Πορίσματα ΚΘ' Πανορθόδοξης Συνδιάσκεψης Εντεταλμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών και Ιερών Μητροπόλεων για θέματα Αιρέσεων και Παραθρησκείας
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ 14 (115 21)
ΚΘ’ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΕΝΤΕΤΑΛΜΕΝΩΝ
ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ
ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ
Ἡ ΚΘ' Πανορθόδοξη Συνδιάσκεψη Ἐντεταλμένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί Ἱερῶν Μητροπόλεων γιά θέματα αἱρέσεων καί παραθρησκείας, πού πραγματοποιήθηκε, ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου, στή Λεπτοκαρυά Πιερίας, ἀπό 30 Ὀκτωβρίου ἕως 1 Νοεμβρίου 2017, μέ τή φιλόξενη φροντίδα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κίτρους, Κατερίνης καί Πλαταμῶνος κ. Γεωργίου καί ὑπό τήν προεδρία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καί Τυρνάβου κ. Ἰγνατίου, Προέδρου τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν Αἱρέσεων, μέ θέμα: «Ψευδοπροφῆτες – Ψευδομεσσίες καί ἔσχατα», μετά ἀπό ἐκτενῆ συζήτηση ἐπί τῶν εἰσηγήσεων, ἐνέκρινε ὁμοφώνως τά ἀκόλουθα Πορίσματα:
Ὁ καθορισμός ἡμερομηνιῶν τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, σέ συνδυασμό μέ τήν ἐπίκληση διαφόρων πολιτικῶν, κοινωνικῶν καί φυσικῶν φαινομένων, ἀποτελεῖ μόνιμο πειρασμό στό γίγνεσθαι τῆς ἱστορίας, στόν ὁποῖο ὑπέκυψαν οὐκ ὀλίγες αἱρετικές κινήσεις καί πρόσωπα μεμονωμένα, μέ συνέπεια νά προβάλλουν πλῆθος συγκεχυμένων γνωμῶν καί θεωριῶν ἐσχατολογικῆς φύσεως.
Ταυτοχρόνως, δέν ἀπουσιάζει ἀπό τό ἱστορικό προσκήνιο καί ὁ ἰσχυρισμός προσώπων πού διατύπωσαν θέσεις ὅτι ἀποτελοῦν, κατά περίπτωση, ἐπανεμφάνιση τοῦ Χριστοῦ πού ἔρχεται γιά νά πραγματοποιήσει μιά νέα ἀποστολή, ἰσχυρισμός πού διατυπώθηκε καί ἀπό παραθρησκευτικές κινήσεις.
Τόσον οἱ αἱρετικές κινήσεις, ὅσο καί νεώτεροι ψευδόχριστοι καί ψευδομεσσίες, στό πλαίσιο μιᾶς ἐλλειμματικῆς καί ἐσφαλμένης προσέγγισης καί κατανόησης τῶν ἐσχάτων, συστηματικά καλλιέργησαν στούς ὀπαδούς τους, ὄχι μόνο τήν ψευδαίσθηση στιγμιαίας σωτηρίας, ἀλλά καί τό ἐγωιστικό φρόνημα ὅτι συγκροτοῦν κλειστή ὁμάδα ἐκλεκτῶν, πού θά ἐπιβιώσουν ἀπό τά καταστροφικά γεγονότα, τά ὁποῖα συνήθως συνοδεύουν τίς ἐσχατολογικές θέσεις καί ψευδοπροφητεῖες τους.
Οἱ ψευδόχριστοι καί οἱ ψευδοπροφῆτες εἶναι παρόντες ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη καί στό ἱστορικό προσκήνιο ἀπό τά πρῶτα βήματα τῆς Ἐκκλησίας στήν πορεία της γιά τόν εὐαγγελισμό τοῦ κόσμου. Οἱ προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη ἀνακοινώνουν τό θέλημα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τά γνωρίσματα τῶν γνησίων προφητῶν πού τούς διακρίνουν ἀπό τούς ψευδοπροφῆτες εἶναι: α) ἡ ἐπαλήθευση τῶν ἐξαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ καί β) ἡ συμφωνία τῶν προφητικῶν ἐπαγγελιῶν μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στό πλαίσιο τῆς πιστότητας καί τῆς τήρησης τῶν ὅρων τῆς Διαθήκης.
Τό περιεχόμενο τοῦ κηρύγματος τῶν προφητῶν συνίσταται στό ὅτι: α) ὁ Θεός εἶναι κύριος τῆς ἱστορίας, β) καλεῖ τούς ἀνθρώπους σέ μετάνοια, γ) ἐπαγγέλλεται τήν κρίση τοῦ Θεοῦ σέ περίπτωση ἀμετανοησίας καί δ) ἀναγγέλλει τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία, τή δύναμη καί τή μεγάλη δόξα Του.
Οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, σέ ἀντίθεση μέ τούς μάγους καί τούς μάντεις τῆς ἀρχαίας Ἀνατολῆς, εἶναι οἱ ἀληθινοί ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ. Ἔχουν τόν τίτλο «ὁ βλέπων», «ὁ ὁρῶν», ἤ «ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ» καί ἡ διακονία τους ἀποβλέπει στό σχέδιο τῆς σωτηρίας, τό ὁποῖο θά ἐκπληρωθεῖ μέ τήν ἔλευση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Τό ἱερό Εὐαγγέλιο εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τῶν μεσσιανικῶν προφητειῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ μοναδικός καί ἀληθινός Μεσσίας, τό Α καί τό Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος, ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος, ὄχι μόνο κάθε ἀναμονῆς καί προσδοκίας, ἀλλά καί κάθε ἀποκάλυψης μέ τήν ἱστορική ἔννοια καί τήν ἐσχατολογική προοπτική. Αὐτό σημαίνει ὅτι κέντρο τῆς προφητείας εἶναι τό ἱστορικό παρόν, ἡ ἐκπλήρωση καί πραγματοποίησή της μέσα στήν ἱστορία. Κάθε ἄλλη μελλοντολογική προοπτική, ἀποκομμένη ἀπό την χριστοκεντρική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, σημαίνει παραποίηση τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου καί τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας καί, κατ’ ἐπέκταση, αἱρετική ἑρμηνεία τῆς προφητείας.
Ὁ ἀρχικός Προτεσταντισμός ἀπέρριψε κατά τρόπο σαφῆ τήν περί ἐπιγείου χιλιετοῦς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ δοξασία ὡς ἀντίθετη πρός τήν Ἁγία Γραφή. Στά χρόνια πού ἀκολούθησαν, ἡ χιλιαστική δοξασία ἔγινε ἀποδεκτή καί ἐκφράστηκε στούς 17ο καί 18ο αἰῶνες ἀπό σημαντικούς ἐκπροσώπους διαφόρων τάσεων τοῦ Εὐσεβισμοῦ. Στή συνέχεια, ἡ δοξασία αὐτή θά ἐμφανιστεῖ μεταγενέστερα, κατά τόν 19ο καί τόν 20ο αἰώνα μέσα στόν προτεσταντικό κόσμο σέ διάφορα ἐπιμέρους ὑποσύνολα κατά τρόπο δυναμικό καί συστηματικό.
Ἡ χιλιαστική δοξασία μέ μία ποικιλία ἐκδοχῶν της ὡς πρός τήν κατανόησή της καί μέ ἔκδηλη τή ριζική ἀσυμφωνία ἑρμηνείας τῶν ἰδίων ἁγιογραφικῶν χωρίων, ἀποτελεῖ διδασκαλία, ὄχι μόνο τῶν γνωστῶν αἱρετικῶν κινήσεων τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ», τῶν Ἀντβεντιστῶν τῆς Ζ’ Ἡμέρας καί τῶν Μορμόνων, ἀλλά εἶναι παροῦσα καί σέ ποικίλες προτεσταντικές κινήσεις.
Ἡ χιλιαστική δοξασία στίς διάφορες προτεσταντικές κινήσεις ἐμφανίζεται, ὄχι μόνο στίς δυτικές κοινωνίες, ἀλλά καί σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο, σέ συνδυασμό μάλιστα μέ τό γεγονός ὅτι διάφορα ἱστορικά φαινόμενα, ὅπως μάστιγες, πόλεμοι, λοιμοί κ.ἄ. χρησιμοποιοῦνται ὡς ἀποδείξεις τοῦ ἐπικείμενου τέλους.
Βασικό γνώρισμα, ἐπίσης, πολλῶν προτεσταντικῶν κινήσεων καί συγγραφέων, πού ἀποδέχονται τίς ἐσχατολογικές χιλιαστικές θεωρίες, ἀποτελεῖ καί ὁ μόνιμος πειρασμός τους νά προσπαθοῦν νά προσδιορίσουν καί νά ταυτοποιήσουν ἐσχατολογικές ἀναφορές τῆς Ἁγίας Γραφῆς μέ συγκεκριμένες χρονικές περιόδους.
Ἀποτελεῖ παραδοξότητα τό γεγονός ὅτι αὐτή ἡ δοξασία, ἐνῶ γιά τούς παραδοσιακούς προτεσταντικούς κλάδους, τούς Λουθηρανούς δηλαδή καί τούς Μεταρρυθμισμένους μέχρι σήμερα, ὄχι μόνο δέν ἔχει βιβλικό ἔρεισμα, ἀλλά ἔχει σαφῶς ἀντιβιβλικό χαρακτήρα καί δέν ἀνήκει στό περιεχόμενο τῆς Εὐαγγελικῆς διδασκαλίας, γιά τά προτεσταντικά ὑποσύνολα εἶναι αὐτονόητη βιβλική διδασκαλία.
Οἱ ἑρμηνεῖες τῶν ἁγιογραφικῶν μαρτυριῶν τῶν αἱρετικῶν κινήσεων στή συνάφεια αὐτή ἐμπεριέχουν λογικές ἀντιφάσεις καί αὐθαίρετους ἰσχυρισμούς καί δομοῦν ἕνα λαβύρινθο ἀνορθολογισμοῦ καί σύγχυσης μέ θρησκευτική ἐπένδυση βιβλικῶν, δῆθεν, μαρτυριῶν γιά τά ἔσχατα.
Τά Κινήματα τῶν Πεντηκοστιανῶν, στήν προσπάθειά τους νά ἀποδείξουν ὅτι ὁπωσδήποτε κατέχουν τό χάρισμα τῆς προφητείας, παραθέτουν προσωπικές μαρτυρίες τῶν μελῶν τους γιά προβλέψεις σχετικές μέ τή λύση ἀνυπέρβλητων προβλημάτων, μέ τήν ἐξέλιξη ἱστορικῶν γεγονότων, καί ἰδιαίτερα γιά τό τί θά συμβεῖ στά ἔσχατα. Ἐπικεντρώνουν τήν προσοχή τους ἰδιαίτερα στή λεγόμενη «ἁρπαγή τῆς Ἐκκλησίας», στήν ἐμφάνιση καί κυριαρχία τοῦ Ἀντιχρίστου καί στή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
Σύμφωνα, ὅμως, μέ τούς φορεῖς τῆς ἐν Χριστῷ θείας ἀποκαλύψεως, οἱ θεωρούμενες ὡς προφητεῖες τῶν Πεντηκοστιανῶν εἶναι ψευδοπροφητεῖες διότι: Πρῶτον, δέν διατυπώνονται κατ' ἐντολήν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Δεύτερον, λέγονται ἀπό πρόσωπα πού ἀποσκοποῦν νά θεμελιώσουν τήν πλάνη σέ θέματα πίστεως, ζωῆς καί λατρείας τοῦ Θεοῦ. Τρίτον, λέγονται ἀπό ἀνθρώπους, τῶν ὁποίων τό ἦθος εἶναι τελείως ξένο πρός τό ἦθος τῶν γνησίων προφητῶν τοῦ Θεοῦ. Τέταρτον, οἱ προφητεῖες αὐτές δέν ἐπαληθεύονται.
Στούς «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβά», ἐκτός ἀπό τόν ἀντιβιβλικό καί παράδοξο ἰσχυρισμό ὅτι ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἤδη ἀοράτως, ἡ ἐσχατολογία τῆς αἵρεσης καί οἱ κατά καιρούς διατυπωθεῖσες ψευδοπροφητεῖες λειτούργησαν ὡς μηχανισμός ψυχολογικῆς πίεσης. Ἡ διάψευσή τους εἶχε τραγικές συνέπειες σέ προσωπικό καί κοινωνικό ἐπίπεδο. Πρώην μέλη τῆς «Σκοπιᾶς» μαρτυροῦν ὅτι ἀποχώρησαν, καθώς ἡ παταγώδης διάψευση τῶν ψευδοπροφητειῶν ἔγινε ἀφορμή ἀφύπνισης καί ἀπομάκρυνσής τους ἀπό τήν αἵρεση.
Διαπιστώθηκε ὅτι στά σύγχρονα φαινόμενα ψευδοπροφητείας καί πλάνης ἐντάσσονται καί ἀποκρυφιστικές θεωρίες «τηλεπωλητῶν» καί «μελλοντολόγων», οἱ ὁποῖοι, μέ τήν ἐσφαλμένη νοηματοδότηση βιβλικῶν ἑβραϊκῶν ὅρων (π.χ. «Ἐλοχίμ», «Νεφελίμ» κ.ἄ.), παρεκκλίνουν σοβαρά ἀπό τήν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀπορρίπτοντας τήν Παλαιά Διαθήκη, τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Μέ τήν ἐπιλεκτική χρήση θέσεων ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ συγχρόνων κληρικῶν, οἱ παραπάνω προωθοῦν ἀνορθολογικές καί κακόδοξες θέσεις σχετικά με τά ἔσχατα.
Γενικῶς, τό ἔργο τῶν ψευδοπροφητῶν καί τῶν ψευδομεσσιῶν εἶναι ἕνα εἶδος ἀκήρυκτης ἀντίδρασης πρός τήν ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔναντι αὐτῶν οἱ Χριστιανοί ὀφείλουν νά μήν ἐνδώσουν, νά μήν ἐγκαταλείψουν ἤ νά μειώσουν τόν ἀγώνα τους. «Μή παντί πνεύματι πιστεύετε» ( Α΄ Ἰωάν. δ΄ 1).
Ἡ Συνδιάσκεψη ἀνανεώνει τό Ψήφισμα τῆς ΚΗ΄ Πανορθοδόξου Συνδιασκέψεως, διά τοῦ ὁποίου ἐκφράζεται ἡ συμπαράστασή της σέ Ὀρθόδοξους φορεῖς καί πρόσωπα, τά ὁποῖα διώκονται δικαστικῶς ἀπό νεοφανεῖς αἱρέσεις καί παραθρησκευτικές ὁμάδες, καθόσον δέν ἐξέλιπαν οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους εἶχε ἐκδοθεῖ τό Ψήφισμα.
Ἡ Συνδιάσκεψη ἐγκρίνει ὁμοφώνως τά ὡς ἄνω Πορίσματα καί ἐξουσιοδοτεῖ τόν Πρόεδρο αὐτῆς νά τά ὑπογράψει.
Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνδιασκέψεως
† Ὁ Λαρίσης καί Τυρνάβου Ἰγνάτιος
Οἱ Ἐντεταλμένοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Μητροπολίτης Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου Δαμασκηνός
Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, Μητροπολίτης Πτολεμαΐδος Ἐμμανουήλ
Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, Ἀρχιεπίσκοπος Λύδδης Δημήτριος
Πατριαρχείου Ρωσίας, Ἡγούμενος Θεοφάνης Λουκιάνωφ
Πατριαρχείου Σερβίας, Ἱερομόναχος Εὐσέβιος Mεάντζια
Πατριαρχείου Ρουμανίας, Καθηγητής Κυπριανός Στρέτζα
Πατριαρχείου Βουλγαρίας, Μητροπολίτης Βράτσας Γρηγόριος
Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, Πρωτοπρ. Δημήτριος Κωστόπουλος
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Πρωτοπρ. Κυριακός Τσουρός
Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας, Ἐπίσκοπος Σιεματίτσε Βαρσανούφιος
Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας , Ἀρχιμ. Κοσμᾶς Πρίφτης
Ὁ φιλοξενῶν τήν Συνδιάσκεψη
† Μητροπολίτης Κίτρους, Κατερίνης καί Πλαταμῶνος Γεώργιος
Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνδιασκέψεως
† Ὁ Λαρίσης καί Τυρνάβου
Πηγή: