ δι­α­τύ­πω­σή τους εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς φρον­τί­δας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νά πε­ρι­φρου­ρή­σει τό μυ­στή­ριο τῆς σω­τη­ρί­ας, πού ἀ­πει­λεῖ­ται ἀ­πό τήν αἵ­ρε­ση.
Ὁ ἅ­γιος Ἱ­λά­ριος λέ­γει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Γιά ἐ­μᾶς τούς Χρι­στια­νούς θά ἔ­πρε­πε νά ἀρ­κεῖ τό νά ἐκ­πλη­ρώ­νου­με μέ μό­νη τήν πί­στη ὅ,τι ὁ­ρί­ζε­ται, νά λα­τρεύ­ου­με δη­λα­δή τόν Πά­τε­ρα, νά τι­μῶ­μεν μα­ζί Του τόν Υἱ­ό καί νά εἴ­με­θα πλή­ρεις ἀ­πό τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα». Ὅ­μως ὑ­πάρ­χει καί ἡ «κα­κό­της τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν καί βλα­σφή­μων» καί ἔ­τσι «εἴ­μα­στε ἀ­ναγ­κα­σμέ­νοι νά ται­ρι­ά­ζου­με τόν τα­πει­νό μας λό­γο στό πιό ἀ­νέκ­φρα­στο μυ­στή­ριο»· «νά ἀ­νε­βαί­νου­με κο­ρυ­φές ἄ­φθα­στες, νά μι­λᾶ­με γιά ἄρ­ρη­τα πράγ­μα­τα.­.. νά ἐκ­θέ­του­με στήν τύ­χη μέ ἀν­θρώ­πι­νη γλῶσ­σα τά μυ­στή­ρια, τά ὁ­ποῖ­α ἔ­πρε­πε νά τά πε­ρι­κλεί­ου­με μέ­σα στή θρη­σκεί­α τῆς ψυ­χῆς μας».
Ἡ δι­α­τύ­πω­ση τοῦ δόγ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δέν ση­μαί­νει δι­α­κή­ρυ­ξη νέ­ας δι­δα­σκα­λί­ας, ἄ­γνω­στης μέ­χρι τό­τε, ἀλ­λά πε­ρι­φρού­ρη­ση τοῦ πε­ρι­ε­χό­με­νου τῆς πί­στης καί δι­α­φύ­λα­ξη τῆς «πα­ρα­κα­τα­θή­κης», πού πα­ρα­δό­θη­κε «ἅ­παξ» στούς «ἁ­γί­ους» (Ἰ­ού­δα 3) μέ­χρι τή δεύ­τε­ρα πα­ρου­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἡ δι­α­φύ­λα­ξη αὐ­τή εἶ­ναι πρω­ταρ­χι­κό κα­θῆ­κον τῶν ποι­μέ­νων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἰ­δι­αί­τε­ρα ὅ­ταν τό κή­ρυγ­μα τῶν «ὑ­γι­αι­νόν­των λό­γων» ἀ­πει­λεῖ­ται ἀ­πό «βε­βή­λους μα­ται­ο­λο­γί­ας καί ἀν­τι­λο­γί­ας» τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, πού ὁ­δη­γοῦν στήν ἀ­πώ­λεια (Α' Τιμ. στ' 20. Β' Τιμ. α' 12- 14. Β' Πέ­τρ. γ' 15-16).
Πρέ­πει νά προ­σθέ­σου­με ἀ­κό­μη ὅ­τι τό ἔρ­γο αὐ­τό δέν γί­νε­ται μέ βά­ση τήν ἀν­θρώ­πι­νη ἀν­τί­λη­ψη, ἀλ­λά «ἐν Πνε­ύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ», τό ὁ­ποῖ­ο «ἐ­νοι­κεῖ» στήν Ἐκ­κλη­σί­α (Β' Τιμ. α' 14. Α' Τιμ. γ' 15). Τά δόγ­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δέν ἀ­πο­τε­λοῦν ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­να­κά­λυ­ψη, ἀλ­λά ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Υἱ­οῦ. Γι’ αὐ­τό ὑ­περ­βαί­νουν τίς δι­α­νο­η­τι­κές ἱ­κα­νό­τη­τες τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἄν δέν συ­νέ­βαι­νε αὐ­τό, ἡ πί­στη δέν θά εἶ­χε καμ­μί­α ἀ­ξί­α:
«Πῶς ὅ­μως θά εἴ­με­θα ἀ­κό­μη ἄ­ξιοι τῶν μα­κα­ρι­σμῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­να­φέ­ρον­ται εἰς αὐ­τούς πού πι­στεύ­ουν εἰς τά ἀ­ό­ρα­τα, ἐ­μεῖς οἱ ὁ­ποῖ­οι πει­θό­με­θα μό­νον εἰς αὐ­τά πού εἶ­ναι εἰς τόν νοῦν σα­φῆ; Δια­τί πα­ρε­φρό­νη­σαν οἱ ἐ­θνι­κοί καί ἐ­σκο­τί­σθη ἡ ἀ­σύ­νε­τος καρ­δί­α των; (Ρωμ. α' 21)· δέν ὀ­φεί­λε­ται τοῦ­το εἰς τό ὅ­τι ἀ­κο­λου­θοῦν αὐ­τά πού εἰς τόν νοῦν των φαί­νον­ται ὀρ­θά καί ἀ­πει­θοῦν εἰς τό κή­ρυγ­μα τοῦ Πνεύ­μα­τος; Ποι­ούς θρη­νεῖ ὁ Ἡ­σα­ΐ­ας ὡς χα­μέ­νους; “Ἀλ­λοί­μο­νον εἰς αὐ­τούς πού νο­μί­ζουν ὅ­τι εἶ­ναι σο­φοί καί κα­τά τή γνώ­μη των ἐ­πι­στή­μο­νες” (Ἡσ. ε' 21)· αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους τούς ἀν­θρώ­πους δέν θρη­νεῖ;» (Μ. Βα­σί­λει­ος).
Οἱ δογ­μα­τι­κοί ὅ­ροι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας δέν ὁ­ρι­ο­θε­τοῦν ἐ­κεῖ­να πού φαί­νον­ται σω­στά στήν ἀν­θρώ­πι­νη δι­ά­νοι­α, ἀλ­λά ἐ­κεῖ­να πού τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ἀ­πο­κά­λυ­ψε στήν Ἐκ­κλη­σί­α· τά δόγ­μα­τα τῆς σω­τη­ρί­ας μας.

η) «Ἐκ­πό­ρευ­ση» καί «πέμ­ψη» τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος
Ἀ­να­φέ­ρα­με ἤ­δη πώς μο­να­δι­κή πη­γή, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α γεν­νᾶ­ται ὁ Υἱ­ός καί ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο, εἶ­ναι ὁ Πα­τήρ. Ἡ ἀ­λή­θεια ὅ­μως αὐ­τή δέν δι­α­φυ­λάσ­σε­ται μέ ὀρ­θό­δο­ξο τρό­πο, ὅ­ταν προ­σθέ­σου­με στό σύμ­βο­λο τῆς πί­στης μας τόν ὅ­ρο F­i­l­i­o­q­ue, ὅ­τι δη­λα­δή τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται καί ἐκ τοῦ Υἱ­οῦ. Ἡ ἄ­πο­ψη αὐ­τή δέν δι­α­σῴ­ζει ἀ­πό­λυ­τα τήν ἑ­νό­τη­τα τῶν τρι­ῶν προ­σώ­πων τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος μέ κίν­δυ­νο νά εἰ­σα­χθεῖ δι­αρ­χί­α, δη­λα­δή δύ­ο ἀρ­χές (Πα­τήρ-Υἱ­ός) ἤ καί δι­ά­κρι­ση στήν οὐ­σί­α, ὄ­χι στόν τρό­πο με­τά­δο­σης τῆς μιᾶς καί κοι­νῆς θεί­ας Οὐ­σί­ας, ὅ­πο­τε ὁ­δη­γού­με­θα ὄ­χι στή μο­νο­θε­ΐ­α ἀλ­λά στήν δι­θε­ΐ­α!
Ἀ­κρι­βῶς αὐ­τό τόν κίν­δυ­νο ἀ­πο­φεύ­γει ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α δι­α­κη­ρύτ­τει τή δι­ά­κρι­ση με­τα­ξύ τῶν τρι­ῶν προ­σώ­πων μέ βά­ση τόν τρό­πο με­τά­δο­σης τῆς μιᾶς θεί­ας οὐ­σί­ας ἀ­πό τόν Πά­τε­ρα ὡς μο­να­δι­κή ἀρ­χή καί πη­γή. Ἔ­τσι δι­α­σῴ­ζε­ται στήν ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α ἡ δι­ά­κρι­ση τῶν τρι­ῶν ὑ­πο­στά­σε­ων καί ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς μιᾶς οὐ­σί­ας τοῦ Θε­οῦ.
Ἡ πί­στη τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας στή μο­ναρ­χί­α τοῦ Πα­τρός, σχε­τι­κά μέ τήν προ­αι­ώ­νιο με­τά­δο­ση τῆς θεί­ας οὐ­σί­ας στόν Υἱ­ό (προ­αι­ώ­νιος γέν­νη­ση) καί στό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα (προ­αι­ώ­νιος ἐκ­πό­ρευ­ση), δέν πρέ­πει νά συγ­χέ­ε­ται μέ τήν «πέμ­ψιν» τοῦ Πα­ρα­κλή­του μέ­σα στό χρό­νοι ἐκ μέ­ρους τοῦ Χρι­στοῦ, γιά τό φω­τι­σμό καί τή σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου· ὁ Θε­ός Πα­τήρ ἐκ­πο­ρεύ­ει προ­αι­ω­νί­ως τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο με­τα­δί­δον­τάς Του τή θεί­α φύ­ση καί «πέμ­πει» Αὐ­τό στόν κό­σμο διά τοῦ Υἱ­οῦ, ἤ «στό ὄ­νο­μα τοῦ Υἱ­οῦ» (Ἰ­ω. ι­ε' 26, ι­δ' 26) ἐν χρό­νῳ.
Γι’ αὐ­τό καί οἱ ὀρ­θό­δο­ξοι πι­στοί ἀ­να­φω­νοῦ­με στόν ὕ­μνο τῆς Πεν­τη­κο­στῆς:
«Τό Πα­νά­γιον Πνεῦ­μα,
τό προ­ϊ­όν ἐκ τοῦ Πα­τρός καί δι’ Υἱ­οῦ ἐν­δη­μῆ­σαν
τοῖς ἀ­γραμ­μά­τοις μα­θη­ταῖς·
τούς σέ Θε­όν ἐ­πι­γνόν­τας
σῶ­σον, ἁ­γί­α­σον πάν­τας»,
ὦ Πα­νά­γιο Πνεῦ­μα,
ποῦ προ­ῆλ­θες ἐκ τοῦ Πα­τρός
καί ἐ­πε­φοί­τη­σες διά τοῦ Υἱ­οῦ στούς ἀ­γραμ­μά­τους
μα­θη­τές,

Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη στήν Ἁ­γί­α Τριά­δα ὁ­μο­λο­γεῖ­ται μέ τόν ὑ­πέ­ρο­χο ὕ­μνο τῆς Πεν­τη­κο­στῆς:
«Δεῦ­τε λα­οί,
τήν τρι­συ­πό­στα­τον Θε­ό­τη­τα προ­σκυ­νή­σω­μεν,
Υἱ­όν ἐν τῷ Πα­τρί, σύν Ἁ­γί­ω Πνεύ­μα­τι.
Πα­τήρ γάρ ἀ­χρό­νως ἐ­γέν­νη­σεν Υἱ­όν,
συ­να­ΐ­διον καί σύν­θρο­νον,
καί Πνεῦ­μα Ἅ­γιον ἦν ἐν τῷ Πα­τρί,
σύν Υἱ­ῷ δο­ξα­ζό­με­νον·
μί­α δύ­να­μις, μί­α οὐ­σί­α, μί­α Θε­ό­της,
ἥν προ­σκυ­νοῦν­τες πάν­τες λέ­γο­μεν
Ἅ­γιος ὁ Θε­ός,
ὁ τά πάν­τα δη­μι­ουρ­γη­σας δι’ Υἱ­οῦ,
συ­νερ­γί­ᾳ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.
Ἅ­γιος ἰ­σχυ­ρός,
δι ’ οὗ τόν Πά­τε­ρα ἐ­γνώ­κα­μεν,
καί τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιον ἐ­πε­δή­μη­σεν ἐν κό­σμῳ.
Ἅ­γιος ἀ­θά­να­τος,
τό Πα­ρά­κλη­τον Πνεῦ­μα,
τό ἐκ τοῦ Πα­τρός ἐκ­πο­ρευ­ό­με­νον,
καί ἐν Υἱ­ῷ ἀ­να­παυ­ό­με­νον
Τριάς Ἁ­γί­α δό­ξα σοι».
Δέν ὑ­πάρ­χει λοι­πόν δι­α­φο­ρά με­τα­ξύ της ὀρ­θό­δο­ξης πί­στης καί τῆς ὀρ­θό­δο­ξης λα­τρεί­ας, με­τα­ξύ δο­ξο­λο­γί­ας καί ζω­ῆς. Τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα εἶ­ναι «τό προ­ϊ­όν ἐκ τοῦ Πα­τρός καί δι’ Υἱ­οῦ ἐν­δη­μῆ­σαν», τό ἐκ­πο­ρευ­ό­με­νον ἐκ τοῦ Πα­τρός καί ἀ­πο­στελ­λό­με­νο διά τοῦ Υἱ­οῦ (Ἰ­ω. ι­δ' 26, ι­ε' 26)· «καί Πνεῦ­μα Ἅ­γιον ἦν ἐν τῷ Πα­τρί, σύν Υἱ­ῷ δο­ξα­ζό­με­νον»· καί Πνεῦ­μα Ἅ­γιον ἦ­το ἐν τῷ Πα­τρί, δο­ξα­ζό­με­νο μα­ζί μέ τόν Υἱ­ό, ὥ­στε καί τά τρί­α πρό­σω­πα νά ἀ­πο­τε­λοῦν «μί­α δύ­να­μη, μί­α οὐ­σί­α, μί­α Θε­ό­τη­τα».
«Ὅ­λαι αἱ ὑ­πο­σχέ­σεις τοῦ Θε­οῦ εἰς τό πρό­σω­πον τοῦ Χρι­στοῦ πραγ­μα­το­ποι­οῦν­ται· καί δι’ αὐ­τοῦ λέ­γο­μεν τό ἀ­μήν εἰς τόν Θε­όν πρός δό­ξαν Του. Ἐ­κεῖ­νος δέ πού μᾶς στε­ρε­ώ­νει μα­ζί μ’ ἐ­σᾶς εἰς τόν Χρι­στόν καί μᾶς ἔ­χρι­σε, εἶ­ναι ὁ Θε­ός, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί μᾶς ἐ­σφρά­γι­σε καί ἔ­δω­κε στίς καρ­δί­ες μας τό Πνεῦ­μα σάν ἀρ­ρα­βῶ­να»  (Β' Κορ. α' 20- 22).
Σέ ὅ,τι ἀ­φο­ρᾶ τήν προ­αι­ώ­νια ὕ­παρ­ξη, ὁ Πα­τήρ με­τα­δί­δει τή Θεί­α Του φύ­ση στό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο μέ τήν «ἐκ­πό­ρευ­ση». Ὅ­μως σέ ὅ,τι ἀ­φο­ρᾶ τή Θεί­α ἐ­νέρ­γεια γιά τή σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου, τά πάν­τα συν­τε­λοῦν­ται «ἐκ τοῦ Πα­τρός διά τοῦ Υἱ­οῦ ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνε­ύ­μα­τι». Γι’ αὐ­τό καί πι­στεύ­ου­με πώς τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα «ἐν χρό­νῳ» «πέμ­πε­ται» διά τοῦ Υἱ­οῦ, ἐ­νῷ τή Θεί­α οὐ­σί­α λαμ­βά­νει ἀ­πό μό­νο τόν Πά­τε­ρα («Ἐκ τοῦ πα­τρός ἐκ­πο­ρευ­ό­με­νον»­).

θ) Ἡ ἀ­γά­πη ὡς φα­νέ­ρω­ση τῆς ζω­ῆς τοῦ Θε­οῦ
Τό Τρι­α­δι­κό δόγ­μα δέν ἀ­πο­τε­λεῖ ἀν­τι­κεί­με­νο θε­ω­ρη­τι­κῆς ἐ­να­σχό­λη­σης, ἀλ­λά πη­γή ζω­ῆς. Ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἀ­γά­πη (Α' Ἰ­ω. δ' 8, 16) καί ἑ­πο­μέ­νως ἡ ἀ­γά­πη ἀ­πο­τε­λεῖ φα­νέ­ρω­ση τῆς ζω­ῆς τοῦ Θε­οῦ. Ἄν ὁ Θε­ός ἦ­ταν μο­νάς, δέν θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι ἀ­γά­πη· θά ἦ­ταν ὄν πού ζεῖ σέ πλή­ρη μο­να­ξιά· ἡ ἀ­γά­πη δέν θά ἦ­ταν ἔκ­φρα­ση τῆς οὐ­σί­ας τοῦ Θε­οῦ. Καί ἄν πά­λι ὁ Θε­ός ἦ­ταν «δυ­άς», π.χ. Πα­τήρ καί Υἱ­ός, καί τό­τε δέν θά εἴ­χα­με τήν ἑ­νό­τη­τα καί τήν ἀ­γά­πη στήν πλη­ρό­τη­τά τους. Θά εἴ­χα­με ἕ­να εἶ­δος ἀν­τί­θε­σης: Πα­τήρ-Υἱ­ός. Ὅ­μως ἡ ἀν­τί­θε­ση αὐ­τή ὑ­περ­νι­κᾶ­ται αἰ­ω­νί­ως στό πρό­σω­πό του Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.
Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος ὑ­πο­γραμ­μί­ζει τήν ὀρ­θό­δο­ξο δι­δα­χή: «Ἐ­μεῖς ὅ­μως τι­μῶ­μεν τή μο­ναρ­χί­α· καί μά­λι­στα τή μο­ναρ­χί­α, ἡ ὁ­ποί­α δέν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται εἰς ἕ­να πρό­σω­πο· δι­ό­τι συμ­βαί­νει καί τό ἕ­να νά ἐ­πα­να­στα­τεῖ κα­τά τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του καί νά γί­νε­ται πολ­λά· ἀλ­λά μο­ναρ­χί­α, τήν ὁ­ποί­α πραγ­μα­το­ποι­εῖ ἡ ἰ­σο­τι­μί­α τῆς φύ­σης, ἡ σύμ­πνοι­α τῆς γνώ­μης, ἡ ταυ­τό­τη­τα τῆς κί­νη­σης καί ἡ συμ­φω­νί­α μέ τό ἕ­να πρό­σω­πο, πρᾶγ­μα πού δέν ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται στήν κτί­στη φύ­ση. Ὥ­στε καί ἄν ἀ­κό­μη ὑ­πάρ­χει δι­α­φο­ρά στόν ἀ­ριθ­μό, ὅ­μως ἡ οὐ­σί­α δέν τε­μα­χί­ζε­ται».
Μέ αὐ­τή τήν ἔν­νοι­α ἡ Τριά­δα δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται στούς ἀ­ριθ­μούς τῆς ἀ­ριθ­μη­τι­κῆς, ἀλ­λά στήν ὑ­πέρ­βα­ση τοῦ ἐ­γω­ι­σμοῦ καί τῆς δι­αί­ρε­σης, στό πλή­ρω­μα τῆς ἑ­νό­τη­τας, τῆς ἁρ­μο­νί­ας καί τῆς ἀ­γά­πης.
Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Ἀ­χρί­δος Νι­κό­λα­ος μι­λών­τας γιά τήν Τρι­α­δι­κή ἀ­γά­πη ὑ­πο­γραμ­μί­ζει: «Τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς ἀ­γά­πης εἶ­ναι τό ὅ­τι τό πρό­σω­πο τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­γα­πᾶ θέ­λει νά ἐ­ξα­φα­νι­σθεῖ μέ­σα στό ἀ­γα­πη­μέ­νο πρό­σω­πο. Τό­σο φα­νε­ρά εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Πα­τρός πρός τόν Υἱ­ό καί τοῦ Υἱ­οῦ πρός τόν Πά­τε­ρα! Ὅ­μοι­α εἶ­ναι ἐ­πί­σης καί ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος πρός τόν Πά­τε­ρα καί τόν Υἱ­όν. Μέ αὐ­τή τήν ἀ­γά­πη», δη­λα­δή μέ τήν ἀ­γά­πη πού δέν κρα­τεῖ τί­πο­τε γιά τόν ἑ­αυ­τό της, «ἑρ­μη­νεύ­ον­ται καί οἱ λό­γοι τοῦ Κυ­ρί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­πε ὅ­τι “ὁ Πα­τήρ μου εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρος ἀ­πό ἐ­μέ” (Ἰ­ω. ι­δ' 28)· ὅ­μως μέ αὐ­τή τήν ἀ­γά­πη ἡ Ἁ­γί­α Τριάς δέν συγ­χέ­ε­ται, οὔ­τε δι­αι­ρεῖ­ται. Εἶ­ναι καί πα­ρα­μέ­νει μί­α καί συ­νά­μα τρι­α­δι­κή φλό­γα τῆς ζω­ῆς καί τῆς ἀ­γά­πης».
«Εἰς αὐ­τή τή θαυ­μα­στή φλό­γα τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ ἀ­νά­πτου­με καί μεῖς τίς δι­κές μας μι­κρές λαμ­πά­δες τῆς ἐ­πι­γεί­ου ἀ­γά­πης, οἱ ὁ­ποῖ­ες σβή­νουν εὔ­κο­λα. Ἡ ἀ­γά­πη πού συγ­κεν­τρώ­νε­ται σέ ἕ­να πρό­σω­πο, δη­λα­δή στόν ἑ­αυ­τό μας, δέν εἶ­ναι ἀ­γά­πη, ἀλ­λά φι­λαυ­τί­α καί ἐ­γω­ι­σμός. Ἡ ἀ­γά­πη με­τα­ξύ τῶν δύ­ο ψυ­χραί­νε­ται γρή­γο­ρα καί με­τα­βάλ­λε­ται σέ λύ­πη. Γι’ αὐ­τό καί στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ἡ ἀ­τε­κνί­α ἐ­θε­ω­ρεῖ­το κα­τά­ρα. Τό πλή­ρω­μα τῆς ἀ­γά­πης εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη τῶν τρι­ῶν. Ἔ­τσι εἶ­ναι ἐ­πί τῆς γῆς, για­τί ἔ­τσι εἶ­ναι καί στόν οὐ­ρα­νό».
Ὅ­ταν πρό­κει­ται γιά «μο­νά­δα» δέν μπο­ροῦ­με νά μι­λή­σου­με γιά ἀ­γά­πη, για­τί μί­α τέ­τοι­α «ἀ­γά­πη» θά ἐ­πέ­στρε­φε στόν ἑ­αυ­τό τοῦ «ἑ­νός» καί θά ἦ­ταν μό­νο ἐ­γω­ι­στι­κή στά­ση καί κα­θό­λου ἀ­γά­πη. Ἡ ἀ­γά­πη τῶν δύ­ο δέν εἶ­ναι ἀ­παλ­λαγ­μέ­νη ἀ­πό «ἀν­τί­θε­ση». Στό τρί­το πρό­σω­πο ξε­περ­νι­έ­ται κά­θε ἀν­τί­θε­ση καί βι­ώ­νε­ται ἡ τέ­λεια ἀ­γά­πη. Γι’ αὐ­τό καί ἡ Τρι­α­δι­κή ἀ­γά­πη εἶ­ναι τό πλή­ρω­μα τῆς ἀ­γά­πης· γι’ αὐ­τό καί αὐ­τή ἡ ἀ­γά­πη ἀ­πο­τέ­λει φα­νέ­ρω­ση τῆς ζω­ῆς τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ.

ι) Ὁ Τρι­α­δι­κός Θε­ός, ἡ μό­νη ἐλ­πί­δα τοῦ ἀν­θρώ­που
Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι τό «κα­τ’ εἰ­κό­να» τοῦ Θε­οῦ καί ἑ­πο­μέ­νως ἡ ζω­ή του, γιά νά ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ στήν ἀ­λη­θι­νή του φύ­ση, πρέ­πει νά εἶ­ναι μι­κρο­γρα­φί­α τῆς ζω­ῆς τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­πει­δή ὁ Θε­ός εἶ­ναι Τρι­α­δι­κός, καί ὁ ἄν­θρω­πος κα­λεῖ­ται νά γί­νει «Τρι­α­δι­κός», ζών­τας «Τρι­α­δι­κά», δη­λα­δή τή ζω­ή τῆς πλή­ρους ἑ­νό­τη­τας καί τῆς ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κῆς ἀ­γά­πης. Σέ μιά τέ­τοι­α ζω­ή κα­λεῖ τόν ἄν­θρω­πο ὁ Τρι­α­δι­κός Θε­ός, πού εἶ­ναι τό ἀρ­χέ­τυ­πο τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ ζω­ή τῆς ἀ­γά­πης δέν ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται μό­νο στήν ἀ­λη­θι­νή φύ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λά ὁ­δη­γεῖ τόν ἄν­θρω­πο καί στήν ἀ­λη­θι­νή Θε­ο­γνω­σί­α.
«Ὅ­ποι­ος δέν ἀ­γα­πᾶ, δέν ἐ­γνώ­ρι­σε τόν Θε­ό, δι­ό­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἀ­γά­πη. Μέ τοῦ­το ἐ­φα­νε­ρώ­θη ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ σ’ ἐ­μᾶς: ὅ­τι τόν Υἱ­όν Του τόν μο­νο­γε­νῆ ἔ­στει­λε ὁ Θε­ός εἰς τόν κό­σμο, διά νά ζή­σω­με δι’ αὐ­τοῦ. Εἰς τοῦ­το συ­νί­στα­ται ἡ ἀ­γά­πη, ὄ­χι εἰς τό ὅ­τι ἐ­μεῖς ἀ­γα­πή­σα­με τόν Θε­όν, ἀλ­λ’ ὅ­τι αὐ­τός μᾶς ἀ­γά­πη­σε καί ἔ­στει­λε τόν Υἱ­όν Του ὡς ἱ­λα­σμόν διά τάς ἁ­μαρ­τί­ας μας.­.. Μέ τοῦ­το ξέ­ρο­μεν ὅ­τι μέ­νο­μεν ἐν αὐ­τῷ καί αὐ­τός ἐν ἡ­μῖν, δι­ό­τι μᾶς ἔ­δω­κε ἀ­πό τό Πνεῦ­μα Του» (Α' Ἰ­ω. δ' 8-13).
Ἡ με­γά­λη ἐλ­πί­δα τοῦ ἀν­θρώ­που, τό νό­η­μα τῆς ζω­ῆς του, εἶ­ναι ἡ κοι­νω­νί­α τῆς ἀ­γά­πης, πού δέν πε­ρι­λαμ­βά­νει μό­νο τούς συ­ναν­θρώ­πους, ἀλ­λά ἀ­πο­τε­λεῖ ἑ­νό­τη­τα καί ἁρ­μο­νί­α μέ τόν ἴ­διο τόν ἑ­αυ­τό μας καί μέ τόν Θε­ό, πού εἶ­ναι ἡ ζω­ή! Αὐ­τή ἡ Θε­ο­κοι­νω­νί­α (Β' Πε­τρ. α' 4), κα­τά τήν ὁ­ποί­α ὁ ἄν­θρω­πος «μέ­νει ἐν τῷ Θε­ῷ καί ὁ Θε­ός ἐν αὐ­τῷ» (Α' Ἰ­ω. δ' 16. Πρβλ. Ἰ­ω. Ἰ­ζ' 20-26) ἐ­ξα­σφα­λί­ζε­ται μέ τή δω­ρε­ά τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος τοῦ Θε­οῦ (Α' Ἰ­ω. δ' 13), μέ τό χρῖ­σμα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος (Α' Ἰ­ω. β' 20-27), πού εἶ­ναι ἡ σφρα­γί­δα τοῦ Θε­οῦ (Ἀ­ποκ. Θ' 4).
Ἐ­άν ὁ Υἱ­ός, πού ἐ­στά­λη ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα, «διά νά ζή­σω­μεν δι’ αὐ­τοῦ» ἤ τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ἦ­σαν κτί­σμα­τα, τό­τε δέν θά μπο­ρού­σα­με δι’ αὐ­τῶν νά ἔ­χου­με καμ­μί­α κοι­νω­νί­α μέ τόν Θε­ό· «θά ἠ­νω­νό­με­θα ἁ­πλῶς μέ κά­ποι­ο κτί­σμα καί θά εἴ­με­θα ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νοι ἀ­πό τή θεί­α φύ­ση, ἀ­φοῦ τί­πο­τα δέν θά μᾶς ἤ­νω­νε μέ αὐ­τήν. Τώ­ρα δέ, πού λε­γό­με­θα μέ­το­χοι Χρι­στοῦ καί μέ­το­χοι τοῦ Θε­οῦ, φαί­νε­ται ὅ­τι τό ἐν ἡ­μῖν χρῖ­σμα καί ἡ σφρα­γίς δέν εἶ­ναι ἐκ τῆς φύ­σε­ως τῶν δη­μι­ουρ­γη­μά­των, ἀλ­λά ἐκ τῆς φύ­σε­ως τοῦ Υἱ­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος συ­νά­πτει ἡ­μᾶς μέ τόν Πα­τέ­ρα διά τοῦ ἐν αὐ­τῷ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος» (Μ. Ἀ­θαν. Προ­βλ. Ἑ­βρ. γ' 14. Ρωμ. η' 14-17. Β' Πε­τρ. α' 4).
Ἡ πί­στη στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό ἀ­πο­τε­λεῖ γιά τόν ἄν­θρω­πο πραγ­μα­τι­κή ἐλ­πί­δα. Ἄν ὁ ἄν­θρω­πος γνω­ρί­σει ποι­ό εἶ­ναι τό ἀρ­χέ­τυ­πό του, πῶς εἶ­ναι δη­λα­δή εἰ­κό­να τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος, τό­τε θά πι­στέ­ψει πώς εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ζή­σει καί αὐ­τός τή ζω­ή τῆς ἑ­νό­τη­τας καί τῆς ἀ­γά­πης. Τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος θά μπο­ρέ­σει νά βρεῖ τή σω­τη­ρί­α.
Τοῦ­το δέν εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά τό ἐν­νο­ή­σου­με, ὅ­ταν σκε­φθοῦ­με πώς ὁ ἄν­θρω­πος, ἰ­δι­αί­τε­ρα σή­με­ρα, ζεῖ ἐ­σω­τε­ρι­κά δι­ε­σπα­σμέ­νος καί ἐ­ξω­τε­ρι­κά ἀ­πο­μο­νω­μέ­νος. Αἰ­σθά­νε­ται πώς ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό πολ­λα­πλά στοι­χεῖ­α· ἔ­χει σῶ­μα, πνεῦ­μα, βού­λη­ση, συ­ναί­σθη­μα κ.ἄ. Ἕ­νας ἄν­θρω­πος δι­ῃ­ρη­μέ­νος ἐ­σω­τε­ρι­κά δέν μπο­ρεῖ νά πεῖ ὅ­τι εἶ­ναι λυ­τρω­μέ­νος· τό ἴ­διο καί ὅ­ταν αἰ­σθά­νε­ται ὅ­τι ζεῖ σέ πλή­ρη ἀ­πο­ξέ­νω­ση καί μο­να­ξιά· ἕ­νας ἄν­θρω­πος πού δέν δι­α­θέ­τει τή δύ­να­μη νά ἀ­γα­πή­σει, δέν μπο­ρεῖ νά βρεῖ τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή του ἰ­σορ­ρο­πί­α.
Ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει νά γνω­ρί­σει πώς δέν ἀ­νή­κει στή φύ­ση του ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κή δι­ά­σπα­ση καί ἡ ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἀ­πο­ξέ­νω­ση, ἀλ­λά ἡ ἁρ­μο­νί­α καί οἱ δι­α­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις· γι’ αὐ­τό πρέ­πει νά γνω­ρί­σει τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό καί νά πι­στέ­ψει πώς δη­μι­ουρ­γή­θη­κε «κα­τ’ εἰ­κό­να» Του! Νά βε­βαι­ω­θεῖ πώς ὁ Θε­ός ζεῖ στήν πλη­ρό­τη­τα τήν ἑ­νό­τη­τα καί τήν ἀ­γά­πη καί νά πι­στέ­ψει πώς σ’ αὐ­τό τό ση­μεῖ­ο βρί­σκε­ται καί ὁ δι­κός του τε­λι­κός προ­ο­ρι­σμός, τό νό­η­μα τῆς δί­κης τοῦ ζω­ῆς (Β' Κορ. ε' 17-21. Α' Ἰ­ω. γ' 2-3).
Ἄν ὁ ἄν­θρω­πος δε­χθεῖ τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό καί ἀ­να­κα­λύ­ψει τήν προ­σω­πι­κή του ταυ­τό­τη­τα στήν εἰ­κό­να τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ, τό­τε μό­νο μπο­ρεῖ νά βε­βαι­ω­θεῖ πώς καί ὁ ἴ­διος, ἀ­πό τή φύ­ση του, εἶ­ναι δυ­να­τόν νά φθά­σει στήν πλη­ρό­τη­τα τῆς ἁρ­μο­νί­ας, τῆς ἀ­γά­πης, τῆς κοι­νω­νί­ας· τό­τε ἀ­πο­κτᾶ νό­η­μα ὄ­χι μό­νο ἡ ζω­ή του, ἀλ­λά καί ὁ ἀ­γῶ­νας του. Ἰ­δού για­τί εἴ­πα­με πώς ἡ ἀ­λή­θεια τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ, ἡ πί­στη στήν Ἁ­γί­α Τριά­δα, εἶ­ναι ἡ μό­νή ἐλ­πί­δα τοῦ ἀν­θρώ­που.
Μα­κριά ἀ­πό τήν πί­στη στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό καί τήν ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α γιά τό τί εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος, δέν μπο­ροῦ­με νά θέ­σου­με ὡς νό­η­μα τῆς ὕ­παρ­ξής μας τήν κοι­νω­νί­α καί τή βί­ω­ση τῆς ἀ­γά­πης· ἀ­ναγ­κα­στι­κά θά πέ­σου­με σέ σκο­πούς ὑ­λο­κρα­τι­κούς καί ὑ­λι­στι­κούς ἤ θά κι­νη­θοῦ­με σέ ἐ­πί­πε­δα παν­θε­ϊ­στι­κῆς τά­ξης. Σέ τέ­τοι­ους δρό­μους ὁ­δη­γοῦν ἐ­πί πα­ρα­δείγ­μα­τι ὅ­λες οἱ ἰν­δου­ι­στι­κῆς προ­έ­λευ­σης ὁ­μά­δες, πού κη­ρύτ­τουν πώς ὁ Θε­ός δέν εἶ­ναι προ­σω­πι­κός καί πώς ὁ ἄν­θρω­πος δέν ἐ­πλά­σθη «κα­τ’ εἰ­κό­να καί κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σιν Θε­οῦ», ἀλ­λά εἶ­ναι μέ­ρος τῆς θεί­ας οὐ­σί­ας. Κά­τω ἀ­πό αὐ­τό τό πρῖ­σμα, τό νό­η­μα τῆς ζω­ῆς τοῦ ἀν­θρώ­που δέν εἶ­ναι πλέ­ον ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη σχέ­σε­ων κοι­νω­νί­ας καί ἀ­γά­πης, ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα ἡ ἀ­πο­δέ­σμευ­ση ἀ­πό ὁ­ποι­εσ­δή­πο­τε «προ­σκολ­λή­σεις» καί ἡ δι­ά­λυ­ση τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας τοῦ ἀν­θρώ­που στή λε­γό­με­νη «παγ­κό­σμια συ­νει­δη­τό­τη­τα».
Αὐ­τό ἀ­πο­δει­κνύ­ει πό­σο ἐ­πι­πό­λαι­ο θά ἦ­ταν νά θε­λή­σου­με νά συμ­βι­βά­σου­με τή χρι­στι­α­νι­κή μας ὑ­πό­στα­ση μέ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε συμ­με­το­χή σέ τε­χνι­κές τῆς γι­όγ­κα, τοῦ δι­α­λο­γι­σμοῦ καί σέ πα­ρό­μοι­ες «πρα­κτι­κές», πού βα­σί­ζον­ται σέ ἐ­ξω­χρι­στι­α­νι­κές θε­ο­λο­γι­κές καί ἀν­θρω­πο­λο­γι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις.
Ὁ ἰ­σχυ­ρι­σμός ὅ­τι ὅ­λες οἱ θρη­σκεῖ­ες ἀ­πο­βλέ­πουν στόν ἴ­διο σκο­πό ἤ ὅ­τι μέ τίς «τε­χνι­κές» αὐ­τές μπο­ρεῖ κα­νείς νά γί­νει κα­λύ­τε­ρος χρι­στια­νός, ἄν δέν ὀ­φεί­λε­ται σέ ἄ­γνοι­α τῶν βα­σι­κῶν χρι­στι­α­νι­κῶν θέ­σε­ων ἤ σέ ἀ­πο­κρυ­φι­στι­κή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ μη­νύ­μα­τος, ἀ­πο­τε­λεῖ σκό­πι­μη δι­α­τρέ­βλω­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης καί ἐλ­πί­δας, ἐ­πι­κίν­δυ­νη ἀλ­λοί­ω­ση τῆς ἔν­νοι­ας τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ νο­ή­μα­τος τῆς ζω­ῆς, ἐ­πι­βου­λή τῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ ὀρ­θό­δο­ξου πι­στοῦ.
Κλεί­νον­τας τό κε­φά­λαι­ο αὐ­τό γιά τήν Τρι­α­δι­κή Ἀ­λή­θεια συ­νο­ψί­ζου­με πώς ἡ θεί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη, δη­λα­δή ἡ συγ­κα­τά­βα­ση τοῦ Θε­οῦ, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε βαθ­μια­ία, προ­σαρ­μο­ζό­με­νη στήν πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση τοῦ ἀν­θρώ­που τῆς πτώ­σης.
Ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη αὐ­τή ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε μέ τήν κά­θο­δο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος κα­τά τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς καί ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν Ἕ­να καί Τρι­α­δι­κό Θε­ό. Ὁ Θε­ός δέν μᾶς ἀ­πο­κά­λυ­ψε τά πάν­τα γιά τόν Ἑ­αυ­τό Του, ἀλ­λά ὅ­σα ἦ­σαν ἀ­πα­ραί­τη­τα γιά τή σω­τη­ρί­α μας. Οἱ δογ­μα­τι­κοί ὅ­ροι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δέν ἀ­πο­δί­δουν αὐ­τό πού στήν οὐ­σί­α Του εἶ­ναι ὁ Θε­ός, ἀλ­λά «ὁ­ρι­ο­θε­τοῦν» τήν πί­στη καί πε­ρι­φρου­ροῦν τό πε­ρι­ε­χό­με­νό της ἔ­ναν­τι τῆς αἱ­ρε­τι­κῆς ἀ­πει­λῆς.
Πι­στεύ­ου­με σέ Ἕ­να Θε­ό, πού εἶ­ναι Τρι­α­δι­κός, δη­λα­δή κοι­νω­νί­α προ­σώ­πων. Ὑ­πάρ­χει μό­νο μί­α Θεί­α οὐ­σί­α, γι’ αὐ­τό κά­νου­με λό­γο γιά ἕ­να Θε­ό. Ὅ­μως αὐ­τῆς τῆς Θεί­ας οὐ­σί­ας με­τέ­χουν ὄ­χι μό­νο ὁ Πα­τήρ, ἀλ­λά καί ὁ Υἱ­ός καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Γι’ αὐ­τό καί ὁ Ἕ­νας Θε­ός εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να καί Τρι­α­δι­κός. Ὁ Πα­τήρ, ὡς μο­να­δι­κή Ἀρ­χή καί Πη­γή, με­τα­δί­δει τή Θεί­α ὕ­παρ­ξη στόν Υἱ­ό μέ προ­αι­ώ­νια γέν­νη­ση καί στό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα μέ προ­αι­ώ­νια ἐκ­πό­ρευ­ση.
Ἀλ­λά μέ­σα στό χρό­νο γιά τή σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου, τά πάν­τα συν­τε­λοῦν­ται «Τρι­α­δι­κά», ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα διά τοῦ Υἱ­οῦ «ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι». Γι' αὐ­τό καί ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα «πέμ­πε­ται» διά τοῦ Υἱ­οῦ. Καί τά τρί­α Θεῖ­α πρό­σω­πα ἔ­χουν μί­α θέ­λη­ση καί μί­α ἐ­νέρ­γεια, εἶ­ναι με­τα­ξύ τους ἑ­νω­μέ­να ἀ­δι­αι­ρέ­τως.
Ὁ ἄν­θρω­πος, ἔ­χον­τας σάν ἀρ­χέ­τυ­πό του τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό, εἶ­ναι ἀ­πό τή φύ­ση τοῦ («κα­τ’ εἰ­κό­να») ἑ­νό­τη­τα, ἁρ­μο­νί­α, ἀ­γά­πη. Ἄν ὅ­μως ἀ­πορ­ρί­ψου­με τήν πί­στη στήν Ἁ­γί­α Τριά­δα, ἐ­κλά­βου­με τόν Υἱ­ό ἤ τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ὡς κτί­σμα, ἐ­άν εἰ­σα­γά­γου­με «σύγ­χυ­ση» στίς σχέ­σεις τῶν θεί­ων προ­σώ­πων, τό­τε καί ὁ ἄν­θρω­πος ὡς τό «κα­τ’ εἰ­κό­να» αὐ­τοῦ τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πό τή φύ­ση του δέ θά εἶ­ναι ἑ­νό­τη­τα καί ἀ­γά­πη, ἀλ­λά δι­ά­σπα­ση, δυ­σαρ­μο­νί­α ἤ σύγ­χυ­ση. Γι’ αὐ­τό λέ­με πώς ἡ πί­στη στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό εἶ­ναι ἡ μό­νη ἐλ­πί­δα τοῦ ἀν­θρώ­που.





Share:

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ

Η φωτογραφία μου
Για την προστασία του ελληνορθόδοξου πολιτισμού της οικογενείας της νεολαίας και του πολίτη.

Translate

Από το Blogger.

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Ετικέτες

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΑΙΔ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΏΤΟΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΛΛΟΘΡΗΣΚΟΙ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΟΜΙΛΙΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΣΟΦΙΑ ΑΠOKPYΦIΣMOΣ ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΙΑ ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΛΛΑΣ ΑΡΧΙΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ ΜΥΡΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΜΑΪΔΩΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ΑNTIAIPETIKO ΣEMINAPIO ΒΙΟΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΓΙΟΓΚΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ ΕΘΝΟΦΥΛΕΤΙΣΜΟΣ ΕΙΚΟΝΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΕΚΔΡΟΜΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΕΣΩΤΕΡΙΣΜΟΣ ΕΤΕΡΟΘΡΗΣΚΟΙ ΘΕΟΣΟΦΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΙΔΡΥΜΑ ΑΓΑΠΗΣ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΡΙΔΟΛΟΓΙΑ ΙΣΛΑΜ ΙΩΑΝΝΗ ΜΗΛΙΩΝΗ Κ. ΒΑΪΟΣ ΠΡΑΝΤΖΟ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΑΣΙΛΑΚΗ ΚΩΝΣΤ. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΛΟΓΟΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΣΜΟΣ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΝΕΟΓNΩΣTIKIΣMOΣ ΝΕΟEIΔΩΛOΛATPEIA ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΒΙΝΤΕΟ ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Π. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΣΟΥΡΟΣ Π. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΠΑΤΕΡ ΙΩΣΗΦ ΒΙΓΛΙΩΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΚΟΠΙΑ ΠΙΣΤΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΜΙΛΙΩΝ ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΠΡΟΣΥΛΙΤΙΣΜΟΣ ΠΡΩΤ. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΣΟΥΡΟΣ ΡΕΦΛΕΞΟΛΟΓΙΑ ΣΑΤΑΝΙΣΜΟΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΣΚΟΠΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΧΙΣΜΑ ΤΡΙΤΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΦΥΛΟ ΧΙΛΙΑΣΤΕΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΨΕΥΔΟ-ΙΝΔΟΥΙΣΜΟΣ ΨΗΦΙΣΜΑ ΨEYΔOΠPOΦHTEΣ ΨEYTOMEΣΣIEΣ

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Προτεινόμενη ανάρτηση

Η εορτή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά προστάτου του Σωματείου μας

Παραμονή Του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά σήμερα και η τοπική Ἐκκλησία της Θεσσαλονίκης μαζί με το Σωματείο του Ορθοδόξου Μακεδονικού Παρατηρη...

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *