Μιλήσαμε γιά τήν πίστη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στόν Ἕνα καί Τριαδικό Θεό καί ὑπογραμμίσαμε πώς αὐτή ἡ πίστη θεμελιώνει τήν ἐλπίδα μας γιά αἰώνια ζωή. Σ’ αὐτό τό κεφάλαιο θά δείξουμε ὅτι ἡ πίστη αὐτή ταυτίζεται μέ τή διδαχή τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
α) Ποιήσωμεν...
Ἡ Τριαδική ἀλήθεια παρουσιάζεται ἤδη στό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ πρώτου Βιβλίου τῆς Ἁγίας Γραφῆς:
«Καί εἶπεν ὁ Θεός· ἄς δημιουργήσουμε ἄνθρωπο σύμφωνα μέ τή δίκη μας εἰκόνα καί ὁμοίωση (κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν) καί ἄς ἐξουσιάζουν στά ψάρια τῆς θάλασσας καί στά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ καί στά κτήνη καί σ’ ὅλη τή γῆ καί σ’ ὅλα τά ἑρπετά πού σύρονται πάνω στή γῆ. Καί ἐδημιούργησε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τόν ἐδημιούργησε, ἄνδρα καί γυναῖκα ἐποίησεν αὐτούς» (Γεν. α' 26-27).
Ἐδῶ παρουσιάζεται ὁ Θεός νά «βουλεύεται» ἀπευθυνόμενος σέ κάποιον ἤ κάποιους: «ποιήσωμεν ἄνθρωπον».
Ἄς δημιουργήσουμε, λέγει, ὑπογραμμίζοντας ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι καρπός τῆς θείας βούλησης καί ἐνέργειας ὄχι ἑνός, ἀλλά περισσοτέρων θείων προσώπων. Ἡ «εἰκόνα», σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἐπρόκειτο νά δημιουργηθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἦταν μία. Ὅμως ἀνεφέρετο ὄχι μόνο στό πρόσωπο πού ὁμιλοῦσε, ἀλλά καί στά πρόσωπα ἐκείνων μέ τούς ὁποίους «ἐβουλεύετο». Τελικά ἡ Ἁγία Γραφή ἐγκαταλείπει τόν πληθυντικό ἀριθμό καί ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐδημιουργήθη ἀπό τόν Θεό καί «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ». Ἡ περικοπή παρουσιάζει ὄχι μόνο τήν ταυτότητα τῆς οὐσίας τῶν Τριῶν θείων προσώπων («κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί ὁμοίωσιν»), ἀλλά καί τήν ταυτότητα θελήματος καί ἐνεργείας («καί ἐποίησεν ὁ Θεός...»).
«Πρός ποῖον ὡμίλει ὁ Θεός, ὥστε νά ὁμιλεῖ προστάζων;» ρωτάει ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἀναφερόμενος στό «ποιήσωμεν ἄνθρωπον...» (Γεν. α' 26). «Ἐάν λοιπόν ὡμίλει εἰς αὐτά πού ἐγίνοντο καί ἔδιδε διαταγάς εἰς αὐτά, θά ἦτο περιττός ὁ λόγος, διότι δέν ὑπῆρχον ἀκόμη, ἀλλ’ ἐπρόκειτο νά γίνουν· οὐδείς ὁμίλει εἰς αὐτόν πού δέν ὑπάρχει, οὔτε δίδει διαταγάς, διά νά γίνει αὐτό πού δέν ἔχει ἀκόμη γίνει. Διότι ἐάν ὁ Θεός διέτασσε αὐτά πού ἐπρόκειτο νά δημιουργηθοῦν, θά ἔπρεπε νά λέγει· γίνε οὐρανέ... καί δημιουργήσου ἄνθρωπε... Ἀπό αὐτά φαίνεται ὁ Θεός νά συνομιλεῖ περί τούτων μέ κάποιον πλησίον Του».
Γιά τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ γνωρίζουμε πώς παρευρίσκετο κατά τή δημιουργία (Παροιμ. η' 27. Ψαλμ. λβ' 6. Ἰω. α' 3. Ἐφεσ. γ' 9. Κολ. α' 16. Ἑβρ. α' 2. Ἀπόκ. γ' 14. δ' 11). Ἀκόμη ὁ Υἱός κάνει ὅ,τι κάνει καί ὁ Πατέρας (Ἰω. ε' 19). 'Ο Μ. Βασίλειος ἀναφέρει πώς ὁ Θεός, μέ τό «ποιήσωμεν...» ἀπευθύνεται πρός τόν Υἱό, πού εἶναι «ἀπαύγασμα τῆς δόξης καί χαρακτήρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ» (Ἑβρ. α' 15) καί «εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολ. α' 15), «πρός τήν ἴδιαν τήν εἰκόνα Του, τήν ζῶσαν, ἐκείνην πού εἶπε· “ἐγώ καί ὁ Πατήρ ἕν ἐσμεν” (Ἰω. ι' 30) καί “ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα” (Ἰω.ιδ')· εἰς ἐκείνην λέγει τό “ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν”. Ὅπου μία εἰκών, ποῦ τό ἀνόμοιον;».
Ἀλλά στή δημιουργία παίρνει μέρος καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὄχι μόνο ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ: «Μέ τόν Λόγον τοῦ Κυρίου ἐστερεώθησαν οἱ οὐρανοί καί μέ τό Πνεῦμα τοῦ στόματος Αὐτοῦ ἡ δύναμις αὐτῶν» (Ψαλμ. λβ΄6) «τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέ δημιούργησε καί ἡ πνοή τοῦ Παντοδύναμου μέ διδάσκει» (Ἰωβ λγ' 4. Πρβλ. Ψαλμ. ργ' 29-30).
«Ὁ γάρ Πατήρ διά τοῦ Λόγου ἐν Πνεύματι κτίζει τά πάντα», ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ Μ. Ἀθανάσιος· «ἐπειδή, ὅπου εἶναι ὁ Λόγος, ἐκεῖ εἶναι καί τό Ἅγιον Πνεῦμα· καί τά κτιζόμενα διά τοῦ Λόγου ἔχουν τήν δύναμιν τῆς ὑπάρξεως των ἀπό τόν Υἱόν διά τοῦ Πνεύματος (Ψαλμ. λβ' 6)... Λοιπόν ἔτσι ἀποδεικνύεται ὅτι τό Πνεῦμα εἶναι ἀδιαίρετον ἀπό τόν Υἱόν». Τό συμπέρασμα λοιπόν εἶναι ὅτι «ὁ Πατήρ διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ποιεῖ τά πάντα· ἔτσι διατηρεῖται ἡ ἑνότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἔτσι κηρύσσεται εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἕνας Θεός» (Πρβλ. Α' Κορ. η' 6. Ρωμ. ια' 36).
Ὅταν ἡ Ἁγία Γραφή ἀναφέρει «ποιήσωμεν...», ἐννοεῖ πώς ὁ ἄνθρωπος καί ὁλόκληρος ἡ δημιουργία ἔχει ὡς «ἀρχική αἰτία» τόν Πάτερα, ὡς «δημιουργική» τόν Υἱόν καί ὡς «τελειοποιοῦσα» τό Ἅγιο Πνεῦμα.
β) Ἐδάφια πού ἀναφέρουν δύο θεῖα πρόσωπα
Πολλά ἐδάφια στήν Ἁγία Γραφή κάνουν λόγο γιά δύο θεῖα πρόσωπα καί ἑρμηνεύονται στό φῶς τῆς ὀρθόδοξου πίστης ὅτι ἀναφέρονται στόν Ἕνα καί Τριαδικό Θεό, στόν ὁποῖο διακρίνονται μία φύση καί τρία πρόσωπα.
Στόν προφήτη Ἰεζεκιήλ ἀναφέρεται:
«Καί εἶπε Κύριος πρός ἐμέ· ἡ πύλη αὐτή εἶναι κλεισμένη, κανείς δέν θά περάσει δι’ αὐτῆς, διότι Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ θά εἰσέλθει δι’ αὐτῆς καί θά μείνει κλεισμένη» (Ἰεζ. μδ' 2). Καί ἐδῶ παρουσιάζονται δύο θεῖα πρόσωπα. Ἀσφαλῶς ὁ δεύτερος Κύριος, πού εἰσῆλθε διά τῆς κλειστῆς πύλης (παρθένος Μαρία), εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού ἐνανθρώπησε καί κατοίκησε μεταξύ μας (Ἰω. α' 14).
«Διότι τάδε λέγει Κύριος Παντοκράτωρ·
εἰς δόξαν μέ ἀπέστειλε
ἐνάντιον τῶν ἐθνῶν πού σᾶς λαφυραγώγησαν,
διότι ὅποιος σᾶς ἀγγίζει,
σάν νά ἀγγίζει τήν κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ Του.
Διότι ἰδού θά ἁπλώσω ἐγώ τό χέρι μου ἐνάντιόν τους
καί θά γίνουν λάφυρα στούς αἰχμαλώτους των
καί θά γνωρίσουν
πώς ὁ Κύριος Παντοκράτωρ μέ ἀπέστειλε.
Τέρπου καί εὐφραίνου, κόρη μου Σιών,
διότι ἰδού ἔγω ἔρχομαι
καί θά κατασκηνώσω ἐν μέσῳ σου,
λέγει Κύριος.
Καί θά καταφύγουν ἔθνη πολλά
στόν Κύριο τήν ἡμέρα ἐκείνη
καί θά γίνουν λαός Του (τό ἑβραϊκό ἔχει: λαός μου!)
καί θά κατασκηνώσουν ἐν μέσῳ σου,
καί θά γνωρίσουν ὅτι ὁ Κύριος Παντοκράτωρ
μέ ἔστειλε πρός σέ»
(Ζαχ. β' 12-15- ἑβραϊκό κείμενο: β' 8-11).
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἐδῶ ὄχι μόνο διακρίνονται δύο θεῖα πρόσωπα, ἀλλά τά δύο ἀποκαλοῦνται «Κύριος Παντοκράτωρ» (Πρβλ. Ζαχ. δ' 8-9. Ὠσηε α' 4. 7. Ἀμώς δ' 11. Β' Τιμ. α' 18).
Πολλοί Ψαλμοί ἐκφράζουν τήν ἴδια Τριαδική ἀλήθεια:
«Ὁ θρόνος σου, ὦ Θεέ,
παραμένει στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων·
ἡ ράβδος τῆς βασιλείας σου εἶναι ράβδος εὐθύτητος.
Ἀγάπησες δικαιοσύνη καί ἐμίσησες ἀνομία·
γιά τοῦτο σέ ἔχρισε, ὦ Θεέ, ὁ Θεός σου,
μέ ἔλαιο ἀγαλλιάσεως ὑπέρ τούς μετόχους σου»
(Ψαλμ. μδ' 7-8).
Ἐδῶ ὁ ψαλμῳδός ἀναφέρεται σέ δύο θεῖα πρόσωπα: στόν Πάτερα καί στόν Υἱό (πρβλ. Ἑβρ. α' 8). Τό ἴδιο βλέπουμε καί στούς προφῆτες:
«Διότι Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας καί ἐμεῖς λαός τῆς βοσκῆς Του καί πρόβατα στό χέρι Του.
Σήμερα, ἐάν ἀκούσετε τή φωνή Του,
μή σκληρύνετε τίς καρδιές σας,
ὅπως στήν ἀνταρσία,
τήν ἡμέρα τῆς δοκιμασίας στήν ἔρημο,
ὅπου μέ ἐπείρασαν οἱ πατέρες σας, μέ ἐδοκίμασαν,
ἄν καί εἶδαν τά ἔργα του» (Ψαλμ. 94, 7-9).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς πληροφορεῖ πώς τό θεῖο πρόσωπο, τό ὁποῖο ὁμιλεῖ ἐδῶ, ἀναφερόμενο σέ δεύτερο θεῖο πρόσωπο, εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα (Ἑβρ. γ' 7).
γ) Ἡ φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ
Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα θεία συγκατάβαση. Γι’ αὐτό καί προσαρμόζεται στά μέτρα τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό βλέπουμε στήν Θεοφάνεια, τήν ὁποία ἀξιώθηκε ὁ Ἀβραάμ, στήν ὁποία βασίζεται καί ἡ ἐξεικονίση τοῦ Θεοῦ μέ τή μορφή τριῶν ἀγγέλων. Στήν Ἁγία Γραφή ἀναφέρεται:
«Ἐφανερώθηκε δέ σ’ αὐτόν ὁ Θεός (Γιαχβέ) κοντά στή δρῦ Μαμβρῆ κατά τό μεσημέρι, ὅταν ἐκάθητο στήν πόρτα τῆς σκηνῆς του. Ἐσήκωσε τά μάτια καί εἶδε ξαφνικά τρεῖς ἄνδρες νά στέκουν ἐκεῖ. Καί ὅταν τούς εἶδε, ἔτρεξε νά τούς συναντήσει ἀπό τή θύρα τῆς σκηνῆς καί τούς προσκύνησε μέχρι τό ἔδαφος καί εἶπε· Κύριε, ἄν τυχόν βρῆκα χάρι ἐνώπιόν σου, μή προσπεράσεις τό δοῦλο σου· ἄς φέρουμε λοιπόν νερό καί νίψετε τά ποδιά σας καί δροσισθῆτε κάτω ἀπό τό δένδρο» (Γεν. ιη' 1-4).
Ἐδῶ προξενεῖ ἐντύπωση, πώς ἐνῷ εἶναι τρεῖς, ὁ Ἀβραάμ μιλάει σέ ἑνικό ἀριθμό, σάν νά εἶναι ἕνας καί κατόπιν πάλι σέ ἀριθμό πληθυντικό.
Στή συνέχεια παίρνει τό λόγο ὁ ἐπισκέπτης τοῦ Ἀβραάμ, πού στό ἑβραϊκό κείμενο ὀνομάζεται Γιαχβέ (Κύριος) καί βεβαιώνει πώς ἡ Σάρρα, ἡ γυναῖκα τοῦ Ἀβραάμ, θά ἀποκτήσει γυιό, παρ’ ὅλα τά γεράματά της, καί στήν ἀμφιβολία τῆς Σάρρας ὑπογραμμίζει: «μήπως εἶναι τίποτε ἀδύνατο στό Θεό (Γιαχβέ);» (Γεν. ιη' 14).
«Ἐσηκώθησαν ἀπό ἐκεῖ οἱ ἄνδρες καί ἐστάθησαν πρός τά Σόδομα καί Γόμορρα. Ὁ δέ Ἀβραάμ πήγαινε μαζί τους καί τούς ξεπροβόδιζε. Ὁ δέ Κύριος (Γιαχβέ) εἶπε: Δέν θά κρύψω ἐγώ αὐτά πού θά κάνω ἀπό τό δοῦλο μου Ἀβραάμ, διότι ἐγνώριζα ὅτι θά διδάξει τούς υἱούς του καί τόν οἶκο του μετά ἀπ’ αὐτόν· θά φυλάξουν τήν ὁδό τοῦ Κυρίου (Γιαχβέ) καί θά πράττουν δικαιοσύνη καί κρίση, ὥστε νά ἀποστείλει ὁ Κύριος (Γιαχβέ) στόν Ἀβραάμ ὅλα ὅσα τοῦ ὑποσχέθηκε. Εἶπε δέ ὁ Κύριος (Γιαχβέ): ἡ κραυγή γιά τά Σόδομα καί Γόμορρα πρός ἐμέ ἐπληθύνθη καί οἱ ἁμαρτίες των εἶναι πολύ μεγάλες· θά κατέβω λοιπόν νά δῶ ἄν οἱ ἁμαρτίες των εἶναι ἤ δέν εἶναι σύμφωνες μέ τήν κραυγή πού φθάνει σ’ ἐμέ. Ἀνεχώρησαν ἀπό ἐκεῖ οἱ ἄνδρες καί ἦλθαν στά Σόδομα. Ὁ Ἀβραάμ στεκόταν ἀκόμη πλησίον του Κυρίου (Γιαχβέ)» (Γεν. ιη' 16-22).
Στά Σόδομα ὁ Λώτ προσκάλεσε τούς δύο ἐπισκέπτες στό σπίτι του κι ἐκεῖνοι τόν ἐνημέρωσαν σχετικά μέ τήν ἐπικείμενη καταστροφή τῆς πόλης: «ὑπάρχουν ἐδῶ γαμβροί σου ἤ γυιοί ἤ θυγατέρες ἤ κανένας ἄλλος δικός σου στήν πόλη; βγάλε τους ἀπό τόν τόπο αὐτό· διότι ἐμεῖς θά καταστρέψουμε τόν τόπο αὐτό, διότι ἡ κραυγή των ἔφθασε μέχρι τόν Κύριο (Γιαχβέ) καί ὁ Κύριος (Γιαχβέ) μᾶς ἀπέστειλε νά τήν καταστρέψουμε... Εἶπε δέ ὁ Λώτ πρός αὐτούς: Σέ παρακαλῶ, Κύριε, ἐπειδή ὁ δοῦλος σου βρῆκε χάρη ἐνώπιόν σου καί τοῦ ἔδειξε τό μεγάλο σου ἔλεος, ὥστε νά προστατευθεῖ ἡ ζωή μου, ἐγώ δέ (φοβοῦμαι) πώς δέν θά δυνηθῶ νά σωθῶ στό ὄρος καί θά μέ προλάβουν τά κακά καί θά πεθάνω, ἰδού ἡ πόλις αὐτή εἶναι πλησίον, ὥστε νά καταφύγω ἐκεῖ· εἶναι μικρή, ἐκεῖ θά σωθεῖ ἡ ζωή μου ἀπό σέ... Καί ὁ Κύριος (Γιαχβέ) ἔβρεξε πάνω στά Σόδομα καί τά Γόμορρα φωτιά παρά Κυρίου (Γιαχβέ) ἐξ οὐρανοῦ...» (Γεν. ιθ' 12-24).
Καί στό κομμάτι αὐτό παρατηροῦμε πώς χρησιμοποιεῖται ὁ πληθυντικός ἀριθμός: «ἐμεῖς θά καταστρέψουμε τόν τόπον αὐτόν»· «ὁ Κύριος μᾶς ἀπέστειλε νά τόν καταστρέψουμε»· ὅμως στή συνέχεια χρησιμοποιεῖται ὁ ἑνικός ἀριθμός: «Σέ παρακαλῶ, Κύριε... Καί ὁ Κύριος ἔβρεξε... φωτιά παρά Κυρίου»! Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Κύριος (Γιαχβέ) ἀποστέλλει δύο πρόσωπα, τά ὁποῖα ὀνομάζονται ἐπίσης Κύριος (Γιαχβέ) καί καταστρέφουν τά Σόδομα καί τά Γόμορα μέ φωτιά!
Καί στήν περίπτωση αὐτή δέν βλέπουμε ἁπλῶς νά ξεχωρίζουν τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά καί παρουσιάζονται μέ μία θέληση καί μέ μία ἐνέργεια: ὁ Θεός δρᾶ καί ἐδῶ διά τοῦ Λόγου Του καί τοῦ Πνεύματος Του τοῦ Ἁγίου!
δ) Ἄλλες μαρτυρίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
Ἡ Παλαιά Διαθήκη δέν εἶναι δυνατόν νά κατανοηθεῖ χωρίς τήν θεία ἀποκάλυψη, πού συντελέσθηκε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ (Β' Κορ. γ' 14-16). Δυσνόητα σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἑρμηνεύονται μέ σαφήνεια στό φῶς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Αὐτό ἰσχύει ἰδιαίτερα, ὅταν πρόκειται γιά τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ προφήτης Ἡσαΐας μᾶς πληροφόρει:
«Εἶδα τόν Κύριο (Γιαχβέ) καθήμενο
σέ θρόνο ὑψηλό καί ἐπηρμένο,
κι ὁ ναός ἦταν γεμάτος ἀπ’ τή δόξα Του.
Καί Σεραφείμ στέκονταν γύρω Του...
Καί ἔκραζε τό ἕνα στό ἄλλο κι ἔλεγε·
“ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ,
πλήρης ὅλη ἡ γῆ τῆς δόξης Του”...
ταλαίπωρος ἐγώ, ἐχάθηκα·
γιατί εἶμαι ἄνθρωπος μέ ἀκάθαρτα χείλη...
καί εἶδα μέ τά μάτια τόν Βασιλέα Κύριο Σαβαώθ...
Καί ἄκουσα τή φωνή Κυρίου πού ἔλεγε·
“ποιόν νά ἀποστείλω καί ποιός νά πορευθεῖ σ’ αὐτόν τό
λαό”, (τό ἑβραϊκό κείμενο ἔχει: καί ποιός θά πορευθεῖ διά ἡμᾶς!).
Καί εἶπα· “ἰδού, ἐγώ εἶμαι - ἀπόστειλόν με”...
“Πήγαινε στό λαό τοῦτο καί πές:
Θά ἀκούσετε καί δέ θά καταλαβαίνετε ποτέ,
καί θά κυττάζετε καί ποτέ δέ θά δῆτε·
διότι ἔγινε ἀναίσθητη ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου,
καί βαρειά ἀκούουν μέ τά αὐτιά τους,
καί ἔκλεισαν τά μάτια τους,
μή τυχόν δοῦν μέ τά μάτια τους
καί ἀκούσουν μέ τ’ αὐτιά τους,
καί καταλάβουν μέ τήν καρδία τους καί κατανοήσουν,
κι ἐγώ τούς θεραπεύσω» (Ἡσ. στ' 1-10).
Ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης ἀναφέρει τούς τελευταίους αὐτούς λόγους τοῦ προφητικοῦ βιβλίου καί προσθέτει πώς ἐφαρμόσθηκαν στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ: «Αὐτά εἶπεν ὁ Ἡσαΐας, ὅταν εἶδε τήν δόξαν Του καί μίλησε γι’ αὐτόν» (Ἰω. ιβ' 36-41). Ἐξ ἄλλου ὁ ἀπόστολος Παῦλος μνημονεύει τήν ἴδια προφητεία καί ὑπογραμμίζει πώς στόν Ἡσαΐα μίλησε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο (Πραξ. κη' 25- ’7). Ὁ Ἡσαΐας λοιπόν εἶδε τή δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ!
Ἀλλά καί σέ ἄλλα σημεῖα ἡ Ἁγία Γραφή ἀποκαλύπτει τόν Τριαδικό Θεό μνημονεύοντας τρία θεῖα πρόσωπα.
«Πλησιάσατέ με καί ἀκούσατε ταῦτα·
ἀπό τήν ἀρχή δέν μίλησα κρυφά, οὔτε σέ σκοτεινό τόπο·
ὅταν ἐπραγματοποιοῦντο ἤμουν ἐκεῖ,
καί τώρα ὁ Κύριος μέ ἀπέστειλε,
καί τό Πνεῦμα Αὐτοῦ» (Ἡσ. μη' 16).
Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι αὐτός πού ὁμιλεῖ εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού ταυτόχρονα δίνει μαρτυρία γι’ αὐτόν ὁ ὁποῖος τόν ἀπέστειλε καί γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Γιά τρία πρόσωπα μιλάει ὁ ἴδιος προφήτης καί σέ ἄλλο σημεῖο, κάνοντας λόγο γιά τόν «Κύριο», τό «Πνεῦμα τοῦ Κυρίου» καί τόν «Λυτρωτή»:
«Καί εἶδε Κύριος καί δυσαρεστήθη,
ὅτι δέν ὕπηρχε κρίση·
καί εἶδε ὅτι δέν ὑπῆρχε ἄνθρωπος,
καί ἐθαύμασε ὅτι δέν ὑπῆρχε ὁ μεσιτεύων
ὅθεν ὁ βραχίων Αὐτοῦ ἐνήργησε εἰς αὐτόν σωτηρίαν...
ὅταν ὁ ἐχθρός ἐπέλθει ὡς ποταμός,
τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου
θά ὑψώσει σημαίαν ἐνάντιον αὐτοῦ·
καί ὁ Λυτρωτής θά ἔλθει στή Σιων
καί πρός ὅσους ἐκ τοῦ οἴκου Ἰακώβ
ἐπιστρέψουν ἀπό τήν παράβαση, λέγει Κύριος»
(Ἡσ. νθ' 15-20, ἑβραΐκό κείμενο).
Τήν ἴδια παρατήρηση κάνουμε καί γιά τόν Ψαλμό ρθ' 1-5:
«Εἶπεν ὁ Κύριος στόν Κύριο μου
κάθησε στά δεξιά μου,
ὥσπου νά θέσω τούς ἐχθρούς σου
κάτω ἀπό τά πόδια σου...
ἀπό τόν κόλπο μου, πρίν ἀπό τόν αὐγερινό σέ ἐγέννησα...
ὁ Κύριος ἐκ δεξιῶν σου θά συντρίψει βασιλεῖς
τήν ἡ μέρα τῆς ὀργῆς Του».
Αὐτά καί πολλά ἄλλα χωρία (Ἡσ. η' 5-8. Ὀβδ. α' 1. Ἀγγαίου β' 4-5. Χαχ. α' 1-6. ζ' 12 κλπ.) χρησιμοποιοῦν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά κατοχυρώσουν βιβλικά τήν τριαδική ἀλήθεια.
ε) Ἡ φανέρωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στήν Καινή Διαθήκη
Τήν πρώτη μαρτυρία περί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ βρίσκουμε στό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου πρός τήν παρθένο Μαρία: «Πνεῦμα Ἅγιο θά ἔλθει εἰς σέ καί δύναμη τοῦ Ὑψίστου θά σέ ἐπισκιάσει· διά τοῦτο καί τό ἅγιον πού θά γεννηθεῖ, θά ὀνομασθεῖ Υἱός Θεοῦ» (Λουκ. α' 35). Ἐκτός αὐτοῦ ὅμως ἡ Καινή Διαθήκη ἀποκαλύπτει τόν Τριαδικό Θεό σέ πολλά ἄλλα σημεῖα.
1. Στόν Ἰορδάνη
Στόν Ἰορδάνη ποταμό, κατά τή βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ὁ Πατήρ μαρτυρεῖ τήν Θεότητα τοῦ Υἱοῦ μέ τό νά τόν ὀνομάζει Υἱόν Του ἀγαπητόν· ὁ Υἱός βαπτίζεται στό νερό τοῦ ποταμοῦ καί φωτίζει ὁλόκληρο τόν κόσμο ἀπαλλάσ- σοντάς τον ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ Σατανᾶ. Καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο κατέρχεται μέ μορφή περιστερᾶς, γιά νά βεβαιώσει τή μαρτυρία τοῦ Πατρός καί νά μᾶς χαρίσει τό ἀδιάσειστο θεμέλιο τῆς πίστεώς μας (Ματθ. γ' 13-17. Μαρκ. α' 9-11. Λουκ. γ' 21-22).
Αὐτή τήν ἀλήθεια βεβαιώνει ὁ ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας:
«Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε,
ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις·
τοῦ γάρ γεννήτορος ἡ φωνή προσεμαρτύρει Σοι,
ἀγαπητόν σε Υἱόν ὀνομάζουσα'
καί τό Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς
ἐβέβαιου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές.
Ὁ ἐπιφανείς Χριστέ ὁ Θεός,
καί τόν κόσμον φωτίσας, δόξα Σοι».
Αὐτή τή θεία ἀποκάλυψη βεβαιώνει καί ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου: «Ἐγώ δέν τόν ἐγνώριζα, ἀλλ’ Ἐκεῖνος πού μέ ἀπέστειλε νά βαπτίζω μέ νερό, Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε: εἰς ὅποιον θά δεῖς νά κατεβαίνει τό Πνεῦμα καί νά μένει ἐπάνω του, Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. α' 33-34).
2. Στό ὄρος τῆς μεταμορφώσεως
Στό ὄρος τῆς μεταμορφώσεως (Ματθ. ιζ' 1-8. Μαρκ. θ' 2-8. Λουκ. Θ' 28-36) οἱ τρεῖς μαθητές εἶδαν τή λάμψη τοῦ θείου προσώπου, ἐνῷ τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς ἐπεσκίασε μέ τή φωτεινή νεφέλη καί ὁ Πατήρ ἐβεβαίωνε καί πάλι πώς «αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, αὐτόν νά ἀκοῦ- τε».
Ἡ πίστη μας λοιπόν δέν στηρίζεται στό ἀνθρώπινο λογικό, πού εἶναι ἀσταθές καί γεμάτο ἀτέλεια. Εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς θείας ἐπιφάνειας καί στηρίζεται στό ἄκτιστο θεῖο φῶς τοῦ ὄρους Θαβώρ, στή βεβαιότητα πού χαρίζει ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο κατῆλθε καί πάλι μέ βοή «σάν νά φυσᾶ δυνατός ἄνεμος» τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, γιά νά «πληρώσει» τούς μαθητές (Πράξ. β' 2-4) καί νά μείνει στήν Ἐκκλησία καί νά ὁδηγήσει τό λαό τοῦ Θεοῦ στήν ἀλήθεια (Ἰω. ιδ' 16. ιστ' 13).
«Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς», λέγει ὁ ψαλμῳδός (Ψαλμ. λε' 10) «καί τώρα ἡμεῖς εἴδομεν καί κηρύσσομεν (Α' Ἰω. α' 3.5), ὅτι τό «σου» σημαίνει τόν Πατέρα, τό φῶς ἐξ οὗ τό φῶς τόν Υἱό· “ἐν τῷ φωτι” δῆλον ὅτι τῷ Πνευματι· αὐτήν τήν σύντομον καί ἀπέριττον θεολογίαν τῆς Τριάδος κηρύσσομεν. Ὅποιος δέν παραδέχεται, ἄς μή παραδέχεται, ὅποῖιος παρανομεῖ, ἄς παρανομεῖ (Ἡσ. κα' 2)· ἡμεῖς κηρύσσομεν αὐτό πού ἐννοήσαμεν. Ἄν δέν ἀκουώμεθα μέχρι κάτω, θ’ ἀναβῶμεν εἰς ὄρος ὑψηλόν (Ἡσ. μ' 9) καί θά βοήσωμεν ἀπ’ ἐκεῖ. Θά ὑψώσωμε τό Πνεῦμα, δέν θά φοβηθῶμεν. Καί ἄν φοβηθῶμεν, θά φοθηθῶμεν διά τήν σιωπήν, καί ὄχι διά τήν διακήρυξιν» (Γρ. Θεολ.).
Αὐτά εἶναι τά ἀδιάσειστα θεμέλια τῆς πίστεώς μας, τά ὁποῖα ἐξασφαλίζουν σταθερότητα πού ξεπερνᾶ κάθε ἄλλη βεβαιότητα, πού στηρίζεται σέ ἀνθρώπινα ἐπιχειρήματα καί δεδομένα. Ἡ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ Πατρός καί ἡ φανέρωση τῆς δόξας τοῦ Υἱοῦ· ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ μορφή περιστερᾶς καί οἱ πύρινες γλῶσσες.
Γι’ αὐτό τό λόγο ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἔγραφε στούς χριστιανούς: «Διότι σᾶς ἐγνωστοποιήσαμε τή δύναμη καί τήν παρουσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἀκολουθήσαντες ἔντεχνους μύθους, ἀλλ’ ἐπειδή εἴδαμε μέ τά μάτια μας τήν μεγαλειότητά Του. Διότι ἔλαβε ἀπό τόν Θεό Πάτερα τιμή καί δόξα, ὅταν ἦλθε εἰς αὐτόν ἀπό μεγαλοπρεπῆ δόξα αὐτή ἡ φωνή: Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, εἰς τόν ὁποῖον ἐγώ εὐαρεστοῦμαι!
Τή φωνή αὐτή ἐμεῖς τήν ἀκούσαμε νά ἔρχεται ἀπό τόν οὐρανό, ὅταν εἴμεθα μαζί Του εἰς τό ὄρος τό ἅγιο. Καί τοιουτοτρόπως ἔχουμε βεβαιότερο τόν προφητικό λόγο, εἰς τόν ὁποῖο καλῶς πράττετε νά δίδετε προσοχή, ὡς εἰς λύχνον φωτίζοντα μέσα σέ σκοτεινό μέρος, ἕως ὅτου γλυκοχαράξει ἡ ἡμέρα καί ὁ αὐγερινός εἰς τάς καρδίας σας. Νά ἔχετε προπαντός ὑπ’ ὄψιν σας ὅτι κανένας δέν ἠμπορεῖ νά ἑρμηνεύσει τήν προφητεία τῆς Γραφῆς μόνος του. Διότι δέν ἔγινε ποτέ προφητεία διά θελήματος ἀνθρώπου, ἀλλά ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιον κινούμενοι ὡμίλησαν ἅγιοι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ» (Β' Πετρ. α' 16-21).
Καί ἄλλος μαθητής, ὁ Ἰωάννης προσθέτει: «Ἐάν δεχώμεθα τήν μαρτυρία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγαλυτέρα καί ἡ μαρτυρία αὐτή εἶναι τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἔδωκε διά τόν Υἱόν Του. Ὁποῖος πιστεύει εἰς τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ἔχει τή μαρτυρία αὐτή μέσα του, ὁποῖος ὅμως δέν πιστεύει εἰς τόν Θεό, τόν ἔχει κάμει ψεύστη, διότι δέν ἐπίστευσεν εἰς τήν μαρτυρία, τήν ὁποιίαν ὁ Θεός ἔδωκε διά τόν Υἱόν» (Α' Ἰω., ε' 9-10). Στό φῶς τῆς μεταμορφώσεως καί στό φῶς τῆς πεντηκοστῆς, οἱ ἀπόστολοι μετέδωσαν αὐτή τήν μαρτυρία σ’ ὅλο τόν τότε γνωστό κόσμο.
3... βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός...
Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου συντελεῖται μέ τό Ἱερό Βάπτισμα ὡς ἐνέργεια τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Αὐτό ὑπογραμμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν ἐπιστολή του πρός τόν Τίτο:
«Ἀλλ’ ὅταν ἐμφανίσθηκε ἡ χρηστότης καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Σωτῆρος μας Θεοῦ, μᾶς ἔσωσε... διά τοῦ λουτροῦ τῆς ἀναγεννήσεως καί ἀνακαινίσεως ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖον ἐξέχυσε σ’ ἐμᾶς πλούσια διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος μας...» (Τίτ. γ' 4-6).
Μέ τή μαρτυρία αὐτή κατανοοῦμε, γιατί ὁ Χριστός, ὅταν ἀπέστειλε τούς μαθητές Του νά κηρύξουν τό εὐαγγέλιο, τούς εἶπε νά βαπτίζουν ἐκείνους πού θά πιστεύουν «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη' 19).
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος παρατηρεῖ πώς τό κοινό ὄνομα τῶν τριῶν εἶναι ἐδῶ ἕνα: ἡ Θεότης· καί ἀναφερόμενος στήν ἱερά ἀκολουθία τοῦ βαπτίσματος προσθέτει: «Θά μάθεις καί μέ τά λόγια καί μέ τά νεύματα, ὅτι ἀποβάλλεις ὅλη τήν ἀθεΐα ἅπαξ καί τάσσεσαι ἔτσι μέ τό μέρος ὅλης τῆς Θεότητος».
Ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἐθέσπισε τό βάπτισμα εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρέπει ἡ ὁμολογία μας νά εἶναι σύμφωνη μέ τό βάπτισμα καί ἡ δοξολογία σύμφωνη μέ τήν πίστη, δηλαδή τριαδική! «Ἡ μέν πίστις ὁλοκληροῦται μέ τό βάπτισμα, τό δέ βάπτισμα θεμελιώνεται μέ τήν πίστη καί μέ τήν ἐπίκληση τῶν ἴδιων ὀνομάτων ὁλοκληρώνονται καί τά δύο».
Μήπως μπορεῖ κανείς νά πιστεύσει στόν Πατέρα χωρίς νά χρειάζεται νά πιστεύσει στόν Υἱό ἤ στό Ἅγιο Πνεῦμα; Ὄχι, «δέν πιστεύει εἰς τόν Υἱό αὐτός πού δέν πιστεύει εἰς τό Πνεῦμα· καί δέν πιστεύει εἰς τόν Πάτερα αὐτός πού δέν πιστεύει εἰς τόν Υἱό. Διότι “δέν μπορεῖ κανείς νά εἰπεῖ Κύριον τόν Ἰησοῦν παρά μόνον διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος” (Α' Κορ. Ἰβ' 3) καί “τόν Θεό κανείς δέν τόν εἶδε ποτέ, ἀλλ’ ὁ μονογενής Υἱός, πού εὑρίσκεται εἰς τόν κόλπο τοῦ Πατρός, αὐτός μᾶς ἐξήγησε” (Ἰω. α' 18). Δέν μπορεῖ ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος αὐτός οὔτε ἀληθινή προσκύνηση νά κάμει. Διότι οὔτε εἶναι δυνατό νά προσκυνήσει τόν Υἱό παρά μόνο μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, οὔτε μπορεῖ νά ἐπικαλεσθεῖ τόν Πατέρα, παρά μόνο μέ τό Πνεῦμα πού χαρίζει τήν υἱοθεσία» (Μ. Βασ. Πρβλ. Ρωμ. η' 15).
Ἐάν δέν ἐπρόκειτο γιά τόν Ἕνα καί Τριαδικό Θεό, δέν θά ἐτίθετο ἐδῶ ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα στήν ἴδια τάξη μέ τόν Πατέρα, οὔτε ἄλλωστε ὁ ἀπόστολος θά ἐδίδασκε πώς ἡ χάρη πού δίδεται εἶναι μία· «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμᾳ» (Ἐφεσ. δ' 4). Ἐάν ὁ Υἱός ἦταν κτίσμα, δέν θά συναριθμεῖτο ἐδῶ μέ τόν Κτίστη, οὔτε ἄλλωστε θά ἦταν ἀναγκαία ἡ συναρίθμηση αὐτή προκειμένου νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό διά τοῦ βαπτίσματος.
«Διά ποῖον ἐλέχθη τό οὐαί; Διά ποῖον ἐπιφυλάσσεται (θλίψις; Διά ποῖον ἀδιέξοδος καί σκότος; ’Ὄχι διά τούς παραβάτας; Ὄχι διά τούς ἀρνητάς τῆς πίστεως; Πῶς ὅμως μπορεῖ κανείς νά ἐξακριβώσει τήν ἄρνησιν; Ὄχι μέ τό ὅτι ἀθέτησαν τάς ὁμολογίας των; Τί ὅμως ὠμολόγησαν καί πότε; Ὅτι πιστεύουν εἰς τόν Πάτερα καί τόν Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅταν, ἀφοῦ ἀπεκήρυξαν τόν διάβολο καί τούς δαίμονάς του, εἶπαν τήν σωτηριωδη ἐκείνην ἔκφρασιν. Ποία λοιπόν ταιριαστή ὀνομασία δι’ αὐτούς εὑρέθη ἀπό τά τέκνα τοῦ φωτός; Δέν ἀποκαλοῦνται παραβαάται, ἐπειδή ἐπρόδωσαν τάς συμφωνίας πού εἶχαν κάμει διά τήν σωτηρίαν των;» (Μ. Βασ.).
Τό βάπτισμα λοιπόν στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θεμελιώνεται στήν πίστη στόν Τριαδικό Θεό. Ἡ ὁμολογία αὐτῆς τῆς πίστης εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας δέν ἀναγνωρίζει τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν πού ἀπορρίπτουν τήν πίστη στήν Ἁγία Τριάδα.
4. Τριαδική δοξολογία
Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Διονυσίου Ἀλεξανδρείας (264), ὁ πρωτοχριστιανικός τύπος δοξολογίας εἶναι: «τῷ δέ Θεῷ Πατρί καί τῷ Κυρίω ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ σύν Ἁγίῳ Πνεύματι, δόξα καί κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἀμήν». Αὐτό σημαίνει πώς ἡ δοξολογία καί ἡ προσκύνησις τοῦ Θεοῦ εἶναι Τριαδική.
Ἔτσι ὁ Μ. Βασίλειος ἀναφέρεται στό Ἰω. δ' 24 («Πνεῦμα ὁ Θεός καί τούς προσκυνοῦντας αὐτόν ἐν Πνεύματι καί ἀλήθειᾳ δεῖ προσκυνεῖν») καί ὑπογραμμίζει ὅτι ὑπάρχει μόνο μία προσκύνησις· ὁ Πατήρ προσκυνεῖται «ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ», δηλαδή «ἐν Υἱῷ καί Ἁγίῳ Πνευματι». Καταλήγοντας σημειώνει:
«Ὅπως λοιπόν εἰς τήν ἐν τῷ Υἱῷ προσκύνησιν ἐννοοῦμεν ὅτι αὐτός εἶναι ἡ εἰκών τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, ἔτσι καί εἰς τήν ἐν Πνεύματι προσκύνησιν πιστεύομεν ὅτι τοῦτο δεικνύει δι’ ἑαυτοῦ τήν θεότητα τοῦ Κυρίου. Διά τοῦτο καί εἰς τήν προσκύνησιν τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν χωρίζεται ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν. Καί ἐάν μέν εὑρίσκεσαι ἐκτός τῆς χάριτος τοῦ Πνεύματος, οὔτε κἄν θά προσκυνήσεις, ἄν ὅμως κινῆσαι ἐντός αὐτοῦ, μέ κανένα τρόπο δέν θά τό ξεχωρίσεις ἀπό τόν Θεόν, παρά μόνον ἄν ξεχωρίσεις τό φῶς ἀπό αὐτά πού βλέπομεν διότι εἶναι ἀδύνατόν νά ἴδει κανείς τήν εἰκόνα τοῦ ἀοράτου Θεοῦ χωρίς τόν φωτισμόν τοῦ Πνεύματος».
Ὅπως βαπτίζουμε, λοιπόν, ἔτσι καί πιστεύουμε, καί ὅπως πιστεύουμε, ἔτσι καί δοξολογοῦμε (Μ. Βασίλειος).
Συμπερασματικά παρατηροῦμε πώς ἡ πίστη μας στόν Ἕνα καί Τριαδικό Θεό δέν εἶναι μεταγενέστερο κατασκεύασμα τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν ὁποία οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θέλησαν νά περιφρουρήσουν.
Ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Τριαδικός Θεός ἐμφανιίζεται ὡς δημιουργός τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου. Πολλά ἐδάφια δηλώνουν τήν ἑνότητα τῆς Βούλησης καί τῆς ἐνέργειας τριῶν Θείων προσώπων, πού μετέχουν τῆς μιᾶς Θείας οὐσίας, καί γι’ αὐτό χαρακτηρίζονται «Κύριος», «Κύριος ὁ Θεός» ἤ καί «Κύριος Παντοκράτωρ».
Οἱ ἀποκαλύψεις αὐτές τῆς Ἁγίας Τριάδος, τόσο στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅσο καί στήν Καινή, ἀποτελοῦν συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ στήν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσης. Ἡ Τριαδική αὐτή πίστη συμπληρώνεται στήν Ἐκκλησία μας μέ τόν τύπο τοῦ βαπτίσματος («εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος») καί ὁλοκληρώνεται μέ τήν ἐπίκληση καί τή δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί βαπτίζονται ὅπως πιστεύουν καί δοξολογοῦν τόν Θεό σέ ἁρμονία μέ τήν Τριαδική τους πίστη.
Γιά νά φθάσει κανείς σ’ αὐτή τήν πίστη, πρέπει νά ὁδηγηθεῖ ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ὅμως δέν δρᾶ ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Χριστό καί τό σῶμα Του, τήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό τό λόγο οἱ αἱρετικοί, παρ' ὅλον ὅτι μελετοῦν τήν Ἁγία Γραφή καί ὑποστηρίζουν πώς ἐπικαλοῦνται τό Ἅγιο Πνεῦμα, δέν ὁδηγοῦνται στή σωστή πίστη. Ἐγκαταλείπουν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, καί ὑψώνουν τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους σέ αὐθεντικό ἑρμήνευτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Γιά νά φθάσουμε λοιπόν στήν ἀλήθεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, δέν ἀρκεῖ ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς· πρέπει νά γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ἐνεργεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Μόνο ἐκεῖ μποροῦμε νά αἰσθανθοῦμε τήν παρουσία τῶν πύρινων γλωσσῶν καί νά λάβουμε τό θεῖο φωτισμό, ὅπως οἱ ἀπόστολοι τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Χωρίς αὐτή τή θεία πνοή, κανένας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά γνωρίσει τήν ἀλήθεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὁσοδήποτε καί ἄν μελετήσει τήν Ἁγία Γραφή. «Τό νά γνωρίσουμε πλήρως τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος σημαίνει νά ἔλθουμε σέ τέλεια ἑνώση μετά τοῦ Θεοῦ, νά εἰσέλθωμε στήν θεία ζωή» (Εὐάγριος Ποντικός).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου