Όριο Πίστεως


ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ

ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ

ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ 
του αρχιμ.Χρυσόστομου Μαϊδώνη - Πρωτοσύγκελλου Ι.Μ.Ἱερισσού

Οἱ χρι­στια­νοί ἀ­πο­τε­λοῦν «Βα­σί­λει­ον ἱ­ε­ρά­τευ­μα», βα­σι­λι­κό καί ἱ­ε­ρα­τι­κό γέ­νος. Ὅ­μως ὑ­πάρ­χει στήν Ἐκ­κλη­σί­α εἰ­δι­κή ἱ­ε­ρω­σύ­νη; Πῶς ἔ­χει τό θέ­μα στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη, πού ἀ­πο­τε­λεῖ «σκιά τῶν μελ­λόν­των» καί ποί­α ἡ ἐκ­πλή­ρω­ση στήν Και­νή Δι­α­θή­κη; Ποι­ά εἶ­ναι τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γνω­ρί­σμα­τα τῆς νέ­ας ἱ­ε­ρω­σύ­νης; Σ’ αὐ­τά τά ἐ­ρω­τή­μα­τα θά ἀ­παν­τή­σου­με σ’ αὐ­τό τό κε­φά­λαι­ο.

α) Στήν Παλαιά Διαθήκη
Ὁ ὅ­ρος βα­σί­λει­ο ἱ­ε­ρά­τευ­μα δέν ἐμ­πο­δί­ζει τήν ὕ­παρ­ξη εἰ­δι­κῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης. Τοῦ­το κα­τα­νο­οῦ­με ὅ­ταν ἀ­να­λο­γι­σθοῦ­με πώς ὁ Θε­ός ἐ­ξέ­λε­ξε τόν Ἰσ­ρα­ήλ ἀ­πό ὅ­λα τά ἄλ­λα ἔ­θνη, γιά νά εἶ­ναι «βα­σί­λει­ον ἱ­ε­ρά­τευ­μα, ἔ­θνος ἅ­γιον» Ἐ­ξοδ. ι­θ' 5-6. Δευ­τερ. ι­δ' 2, κστ' 19), χω­ρίς αὐ­τό νά ση­μαί­νει πώς δέν ὑ­πῆρ­χε καί ἰ­δι­αί­τε­ρη ἱ­ε­ρα­τι­κή τά­ξη, στήν ὁ­ποί­α νά εἶ­χε ἀ­να­τε­θεῖ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἱ­ε­ρα­τι­κή δι­α­κο­νί­α.
Σ’ αὐ­τή τήν ἱ­ε­ρα­τι­κή τά­ξη ἀ­νῆ­κε ὁ Ἀ­α­ρών καί οἱ γυι­οί του, τούς ὁ­ποί­ους κα­θι­έ­ρω­σε ὁ Μω­υ­σῆς χύ­νον­τας στήν κε­φα­λή τους ἀ­πό τό «ἔ­λαι­ο τῆς χρί­σε­ως», ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως τούς ἔ­λου­σε μέ νε­ρό, καί τούς ἔν­δυ­σε τίς ἱ­ε­ρα­τι­κές στο­λές (Ἐ­ξοδ. κη' 1. 37-39, κθ' 9, λ ’ 30, μ' 11-13. Λευ­ϊτ. η' 1-13). Στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη κα­θι­ε­ρώ­θη­κε καί ἡ τά­ξη τῶν λευ­ι­τῶν, στούς ὁ­ποί­ους ἀ­να­τέ­θη­κε κα­τώ­τε­ρη δι­α­κο­νί­α (Ἀ­ριθ. η' 5-26).
Κα­νέ­νας δέν εἶ­χε δι­καί­ω­μα νά πα­ρα­βιά­σει τήν τά­ξη πού ἔ­θε­σε ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός· ὅ­ποι­ος τό ἔ­κα­νε ἐ­τι­μω­ρεῖ­το πα­ρα­δειγ­μα­τι­κά:
Ὁ Κο­ρέ δέν ἀ­νῆ­κε στή φυ­λή τοῦ Λευ­ΐ× δέν εἶ­χε τή με­γά­λη τι­μή νά προ­σφέ­ρει ἱ­ε­ρή ὑ­πη­ρε­σί­α στή σκη­νή τοῦ Κυ­ρί­ου (Ἀ­ριθ. η' 22). Ὅ­μως ἠ­θέ­λη­σε νά ἰ­δι­ο­ποι­η­θεῖ τήν ἱ­ε­ρα­τι­κή ἐ­ξου­σί­α· ἐ­πα­νε­στά­τη­σε ἐ­ναν­τί­ον του Μω­υ­σῆ καί τοῦ Ἀ­α­ρών. «Πάν­τες ἅ­γιοι καί ἐν αὐ­τοῖς Κύ­ριος» ὅ­λοι εἶ­ναι ἅ­γιοι, ἔ­λε­γε στόν Μω­υ­σῆ καί στόν Ἀ­α­ρών, «δια­τί κα­τα­νί­στα­σθε ἐ­πί τήν συ­να­γω­γήν Κυ­ρί­ου», για­τί λοι­πόν ὑ­ψώ­νε­τε τόν ἑ­αυ­τό σας ὑ­πε­ρά­νω ἀ­πό τό λα­ό τοῦ Κυ­ρί­ου, (Ἀ­ριθ. στ' 3).
Ὁ Μω­υ­σῆς προ­σπά­θη­σε νά ἐ­πα­να­φέ­ρει τόν Κο­ρέ, ὑ­πο­γραμ­μί­ζον­τας πώς ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός ἐ­κλέ­γει τούς ἱ­ε­ρεῖς (Ἀ­ριθ. ι­στ' 5-11, πρβλ. Λευ­ϊτ. η' 1 ἑξ.) καί το­νί­ζον­τας πῶς ἡ συ­νω­μο­σί­α του δέν ἐ­στρέ­φε­το ἐ­ναν­τί­ον ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λά ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἴ­διου τοῦ Θε­οῦ: «Τί εἶ­ναι ὁ Ἀ­α­ρών, ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ὁ­ποί­ου σεῖς γογ­γύ­ζε­τε;» (Ἀ­ριθ. ι­στ' 11), δέν εἶ­ναι αὐ­τός, τόν ὁ­ποῖ­ο ἐ­ξέ­λε­ξε ὁ Θε­ός;
Ἡ τι­μω­ρί­α τῶν στα­σια­στῶν καί σφε­τε­ρι­στῶν τῆς ἱ­ε­ρα­τι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας ἦ­ταν πα­ρα­δειγ­μα­τι­κή: «Ἐ­σχί­σθη ἡ γῆ κά­τω ἀ­πό τά πό­δια τους, ἄ­νοι­ξε ἡ γῆ καί τούς κα­τά­πι­ε, ἐ­κεί­νους καί τίς οἰ­κο­γέ­νει­ές τους καί ὅ­λους ἐ­κεί­νους πού ἦ­σαν μα­ζί μέ τόν Κο­ρέ, μα­ζί καί τά ζῷ­α τους· καί αὐ­τοί καί ὅ­σοι ἦ­σαν μέ τό μέ­ρος τους κα­τέ­βη­καν ζων­τα­νοί στόν Ἅ­δη καί τούς σκέ­πα­σε ἡ γῆ καί ἐ­χά­θη­σαν ἀ­πό τό μέ­σο τῆς συ­να­γω­γῆς τοῦ λα­οῦ» (Ἀ­ριθ. ι­στ' 31-33, πρβλ. ι­ζ' 16- 28. Σοφ. Σειρ. με' 6-22).
Πα­ρό­μοι­α συμ­βαί­νουν καί στόν βα­σι­λέ­α Ὀ­ζί­α. Ἐ­πε­χεί­ρη­σε νά σφε­τε­ρι­σθεῖ τήν ἱ­ε­ρα­τι­κή ἐ­ξου­σί­α. Ἡ τι­μω­ρί­α του ἦ­ταν ἐ­πί­σης πα­ρα­δειγ­μα­τι­κή: Ἀ­μέ­σως ἐμ­φα­νί­σθη­κε λέ­πρα στό μέ­τω­πό του καί ἔ­μει­νε λε­πρός μέ­χρι πού πέ­θα­νε (Β' Πα­ραλ. κστ' 16-21, πρβλ. Α' Πα­ραλ. ι­γ' 9-10).
Ὑ­πάρ­χει λοι­πόν στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη εἰ­δι­κή ἱ­ε­ρο­σύ­νη, πα­ράλ­λη­λα μέ τή γε­νι­κή ἱ­ε­ρω­σύ­νη ὁ­λό­κλη­ρου τοῦ λα­οῦ Ἰσ­ρα­ηλ.

β) Ἱερωσύνη κατά τήν τάξη Μελχισεδέκ
Στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ὁ Χρι­στός χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς ἱ­ε­ρέ­ας «κα­τά τήν τά­ξιν Μελ­χι­σε­δέκ», πού ἦ­ταν βα­σι­λέ­ας τῆς Σα­λήμ καί «ἱ­ε­ρεύς τοῦ Θε­οῦ τοῦ Ὑ­ψί­στου» (Ψαλμ. ρθ' 4. Γέν. ι­δ' 18). Ἡ Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη δέν μᾶς γνω­ρί­ζει τόν Πα­τέ­ρα ἤ τήν μη­τέ­ρα τοῦ Μελ­χι­σε­δέκ, οὔ­τε τή γε­νε­α­λο­γί­α του, γιά νά εἶ­ναι «ἐ­ξω­μοι­ω­μέ­νος πρός τόν Υἱ­όν τοῦ Θε­οῦ», καί νά μέ­νει «ἱ­ε­ρεύς εἰς τό δι­η­νε­κές», δη­λα­δή γιά πάν­τα (Ἑ­βρ. ζ' 3).
Ὁ Ἀ­βρα­άμ ἦ­ταν ἄν­θρω­πος τῶν ὑ­πο­σχέ­σε­ων τοῦ Θε­οῦ. Καί ὅ­μως, δέν εὐ­λο­γεῖ ἐ­κεῖ­νος τόν Μελ­χι­σε­δέκ, ἀλ­λά εὐ­λο­γεῖ­ται ἀ­πό αὐ­τόν (Γέν. ι­δ' 19) καί ὁ Ἀ­βρα­άμ τοῦ προ­σφέ­ρει τό δέ­κα­το ἀ­πό τά λά­φυ­ρα πού εἶ­χε κυ­ρι­εύ­σει (Γέν. ι­δ' 20). Μέ αὐ­τό τόν τρό­πο ὁ Ἀ­βρα­άμ, ὁ γε­νάρ­χης τοῦ ἱ­ε­ρα­τι­κοῦ γέ­νους κα­τά τήν τά­ξη τοῦ Ἀ­α­ρών, ἀ­να­γνω­ρί­ζει τή μο­να­δι­κό­τη­τα τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης τοῦ Μελ­χι­σε­δέκ (Δεύτ. Ἰ­δ' 22-23)· «ἀ­ναν­τιρ­ρή­τως τό μι­κρό­τε­ρον εὐ­λο­γεῖ­ται ἀ­πό τό με­γα­λύ­τε­ρον» (Ἑ­βρ. ζ' 7).
Ὅ­πως ὁ Μελ­χι­σε­δέκ, ἔ­τσι καί ὁ Χρι­στός, δέν ἦ­ταν ἱ­ε­ρέ­ας κα­τά τήν τά­ξη τοῦ Ἀ­α­ρών δέν κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τή φυ­λή τοῦ Λευ­ΐ. «Ἀ­νῆ­κε σέ ἄλ­λη φυ­λή, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α δέν ἔ­χει κα­νέ­νας ὑ­πη­ρε­τή­σει τό θυ­σι­α­στή­ριο, για­τί εἶ­ναι φα­νε­ρό πώς ὁ Κύ­ριός μας προ­ῆλ­θε ἀ­πό τή φυ­λή τοῦ Ἰ­ού­δα, στήν ὁ­ποί­α ὁ Μω­υ­σῆς δέν εἶ­πε τί­πο­τα γιά ἱ­ε­ρω­σύ­νη» (Ἑ­βρ. ζ' 13-14). Δέν μπο­ρεῖ λοι­πόν νά συγ­κα­τα­λε­χθεῖ με­τα­ξύ τῶν ἱ­ε­ρέ­ων τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης· εἶ­ναι ἱ­ε­ρέ­ας ἄλ­λης, «κρείτ­το­νος», δη­λα­δή ἀ­νώ­τε­ρης Δι­α­θή­κης (Ἑ­βρ. η' 22).

γ) Μο­να­δι­κός ἱ­ε­ρέ­ας
Ὑ­πάρ­χει βα­σι­κή δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα στήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη τῆς Πα­λαι­ᾶς καί τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, δη­λα­δή τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐ­τό δι­α­σα­φη­νί­ζει ἡ πρός Ἑ­βραί­ους ἐ­πι­στο­λή:
«Καί ἐ­κεῖ­νοι μέν ἀ­πό τούς ἱ­ε­ρεῖς ἦ­σαν πολ­λοί, δι­ό­τι ἕ­νε­κα τοῦ θα­νά­του δέν ἦ­το δυ­να­τόν νά πα­ρα­μέ­νουν ἱ­ε­ρεῖς, ἀλ­λ’ ὁ Ἰ­η­σοῦς ἐ­πει­δή πα­ρα­μέ­νει αἰ­ω­νί­ως ἔ­χει ἀ­με­τα­βί­βα­στον τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νην. Δί­α τοῦ­το καί δύ­να­ται νά σῴ­ζη διά παν­τός ἐ­κεί­νους οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­σέρ­χον­ται δί’ αὐ­τοῦ εἰς τόν Θε­όν, δι­ό­τι ζῆ πάν­το­τε διά νά με­σι­τεύ­η ὑ­πέρ αὐ­τῶν. Τέ­τοι­ος ἀρ­χι­ε­ρεύς πραγ­μα­τι­κῶς μᾶς ἔ­πρε­πε, ἅ­γιος, ἄ­κα­κος, ἀ­μό­λυν­τος, χω­ρι­σμέ­νος ἀ­πό τούς ἁ­μαρ­τω­λούς καί ὑ­ψω­μέ­νος τώ­ρα ἐ­πά­νω ἀ­πό τούς οὐ­ρα­νούς, ὁ ὁ­ποῖ­ος δέν ἔ­χει ἀ­νάγ­κην, ὅ­πως οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς, νά προ­σφέ­ρει θυ­σί­ας κά­θε ἡ­μέ­ραν, κα­τά πρῶ­τον διά τάς ἰ­δι­κάς του ἁ­μαρ­τί­ας καί ἔ­πει­τα διά τάς ἁ­μαρ­τί­ας τοῦ λα­οῦ× αὐ­τό τό ἔ­κα­με ἅ­παξ διά παν­τός, ὅ­ταν προ­σέ­φε­ρε τόν ἑ­αυ­τόν του» (Ἑ­βρ. ζ' 23-27).
«Ἀλ­λ’ ὅ­ταν ἦλ­θε ὁ Χρι­στός ὡς ἀρ­χι­ε­ρεύς τῶν μελ­λον­τι­κῶν ἀ­γα­θῶν, ἐμ­πῆ­κε διά τῆς με­γα­λυ­τέ­ρας καί τε­λει­ο­τέ­ρας σκη­νῆς, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἀ­χει­ρο­ποί­η­τη, δέν εἶ­ναι δη­λα­δή ἀ­πό τόν κό­σμον τοῦ­τον× ἐμ­πῆ­κε εἰς τά ἅ­για τῶν ἁ­γί­ων, ὄ­χι μέ αἷ­μα τρά­γων καί μό­σχων, ἀλ­λά μέ τό δι­κό του αἷ­μα καί ἐ­ξη­σφά­λι­σε αἰ­ώ­νιαν λύ­τρω­σιν.­.. δί­α τοῦ αἰ­ω­νί­ου Πνεύ­μα­τος προ­σέ­φε­ρε τόν ἑ­αυ­τόν του ἄ­μω­μον θυ­σί­αν εἰς τόν Θε­όν», μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα «νά κα­θα­ρί­σει τήν συ­νεί­δη­σιν ἀ­πό νε­κρά ἔρ­γα, ὥ­στε νά λα­τρεύ­ω­μεν τόν ζῶν­τα Θε­όν» (Ἑ­βρ. θ' 11-14, πρβλ. Ἰ­εζ. λδ' 15-24, λζ' 24).
Τό αἷ­μα ζῴ­ων στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ἦ­ταν σύμ­βο­λο τῆς ἐ­ξι­λε­ω­τι­κῆς θυ­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ καί προ­τύ­πω­σή της (Λευ­ϊτ. ι­ζ'­11. Ἑ­βρ. θ'­22,ι­'4, 18-22. Α' Πε­τρ. α' 19). Γι' αὐ­τό καί ἀ­πε­δί­δε­το σε­βα­σμός στό αἷ­μα (Γέν. θ'4). Ὁ σε­βα­σμός αὐ­τός δι­α­τη­ρή­θη­κε, ἐ­πει­δή ὑ­πῆρ­χε κίν­δυ­νος σκαν­δά­λου.
Στήν Και­νή Δι­α­θή­κη δέν ὑ­πάρ­χει πλέ­ον ἀ­νάγ­κη προ­σφο­ρᾶς θυ­σί­ας ζῴ­ων. Ἡ προ­σφο­ρά τοῦ μο­να­δι­κοῦ ἱ­ε­ρέ­α, εἶ­ναι τό τί­μιο Σῶ­μα Του. Μέ αὐ­τή τήν προ­σφο­ρά εἴ­μα­στε «ἅ­παξ διά παν­τός» ἁ­γι­α­σμέ­νοι, λέ­γει ὁ ἀ­πό­στο­λος (Ἑ­βρ. ι΄ 5-14) ἀ­να­φε­ρό­με­νος στόν Ψαλ­μό λθ' 7-9: «Σύ δέν ἠ­θέ­λη­σες θυ­σί­α καί προ­σφο­ρά, ἀλ­λά μου ἑ­τοί­μα­σες σῶ­μα× ὁ­λο­καυ­τώ­μα­τα καί θυ­σί­ες δι­ί’ ἁ­μαρ­τί­ες δέν ἐ­ζή­τη­σες. Τό­τε εἶ­πα× Ἰ­δού ἦλ­θα, ὅ­πως εἶ­ναι γραμ­μέ­νο δι’ ἐ­μέ στόν κύ­λιν­δρο τοῦ βι­βλί­ου, διά νά κά­μω τό θέ­λη­μά Σου».
Αὐ­τό τό σῶ­μα πού προ­σέ­λα­βε ὁ Χρι­στός γιά χά­ρη μας συ­νάν­τη­σε τό θά­να­το καί τόν συ­νέ­τρι­ψε, γιά νά ἀ­νοί­ξει σέ μᾶς ἕ­να νέ­ο δρό­μο, πού νά μή ὁ­δή­γει πλέ­ον στό ἀ­δι­έ­ξο­δο. Γι’ αὐ­τό καί ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ὑ­πο­γραμ­μί­ζει:
«Ἀ­φοῦ λοι­πόν, ἀ­δελ­φοί, τό αἷ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ μᾶς δί­δει θάρ­ρος νά εἰ­σελ­θω­μεν εἰς τά Ἅ­για τῶν Ἅ­γι­ων ἀ­πό ἕ­ναν νέ­ον καί ζων­τα­νόν δρό­μον, τόν ὁ­ποῖ­ον μᾶς ἐ­νε­και­νί­α­σε διά τοῦ κα­τα­πε­τά­σμα­τος, δη­λα­δή διά τῆς σαρ­κός του, καί ἀ­φοῦ ἐ­χο­μεν ἱ­ε­ρέ­α μέ­γαν ἐ­πί κε­φα­λῆς τοῦ οἴ­κου τοῦ Θε­οῦ, ἄς προ­σερ­χώ­με­θα μέ εἰ­λι­κρι­νῆ καρ­δί­αν, μέ πλή­ρη βε­βαι­ό­τη­τα, μέ καρ­δί­ας κα­θα­ρι­σμέ­νας ἀ­πό τήν κα­κήν συ­νεί­δη­σιν καί τό σῶ­μα μας πλυ­μέ­νον μέ νε­ρό κα­θα­ρόν.­.. νά μή ἀ­με­λῶ­μεν τάς συ­να­θροί­σεις μας (τή θεί­α λει­τουρ­γί­α), κα­θώς συ­νη­θί­ζουν νά κά­μνουν με­ρι­κοί, ἀλ­λ’ ἄς ἐν­θαρ­ρύ­νω­με ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο καί το­σού­τω μᾶλ­λον κα­θ’ ὅ­σον βλέ­πε­τε νά πλη­σιά­ζη ἡ Ἡμέρα» (Ἑβρ. Γ 19-25).
Ἕ­νας λοι­πόν καί μο­να­δι­κός ἱ­ε­ρέ­ας ὑ­πάρ­χει στήν Και­νή Δι­α­θή­κη, ὁ Χρι­στός. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι πα­ρών στή χρι­στι­α­νι­κή σύ­να­ξη, ἀ­κό­μη καί ἄν ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό «δύ­ο ἤ τρεῖς» (Ματθ. ι­η΄ 20). Τό ἴ­διο συμ­βαί­νει καί ὅ­ταν κη­ρύτ­τε­ται τό εὐ­αγ­γέ­λιο, ὅ­ταν ἑ­νώ­νον­ται οἱ πι­στοί στά ἔρ­γα τῆς ἀ­γά­πης καί ζοῦν τόν ἀ­δελ­φι­κό σύν­δε­σμο. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι πάν­το­τε πα­ρών (Μάτθ. κη' 20) εἶ­ναι «ὁ προ­σφέ­ρων καί προ­σφε­ρό­με­νος», Ἐ­κεῖ­νος πού ἐ­νερ­γεῖ «τά πάν­τα ἐν πᾶ­σι» (Κολ. γ' 11. Β' Κορ. ιγ' 3).

δ) Ὁ «ἄρτος ὁ ζῶν»
Πολ­λά γε­γο­νό­τα στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη προ­τυ­πώ­νουν τήν πνευ­μα­τι­κή τρά­πε­ζα τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Ἔ­τσι ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­να­φέ­ρει: «Οἱ πα­τέ­ρες μας ὅ­λοι ἔ­φα­γον τήν ἴ­διαν πνευ­μα­τι­κήν τρο­φήν καί ἔ­πιον τό ἴ­διον πνευ­μα­τι­κόν πο­τόν. Δι­ό­τι ἔ­πι­νον ἀ­πό τήν πνευ­μα­τι­κήν πέ­τραν, ἡ ὁ­ποί­α τούς ἠ­κο­λού­θει, ἡ δέ πέ­τρα ἦ­το ὁ Χρι­στός» (Α' Κόρ. ι' 1-5, πρβλ. Ἐξοδ. ιστ' 4).
Ὁ Χρι­στός λοι­πόν ἀ­κο­λου­θοῦ­σε τόν λα­ό, πού πο­ρευ­ό­ταν στή γῆ τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας, μέ­σα ἀ­πό τήν ἔ­ρη­μο. Ἐ­κεῖ­νος πρό­σφε­ρε τό Μάν­να, γιά νά χορ­τά­σει ὁ λα­ός καί τό νε­ρό, γιά νά σβή­σει τή δί­ψα του. Αὐ­τή τήν ἀ­λή­θεια βε­βαι­ώ­νει ὁ ἴ­διος:
«Ἀ­λή­θεια, ἀ­λή­θεια σᾶς λέ­γω, δέν σᾶς ἔ­δω­κε ὁ Μω­υ­σῆς τόν ἄρ­το τόν ἀ­λη­θι­νό ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό, ἀλ­λά ὁ Πα­τέ­ρας μου σᾶς δί­δει τόν ἄρ­το τόν ἀ­λη­θι­νό ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό. Δι­ό­τι ὁ ἄρ­τος τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού κα­τε­βαί­νει ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό καί δί­δει ζω­ή στόν κό­σμο».
Τό­τε τοῦ εἶ­παν: «Κύ­ρι­ε, δῶ­σε μας πάν­το­τε αὐ­τόν τόν ἄρ­το»· καί ὁ Ἰ­η­σοῦς τούς ἀ­πάν­τη­σε:
«Ἐ­γώ εἶ­μαι ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς. Ἐ­κεῖ­νος πού ἔρ­χε­ται πρός ἐ­μέ δέν θά πει­νά­σει καί ἐ­κεῖ­νος πού πι­στεύ­ει σ’ ἐ­μέ δέ θά δι­ψά­σει πο­τέ.­.. Ἐ­γώ εἶ­μαι ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς. Οἱ πα­τέ­ρες σας ἔ­φα­γαν τό Μάν­να στήν ἔ­ρη­μο καί ἀ­πέ­θα­ναν. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ ἄρ­τος πού κα­τε­βαί­νει ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό, διά νά φά­γει ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πό αὐ­τόν καί νά μή πε­θά­νει. Ἔ­γω εἶ­μαι ὁ ἄρ­τος ὁ ζῶν, πού κα­τῆλ­θε ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό. Ἐ­άν φά­γει κα­νείς ἀ­πό αὐ­τό τόν ἄρ­το, θά ζή­σει αἰ­ώ­νια. Ὁ ἄρ­τος δέ πού ἐγώ θά δώ­σω εἶ­ναι ἡ σάρ­κα μου, τήν ὁ­ποί­α θά δώ­σω ὑ­πέρ τῆς ζω­ῆς τοῦ κό­σμου».
Τέτοια λόγια δέν μπόρεσαν νά τά ἀντέξουν οἱ Ἰουδαῖοι. Γι’ αὐτό φιλονικοῦσαν καί ἔλεγαν: «Πῶς μπορεῖ αὐτός νά μᾶς δώσει νά φᾶμε τή σάρκα του;». Καί ὁ Ἰησοῦς τούς ἐξήγησε:
«Ἀ­λή­θεια, ἀ­λή­θεια σᾶς λέ­γω, ἐ­άν δέν φά­γε­τε τή σάρ­κα τοῦ υἱ­οῦ τοῦ ἀν­θρώ­που καί δέν πί­ε­τε τό αἷ­μα του, δέν ἔ­χε­τε ζω­ή μέ­σα σας. Ἐ­κεῖ­νος πού τρώ­γει τή σάρ­κα μου καί πί­νει τό αἷ­μα μου ἔ­χει ζω­ή αἰ­ώ­νιο καί ἐγώ θά τόν ἀ­να­στή­σω τήν ἔ­σχα­τη ἡ­μέ­ρα. Δι­ό­τι ἡ σάρ­κα μου εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νή τρο­φή καί τό αἷ­μα μου ἀ­λη­θι­νό πο­τό. Ἐ­κεῖ­νος πού τρώ­γει τή σάρ­κα μου καί πί­νει τό αἷ­μα μου, “ἐν ἐ­μοί μέ­νει κἀ­γώ ἐν αὐ­τῷ”. Κα­θώς μέ ἔ­στει­λε ὁ ζῶν Πα­τήρ καί ἐ­γώ ζῶ διά τόν Πα­τέ­ρα, κα­τά τόν ἴ­διο τρό­πο καί αὐ­τός πού μέ τρώ­γει θά ζή­σει δι’ ἐ­μέ. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ ἄρ­τος πού κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νόν, ὄ­χι ὅ­πως τό Μάν­να πού ἔ­φα­γαν οἱ πα­τέ­ρες σας καί ἀ­πέ­θα­ναν. Ἐ­κεῖ­νος πού τρώ­γει αὐ­τόν τόν ἄρ­το θά ζή­σει αἰ­ώ­νια».
Ὅ­λα αὐ­τά τά εἶ­πε ὁ Χρι­στός στή Συ­να­γω­γή, ὅ­ταν δί­δα­σκε στήν Κα­περ­να­ούμ. Ἦ­ταν λό­για σκλη­ρά, ἀ­κό­μη καί γιά τούς μα­θη­τές: «Πολ­λοί ἀ­πό τούς μα­θη­τές Του, ὅ­ταν τά ἄ­κου­σαν εἶ­παν: Εἶ­ναι σκλη­ρός ὁ λό­γος αὐ­τός· ποι­ός μπο­ρεῖ νά τόν ἀ­κού­ει;­». Ὁ Χρι­στός εἶ­δε πώς οἱ μα­θη­τές τοῦ γογ­γύ­ζουν καί τούς εἶ­πε:
«Αὐ­τό σας κλο­νί­ζει;­.­.. Τό Πνεῦ­μα εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο πού δί­νει ζω­ή, ἡ σάρ­κα δέν ὠ­φε­λεῖ σέ τί­πο­τε. Τά λό­για πού σᾶς μι­λῶ, εἶ­ναι πνεῦ­μα καί ζω­ή. Καί ὅ­μως ὑ­πάρ­χουν με­ρι­κοί ἀ­πό σᾶς πού δέν πιστεύουν» (Ἰω. στ' 32-64).
«ἄρ­τος ὁ ζῶν» εἶ­ναι λοι­πόν ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός, τό ἅ­γιο Σῶ­μα καί τό τί­μιο Αἷ­μα Του. Αὐ­τός πρό­σφε­ρε τόν ἑ­αυ­τό Του θυ­σί­α παν­το­τει­νή γιά χά­ρη μας, ὥ­στε νά μπο­ρεῖ νά μᾶς τρέ­φει μέ τό ἴ­διο Του τό Σῶ­μα καί μέ τό Αἷ­μα Του, ὅ­πως μί­α μη­τέ­ρα τρέ­φει τά ἀ­γα­πη­τά της παι­διά μέ τό γά­λα της. Αὐ­τή ἡ οὐ­ρά­νια τρο­φή δέν ἦ­ταν μό­νο γιά μί­α ἐ­πο­χή, ἀλ­λά ὁ Κύ­ριος συ­νε­χί­ζει νά τήν προ­σφέ­ρει στούς πι­στούς διά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων.
Ἐ­δῶ δέν πρό­κει­ται γιά τήν προ­σφο­ρά νε­κροῦ σώ­μα­τος, δη­λα­δή γιά νε­κρές σάρ­κες, ὅ­πως νό­μι­σαν οἱ γογ­γυ­στές. Γι’ αὐ­τό καί ὁ Χρι­στός τούς λέ­γει πώς οἱ νε­κρές σάρ­κες, χω­ρίς νά ἔ­χουν μέ­σα τους τό Πνεῦ­μα, δέν ὠ­φε­λοῦν σέ τί­πο­τε. Ὅ­μως ὁ ἄρ­τος πού ὁ Χρι­στός προ­σφέ­ρει ἔ­χει μέ­σα του τό Πνεῦ­μα πού τόν ζω­ο­ποι­εῖ καί τόν κα­θι­στᾶ πη­γή αἰ­ώ­νιας ζω­ῆς. Πρό­κει­ται γιά τό ἀ­νε­στη­μέ­νο καί ἄ­φθαρ­το Σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, ὄ­χι γιά ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­χε πρίν ἀ­πό τήν ἀ­νά­στα­ση. Ὄ­χι γιά τό Σῶ­μα σέ νε­κρή κα­τά­στα­ση, ἀλ­λά γιά τό θε­ώ­με­νο Σῶ­μα Του. Σέ αὐ­τό τό Σῶ­μα με­τα­βάλ­λε­ται ὁ πι­στός κα­τά τή θεί­α κοι­νω­νί­α, ὄ­χι σέ σῶ­μα νε­κρό, πού δέν θά τόν ὠ­φε­λοῦ­σε σέ τί­πο­τε!

ε) Ἡ ἱερωσύνη καί ἡ θυσία στήν Ἐκκλησία
Ἀ­νά­με­σα στό νέ­ο λα­ό τοῦ Θε­οῦ δέν ὑ­πάρ­χουν δι­α­φο­ρές· ὅ­λοι εἶ­ναι ἰ­σά­ξια μέ­λη καί ὅ­λοι μα­ζί ἀ­πο­τε­λοῦν «ἕ­να ἄν­θρω­πο ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ» (Γαλ. γ' 28. Α' Κορ. ι­β' 13. Κολ. γ' 11).
Ὅ­μως μέ­σα στό ἕ­να σῶ­μα ὑ­πάρ­χει δι­α­χω­ρι­σμός ὡς πρός τή δι­α­κο­νί­α τοῦ κα­θε­νός μέ­λους στό κοι­νό σῶ­μα. Πρό­κει­ται γιά λει­τουρ­γι­κό δι­α­χω­ρι­σμό τῶν δι­α­φό­ρων χα­ρι­σμά­των, πού ἐ­νι­σχύ­ει ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν ἐ­νό­τη­τα τοῦ ἑ­νός καί μο­να­δι­κοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τή δι­ά­κρι­ση τῶν δι­α­κο­νι­ῶν καί ταυ­τό­χρο­να τήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ ἑ­νός σώ­μα­τος ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος:
«Ὑ­πάρ­χουν βέ­βαι­α ποι­κι­λί­αι χα­ρι­σμά­των, ἀλ­λά τό Πνεῦ­μα εἶ­ναι τό ἴ­διο. Ὑ­πάρ­χουν καί ποι­κι­λί­αι δι­α­κο­νι­ῶν, ἀλ­λά ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι ὁ ἴ­διος× ὑ­πάρ­χουν καί δι­α­φο­ρά ἤ­δη ἐ­νερ­γει­ῶν, ἀλ­λά ὁ Θε­ός εἶ­ναι ὁ ἴ­διος, πού τά ἐ­νερ­γεῖ ὅ­λα γιά ὅ­λους. Στόν κα­θέ­να δί­δε­ται ἡ φα­νέ­ρω­ση τοῦ Πνεύ­μα­τος διά κά­ποι­ο σκο­πό» (Α' Κόρ. ιβ' 4-7).
Ἀ­νά­με­σα σ’ αὐ­τές τίς δι­α­κο­νί­ες εἶ­ναι καί τό χά­ρι­σμα τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης, πού ὅ­μως δέν εἶ­ναι ἀ­νε­ξάρ­τη­το ἀ­πό τή μί­α καί ἀ­νε­πα­νά­λη­πτη ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ Χρι­στοῦ.
Τήν ὕ­παρ­ξη ἱ­ε­ρέ­ων στήν Και­νή Δι­α­θή­κη προ­α­ναγ­γέλ­λει ἤ­δη ὁ προ­φή­της Ἡ­σα­ΐ­ας: «καί ἀ­π’ αὐ­τῶν λή­ψο­μαι ἐ­μοί ἱ­ε­ρεῖς Λευ­ΐ­τας, εἶ­πε Κύ­ριος (Ἔσ. ξστ' 21). Αὐ­τοί οἱ χρι­στια­νοί ἱ­ε­ρεῖς θά ἐ­κα­λοῦν­το πλέ­ον νά ἱ­ε­ρουρ­γοῦν στό χρι­στι­α­νι­κό θυ­σι­α­στή­ριο καί ὄ­χι στήν Ἰ­ου­δα­ϊ­κή σκη­νή» (Ἑβρ. ιγ' 10, πρβλ. Α' Κόρ. ι' 16-21).
Τό γε­γο­νός ὅ­τι ἡ χρι­στι­α­νι­κή πα­ρά­δο­ση δέν γνω­ρί­ζει «ἱ­έ­ρει­ες», δέν συ­νι­στᾶ ὑ­πο­τί­μη­ση τῆς γυ­ναί­κας. Ὅ­λοι ὅ­σοι προσ­λαμ­βά­νον­ται μέ τό βά­πτι­σμα στό Σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γί­νον­ται «εἷς ἐν Χρι­στῷ» καί παύ­ει κά­θε ἀ­ξι­ο­λο­γί­κη δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα στά δύ­ο φύ­λα (Γαλ. β' 27-28).
Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη δέν εἶ­ναι δι­καί­ω­μα ἀλ­λά δω­ρε­ά τοῦ Θε­οῦ καί κα­νέ­νας δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά ζη­τή­σει ἀ­πό τό Θε­ό «ἐ­ξη­γή­σεις». Ἡ δω­ρε­ά αὐ­τή (Χά­ρι­σμα) δί­δε­ται γιά ἕ­να σκο­πό, γιά τήν οἰ­κο­δο­μή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί κα­νέ­νας δέν μπο­ρεῖ νά ἀν­τλή­σει ἀ­πό αὐ­τό «δι­και­ώ­μα­τα», για­τί κα­τ’ αὐ­τό τόν τρό­πο ἰ­δι­ο­ποι­εῖ­ται τό δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ καί ἀν­τι­στρέ­φει τό νό­η­μά του.
Τήν οἰ­κο­δο­μή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὑ­πη­ρε­τοῦν ὅ­λα τά χα­ρί­σμα­τα πού δί­δον­ται καί στίς γυ­ναῖ­κες. Ἄν ἀ­ξι­ό­λο­γή­σου­με τήν ἀ­γά­πη μέ βά­ση τήν ἁ­γί­α Γρα­φή (Α' Κορ. ι­β' 31) καί πα­ρα­δε­χθοῦ­με πώς συγ­κα­τα­λέ­γε­ται στά «χα­ρί­σμα­τα τά κρείτ­το­να», τό­τε πρέ­πει νά ποῦ­με πώς οἱ γυ­ναῖ­κες ὑ­περ­τε­ροῦν σέ σχέ­ση μέ τούς ἄν­δρες.
Ὁ Θε­ός δέν ἐ­τί­μη­σε κα­νέ­να ἄν­δρα μέ τήν τι­μή πού πρό­σφε­ρε σέ μί­α γυ­ναῖ­κα. Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α χα­ρα­κτη­ρί­ζει αὐ­τή τή γυ­ναῖ­κα Πα­να­γί­α καί τήν ὑ­ψώ­νει σέ τι­μή πά­νω ἀ­πό ὅ­λους τούς ἁ­γί­ους καί πά­νω ἀ­πό ὅ­λους τούς ἀγ­γέ­λους. Πῶς μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με πῶς ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α ὑ­πο­τι­μᾶ τή γυ­ναῖ­κα ἐ­πει­δή δέν ἐ­πι­τρέ­πει τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη τῶν γυ­ναι­κῶν;
Καί ἐ­κτός ἀ­πό αὐ­τό: Καμ­μί­α ὀρ­θό­δο­ξη χρι­στια­νή πού εἶ­ναι συ­νει­δη­τό μέ­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δέν ἔ­χει τέ­τοι­ο πρό­βλη­μα. Κά­ποι­οι ἐ­πι­χει­ροῦν νά μᾶς με­τα­φέ­ρουν ἐ­δῶ τή δι­κή τους προ­βλη­μα­τι­κή, πού εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ἔ­ξω ἀ­πό τό δι­κό μας φρό­νη­μα καί ἀ­πό τήν προ­αί­ρε­ση τῶν συ­νει­δη­τῶν ὀρ­θο­δό­ξων γυ­ναι­κών.
Ἡ θυ­σί­α πού τε­λεῖ­ται στό χρι­στι­α­νι­κό θυ­σι­α­στή­ριο δέν εἶ­ναι ἀ­νε­ξάρ­τη­τη ἀ­πό τή θυ­σί­α τοῦ μό­νου ἱ­ε­ρέ­ως Χρι­στοῦ, πού προ­σφέρ­θη­κε «ἅ­παξ» στό Γολ­γο­θά. Ἡ τέ­λε­ση τοῦ ἱ­ε­ροῦ μυ­στη­ρί­ου ἀ­πο­τε­λεῖ βέ­βαι­α καί ἀ­νά­μνη­ση, ὅ­πως καί δι­α­κή­ρυ­ξη τῆς μο­να­δι­κῆς θυ­σί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου (Λουκ. κβ' 19. Α' Κορ. ι­α' 26). Ἀλ­λά δέν ἑ­ξαν­τλεῖ­ται ὅ­λη ἡ ση­μα­σί­α του στήν ἀ­νά­μνη­ση. Κα­τά τό ἱ­ε­ρό μυ­στή­ριο γί­νε­ται πραγ­μα­τι­κή με­τα­βο­λή τοῦ ἄρ­του καί τοῦ οἴ­νου σέ Σῶ­μα καί Αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, ὅ­πως ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ὁ ἀ­πό­στο­λος:
«Τό πο­τή­ριον τῆς εὐ­λο­γί­ας, τό ὁ­ποῖ­ον εὐ­λο­γοῦ­μεν, δέν εἶ­ναι κοι­νω­νί­α τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ; Ὁ ἄρ­τος τόν ὁ­ποῖ­ον κό­πτο­μεν, δέν εἶ­ναι κοι­νω­νί­α τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ; Ἐ­πει­δή ἕ­νας εἶ­ναι ὁ ἄρ­τος, καί ἡ­μεῖς οἱ πολ­λοί εἴ­με­θα ἕ­να σῶ­μα, δι­ό­τι ὅ­λοι ἀ­πό τόν ἕ­να ἄρ­τον με­τέ­χο­μεν» (Α' Κορ. ι΄ 16-17). Ἔ­τσι ἡ θυ­σί­α πού προ­σφέ­ρε­ται στό χρι­στι­α­νι­κό θυ­σι­α­στή­ριο δέν εἶ­ναι «ἄλ­λη», καί «ἄλ­λη» ἐ­κεί­νη στό Γολ­γο­θά!
Ὁ Χρι­στός, ὡς μο­να­δι­κός Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας, πρό­σφε­ρε τή μο­να­δι­κή Του θυ­σί­α «ἐ­φά­παξ» (Ἑ­βρ. ζ' 27) ὑ­πέρ τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τοῦ τοῦ μο­να­δι­κοῦ γε­γο­νό­τος, μέ τρό­πο μυ­στη­ρια­κό, ἀ­πο­τε­λεῖ με­το­χή τό Δεῖ­πνο τοῦ Χρι­στοῦ, στό ὁ­ποῖ­ο ὁ ἄρ­τος με­τα­βλή­θη­κε σέ Σῶ­μα καί ὁ οἶ­νος σέ Αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου (Ματθ. κστ' 26-28. Μάρκ. ι­δ' 22-24. Λουκ. κβ' 19-20). Τό ἴ­διο Δεῖ­πνο (τή θεί­α εὐ­χα­ρι­στί­α) ἔ­πρε­πε νά τε­λοῦν καί οἱ μα­θη­τές τοῦ Χρι­στοῦ (Λουκ. κβ', Α Κορ. ι­α' 24-25).
Ἔ­τσι μέ­νει ἡ θυ­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ μο­να­δι­κή, ἐ­νῷ ταυ­τό­χρο­να ἐ­ξα­σφα­λί­ζε­ται καί ἡ δι­κή μας σω­τη­ρί­α, μέ τήν κοι­νω­νί­α τοῦ Σώ­μα­τος καί τοῦ Αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ (Ἰ­ω. στ' 48-69). Τό ἴ­διο πα­ρα­τη­ροῦ­με καί γιά τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη. Μέ­νει μο­να­δι­κή καί «ἀ­με­τά­θε­τη» ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ Χρι­στοῦ, ἐ­νῷ οἱ ἱ­ε­ρεῖς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δέν ἔ­χουν δι­κή τους ἱ­ε­ρω­σύ­νη× εἶ­ναι «ὑ­πη­ρέ­τες Χρι­στοῦ καί οἰ­κο­νό­μοι μυ­στη­ρί­ων Θε­οῦ» (Α' Κορ. δ' 1).
Γι’ αὐ­τό καί ὁ Κύ­ριος ἔ­δω­σε στούς μα­θη­τές Του τή δύ­να­μη νά συγ­χω­ροῦν ἤ νά κρα­τοῦν τίς ἁ­μαρ­τί­ες τῶν ἀν­θρώ­πων (Ματθ. ι­η' 18. Ἰ­ω. κ' 21-23), δι­καί­ω­μα πού κα­τά τήν ἀν­τί­λη­ψη τῶν γραμ­μα­τέ­ων εἶ­χε μό­νο ὁ Θε­ός. Καί ἐ­πει­δή δέν ἀ­νε­γνώ­ρι­ζαν τή Θε­ό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ, ὑ­πο­στή­ρι­ζαν πώς βλα­σφη­μοῦ­σε (Ματθ. θ' 3. Μάρκ. β' 7). Αὐ­τή τήν ἐ­ξου­σί­α οἱ μα­θη­τές δέν τήν εἶ­χαν ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ Χρι­στοῦ× τήν ἔ­λα­βαν σάν «οἰ­κο­νό­μοι μυ­στη­ρί­ων Θε­οῦ».
Ὅ­πως ὁ κά­θε χρι­στια­νός, μέ τό ἱ­ε­ρό βά­πτι­σμα καί τή συμ­με­το­χή του στή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γί­νε­ται μέ­το­χος τῆς ἁ­γι­ό­τη­τας τοῦ Χρι­στοῦ καί δέν ἔ­χει δι­κή του ἁ­γι­ό­τη­τα, ἔ­τσι καί οἱ ἱ­ε­ρεῖς τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, μέ τή χει­ρο­το­νί­α τους με­τέ­χουν τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ πα­ρου­σί­α τους στίς συ­νά­ξεις τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ἐγ­γύ­η­ση τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς δρά­σης τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος στήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Οἱ ἀ­πό­στο­λοι καί οἱ δι­ά­δο­χοί τους γί­νον­ται ὁ­ρα­τές εἰ­κό­νες τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ἐ­ξα­σφα­λί­ζουν τήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή ἐ­ξου­σί­α δέν εἶ­ναι ἀ­το­μι­κή τῶν ἀν­θρώ­πων πού ἐ­κλή­θη­καν ἀ­πό τόν Χρι­στό νά γί­νουν ὄρ­γα­να τῆς χά­ρης Του, ἀλ­λά ἐ­ξου­σί­α λει­τουρ­γι­κή, πού σχε­τί­ζε­ται ἐ­σω­τε­ρι­κά μέ τήν Ἐκ­κλη­σί­α, πού εἶ­ναι «ὁ­λό­κλη­ρος ὁ Χρι­στός», ἡ Κε­φα­λή καί τό Σῶ­μα. Ὁ Χρι­στός ἀ­πο­στέλ­λει τούς μα­θη­τές Του ὅ­πως ἀ­πέ­στει­λε τόν ἴ­διο ὁ Πα­τήρ, καί τούς βε­βαι­ώ­νει πώς ὅ­ποι­ος τούς δέ­χε­ται καί τούς ἀ­κού­ει, δέ­χε­ται καί ἀ­κού­ει Αὐ­τόν τόν ἴ­διο (Ἰ­ω. κ' 21, ι­γ' Μάτθ. ι' 40. Λουκ. ι' 16).
Οἱ μα­θη­τές τοῦ Χρι­στοῦ δέν εἶ­χαν ἀμ­φι­βο­λί­α πώς ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι «ὁ ἐ­νερ­γῶν τά πάν­τα ἐν πᾶ­σι» (Α' Κόρ. ι­β' 6)× Ἐ­κεῖ­νος συγ­χω­ρεῖ ἁ­μαρ­τί­ες. Οἱ ἱ­ε­ρεῖς εἶ­ναι τά ὄρ­γα­να, οἱ «οἰ­κο­νό­μοι τῆς χά­ρι­τος». Γι’ αὐ­τό καί ὁ ἀ­πό­στο­λος Ἰ­ω­άν­νης ἀ­να­φέ­ρει: «Ἐ­άν ὁ­μο­λο­γῶ­μεν τάς ἁ­μαρ­τί­ας μας. Αὐ­τός (ὁ Χρι­στός) εἶ­ναι ἀ­ξι­ό­πι­στος καί δί­και­ος, ὥ­στε νά μᾶς συγ­χώ­ρη­ση τάς ἁ­μαρ­τί­ας καί νά μᾶς κα­θα­ρί­ση ἀ­πό κά­θε ἀ­δι­κί­αν» (Α' Ἰ­ω. α' 9, πρβλ. Πα­ροιμ. κη' 13).
Ὄ­χι μό­νο κα­τά τήν τέ­λε­ση τῶν ἱ­ε­ρῶν μυ­στη­ρί­ων, ἀλ­λά καί στό κή­ρυγ­μα οἱ ἀ­πό­στο­λοι ἦ­σαν ὄρ­γα­να τοῦ Χρι­στοῦ. Δέν εἶ­χαν δι­κό τους λό­γο, ἀλ­λά ἐ­κή­ρυτ­ταν τό λό­γο τοῦ Χρι­στοῦ× ἦ­σαν «στό­μα Χρι­στοῦ» (πρβλ. Ματθ. ι' 40. κη' 20) καί κή­ρυτ­ταν ὅ­σα τούς ἐ­δί­δα­σκε τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο (Α' Κόρ. β' 13, πρβλ. Πράξ. ι­ε' 28). Δέν ἦ­ταν δί­κη τους ἡ ἐ­ξου­σί­α, ἀλ­λά τοῦ Χρι­στοῦ, καί γι’ αὐ­τό ὅ­λα τά ἔ­κα­ναν στό ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ (Α' Ἰ­ω. α' 9. Κολ. γ' 17. Α' Κορ. β' 16)· εἶ­χαν ἀ­λη­θι­νό προ­φη­τι­κό χά­ρι­σμα, δέν ἦ­σαν ψευ­δο­προ­φῆ­τες! (Δευ­τερ. ι­η' 20).

στ) Ὁ ἐπίσκοπος
Οἱ ἀ­πό­στο­λοι εἶ­χαν συ­ναί­σθη­ση τῆς δι­α­δο­χῆς τοῦ ἀ­πο­στο­λι­κοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τος, τῆς λε­γό­με­νης «ἐ­πι­σκο­πῆς» (Πράξ. α' 20. Α' Τίμ. γ' 1), ἡ ὁ­ποί­α δέν δι­α­κό­πη­κε με­τά τό θά­να­το τῶν ἀ­πο­στό­λων. Ἤ­δη στήν ἀ­πο­στο­λι­κή ἐ­πο­χή ὑ­πῆρ­χαν εἰ­δι­κοί ἀ­πε­σταλ­μέ­νοι τῶν ἀ­πο­στό­λων, στούς ὁ­ποί­ους δό­θη­κε ἡ χά­ρη τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης μέ χει­ρο­το­νί­α, καί ἐ­ξου­σι­ο­δο­τή­θη­καν νά χει­ρο­το­νή­σουν καί ἄλ­λους, ὥ­στε νά με­τα­δώ­σουν τό χά­ρι­σμα πού ἔ­λα­βαν (Α' Τίμ. α' 3,δ' 9- 16. Β' Τιμ. α' 6, δ' 9-10. Τιτ. α' 5, γ' 12).
Στήν με­τα­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α τή θέ­ση τῶν ἀ­πο­στό­λων ἔ­λα­βαν οἱ ἐ­πί­σκο­ποι. Ἤ­δη ὁ προ­φή­της Ἠ­σα­ΐ­ας προ­α­ναγ­γέλ­λει:
«Καί δώ­σω τούς ἄρ­χον­τάς σου ἐν εἰ­ρή­νῃ καί τούς ἐ­πι­σκό­πους σου ἐν δι­και­ο­σύ­νῃ. Καί οὐκ ἀ­κου­σθή­σε­ται ἔ­τι ἀ­δι­κί­α ἐν τή γῆ σου, οὐ­δέ σύν­τριμ­μα οὐ­δέ τα­λαι­πω­ρί­α ἐν τοῖς ὀ­ρί­οις σου»· θά δώ­σω εἰς ἐ­σέ ἄρ­χον­τες, πού θά κα­θο­δη­γοῦν μέ εἰ­ρή­νη καί τούς ἐ­πι­σκό­πους σου πού θά κρί­νουν μέ δι­και­ο­σύ­νη. Δέν θά ἀ­κου­σθεῖ πλέ­ον ἀ­δι­κί­α οὔ­τε ἄλ­λη συμ­φο­ρά μέ­σα στά ὅ­ρια σου (Ἡσ. ξ' 17-18).
Αὐ­τό τό χω­ρί­ο ἐ­πι­κα­λεῖ­ται ὁ Κλή­μης, ἐ­πί­σκο­πος Ρώ­μης, πού ἔ­γρα­ψε στήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κο­ρίν­θου κα­τά τά τέ­λη τοῦ πρώ­του αἰ­ώ­να× τό ἀ­να­φέ­ρει στούς ἐ­πι­σκό­πους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἀ­ναμ­φί­βο­λα ὁ προ­φή­της μι­λά­ει ἐ­δῶ γιά τή δό­ξα τῆς Νέ­ας Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού θά γί­νει «ἀ­γαλ­λί­α­σις αἰ­ώ­νιος, εὐ­φρο­σύ­νη γε­νε­ῶν γε­νε­αῖς» (Ἡσ. ξ' 15).
Ὁ Κλή­μης ὑ­πο­γραμ­μί­ζει πώς οἱ ἀ­πό­στο­λοι κή­ρυ­ξαν τή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, βά­πτι­σαν τά νέ­α μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἐ­προ­χώ­ρη­σαν στήν ὀρ­γά­νω­ση το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν, μέ τήν ἐγ­κα­τά­στα­ση «ἐ­πι­σκό­πων καί δι­α­κό­νων». «Καί τοῦ­το οὐ και­νῶς», συ­νε­χί­ζει, «δι­ό­τι ἀ­πό πολ­λά ἔ­τη εἶ­χε γρα­φῆ πε­ρί τῶν ἐ­πι­σκό­πων καί δι­α­κό­νων.­.. κα­τα­στή­σω τούς ἐ­πι­σκό­πους αὐ­τῶν ἐν δι­και­ο­σύ­νῃ, καί τούς δι­α­κό­νους αὐ­τῶν ἐν πί­στει».
Λί­γα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα ὁ ἅ­γιος Ἰ­γνά­τιος γρά­φει ὅ­τι οἱ ἐ­πί­σκο­ποι ἵ­σταν­ται «εἰς τό­πον Θε­οῦ» καί πε­ρι­βάλ­λον­ται ἀ­πό τούς πρε­σβύ­τε­ρους, πού ὀ­νο­μά­ζον­ται «συ­νέ­δριον Θε­οῦ» καί βρί­σκον­ται «εἰς τό­πον συ­νε­δρί­ου τῶν ἀ­πο­στό­λων». Ἔ­τσι ἑρ­μη­νεύ­ε­ται καί ἡ προ­τρο­πή: «Τῷ ἐ­πι­σκό­πῳ προ­σέ­χε­τε καί τῷ πρε­σβυ­τε­ρί­ῳ καί δι­α­κό­νοις.­.. μι­μη­ταί γί­νε­σθε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ὡς καί αὐ­τός τοῦ Πα­τρός αὐ­τοῦ».
Ἡ ἐ­ξου­σί­α τοῦ ἐ­πι­σκό­που ἦ­ταν ἐ­ξου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Οἱ ἀ­πο­φά­σεις τους γιά τά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά θέ­μα­τα δέν ἦ­σαν δι­κές τους, ἀλ­λά τοῦ Θε­οῦ (Α' Κορ. β' 16. Πράξ. ι­ε' 28) καί ὄ­φει­λαν νά βρί­σκον­ται «ἐν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ γνώ­μῃ», ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει ὁ ἅ­γιος Ἰ­γνά­τιος× νά μή ἐ­πι­βά­λουν δι­κές τους ἀν­θρώ­πι­νες ἀ­πό­ψεις. Ἔ­πρε­πε νά φα­νε­ρώ­νουν τή γνώ­μη τοῦ Χρι­στοῦ.
Στό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὁ ἐ­πί­σκο­πος δέν ἐκ­φρά­ζει μό­νο τή γνώ­μη τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλ­λά καί τήν πα­ρου­σί­α τοῦ ἀ­ό­ρα­του, μο­να­δι­κοῦ ἀρ­χι­ε­ρέ­α καί ἐ­πι­σκό­που Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἀ­πο­τε­λεῖ ἐγ­γύ­η­ση τῆς πα­ρου­σί­ας αὐ­τῆς στή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἰ­δι­αί­τε­ρα στά ἱ­ε­ρά μυ­στή­ρια, καί τῆς χα­ρι­σμα­τι­κῆς ἐ­νέρ­γειας τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Γι’ αὐ­τό στήν ὀρ­θό­δο­ξη ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ Δο­σι­θέ­ου ἀ­να­φέ­ρε­ται πώς χω­ρίς τό ἐ­πι­σκο­πι­κό ἀ­ξί­ω­μα, δέν εἶ­ναι δυ­να­τό «μή­τε Ἐκ­κλη­σί­αν, μή­τε Χρι­στια­νόν τι­νά ἤ εἶ­ναι ἤ ὅ­λως λέ­γε­σθαι».
Συ­νέ­πεια αὐ­τοῦ εἶ­ναι οἱ λό­γοι τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­γνά­τιου: «ὅ­που ἄν φα­νῇ ὁ ἐ­πί­σκο­πος, ἐ­κεῖ καί τό πλῆ­θος ἔ­στω, ὥ­σπερ ὅ­που ἄν ᾖ Χρι­στός, ἐ­κεῖ ἡ κα­θο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α». Γιά τή θεί­α εὐ­χα­ρι­στί­α ὁ ἴ­διος ἅ­γιος ἐ­πί­σκο­πος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας λέ­γει ὅ­τι βε­βαί­α καί ἐγ­γυ­η­μέ­νη εἶ­ναι ἐ­κεί­νη ἡ θεί­α εὐ­χα­ρι­στί­α, τήν ὁ­ποί­α τε­λεῖ ὁ ἐ­πί­σκο­πος ἤ ἐ­κεῖ­νος πού ἔ­χει ἐ­ξου­σι­ο­δο­τη­θεῖ ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον, κά­ποι­ος δη­λα­δή πρε­σβύ­τε­ρος, πού ἀ­νή­κει στό «πρε­σβυ­τέ­ριον» τοῦ ἐ­πι­σκό­που, πού ὀ­νο­μά­ζε­ται ἀ­πό τόν Ἰ­γνά­τιο «ἀ­ξι­ό­πλο­κος πνευ­μα­τι­κός στέ­φα­νος».

ζ) Ὄχι πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία
«Ὁ ἐ­πί­σκο­πος εἶ­ναι ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐν τῷ ἐ­πι­σκό­πῳ», λέ­γει ὁ ἅ­γιος ἐ­πί­σκο­πος Κυ­πρια­νός καί γρά­φει στόν κλῆ­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας του, ὅ­τι δέν ἐ­πι­χει­ρεῖ νά κά­μει τί­πο­τε χω­ρίς τή συμ­βου­λή τους, οὔ­τε χω­ρίς τή συμ­φω­νί­α τοῦ λα­οῦ. Αὐ­τό θυ­μί­ζει τήν ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, στήν ὁ­ποί­α ἡ καρ­δί­α τοῦ πλή­θους τῶν πι­στῶν ἦ­ταν μί­α (Πράξ. δ' 32).
Ὁ ἐ­πί­σκο­πος νο­εῖ­ται πάν­το­τε σέ σχέ­ση μέ τό Σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἰ­δι­αί­τε­ρα σέ σχέ­ση μέ τήν Κε­φα­λή, δη­λα­δή μέ τόν Χρι­στό: «ἐν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ γνώ­μῃ»! (Ἰγνάτιος, πρβλ. Α' Κόρ. β' 16. Πράξ. ιε' 28).
Ὁ­ποι­α­δή­πο­τε λοι­πόν καί ἄν εἶ­ναι τά προ­νό­μια τοῦ ἐ­πι­σκό­που, δέν το­πο­θε­τεῖ­ται ὑ­πε­ρά­νω τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λά με­τα­ξύ τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, πού μα­ζί μέ τόν Χρι­στό συ­νι­στᾶ ὁ­λό­κλη­ρη τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Με­τα­ξύ του Χρι­στοῦ, πού εἶ­ναι ἡ Κε­φα­λή, καί τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ δέν πα­ρεμ­βάλ­λε­ται τί­πο­τα× «πρό­βα­τα καί ποι­μέ­νες πρός τήν ἀν­θρω­πί­νην εἰ­σίν δι­ά­κρι­σιν, πρός δέ τόν Χρι­στόν πάν­τες πρό­βα­τα. Καί γάρ οἱ ποι­μέ­νες καί οἱ ποι­με­νό­με­νοι ὑ­φ’ ἑ­νός τοῦ ἄ­νω ποι­μέ­νος ποι­μέ­νον­ται».
Ἡ αὐ­θεν­τί­α τοῦ ἐ­πι­σκό­που εἶ­ναι αὐ­θεν­τί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἡ δι­α­κο­νί­α του δι­α­κο­νί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Δέν μπο­ρεῖ κα­νείς νά δι­α­σπά­σει τήν ὀρ­γα­νι­κή ἑ­νό­τη­τα ἀ­νά­με­σα στόν ἐ­πί­σκο­πο καί στό λα­ό× «Ἄ­νευ ἐ­πι­σκό­που δέν θά ὑ­πῆρ­χαν ὀρ­θό­δο­ξοι πι­στοί× ἀλ­λά καί ἄ­νευ ὀρ­θο­δό­ξων πι­στῶν δέν δύ­να­ται νά ὑ­πάρ­ξει ἐ­πί­σκο­πος», ἀ­να­φέ­ρει σύγ­χρο­νος θε­ο­λό­γος.
«Μη­δέν ἄ­νευ γνώ­μης σου γι­νέ­σθω», γρά­φει ὁ ἅ­γιος Ἰ­γνά­τιος ὁ Θε­ο­φό­ρος στόν ἐ­πί­σκο­πο Σμύρ­νης. Ὅ­μως αὐ­τό εἶ­ναι ἡ μί­α πλευ­ρά. Γι’ αὐ­τό συ­νε­χί­ζει: «μη­δέ σύ ἄ­νευ Θε­οῦ τι πρᾶσ­σε»!
«Καί σύ, υἱ­έ ἀν­θρώ­που, σκο­πόν δέ­δω­κά σε τῷ οἴ­κῳ Ἰσ­ρα­ήλ, καί ἀ­κού­σῃ ἐκ τοῦ στό­μα­τός μου λό­γον», καί σέ ὦ υἱ­έ ἀν­θρώ­που, σέ ἔ­χω ἐγ­κα­τα­στή­σει φρου­ρόν στόν ἰσ­ρα­η­λι­τι­κό λα­ό, γιά νά ἀ­κού­σεις ἀ­πό τό δι­κό μου στό­μα λό­γο, λέ­γει ὁ Θε­ός στόν προ­φή­τη Ἰ­ε­ζε­κι­ήλ καί αὐ­τό ἰ­σχύ­ει καί γιά τόν ἐ­πί­σκο­πο (Ἰεζ. λγ' 7, πρβλ. Δευτερ. ιη' 20).

η) Πάντων διάκονος
Ὁ ἐ­πί­σκο­πος κα­λεῖ­ται νά εἶ­ναι ἄν­θρω­πος ἀ­γά­πης, ὑ­πη­ρέ­της ὅ­λων, κα­τά τό πρό­τυ­πο τοῦ Χρι­στοῦ (Ματθ. κ' 26-28, κγ' 11. Μάρκ. θ' 35, Γ 43-44. Λουκ. κβ' 27).
Ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος γί­νε­ται κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κός: «Ἐ­άν λοι­πόν ἐ­γώ, ὁ Κύ­ριος καί Δι­δά­σκα­λος, ἔ­πλυ­να τά πό­δια σας καί σεῖς ὀ­φεί­λε­τε νά πλέ­νε­τε τά πό­δια ὁ ἕ­νας τοῦ ἄλ­λου. Πα­ρά­δειγ­μα σᾶς ἔ­δω­σα, διά νά κά­νε­τε καί σεῖς κα­θώς σᾶς ἔ­κα­μα ἐ­γώ» (Ἰω. ιγ' 14-15).
Στή δι­α­κο­νί­α του ὁ ἐ­πί­σκο­πος κα­λεῖ­ται νά γί­νει δοῦ­λος πάν­των «διά Ἰ­η­σοῦ» (Β' Κορ. δ 5). Ἄν καί εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος ἔ­ναν­τι ὅ­λων, ὀ­φεί­λει νά δου­λώ­σει τόν ἑ­αυ­τό του σέ ὅ­λους γιά νά κερ­δί­σει τούς πε­ρισ­σό­τε­ρους· νά γί­νει «εἰς πάν­τας τά πάν­τα, ὥ­στε διά παν­τός τρό­που νά σώ­σει με­ρι­κούς» (Α' Κόρ. θ' 19-22).
Κα­λεῖ­ται πάν­το­τε νά παίρ­νει τή θέ­ση τοῦ ἀ­δυ­νά­του, τοῦ ἀν­θρώ­που πού ὑ­πο­φέ­ρει καί νά γί­νει γι’ αὐ­τόν πα­τέ­ρας. Τό ὅ­πλο του καί ἡ δύ­να­μή του δέν πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται μέ τήν ἰ­σχύ τῶν ἀρ­χόν­των τοῦ κό­σμου τού­του. Κα­λεῖ­ται νά ἐ­πι­βάλ­λε­ται μέ τήν ἀ­γά­πη, τήν πει­θώ καί τό μαρ­τύ­ριο. Αὐ­τό ὑ­πο­γραμ­μί­ζε­ται στήν ἁ­γί­α Γρα­φή.
«Ποι­μά­να­τε τό ποί­μνιο τοῦ Θε­οῦ πού εἶ­ναι με­τα­ξύ σας, ὄ­χι ἀ­ναγ­κα­στι­κῶς ἀλ­λά θε­λη­μα­τι­κῶς, οὔ­τε μέ αἰ­σχρο­κερ­δῆ τρό­πον, ἀλ­λά μέ προ­θυ­μί­αν, οὔ­τε ὡς νά ἔ­χε­τε κυ­ρι­αρ­χι­κήν ἐ­ξου­σί­αν ἐ­πί ἐ­κεί­νων τούς ὁ­ποί­ους σᾶς ἔ­λα­χε νά ποι­μαί­νε­τε («κα­τα­κυ­ρι­εύ­ον­τες τῶν κλή­ρων»­), ἀλ­λά νά δί­δε­τε τό κα­λόν πα­ρά­δειγ­μα εἰς τό ποί­μνιον. Καί ὅ­ταν φα­νε­ρω­θῆ ὁ Ἀρ­χι­ποι­μήν, τό­τε θά λά­βε­τε τό ἀ­μά­ραν­τον στε­φά­νι τῆς δό­ξης» (Α' Πε­τρ. ε' 2-4, πρβλ. Ἰ­εζ. λδ' 1- 31).
Τό πνεῦ­μα τῆς θυ­σί­ας, τό ὁ­ποῖ­ο πρέ­πει νά εἶ­ναι ὁ­δη­γός στόν ἐ­πί­σκο­πο, ἐκ­φρά­ζε­ται καί στήν εὐ­χή τῆς χει­ρο­το­νί­ας: «Σύ, Χρι­στέ, καί τοῦ­τον τόν ἀ­να­δει­χθέν­τα οἰ­κο­νό­μον τῆς Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς χά­ρι­τος, ποί­η­σον γε­νέ­σθαι μι­μη­τήν Σου τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Ποι­μέ­νος, τι­θέν­τα τήν ψυ­χήν αὐ­τοῦ ὑ­πέρ τῶν προ­βά­των Σου× ὁ­δη­γόν τῶν τυ­φλῶν, φῶς τῶν ἐν σκό­τει, παι­δευ­τήν ὀρ­φα­νῶν, δι­δά­σκα­λον νη­πί­ων, φω­στῆ­ρα ἐν κό­σμῳ.­.. Σόν γάρ ἐ­στι τό ἐ­λε­εῖν καί σώ­ζειν ἡ­μᾶς, ὁ Θε­ός...»!

θ) Πατέρες καί διδάσκαλοι
Οἱ κλη­ρι­κοί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας κα­λοῦν­ται νά γί­νουν πνευ­μα­τι­κοί πα­τέ­ρες τοῦ ποι­μνί­ου τους. Οἱ ἀ­πό­στο­λοι εἶ­χαν αὐ­τή τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ Πα­τέ­ρα ὅ­λων ἐ­κεί­νων πού ἐ­πί­στευ­σαν στό κή­ρυγ­μά τους καί ἀ­να­γεν­νή­θη­καν ἀ­πό τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ (Α' Κόρ. δ' 15. Β' Κορ. στ' 13, Ἰ­β' 14. Γαλ. δ' 19. Φι­λημ. 10. Γ' Ἰ­ω. 4, πρβλ. Δ' Βα­σιλ. β' 12, στ’ 21, ἰ­γ’ 14). Ἀ­κό­μη πα­ραγ­γέλ­λουν στούς πι­στούς νά ἀ­πο­δί­δουν τι­μή καί νά ὑ­πο­τάσ­σον­ται στούς πνευ­μα­τι­κούς ἐρ­γά­τες (Α' Κορ. ἰ­στ' 16. Φι­λιπ. β' 29-30. Α' Θεσ. ε' 12-13. Ἑ­βρ. ι­γ' 17).
Ἡ προ­σφώ­νη­ση λοι­πόν «πά­τερ» δέν ἐ­κλαμ­βά­νε­ται μέ ἀ­πό­λυ­τη ση­μα­σί­α, για­τί ἐ­κεῖ­νος πού ἀ­να­γεν­νᾶ εἶ­ναι ὁ Θε­ός (Ματθ. κγ' 9). Ὅ­μως οἱ πνευ­μα­τι­κοί ἐρ­γά­τες γί­νον­ται συ­νερ­γοί σ’ αὐ­τό τό ἔρ­γο, ἀ­φοῦ ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ φθά­νει στούς ἀν­θρώ­πους μέ­σῳ αὐ­τῶν, καί γί­νον­ται οἰ­κο­νό­μοι τῶν μυ­στη­ρί­ων τοῦ Θε­οῦ.
Μέ τήν ἴ­δια ἔν­νοι­α ἐ­κλαμ­βά­νου­με καί τόν ὅ­ρο «ποι­μέ­νας» ἤ «δι­δά­σκα­λος». Τά «πρό­βα­τα» ἀ­νή­κουν στό Χρι­στό. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι ὁ ποι­μέ­νας καί μο­να­δι­κός Δι­δά­σκα­λος· κα­νείς δέν πρέ­πει μ’ αὐ­τή τήν ἀ­πό­λυ­τη ἔν­νοι­α νά ὀ­νο­μα­σθεῖ ποι­μέ­νας ἤ δι­δά­σκα­λος (Ματθ. κγ' 8). Ὅ­μως με­τα­ξύ τῶν χα­ρι­σμά­των πού ὁ Θε­ός δι­α­νέ­μει, εἶ­ναι καί τό ἀ­ξί­ω­μα τοῦ ποι­μέ­να καί δι­δα­σκά­λου, «πρός κα­ταρ­τι­σμόν τῶν ἁ­γί­ων, εἰς ἔρ­γον δι­α­κο­νί­ας, εἰς οἰ­κο­δο­μήν τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ» (Ἐ­φεσ. δ' 11-12. Α' Κόρ. ι­β' 27-29).

ι) Ἀποστολική διαδοχή
Ὁ ἐ­πί­σκο­πος ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἐγ­γύ­η­ση γιά τήν δια­ρκῆ πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Αὐ­τό ὅ­μως δέν ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται ἄν ὁ θε­σμός τοῦ ἐ­πι­σκό­που εἶ­ναι προ­σω­ρι­νός καί ὄ­χι μό­νι­μος. Γνω­ρί­ζου­με πώς ὁ Χρι­στός μέ­νει μα­ζί μας «μέ­χρι τῆς συν­τέ­λειας τοῦ κό­σμου» (Ματθ. κη' 20) καί ἑ­πο­μέ­νως πα­ρα­μέ­νει ποι­μέ­νας καί ἐ­πί­σκο­πος τῶν δι­κῶν Του προ­βά­των. Αὐ­τή ἡ δια­ρκής πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ κα­το­χυ­ρώ­νει καί τή δι­α­κο­νί­α ἐ­κεί­νων πού ἀ­πο­τε­λοῦν τούς οἰ­κο­νό­μους τῆς χά­ρης Του. Ποι­ό ὅ­μως εἶ­ναι τό κρι­τή­ριο, ποῦ ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τή συ­νέ­χεια τοῦ ἐ­πι­σκο­πι­κοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τος, ὥ­στε νά ἀ­πο­κλεί­ε­ται κά­θε νό­θευ­ση στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό; Εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή, ἡ «κα­τα­γω­γή» δη­λα­δή τῶν ση­με­ρι­νῶν ἐ­πι­σκο­πῶν ἀ­πό τούς ἀ­πο­στό­λους μέ βά­ση τή χει­ρο­το­νί­α. Θά μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά πεῖ πώς αὐ­τός εἶ­ναι ὁ σκε­λε­τός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­νῷ στήν κο­ρυ­φή της μέ­νει πάν­το­τε ὁ Χρι­στός (πρβλ. Α΄ Τιμ. α' 3, δ' 9-16. Β ' Τιμ. α' 6, δ' 9-10. Τιτ. α ' 5, γ' 10).
Ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή εἶ­ναι τό ὄρ­γα­νο πού ἐ­ξα­σφα­λι­ζει τήν ταυ­τό­τη­τα καί τήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ ζῶν­τος Σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας διά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων. Αὐ­τό δέν εἶ­ναι με­τα­γε­νέ­στε­ρη ἐ­πι­νό­η­ση, ἀλ­λά θέ­λη­ση τοῦ Χρι­στοῦ καί τῶν ἀ­πο­στό­λων.
Οἱ ἀ­πό­στο­λοι κή­ρυτ­ταν στά δι­α­φο­ρά μέ­ρη, βά­πτι­ζαν ὅ­σους με­τε­στρέ­φον­το ἀ­πό τό κή­ρυγ­μά τους καί ὀρ­γά­νω­ναν τή ζω­ή τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν πού ἵ­δρυ­αν. Ἐ­ξέ­λε­γαν ἕ­να ἱ­κα­νό πρό­σω­πο με­τα­ξύ τῶν πι­στῶν, τό κα­θι­στοῦ­σαν ἐ­πι­κε­φα­λῆς μιᾶς το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τοῦ ἔ­δι­ναν ἐν­το­λή νά ἐ­κλέ­ξει ἄλ­λους ἱ­κα­νούς πι­στούς, γιά νά τούς κα­τα­στή­σει σέ κά­θε πό­λη «πρε­σβυ­τέ­ρους καί δι­α­κό­νους».
Μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἐ­κλέ­γει καί ἐγ­κα­θι­στᾶ στήν Κρή­τη τόν Τί­το καί γρά­φει: «διά τόν σκο­πόν αὐ­τόν σέ ἄ­φη­σα εἰς τήν Κρή­τη, διά νά δι­ορ­θώ­σεις τά ἐλ­λι­πῆ καί νά ἐγ­κα­τα­στή­σεις εἰς κά­θε πό­λιν πρε­σβυ­τέ­ρους, ὅ­πως ἐ­γώ σέ δι­έ­τα­ξα» (Τιτ. α' 5). Δέν πα­ρα­λεί­πει νά προσ­δι­ο­ρί­σει καί τίς προ­ϋ­πο­θέ­σεις πού πρέ­πει νά ἔ­χει κά­θε πρε­σβύ­τε­ρος. Μέ τόν ἴ­διο σκο­πό ἄ­φη­σε καί τόν Τι­μό­θε­ο στήν Ἔ­φε­σο καί τοῦ ὑ­πεν­θυ­μί­ζει: «νά ἀ­να­ζω­πυ­ρώ­νεις τό χά­ρι­σμα τοῦ Θε­οῦ, πού ὑ­πάρ­χει μέ­σα σου διά τῆς ἐ­πι­θέ­σε­ως τῶν χει­ρῶν μου» (Β' Τιμ. α' 6, πρβλ. Α' Τιμ. δ' 14).
Ὁ Τί­τος λοι­πόν καί ὁ Τι­μό­θε­ος δέν ἠ­σαν αὐ­τό­κλη­τοι. Κα­τε­στα­θη­σαν ἐ­πί­σκο­ποι καί ποι­μέ­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μέ ἐ­κλο­γή καί χει­ρο­το­νί­α τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου. Αὐ­τό τό «χά­ρι­σμα τοῦ Θε­οῦ» ἐ­κλή­θη­σαν νά με­τα­δώ­σουν καί σέ ἄλ­λους μέ τόν τρό­πο πού δι­δά­χθη­καν ἀ­πό τούς ἀ­πο­στό­λους· «ὅ­πως ἐ­γώ σέ δι­έ­τα­ξα!» (Τίτ. ἅ' 5).
Ἡ χει­ρο­το­νί­α δέν ἦ­ταν ἁ­πλή τε­λε­τή, ἀλ­λά εἶ­χε χα­ρα­κτῆ­ρα χα­ρι­σμα­τι­κό-μυ­στη­ρια­κό. Τοῦ­το φα­νε­ρώ­νε­ται ἀ­πό τήν προ­τρο­πή τοῦ ἀ­πο­στό­λου πρός τόν Τι­μό­θε­ο: «Εἰς κα­νέ­να νά μή ἐ­πι­θέ­τεις τα­χέ­ως τά χέ­ρια σου!» (Α' Τιμ. ε' 33, πρβλ. Πράξ. ι­δ' 23, κ' 28).
Μέ τή χει­ρο­το­νί­α οἱ ποι­μέ­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας περ­νοῦν στήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή· ἑ­νώ­νον­ται σέ μί­α συ­νέ­χη καί ἀ­δι­ά­σπα­στη ἁ­λυ­σί­δα μέ τήν ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, πού ἐγ­γυᾶ­ται γιά τήν κα­θα­ρό­τη­τα τῆς ἀ­πο­στο­λι­κῆς δι­δα­χῆς, διά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων μέ­χρι σή­με­ρα.
Μέ τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη τῶν ση­με­ρι­νῶν ἐ­πι­σκο­πῶν τῆς Ὀρ­θό­δο­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί τῶν λοι­πῶν κλη­ρι­κῶν της ἀ­νά­γε­ται στούς ἀ­πο­στό­λους καί μέ­σῳ αὐ­τῶν στόν ἴ­διο τόν Χρι­στό× ἀ­πο­τε­λεῖ με­το­χή στήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ μό­νου ἱ­ε­ρέ­ως Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἔ­τσι δι­α­σῴ­ζε­ται ἡ ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ὁ­ποί­α λαμ­βά­νει καί γνω­ρί­σμα­τα ὁ­ρα­τά, ὥ­στε νά μπο­ροῦ­με νά εἴ­μα­στε βέ­βαι­οι γιά τή συ­νέ­χεια καί νά μή κιν­δυ­νεύ­ου­με νά πλα­νη­θοῦ­με μέ τήν πα­ρου­σί­α τῶν αἱ­ρέ­σε­ων.
Μέ τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή ὁ ἐ­πί­σκο­πος εἶ­ναι πρό­σω­πο συγ­κε­κρι­μέ­νο καί ἡ γνη­σι­ό­τη­τά του μπο­ρεῖ νά ἐ­ξα­κρι­βω­θεῖ, ὅ­πως μπο­ρεῖ κα­νείς νά ἐ­ξα­κρι­βώ­σει καί τήν ἑ­νό­τη­τά του μέ τήν Ἐκ­κλη­σί­α διά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων. Μπο­ροῦ­με λοι­πόν νά γνω­ρί­ζου­με ποι­ός εἶ­ναι ὁ ἐ­πί­σκο­πος, τό πρό­σω­πο δη­λα­δή πού ἐκ­φρά­ζει τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ καί τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ποῦ βρί­σκε­ται ἡ ἀ­λη­θι­νή Ἐκ­κλη­σί­α.
Κλεί­νον­τας τό κε­φά­λαι­ο αὐ­τό ὑ­πο­γραμ­μί­ζου­με πώς ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι ἀ­με­τα­βί­βα­στη καί ἡ θυ­σί­α Του μο­να­δι­κή. Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι ἀ­νε­ξάρ­τη­τη ἀ­πό αὐ­τή τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­πως καί ἡ ἀ­ναί­μα­κτη θυ­σί­α πού τε­λεῖ­ται στήν Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἀ­νε­ξάρ­τη­τη ἀ­πό τή μο­να­δι­κή θυ­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πο­τε­λεῖ με­το­χή στήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ Χρι­στοῦ καί ἡ ἀ­ναί­μα­κτη θυ­σί­α με­το­χή στή μο­να­δι­κή θυ­σί­α Ἐ­κεί­νου.
Οἱ ἱ­ε­ρεῖς στήν Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τά ὄρ­γα­να, οἱ «οἰ­κο­νό­μοι», τούς ὁ­ποί­ους χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ Χρι­στός γιά νά δω­ρί­σει σέ μᾶς τή σω­τη­ρί­α, πού ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πό τή δι­κή Του θυ­σί­α. Εἶ­ναι ὁ­ρα­τές εἰ­κό­νες τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, ποῦ ἐ­νερ­γεῖ τά πάν­τα μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ ἐ­ξου­σί­α τους δέν εἶ­ναι ἀ­το­μι­κή, ἀλ­λά λει­τουρ­γι­κή καί σχε­τί­ζε­ται μέ τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ στήν Ἐκ­κλη­σί­α, πού εἶ­ναι ἡ κε­φα­λή Της.
Οἱ ἐ­πί­σκο­ποι, καί μέ­σῳ αὐ­τῶν ὅ­λοι οἱ κλη­ρι­κοί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, βρί­σκον­ται σέ ἀ­δι­ά­σπα­στη ἑ­νό­τη­τα μέ τήν ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α μέ­σῳ τῆς ἀ­πο­στο­λι­κῆς δι­α­δο­χῆς καί ὑ­πό τήν συ­νε­χῆ κα­θο­δή­γη­ση τῆς Κε­φα­λῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή ἀ­πο­τε­λεῖ ἐγ­γύ­η­ση γιά τή δια­ρκῆ πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ στήν Ἐκ­κλη­σί­α, εἶ­ναι ὁ σκε­λε­τός τοῦ ἑ­νια­ίου σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τό ὄρ­γα­νο τῆς ταυ­τό­τη­τας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας διά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων.
Μέ τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή καί τόν τρό­πο πού με­τα­δί­δε­ται, δη­λα­δή μέ τή χει­ρο­το­νί­α, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ λαμ­βά­νει ὁ­ρα­τά γνω­ρί­σμα­τα καί ὁ ἐ­πί­σκο­πος κα­θί­στα­ται πλέ­ον συγ­κε­κρι­μέ­νο πρό­σω­πο καί ἡ γνη­σι­ό­τη­τά του μπο­ρεῖ νά ἐ­ξα­κρι­βω­θεῖ.
Ἡ ἑ­νό­τη­τα αὐ­τή τῶν ἐ­πι­σκό­πων μέ τόν Χρι­στό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πο­δει­κνύ­ει πώς ἡ «αὐ­θεν­τί­α» τους δέν τούς ἐ­πι­τρέ­πει νά ἐκ­φρά­σουν δι­κές τους ἀν­τι­λή­ψεις, ἀλ­λά μό­νο τή «γνώ­μη τοῦ Χρι­στοῦ». Μέ αὐ­τή τήν ἔν­νοι­α ὁ ἐ­πί­σκο­πος ἀ­πο­τε­λεῖ ἐγ­γύ­η­ση τῆς δια­ρκοῦς πα­ρου­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τῆς χα­ρι­σμα­τι­κῆς δρά­σης τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ὅ­που βρί­σκε­ται ὁ ἐ­πί­σκο­πος, ἐ­κεῖ εἶ­ναι ἡ κα­θο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, για­τί ὁ ἐ­πί­σκο­πος ἵ­στα­ται «εἰς τό­πον Θε­οῦ», δη­λα­δή ὀ­φεί­λει πάν­το­τε νά μέ­νει ἑ­νω­μέ­νος καί νά ἐ­νερ­γεῖ σέ ἁρ­μο­νί­α μέ τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί μέ τήν Κε­φα­λή της, τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Αὐ­τό ση­μαί­νει πώς γί­νε­ται δοῦ­λος πάν­των καί στορ­γι­κός πα­τέ­ρας, ἰ­δι­αί­τε­ρα τῶν ἀ­δυ­νά­των. Ἔρ­γο τῆς ζω­ῆς του εἶ­ναι­ὄ­χι ἡ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση ὁ­ποι­ων­δή­πο­τε προ­σω­πι­κῶν φι­λο­δο­ξι­ῶν, ἀλ­λά ἡ σω­τη­ρί­α τῶν «προ­βά­των», τά ὁ­ποί­α δέν ἀ­νή­κουν σ’ αὐ­τόν ἀλ­λά στόν Ποι­μέ­να Χρι­στό. Το­πο­θε­τή­θη­κε σ’ αὐ­τή τή θέ­ση ἀ­πό τόν Κύ­ριο μό­νο γιά νά δι­α­κο­νή­σει τά «πρό­βα­τα», ὄ­χι γιά νά ἀν­τλή­σει ἀ­πό αὐ­τή προ­νο­μί­α ἤ νά κα­το­χυ­ρώ­σει σ’ αὐ­τήν δι­και­ώ­μα­τα ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τήν οἰ­κο­δο­μή τῶν πι­στῶν ἤ καί σέ βά­ρος τῆς οἰ­κο­δο­μῆς τοῦ ποι­μνί­ου του.



Share:

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ

Η φωτογραφία μου
Για την προστασία του ελληνορθόδοξου πολιτισμού της οικογενείας της νεολαίας και του πολίτη.

Translate

Από το Blogger.

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Ετικέτες

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΑΙΔ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΏΤΟΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΛΛΟΘΡΗΣΚΟΙ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΟΜΙΛΙΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΣΟΦΙΑ ΑΠOKPYΦIΣMOΣ ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΙΑ ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΛΛΑΣ ΑΡΧΙΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ ΜΥΡΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΜΑΪΔΩΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ΑNTIAIPETIKO ΣEMINAPIO ΒΙΟΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΓΙΟΓΚΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ ΕΘΝΟΦΥΛΕΤΙΣΜΟΣ ΕΙΚΟΝΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΕΚΔΡΟΜΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΕΣΩΤΕΡΙΣΜΟΣ ΕΤΕΡΟΘΡΗΣΚΟΙ ΘΕΟΣΟΦΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΙΔΡΥΜΑ ΑΓΑΠΗΣ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΡΙΔΟΛΟΓΙΑ ΙΣΛΑΜ ΙΩΑΝΝΗ ΜΗΛΙΩΝΗ Κ. ΒΑΪΟΣ ΠΡΑΝΤΖΟ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΑΣΙΛΑΚΗ ΚΩΝΣΤ. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΛΟΓΟΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΣΜΟΣ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΝΕΟΓNΩΣTIKIΣMOΣ ΝΕΟEIΔΩΛOΛATPEIA ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΒΙΝΤΕΟ ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Π. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΣΟΥΡΟΣ Π. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΠΑΤΕΡ ΙΩΣΗΦ ΒΙΓΛΙΩΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΚΟΠΙΑ ΠΙΣΤΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΜΙΛΙΩΝ ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΠΡΟΣΥΛΙΤΙΣΜΟΣ ΠΡΩΤ. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΣΟΥΡΟΣ ΡΕΦΛΕΞΟΛΟΓΙΑ ΣΑΤΑΝΙΣΜΟΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΣΚΟΠΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΧΙΣΜΑ ΤΡΙΤΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΦΥΛΟ ΧΙΛΙΑΣΤΕΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΨΕΥΔΟ-ΙΝΔΟΥΙΣΜΟΣ ΨΗΦΙΣΜΑ ΨEYΔOΠPOΦHTEΣ ΨEYTOMEΣΣIEΣ

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Προτεινόμενη ανάρτηση

Η εορτή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά προστάτου του Σωματείου μας

Παραμονή Του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά σήμερα και η τοπική Ἐκκλησία της Θεσσαλονίκης μαζί με το Σωματείο του Ορθοδόξου Μακεδονικού Παρατηρη...

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *