Κατά τήν ἀντίληψη τοῦ κόσμου τούτου ὁ γάμος ἀποτελεῖ
σύμβαση ἀνάμεσα σέ δύο ἀνθρώπους διαφορετικοῦ φύλου, γιά τήν ἱκανοποιήση
ἐπιθυμιῶν καί τήν ἐξυπηρέτηση συμφερόντων καί σκοπῶν τῆς ζωῆς αὐτῆς.
Μ’ αὐτή τήν ἔννοια ὁ γάμος ἀποτελεῖ φυσικό θεσμό·
δέν ἔχει σημασία ἄν τελεῖται μέσα στήν Ἐκκλησία ἤ στό Δημαρχεῖο,
ἄν εὐλογεῖται ἀπό τόν ἱερέα ἤ πιστοποιεῖται ἀπό τή Δημοτική Ἀρχή.
Ποία ὅμως εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας; Εἶναι ὁ γάμος
ἁπλός φυσικός θεσμός ἤ μήπως ὑπηρετεῖ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ
ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου στήν κοινωνία τῆς ἀγάπης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ,
ἀπό τήν ὁποία ἀπομακρύνθηκε μέ τήν πτώση του;
α) Ἡ κοινωνία ἀνδρός καί γυναικός
Γιά νά ἀξιολογήσουμε ὀρθά τό γάμο μέσα στήν Ἐκκλησία
πρέπει νά ἀναφερθοῦμε στήν ὑπαρξιακή ταυτότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἁγία Γραφή μᾶς πληροφορεῖ πῶς ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε
«κατ’ εἰκόνα» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ,
δηλαδή ὄχι ὡς ἄτομο, ἀλλά ὡς κοινωνία προσώπων: «Καί ἐδημιούργησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐδημιούργησε
αὐτόν, τούς ἔκανε ἄνδρα καί γυναίκα» (Γεν. α’ 27).
Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ὁ ἄνθρωπος, δημιουργήθηκε
ἀπό τήν ἀρχή ὡς ζεῦγος, ὡς ἄνδρας καί γυναίκα. Ὅπως ὁ Τριαδικός Θεός
δέν εἶναι μονάδα, ἀλλά Τριάδα, δηλαδή κοινωνία προσώπων, ἔτσι καί
ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ὄχι ὡς μονάδα, ἀλλά ὡς ζευγάρι-
«ὁ ποιήσας ἀπ’ ἀρχῆς ἄρσεν καί θήλυ
ἐποίησεν αὐτούς», ἐπαναλαμβάνει ὁ εὐαγγελιστής (Ματθ. ιθ’ 4,
πρβλ. Γέν. α’ 27).
Τό δόγμα τῆς Ἁγιας Τριάδος, πού ἐκφράζεται μέ τήν ἑνότητα
τῆς οὐσίας καί τήν τριαδικότητα τῶν ὑποστάσεων ἀποτελεῖ βασική
ἀλήθεια καί ἀντιστοιχεῖ στήν πραγματικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ μοναδική
Θεία πραγματικότητα ἀποτελεῖ τή βάση τῆς ζωῆς μας καί τό θεμέλιο τῆς
σωτηρίας μας. Ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη κατ’ εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί
ὡς πρός τή φύση του καί ὡς πρός τό γεγονός τῆς ἑνότητας μέ τούς ἄλλους
ἀνθρώπους. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο δημιουργήθηκε ἀπό τήν
ἀρχή σάν ζευγάρι, ὡς ἄνδρας καί ὡς γυναίκα.
β) Σκοπός τοῦ γάμου
Ὑπάρχει ἡ ἀντίληψη πώς ὁ βασικός σκοπός τοῦ γάμου
εἶναι ἡ ἀπόκτηση τέκνων. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία πώς ἠ τεκνοποιΐα
εἶναι μέσα στούς σκοπούς αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου- ὅμως δέν
εἶναι ὁ ἔσχατος σκοπός.
Ὁ προφήτης Μαλαχίας ὑπογραμμίζει πώς ἐγγυητής
καί μάρτυρας τοῦ συζυγικοῦ δεσμοῦ εἶναι ὁ Θεός, ὁ κοινός Δημιουργός
τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας. Καταπολεμεῖ τήν ἀντίληψη τῆς ἐποχῆς, σύμφωνα
μέ τήν ὁποία μοναδικός σκοπός τοῦ γάμου εἶναι ἡ ἀπόκτηση τέκνων καί
ὅτι γι’ αὐτό τό λόγο ἐπιτρέπεται τό διαζύγιο ὕστερα ἀπό τήν ἐκπλήρωση
αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ. Γιά τόν Μαλαχία ἠ οὐσία τοῦ μυστηρίου βρίσκεται στήν
πραγμάτωση τῆς κοινῆς ζωῆς, στή διατήρηση καί στήν αὔξηση τοῦ ἀδιάρρηκτου
δεσμοῦ τῶν συζύγων, πού γίνονται ἕνα πνεῦμα καί μία σάρκα (Μαλαχ. β’
14-15. Γέν β’ 24. Ματθ. ιθ’ 5. Μάρκ. ι’ 8, πρβλ. Σοφ. Σολ. δ’ 1-6. Σοφ. Σειρ. ιστ’
1-4).
Στό ἑβραϊκό κείμενο ἀναφέρεται πώς ὁ Θεός «μισεῖ τήν ἀπόλυση», δηλαδή τό διαζύγιο,
τό ὁποῖο καταλύει τόν πρωταρχικό σκοπό τοῦ γάμου (Μαλαχ. β’ 16). Ἡ διάσπαση
τοῦ δεσμοῦ αὐτοῦ, πού ἐκφράζει τήν καθολική ἑνότητα ἀνάμεσα σέ δύο
ἀνθρώπους, δέν ἀνταποκρίνεται πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί εἶναι ἀντίθετος
μέ τήν ἴδια τή φύση τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπό τόν Θεό ὄχι σάν κάποιο ὄν ἀποκομμένο
ἀπό τούς ὁμοίους του, ἀλλά σάν κοινωνία ἀγάπης. Καί εἶναι φανερό πώς
ἡ κοινωνία αὐτή δέν πραγματοποιεῖται ἔξω ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ,
πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ἑνότητας καί τῆς ἁγάπης μέσα στόν κόσμο. Αὐτό τό
βλέπουμε καθαρά στήν περίπτωση τοῦ Ἀδάμ.
Ἐφόσον ὁ Ἀδάμ ἔμενε στήν κοινωνία ἀγάπης τοῦ Θεοῦ,
ἔβλεπε τή γυναίκα του, τήν Εὔα, σάν ἕνα κομμάτι ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό
του (Γέν. β’ 23-24). Ὅταν ὅμως μέ τήν πράξη τῆς παρακοῆς ἔπαυσε νά ταυτίζει
τό θέλημά του μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅταν δηλαδή ἔπαυσε νά ἀγαπᾶ τόν
Θεό, τότε εἶδε τή γυναίκα του σάν κάτι διαφορετικό, σάν ἕνα ἄτομο
ξένο. Γι’ αὐτό καί δέν ἦταν ἕτοιμος νά ἀναλάβει ὁ ἴδιος τήν εὐθύνη τῆς
παρακοῆς (Γέν. γ’ 12).
Μέ τό ἱερό μυστήριο τοῦ γάμου ὁ πιστός ξανατοποθετεῖται
στό δρόμο, γιά νά ξαναβρεῖ τήν ἑνότητα στή μία καί ἑνιαία ἀνθρώπινη
φύση, νά ξαναγίνει κοινωνία προσώπων. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἑνότητα
καλοῦνται νά ζήσουν οἱ χριστιανοί σύζυγοι μέσα στό γάμο, ὅπου γίνονται
πραγματικά ἕνα σῶμα. Γι’ αὐτή τήν ἑνότητα λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος:
«Ὡσάν άπό μία κεφαλή, συνέδεσε τό σῶμα ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου
γένους. Καί ἐπειδή ἀκριβῶς ἀπό τήν ἀρχή ἐνόμιζαν ὅτι εἶναι δύο, κύτταξε
πῶς συνενώνει πάλι καί συσφίγγει αὐτούς εἰς ἕνα διά τοῦ γάμου. Ἐξαιτίας
αὐτῆς τῆς σχέσης, λέγει, θά ἐγκαταλείψει ὁ ἄνδρας τόν πατέρα καί τήν μητέρα
του καί θά προσηλωθεῖ στή γυναίκα του, ὥστε οἱ δύο νά γίνουν μία σάρκα”» (Γέν. β’ 24).
«Εἶδες πόσους δεσμούς ἀγάπης ἐπενόησε ὁ Θεός; Ἀλλ’ αὐτά μέν τά
ἐνέχυρα κατέθεσε στήν ὁμόνοια ἀπό τή φύση τοῦ ἀνθρώπου. Διότι τό
νά εἶναι ἀπό τήν ἴδια οὐσία, σ’ αὐτό ὁδηγεῖ- ἐπειδή κάθε
ζῶο ἀγαπᾶ τά ζῶα τοῦ εἴδους του- καί τό νά ἔχει γίνει ἡ γυναίκα
ἀπό τόν ἄνδρα καί τό νά γίνωνται πάλι τά τέκνα καί ἀπό τούς δύο. Δι’ αὐτό
καί δημιουργοῦνται πολλοί τρόποι διά σχέσεις μεταξύ μας. Δηλαδή τόν
μέν νά ἀγαπᾶμε ὡς πατέρα, τόν δέ ὡς παπποῦ· καί τήν μέν ὡς μητέρα, τήν
δέ ὡς τροφό- καί τόν μέν ὡς υἱό καί ἔγγονο καί δισέγγονο, τήν
δέ ὡς κόρη καί ἐγγονή- καί τόν μέν ὡς ἀδελφό, τόν δέ ὡς ἀνεψιό...».
Ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης εἶναι «μεγάλη καί βαρεῖα», λέγει σέ ἄλλο σημεῖο ὁ Χρυσόστομος καί
ὑπογραμμίζει: «Διά τοῦτο ἐπρόλαβεν
ὁ Θεός καί ἔβαλε μέσα σ’ ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση μία ἀγαπητική δύναμη,
καί φυσικά οἱ γονεῖς ἀγαποῦν τά παιδιά τους καί οἱ συγγενεῖς ἀγαποῦν
ἀναμεταξύ τους ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί οἱ φίλοι ἀγαποῦν τούς φίλους τους,
διά νά βοηθεῖται ἡ λογική φύση τῶν ἀνθρώπων ἀπό τή φυσική δύναμη τῆς
ἀγάπης πού τῆς ἔδωκε ὁ Θεός καί νά μεταχειρίζεται μέ δύναμη τήν προαιρετική
ἀγάπη. Διότι τήν μεγάλη καί τελειωτική ἐντολή τῆς ἀγάπης πού ἔδωκε
ὁ Θεός, δέν τήν ἀνέφερε στή φυσική ἀγάπη, άλλά στήν προαιρετική».
Ὁ γάμος λοιπόν βάζει τόν ἄνθρωπο στήν πορεία πρός
τήν πληρότητα τῆς ἀγάπης πού εἶναι διαρκής. Αὐτός εἶναι ὁ πλέον βασικός
σκοπός τοῦ γάμου- ἡ πληρότητα τῆς ἀγάπης, πού μπορεῖ νά ὑπάρξει
ἀκόμη καί στά ἄτεκνα ζευγάρια (πρβλ. Σοφ. Σολ. δ’ 1-6. Σοφ. Σειρ. ιστ’ 1-5).
Ὅμως ἡ ὕπαρξη τέκνων προσθέτει στό χριστιανικό γάμο
ἕνα νέο στοιχεῖο, τήν πατρότητα καί τήν μητρότητα, πού ἀποτελεῖ ξεχείλισμα
τῆς ἀγάπης τῶν δύο προσώπων, γιά νά ἀγκαλιάσει καί νέες ὑπάρξεις,
γιά τίς ὁποῖες οἱ δύο σύζυγοι εἶναι ἕτοιμοι νά προσφέρουν τά πάντα.
Μέ τόν τρόπο αὐτό οἱ σύζυγοι κατορθώνουν νά ὑπερβοῦν τόν ἑαυτό τους
καί νά δοθοῦν ὁλοκληρωτικά στήν ἀγάπη πρός τόν ἄλλο, νά προετοιμασθοῦν
γιά τήν πληρότητα ἐκείνης τῆς ἀγάπης, πού καλοῦνται νά ζήσουν αἰώνια
(Α’ Κορ. ιγ’ 8-12. Ἐφεσ. ε’ 25-23).
Δέν ὑπάρχει λοιπόν ἀμφιβολία πώς ἡ διαφοροποίηση
τοῦ ἀνθρώπου (ἄνδρας καί γυναίκα) καί ὁ γάμος ἀποτελοῦν εὐεργεσία τοῦ
Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο καί ἀπόδειξη τῆς στοργικῆς Του φροντίδας, ἡ ὁποία
μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου συνιστᾶ προϋπόθεση γιά τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας
πού ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Γιατί ὁ Θεός ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς πτώσης
ὑποσχέθηκε στόν ἄνθρωπο τήν ἀνόρθωση· δέν τόν ἄφησε νά περιπλανᾶται
χωρίς ἐλπίδα (Γέν. γ’ 15).
Πρόκειται γιά τήν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος
«ἐκένωσε» τόν ἑαυτό του, γιά νά γίνει ἄνθρωπος καί δέν ἐδίστασε νά προχωρήσει
μέχρι τήν ἔσχατη θυσία ἐπάνω στόν σταυρό γιά χάρη τοῦ ἀγαπημένου
λαοῦ Του (Φιλιπ. β’ 7).
Πῶς θά ἦταν δυνατό νά ἐννοήσει ὁ ἄνθρωπος τῆς πτώσης
μιά τέτοια ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Εἶχε ἀνάγκη ἕνα προμήνυμα τῆς τέλειας
αὐτῆς ἕνωσης τῆς Θείας φύσης μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτή ἡ προτύπωση
καί προεικόνιση, τό μήνυμα τῆς λύτρωσης τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἐνσάρκωση
τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τό γεγονός τοῦ γάμου μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός (Ἐφεσ.
ε’ 25-33).
Ἔτσι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τήν ἀφετηρία τοῦ
γάμου καί ταυτόχρονα τό τέλος καί τόν σκοπό τοῦ γάμου, πού εἶναι ἡ βίωση
τῆς κοινωνίας τῆς ἀγάπης.
γ) Ὁ χριστιανικός γάμος
Μέ ὅσα ἀναφέραμε γίνεται φανερό πώς ὁ χριστιανικός
γάμος ξεπερνάει τούς ἐνδοκοσμικούς σκοπούς καί βρίσκει τή δικαίωσή
του στό ὅλο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ ἁγία Γραφή, μιλώντας
γιά τό γάμο, ἀναφέρεται στό γάμο τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία καί ταυτόχρονα
στό γάμο ἀνάμεσα στόν ἄνδρα καί στή γυναίκα. Ἔτσι ὁ χριστιανικός γάμος
εἶναι μυστήριο «εἰς Χριστόν καί εἰς
τήν Ἐκκλησίαν», συσχετίζεται πάντοτε μέ τόν δεσμό τοῦ Χριστοῦ μέ
τήν Ἐκκλησία.
«Ὁ ἄνδρας», λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «εἶναι κεφαλή τῆς γυναικός, ὅπως καί ὁ Χριστός εἶναι κεφαλή τῆς
Ἐκκλησίας, καί αὐτός εἶναι ὁ σωτήρ τοῦ σώματος... Οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶτε
τίς γυναῖκες σας, ὅπως καί ὁ Χριστός ἀγάπησε τήν Ἐκκλησία καί παρέδωκε
τόν ἑαυτό Του δι’ αὐτήν, διά νά τήν ἁγιάσει, ἀφοῦ τήν καθάρισε μέ τό λουτρό
τοῦ ὕδατος διά τοῦ λόγου, διά νά παρουσιάσει στόν ἑαυτό Του ἔνδοξη τήν
Ἐκκλησία, χωρίς νά ἔχει κηλίδα ἤ ρυτίδα ἤ τίποτε ἀπό αὐτά, ἀλλά νά
εἶναι ἁγία καί ἄμωμος. Οἱ ἄνδρες ὀφείλουν νά ἀγαποῦν τίς γυναῖκες τους
σάν τά δικά τους σώματα... Τό μυστήριο τοῦτο εἶναι μεγάλο- ἐγώ
δέ τό ἐξηγῶ ὅτι ἀναφέρεται στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία» (Ἐφεσ.
ε’ 22-32).
Ὁ δεσμός τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία εἶναι τό πρότυπο
τοῦ συζυγικοῦ δεσμοῦ. Ἔτσι ὁ χριστιανικός γάμος, «εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν», γίνεται «μέγα μυστήριον». Σ’ αὐτό τό γάμο ὁ
ἄνθρωπος ξεπερνᾶ τόν ἑαυτό του, παύει νά ζεῖ ἐγωῖστικά, μέ κέντρο τό
ἐγώ του. Ὑπερβαίνει τή διαίρεση καί ξαναβρίσκει τόν πραγματικό του
ἑαυτό στήν ἑνότητα καί στήν ἀγάπη τοῦ γάμου. Ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα,
πού στήν ἀρχή ἐνόμιζαν πώς εἶναι δύο, γίνονται καί πάλι ἕνας.
Αὐτή ἡ ἑνότητα θά
ὁλοκληρωθεῖ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου δέν θά ὑπάρχει πλέον «ἄρσεν καί θήλυ», ἀλλά ὅλοι θά εἴμαστε
«εἷς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», ὅπως οἱ ἄγγελοι
στόν οὐρανό· αὐτήν τήν πραγματικότητα προγεύεται ὁ πιστός μέσα στό
μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας, ὅπου ὅλοι ἑνώνονται στό ἕνα σῶμα τοῦ
Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία (Γαλ. γ’ 28. Ματθ. κβ‘ 30. Μάρκ. ιβ’ 25. Λουκ. κ’
35. Α’ Κορ. ι’ 16-17).
δ)
Ἡ εὐλογία τοῦ γάμου
Ὁ χριστιανικός γάμος εὐλογεῖται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό.
Αὐτό βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἀναφέρεται στό γάμο πού θέσπισε ὁ
Θεός στήν Παλαιά Διαθήκη (Γέν. β’ 24) καί ὑπογραμμίζει: «οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν ἄνθρωπος μή χωριζέτω»
(Ματθ. ιθ’ 6).
Ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη γνωρίζουμε πώς ὁ ἄνδρας
ἑνώνεται μέ τήν γυναίκα στό δεσμό τοῦ γάμου ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο· «παρά δέ Κυρίου ἁρμόζεται γυνή ἀνδρί»
(Παροιμ. θ’ 14). Αὐτός ὁ εὐλογημένος δεσμός μέλλει νά ζήσει· ἀντίθετα
αὐτό πού δέν εὐλογεῖται ἀπό τόν Θεό πεθαίνει!
Ἡ ἀλήθεια αὐτή ἐκφράζεται μέ ἀνεπανάληπτο τρόπο
στό παράδειγμα τοῦ Τωβία, πού νυμφεύθηκε τή Σάρρα ἀπό τά Ἐκβάτανα τῆς
Μηδίας.
Ἡ Σάρρα, κόρη τοῦ Ραγουήλ καί τῆς Ἔδνας, συγγενῶν τοῦ
Τωβίτ, δηλαδή τοῦ πατέρα τοῦ Τωβία, εἶχε παντρευτεῖ ἑπτά φορές. Ὅμως
πονηρός δαίμονας ἐθανάτωσε διαδοχικά καί τούς ἑπτά συζύγους κατά
τήν πρώτη νύχτα τοῦ γάμου, πρίν δηλαδή πραγματοποιηθεῖ ἡ συζυγική
κοινωνία. Τό βιβλίο τοῦ Τωβίτ περιγράφει τό γάμο τοῦ Τωβία:
«Ὁ Ραγουήλ ἐκάλεσε τή θυγατέρα του Σάρρα, τήν κράτησε ἀπό τό χέρι,
τήν παρέδωσε σάν σύζυγο στόν Τωβία καί τοῦ εἶπε:
-
Ἰδού, λάβε την σάν σύζυγο σύμφωνα μέ τό νόμο τοῦ Μωϋσῆ καί
πήγαινε στόν πατέρα σου-
καί τότε τούς εὐλόγησε. Κατόπιν κάλεσε τή γυναίκα του Ἔδνα, πῆρε
χαρτί, ἔγραψε τό συμβόλαιο τοῦ γάμου καί τό σφράγισε. Ἔπειτα ἄρχισε
τό φαγητό. Ὁ Ραγουήλ κάλεσε τή γυναίκα του Ἔδνα καί τῆς εἶπε:
-
Ἀδελφή, ἑτοίμασε τό ἄλλο δωμάτιο καί ὁδήγησέ την ἐκεῖ. Ἐκείνη
ἔκανε ὅπως τῆς εἶπε καί τήν εἰσήγαγε ἐκεῖ καί αὐτή ἄρχισε νά κλαίει.
'Ἡ μητέρα συγκινήθηκε μέ τά δάκρυα τῆς κόρης της καί τῆς εἶπε:
-
Ἔχε θάρρος, παιδί μου, ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς εἴθε νά σοῦ
δώσει χαρά ἀντί αὐτῆς σου τῆς λύπης, θάρρος κόρη μου!
Ὅταν ἐτελείωσε τό φαγητό, ὁδήγησαν σ’ αὐτήν τόν Τωβία. Ἐκεῖνος,
ὅταν εἰσῆλθε, θυμήθηκε τά λόγια τοῦ Ραγουήλ, πῆρε τό θυμιατήρι μέ
τά κάρβουνα, ἔβαλε πάνω σ’ αὐτά τήν καρδιά τοῦ ψαριοῦ καί τό συκώτι καί
βγῆκε καπνός. Ὅταν τό πονηρό δαιμόνιο ὀσφράνθηκε τήν ὀσμή, ἔφυγε στά
ἀνώτατα μέρη τῆς Αἰγύπτου καί ὁ ἄγγελος τό ἔδεσε.
Ὅταν οἱ δύο ἐκλείσθηκαν στόν νυμφικό τους κοιτῶνα, ὁ Τωβίας ἐσηκώθη
ἀπό τό κρεβάτι καί εἶπε:
-
Σήκω ἐπάνω, ἀδελφή μου, καί ἄς προσευχηθοῦμε νά μᾶς ἐλεήσει ὁ Κύριος.
Καί ὁ Τωβίας ἄρχισε νά λέει:
-Δοξασμένος εἶσαι Κύριε, ὁ
Θεός τῶν πατέρων μας
καί εὐλογημένο εἶναι
τό ἅγιο καί ἔνδοξο ὄνομά Σου
εἰς τούς αἰῶνας.
Ἄς σέ δοξάζουν πάντοτε οἱ οὐρανοί
καί ὅλα τά κτίσματά σου.
Σύ ἔπλασες τόν Ἀδάμ
καί τοῦ ἔδωσες τήν Εὔαν γυναίκα του,
ὡς βοηθό καί στήριγμα.
Ἀπό αὐτούς ἐγεννήθη τό γένος τῶν ἀνθρώπων.
Σύ εἶπες· δέν εἶναι καλό νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος μόνος·
ἄς κάνωμε δι’ αὐτόν βοηθόν ὅμοιον πρός αὐτόν.
Καί τώρα, Κύριε,
λαμβάνω τήν ἀδελφή μου αὐτήν,
ὄχι ἐκ πορνικῶν διαθέσεων,
ἀλλά βάσει τῆς ἀληθείας.
Διάταξε, λοιπόν, νά εὕρω ἔλεος
καί νά γηράσω μαζί μέ αὐτήν.
Τότε ἐκείνη εἶπε μαζί μέ αὐτόν:
—
Ἀμήν. Καί ἔπεσαν εἰς τό κρεβάτι νά κοιμηθοῦν τήν νύκτα ἐκείνην.
Ὁ Ραγουήλ σηκώθηκε καί βγῆκε ν’ ἀνοίξει ἕνα τάφο, μήπως καί πεθάνει
κι αὐτός ὁ γαμβρός του. Ἐπέστρεψε τότε στό σπίτι του καί εἶπε στή γυναίκα
του Ἔδνα:
-
Στεῖλε μιά ἀπό τίς δοῦλες σου νά δεῖ ἄν ὁ Τωβίας ζεῖ, διαφορετικά
νά τόν θάψουμε χωρίς νά μάθει κανείς τίποτα. Ἡ δούλη ἄνοιξε τήν πόρτα
καί βρῆκε καί τούς δύο νά κοιμοῦνται. Βγῆκε καί τούς ἀνήγγειλε πώς ζεῖ.
Καί ἐδόξασε ὁ Ραγουήλ τόν Θεό λέγοντας:
Δοξασμένος νά εἶσαι Σύ, ὁ Θεός
μέ κάθε δοξολογίαν καθαρή καί ἁγίαν.
Ἄς σέ δοξολογοῦν οἱ ἅγιοί Σου
καί ὅλα τά δημιουργήματά Σου
καί ὅλοι οἱ ἄγγελοί Σου
καί οἱ ἐκλεκτοί Σου,
ἄς σέ εὐλογοῦν εἰς ὅλους τούς αἰῶνες.
Εὐλογημένος εἶσαι, διότι ἔδωσες χαρά
καί δέν μοῦ συνέβη αὐτό πού ἐφοβόμουν,
ἀλλά ἔκαμες εἰς ἡμᾶς
σύμφωνα μέ τό μέγα Σου ἔλεος.
Δοξασμένος νά εἶσαι,
διότι ἔστειλες τό ἔλεός Σου εἰς δύο μονογενεῖς.
Κάμε, Δέσποτα, εἰς αὐτούς σύμφωνα μέ τό ἔλεός Σου,
ὁλοκλήρωσε τήν ζωήν των
μέ ὑγείαν καί εὐφροσύνη καί ἔλεος.
Τότε διέταξε ὁ Ραγουήλ τούς δούλους του νά καλύψουν πάλι τόν τάφο
καί ἑώρτασε τόν γάμο των δεκατέσσερες ἡμέρες» (Τωβίτ 7, 12-8, 19).
Ἡ Σάρρα παντρεύτηκε ἑπτά φορές. Ὅμως οἱ ἑπτά πρῶτοι
σύζυγοι δέν εἶχαν προφανῶς τοποθετήσει τό συζυγικό τους δεσμό μέσα
στόν πνευματικό χῶρο τοῦ ἐλέους καί
τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πού μεταμορφώνει καί ζωοποιεῖ τά πάντα στή ζωή
τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι ὁ συζυγικός δεσμός, πού δέν εἶχε εὐλογηθεῖ ἀπό τόν
Θεό, ὁδηγήθηκε στόν θάνατο καί ἐκεῖνοι στόν τάφο. Ἦταν κάτω ἀπό τό
κράτος τοῦ πονηροῦ δαίμονα, πού ἔσπερνε τό θάνατο ἀπό τήν πρώτη ἀκόμη
νύχτα τῆς συζυγικῆς ζωῆς, χωρίς νά πραγματοποιηθεῖ ἡ κοινωνία ἀνάμεσα
στούς συζύγους ἔστω καί στό καθαρό σαρκικό ἐπίπεδο.
Ὁ γάμος ὅμως τοῦ Τωβία τοποθετήθηκε ἀπό τήν ἀρχή
σέ διαφορετικό πνευματικό χῶρο. Οἱ γονεῖς τῆς Σάρρας καί ὁ ἴδιος ὁ νεαρός
σύζυγος ἐξάρτησαν τήν ἐκπλήρωση τοῦ σκοποῦ τοῦ γάμου ἀπό τό ἔλεος καί
τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Τωβίας βλέπει ὡς βασικό σκοπό τοῦ γάμου του μέ
τή Σάρρα τήν κοινωνία ἀγάπης («ἐπίταξον
ἐλεῆσαι με καί αὐτῇ συγκαταγηρᾶσαι») καί τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Καί
ἡ νεαρή σύζυγος συνυπογράφει τή βαθιά αὐτή ἐπιθυμία τοῦ συζύγου
της μέ τό δικό της «Ἀμήν». Γι’ αὐτό
τό λόγο τό πονηρό πνεῦμα δέν ἔχει πιά θέση μέσα στή νεαρή ἐκείνη κόρη.
Γεμάτος εὐγνωμοσύνη ὁ Ραγουήλ δοξολογεῖ τόν Θεό,
ἐμπιστεύεται τό νεαρό ζευγάρι στήν ἀγάπη Του καί τόν παρακαλεῖ νά ὁλοκληρώσει
τή ζωή τους μέ ὑγεία καί εὐφροσύνη καί ἔλεος· δίνει ἐντολή νά καλύψουν
τόν ἀνοικτό τάφο καί γιορτάζει τό γεγονός ἐπί δύο ἑβδομάδες.
«Παρά Κυρίου ἁρμόζεται γυνή ἀνδρί»· καί αὐτός εἶναι πλέον γάμος
«ἐν Κυρίῳ» καί ἴχι σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία! (Α’ Κορ. ζ’ 39).
ε) Ἡ ἱερουργία τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο γιά γάμον «ἐν Κυρίῳ»
(Α’ Κορ. ζ’ 39) καί ἐννοεῖ μ’ αὐτό τήν πρόσληψη τοῦ δεσμοῦ αὐτοῦ «εἰς Χριστόν
καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν» ( Ἐφεσ. ε’ 33). Ἡ θέση αὐτή μᾶς βοηθεῖ νά κατανοήσουμε
γιατί στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἡ ἱερουργία τοῦ γάμου συνεδέετο μέ
τήν τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας. Τό ἴδιο γεγονός προεικονίζεται
μέ τή συμμετοχή τοῦ Χριστοῦ στό γάμο τῆς Κανᾶ.
Ὁ Χριστός προσῆλθε στήν Κανᾶ καί συμβόλισε αὐτή τή σχέση
μ’ ἕνα θαῦμα- μέ τή μεταβολή τοῦ νεροῦ σέ κρασί. Ἔτσι ὁ Χριστός
δέν παραδέχθηκε ἁπλῶς ὁλόκληρη τή χαρά τοῦ γάμου, δέν εὐλόγησε μόνο
ὁλόκληρη τήν πραγματικότητα τοῦ γάμου, ἀλλά ἀπό ἐκείνη τή στιγμή
ἐσυμβόλισε τή θεία εὐχαριστία, τή μεταβολή τοῦ οἴνου σέ αἷμα Του
καί τοῦ ἄρτου σέ σῶμα Του, τήν πρόσληψη καί τή μεταμόρφωση τοῦ συζυγικοῦ
δεσμοῦ μέσα στό ἴδιο τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι δικό Του Σῶμα.
Ἡ διδαχή αὐτή εἶναι πατερική. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
λέγει πώς «ὅταν ὁ σύζυγος καί ἡ σύζυγος
ἑνοῦνται διά τοῦ γάμου, δέν φαίνονται πλέον σάν κάτι γήινο, ἀλλά σάν εἰκόνα
τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ τοῦ ἴδιου». Σέ ἄλλο σημεῖο, ὁ ἴδιος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας,
χαρακτηρίζει τό χριστιανικό γάμο ὡς «μικρή Ἐκκλησία».
Ὅταν ὁ γάμος ἱερουργεῖται, ὁ Χριστός εἶναι παρόν καί
ἁγιάζει αὐτόν τόν δεσμό πού πραγματοποιεῖται στό ὄνομά Του (Ματθ. ιη’
20). Γι’ αὐτό καί ἕνας σύγχρονος θεολόγος διακηρύττει πώς στό χριστιανικό
γάμο «παντρεύονται» τρεῖς, οἱ σύζυγοι
μεταξύ των καί μέ τόν Χριστό.
Ἡ ἱερουργία τοῦ γάμου δέν εἶναι μεταγενέστερη παράδοση
ἀλλά ἀνάγεται στήν ἀποστολική ἐποχή. Ἤδη ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Ἀντιόχειας
(† 110) προτρέπει τούς ἄνδρες καί τίς γυναῖκες «μετά γνώμης τοῦ ἐπισκόπου τήν ἕνωσιν ποιεῖσθαι, ἵνα ὁ γάμος
ᾖ κατά Κύριον, καί μή κατ’ ἐπιθυμίαν. Πάντα εἰς τιμήν Θεοῦ γινέσθω».
Ἡ ἱερή ἀκολουθία τοῦ γάμου εἶναι γεμάτη συμβολισμούς.
Ὑπογραμμίζεται ὁ σκοπός τοῦ γάμου, ἡ ὑπέρβαση δηλαδη τοῦ ἑαυτοῦ μας
καί ἡ πληρότητα τῆς ἀγάπης, πού ἀρχίζει μέ τή συζυγική ἀγάπη καί ὁλοκληρώνεται
στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἡ ἀνταλλαγή τῶν δακτυλίων σημαίνει τήν ἀμοιβαιότητα
και τήν ἀλληλεξάρτηση, τό κοινό ποτήριο σημαίνει τήν πλήρη κοινωνία
ζωῆς, πού ὁλοκληρώνεται μέ τή συμμετοχή στή θεία εὐχαριστία, μέ
τήν κοινωνία «τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων»,
κάτω ἀπό τήν προστατευτική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία μας χρησιμοποιεῖ κατά τήν τέλεση τοῦ γάμου
καί στέφανα. Γνωρίζουμε πώς τά στέφανα ἀνήκουν στούς μάρτυρες καί
στούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί στίς εἰκόνες τῶν ἁγίων ζωγραφίζεται
φωτοστέφανο. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία μας στεφανώνει καί τούς νεονύμφους κατά
τήν ἱερή ἀκολουθία τοῦ γάμου. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος αἰτιολογεῖ:
«Ἐπειδή ἀήττητοι γενόμενοι, οὕτω
προσέρχονται τῇ εὐχῇ, ὅτι μή κατηγωνίσθησαν ὑπό τῆς ἡδονῆς».
Ὅπως δηλαδή ἕνας μάρτυρας τῆς πίστης, πού ἀγωνίσθηκε
μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του νικηφόρα, στεφανώνεται, ἔτσι καί οἱ νεόνυμφοι,
πού εἰσέρχονται στόν ἱερό δεσμό τοῦ γάμου μέ ἁγνότητα καί καθαρότητα,
λαμβάνουν στεφάνους. Μπαίνουν σέ ἕνα νέο στάδιο ἀγώνων, στήν πνευματική
παλαίστρα τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Γι’ αὐτό καί ὅταν βαδίζουν
σέ σχῆμα κύκλου γύρω ἀπό τό τραπεζίδιο, πιασμένοι ἀπό τό χέρι, συνοδευόμενοι
ἀπό τόν ιερέα πού κρατάει τό εὐαγγέλιο, ἡ Ἐκκλησία μας ἐπικαλεῖται
τούς ἁγίους μάρτυρες:
«Ἅγιοι μάρτυρες, οἱ καλῶς ἀθλήσαντες
καί στεφανωθέντες...»· «δόξα Σοι Χριστέ ὁ Θεός... μαρτύρων ἀγαλλίαμα...».
Ἡ Ἐκκλησία στεφανώνει τούς νεονύμφους καί προχωρεῖ
σέ πράξη περισσότερο συγκινητική: Εὔχεται νά «ἀναλάβει» ὁ Θεός «τούς
στεφάνους αὐτῶν» στή Βασιλεία Του «ἀσπίλους
καί ἀμώμους καί ἀνεπιβουλεύτους διατηρῶν αὐτούς εἰς τούς αἰῶνας τῶν
αἰώνων» καί νά στεφανώσει αὐτούς «μέ
δόξα καί τιμή».
Μία ἄλλη συγκινητική εὐχή τοῦ γάμου εἶναι:
«Ὁ Θεός, ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ παραγενόμενος ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας,
καί τόν ἐκεῖσε γάμον εὐλογήσας, εὐλόγησον καί τούς δούλους σου τούτους,
τούς τῇ σῇ προνοίᾳ πρός γάμου κοινωνίαν συναφθέντας. Εὐλόγησον αὐτῶν
εἰσόδους καί ἐξόδους· πλήθυνον ἐν ἀγαθοῖς τήν ζωήν αὐταῶν· ἀνάλαβε
τούς στεφάνους αὐτῶν ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου, ἀσπίλους καί ἀμώμους καί ἀνεπιβουλεύτους
διατηρῶν εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Ὁ Χριστιανικός γάμος δέν ἀποτελεῖ ἰδιωτική ὑπόθεση
τῶν συζύγων, γιατί ὁ χριστιανικός γάμος δέν ἀλλάζει ἁπλῶς τή θέση τῶν
συζύγων μέσα στήν κοινωνία, ἀλλά δημιουργεῖ νέα κατάσταση μέσα στό
σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γιά τήν τοπική Ἐκκλησία στήν ὁποία ἀνήκουν οἱ σύζυγοι,
αὐτοί δέν εἶναι πλέον δύο μεμονωμένα ἄτομα· καλοῦνται νά ζήσουν τήν
πληρότητα τῆς συζυγικῆς ἀγάπης «ἐν
Κυρίῳ» καί ὀφείλουν νά ἐκφράσουν τόν δεσμό αὐτό καί μέ τήν ζωή των
μέσα στήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό τό λόγο ὁ γάμος ἀποτελεῖ γεγονός τῆς ζωῆς
τῆς ἐνορίας καί ὀφείλει νά τελεῖται στήν ἴδια τήν ἐνορία καί ὄχι μακριά
ἀπό αὐτή.
Ἀπό ὅσα ἀναφέραμε ἐξάγεται πώς ὁ γάμος εἶναι ἱερό
μυστήριο καί δῶρο τοῦ Θεοῦ- εἶναι ἕνα χάρισμα πού ὁ Θεός δίδει
στόν ἄνθρωπο (πρβλ. Α’ Κορ. ζ’ 7).
στ) Τό διαζύγιο
Ὅσα ἐλέχθησαν γιά τό σκοπό τοῦ γάμου φανερώνουν πώς
τό διαζύγιο καί κάθε χωρισμός, ἔξω ἀπό τόν θάνατο, εἶναι διχοτόμηση
καί ἀκρωτηριασμός τοῦ ἑνός σώματος, τῆς «μιᾶς σάρκας» τῶν δύο συζύγων.
Ἄν ὁ ἄνδρας εἶναι «κεφαλή
τῆς γυναικός» (Ἐφεσ. ε’ 23), τότε ὀφείλει νά «θεραπεύει τό σῶμα», λέγει ὁ Χρυσόστομος, «καθ’ ὅσον εἰς τό σῶμα μας, καί ἄν ἀκόμη
ἔχει ἀναρίθμητα τραύματα, δέν ἀποκόπτομε τήν κεφαλή. Μή ἀπορρίψεις
λοιπόν οὔτε τή γυναίκα σου, διότι ἐπέχει θέση σώματός μας ἡ γυναίκα.
Δι’ αὐτό καί ὁ μακάριος Παῦλος ἔλεγε- “οἱ ἄνδρες ἔτσι πρέπει
νά ἀγαποῦν τάς γυναίκας των, ὅπως τά σώματά των”» (Ἐφεσ. ε’ 28). Σέ
ἄλλο σημεῖο, ὁ ἴδιος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφερόμενος στή «μία σάρκα» τῶν συζύγων προσθέτει:
«Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν εἶναι βδελυρό πράγμα νά κόπτει κανείς τή σάρκα,
ἔτσι εἶναι παράνομο καί τό νά χωρίσει κανείς τή γυναίκα του». Τό διαζύγιο, λέγει, εἶναι ἀντίθετο καί πρός τή φύση καί πρός τό νόμο
τοῦ Θεοῦ. «Εἶναι ἀντίθετο πρός τή φύση
διότι ἀποκόπτεται μία σάρκα, ἀντίθετο δέ πρός τόν νόμο, διότι ὁ Θεός
τούς συνένωσε καί πρόσταξε νά μή χωρίζουν».
Τό διαζύγιο εἶναι δυνατό μόνο σέ περίπτωση μοιχείας· «ὅποιος χωρίσει τή σύζυγό του
χωρίς νά ὑπάρχει πορνεία, αὐτός τήν ἀναγκάζει νά διαπράξει μοιχεία
καί ὅποιος νυμφευθεῖ μία χωρισμένη διαπράττει μοιχεία»· «πόρνους καί μοιχούς θά κρίνει
ὁ Θεός» (Ματθ. ε’ 32, ιθ’ 9. Λουκ. ιστ’ 18. Ἑβρ. ιγ’ 4).
Οἱ πιστοί χριστιανοί δέν παίρνουν διαζύγιο γιά ἄλλο
λόγο. Ἐάν ἡ Ἐκκλησία ἀνέχεται τό διαζύγιο, ὅπως καί τό δεύτερο γάμο,
τοῦτο κάμνει γιά νά ἀποφευχθοῦν μεγαλύτερα κακά. Δέν τό διδάσκει, οὔτε
τό προτρέπει!
Κλείνοντας παρατηροῦμε πώς ύπάρχουν δύο εἰδῶν γάμοι·
ὁ γάμος «κατά Κύριον» καί ὁ γάμος
«κατ’ ἐπιθυμίαν» (Ἅγ. Ἰγνάτιος).
Ὁ πρῶτος ἀποτελεῖ ἱερό μυστήριο, ὁ δεύτερος συνιστᾶ φυσική ἕνωση
δύο ἀνθρώπων διαφορετικοῦ φύλου.
Ὁ Χριστιανικός γάμος εὐλογεῖται ἀπό τόν Θεό καί προσλαμβάνεται στήν Ἐκκλησία. Τό πρῶτο
του νόημα καί ὁ τελικός σκοπός του εἶναι ἡ πληρότητα τῆς ἀγάπης τῶν συζύγων,
ἡ ὁποία δέν σταματᾶ μέ τόν θάνατο ἀλλά εἰσέρχεται στήν αἰωνιότητα.
Ἀντίθετα ὁ γάμος ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται στό νόμο τῆς φύσης
καί μάλιστα στήν κατάσταση τῆς πτώσης καί τῆς φθορᾶς. Ἀκόμη καί ἄν ἐξυπηρετεῖ
πρακτικούς ἤ κοινωνικούς σκοπούς, ὅπως εἶναι τό δημογραφικό πρόβλημα,
δέν κατορθώνει νά ξεπεράσει τήν πραγματικότητα τοῦ θανάτου-
δέν μπορεῖ νά ἀποτελέσει ἱερό μυστήριο.
«Ἅ δέ κατά σάρκα πράσσετε, ταῦτα πνευματικά εἰσιν- ἐν
γάρ Χριστῷ πάντα πράσσετε», λέγει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος
καί χαρακτηρίζει ὁλόκληρη τήν πραγματικότητα τοῦ συζυγικοῦ δεσμοῦ,
πού ἔχει προσληφθεῖ στήν Ἐκκλησία σάν πνευματική, ἀκόμη καί τή σαρκική
ἕνωση.
Αὐτό τό βαθύτερο νόημα τοῦ γάμου, πού ξεπερνάει τήν
ἐνδοκοσμικότητα καί ὑπηρετεῖ τό σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου,
μᾶς βοηθεῖ νά κατανοήσουμε γιατί ἕνας συνειδητός χριστιανός ἀπορρίπτει
ἀπό τή ζωή του τό διαζύγιο. Εἶναι διχοτόμηση καί ἀκρωτηριασμός τῆς
«μιᾶς σάρκας» καί ἀκύρωση τοῦ νοήματος τοῦ γάμου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου