Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΣΤΗΝ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ
Στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας
ὑπάρχουν διάφορα χαρίσματα καί διακονίες, πού ἔχουν ὡς ἀποστολή
τήν οἰκοδομή τοῦ σώματος. Ὑπάρχουν βέβαια οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας
μέ εἰδική εὐθύνη μέσα σ’ αὐτήν. Ποιά εἶναι ὅμως ἡ θέση τῶν λαϊκῶν; Μετέχουν
κι αὐτοί κατά ὁποιονδήποτε ὑπεύθυνο τρόπο στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας,
ἤ εἶναι παθητικά μέλη της; Αὐτό ἐρχόμαστε νά ἐξετάσουμε σ’ αὐτό τό
κεφάλαιο.
α) Βασίλειον ἱεράτευμα
Κατά τήν πίστη τῆς
Ἐκκλησίας μας κάθε χριστιανός ἀνήκει σέ ἕνα νέο ἔθνος, πού εἶναι ἱερατικό
καί βασιλικό ἔθνος· αὐτό τό «νέο ἔθνος» συνιστᾶ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἤδη ἀπό τήν ἐποχή
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης προεικονίζεται αὐτό τό ἱερατικό καί βασιλικό
ἔθνος. Ὁ Θεός προβαίνει στήν ἐκλογή τοῦ Ἰσραήλ γιά νά εἶναι «λαός ἐκλεκτός... βασίλειον ἱεράτευμα
καί ἔθνος ἅγιον» (Ἔξοδ. ιθ΄ 5-6). «Θά
ὀνομασθεῖτε», λέγει ὁ Θεός στόν λαό Του μέ τό στόμα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα,
«ἱερεῖς τοῦ Κυρίου, λειτουργοί τοῦ Θεοῦ»
(Ἠσ. ξα' 6).
Οἱ λόγοι τῶν προφητῶν
βρίσκουν τήν τελική τους ἐκπλήρωση στόν νέο λαό τοῦ Θεοῦ, στήν Ἐκκλησία.
Ὁ ἴδιος προφήτης σέ μεσσιανική προαναγγελία ὑπογραμμίζει:
«Εἴπατε στή θυγατέρα μου Σιών:
Ἰδού ὁ Σωτήρας σου ἔφθασε, ἔχοντας τόν μισθό καί τό ἔργο του.
Καί θά ὀνομάσει τόν λαό αὐτό ἅγιο, λυτρωμένο ἀπό τόν Κύριο.
Σύ δέ θά ὀνομασθεῖς πάλι περιζήτητη, καί ὄχι ἐγκαταλελειμμένη»
(Ἠσ. ξβ' 11-13.
Πρβλ. Γαλ. δ' 21-31. Ρωμ. θ' 6-8).
Ἡ ἔννοια τοῦ «βασιλείου ἱερατεύματος» ὑπάρχει
στήν Παλαιά Διαθήκη καί προεικονίζει τήν γενική ἱερωσύνη τοῦ νέου
λαοῦ τοῦ Θεοῦ. «Καί σεῖς», ἀναφέρει
χαρακτηριστικά ὁ ἀπόστολος Πέτρος, «σάν
ζωντανοί λίθοι, οἰκοδομεῖσθε σέ οἶκο πνευματικό, ἱερατεῖο ἅγιο,
γιά νά προσφέρετε θυσίες πνευματικές, εὐπρόσδεκτες στόν Θεό διά τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α' Πετρ. β' 5).
Ἐδῶ ὁ ἀπόστολος
δέν ἀναφέρεται σέ κάποια εἰδική τάξη μέσα στόν λαό τοῦ Θεοῦ, ἀλλά σέ
ὅλους τούς πιστούς, πού συγκροτοῦν τήν Ἐκκλησία, μέ ἀκρογωνιαῖο λίθο
καί κεφαλή τόν Ἴδιο τόν Χριστό, τόν πρωτοτόκο ἀδελφό μας (Ἐφεσ. α'
22, ε' 23. Κολ. α' 18). Ὁ Χριστός εἶναι ὁ «ἄρχων
τῶν βασιλέων τῆς γῆς», πού μᾶς ἔκαμε «ἕνα βασίλειο, ἱερεῖς γιά τόν Θεό καί Πατέρα Του» (Ἀποκ.
α' 5-6), γιά νά βασιλεύσουμε ἐπί τῆς γῆς (Ἀποκ. ε' 10).
Κάθε μέλος λοιπόν
τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πολύτιμο καί ἔχει μεγάλη εὐθύνη μέσα στό σῶμα
τῆς Ἐκκλησίας· ἀνήκει σέ γένος βασιλικό καί ἱερατικό.
β) Ἱερέας τοῦ σώματός του
Ὁ Ἱερέας προσφέρει
πάντοτε θυσία στόν Θεό× αὐτό εἶναι τό βασικό του λειτούργημα. Καί ὁ κάθε χριστιανός,
πού ἀνήκει στό νέο ἱερατικό γένος, προσφέρει θυσία τό σῶμα του καί
ὁλόκληρο τόν ἑαυτό του στόν Θεό. Σ’ αὐτόν προσφέρει ὅλα τά ἔργα του
καί μαζί μ’ αὐτά καί ὁλόκληρη τή δημιουργία, στήν ὁποία τοποθετήθηκε
ἄρχοντας (Γεν. α' 28-30). Ὅλα τά μετατρέπει σέ δοξολογία στόν Δημιουργό
του. Ὁ Θεός ἀποδέχεται τήν πρόσφορα, ὅμως δέν τήν κρατάει γιά τόν ἑαυτό
Του× εὐλογεῖ τόν μόχθο τοῦ ἀνθρώπου καί ἐπιστρέφει τά δῶρα καί πάλι
στόν ἄνθρωπο.
Ὁ ἀπόστολος
Παῦλος, ἀναφερόμενος στήν πρόσφορα αὐτῆς τῆς θυσίας ἀπό μέρους κάθε
πιστοῦ ὑπογραμμίζει:
«Σᾶς παρακαλῶ λοιπόν ἀδελφοί, χάριν τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, νά
προσφέρετε τούς ἑαυτούς σας θυσία ζωντανή καί ἅγια, εὐάρεστη στόν Θεό× αὐτή εἶναι ἡ λογική σας λατρεία»
(Ρωμ. ιβ' 1).
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ
παύει νά σκέπτεται καί νά ἐνεργεῖ ἐγωιστικά, μέ κέντρο τούς δικούς του
ὑπολογισμούς καί τό προσωπικό συμφέρον. Δέν ἐπαναλαμβάνει τό προπατορικό
ἁμάρτημα, δέν πέφτει στόν πειρασμό τοῦ Διαβόλου. Σάν κέντρο στή ζωή του
θέτει καί πάλι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί σάν σκοπό του τή δόξα τοῦ Κυρίου
(Α' Κόρ. στ' 20).
Ἡ προσωπική ζωή
τοῦ κάθε χριστιανοῦ γίνεται διαρκής μαρτύρια τῆς παρουσίας καί τῆς δράσης
τοῦ Θεοῦ μέσα στόν ἄνθρωπο. Ἔτσι ὁ καθένας πού βλέπει τόν τρόπο τῆς ζωῆς
ἑνός πιστοῦ, βγάζει ἀβίαστα τό συμπέρασμα πώς μέσα του ζεῖ ὁ ἴδιος ὁ
Χριστός καί πώς δέν εἶναι συνηθίσμενος ἄνθρωπος· εἶναι πολίτης τῆς βασιλείας
τοῦ Θεοῦ. Τά ἔργα του καί ὁλόκληρη ἡ ζωή του γίνονται διαρκής θεία
λειτουργία καί ξαναβρίσκουν τό ἀληθινό τους νόημα, πού εἶχαν μέσα στόν
παράδεισο τοῦ Θεοῦ (Ματθ. ε' 16. Α' Κορ. ι' 31).
γ) Μέσῳ τῶν ἀδελφῶν
Ὁ πιστός χριστιανός
προσφέρει τό μόχθο του στόν Θεό μέσῳ τῶν ἀδελφῶν του· «ἔφ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν
μου τῶν ἐλάχιστων, ἐμοί ἐποιήσατε», λέγει ὁ Κύριος (Ματθ. κε'
40).
Ὅταν ὁ χριστιανός
ἐπεξεργάζεται τή φύση, ὅταν ἀνακαλύπτει καί ὑποτάσσει τίς δυνάμεις
πού κρύβονται μέσα σ’ αὐτήν καί μεταμορφώνει τά πάντα γύρω του, δέν
τό κάνει πλέον γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά γιά τούς ἀδελφούς του, καί μέσῳ
αὐτῶν τά προσφέρει εὐχαριστία στόν ἴδιο τόν Θεό (Παροιμ. ιθ' 17. Β'
Κορ. θ' 12-15). «Καί ὅ,τι κάνετε, νά τό
κάνετε μέ τήν ψυχή σας σάν ἐργασία πρός τόν Κύριο καί ὄχι πρός τούς ἀνθρώπους,
γνωρίζοντας πώς θά λάβετε σάν ἀνταμοιβή ἀπό τόν Κύριο τήν κληρονομία,
γιατί ὁ Κύριος εἶναι ἐκεῖνος πού ὑπηρετεῖτε» (Κολ. γ' 23- 24).
Ἄν κανείς προσβάλει
τήν ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς καί παραβλέψει τίς συνέπειες πού ἔχει γιά
τήν καθημερινή ζωή ἡ νέα πραγματικότητα τοῦ «εἷς ἐν Χριστῷ» (Γαλ. γ' 28), δέν ὠφελεῖται ἀπό τίς λατρευτικές
ἐκδηλώσεις πρός τόν Θεό× ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ ἀποβαίνει μάταιη (Ὠσ. στ' 6. Α' Βασιλ. ιε'
22. Ματθ. ε’ 23-24, θ' 13. Μάρκ. ια' 25. Ἰακ. α' 27, β' 15). Χωρίς τίς προεκτάσεις
στή ζωή, τοῦ «εἷς ἐν Χριστῷ», δέν ὠφελοῦν
οὔτε οἱ νηστεῖες καί ὁποιαδήποτε σωματική ἄσκηση. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας
ὑπογραμμίζει ἰδιαίτερα τή δοξολογική σημασία τῆς προσφορᾶς πρός
τούς ἀδελφούς:
«Κόψε τό ψωμί σου στόν πεινασμένο, καί βάλε στό σπίτι σου φτωχούς
ἄστεγους.
Ἔνδυσε τό γυμνό πού θά δεῖς, καί μή καταφρονήσεις τούς συνανθρώπους
σου.
Τότε θά χαράξει σάν τήν αὐγή τό φῶς σου, καί θά ἀνατείλει γρήγορα
ἡ θεραπεία σου× καί ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ θά σέ περιβάλει.
Τότε θά φωνάξεις κι ὁ Θεός θά σέ ἀκούσει, καί ἐνῷ θά προσέρχεσαι
θά σού πεῖ:
“Ἰδού, πάρειμι”, εἶμαι παρών, βρίσκομαι κοντά σου!» (Ἡσ. νη' 7-9).
δ) «Τά Σά, ἐκ τῶν Σῶν»!
Κάθε τί πού ὁ ἄνθρωπος
προσφέρει, δέν εἶναι δικό του× εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη κι ἄν ὁ ἄνθρωπος τό προσφέρει στόν ἴδιο
τόν Θεό. «Τά Σά ἐκ τῶν Σῶν, σοῖ προσφέρομεν
κατά πάντα καί διά πάντα!», ἀναφωνεῖ ὁ ἱερέας κατά τήν τέλεση τῆς
θείας εὐχαριστίας, καί ὁ λαός ψάλλει:
«Σέ ὑμνοῦμεν, σέ εὐλογοῦμεν, σοί εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καί δεόμεθά
Σου, ὁ Θεός ἡμῶν!».
Ὁ Θεός δέχεται
τήν πρόσφορα αὐτή, τόν ἄρτο καί τόν οἶνο, τά μεταβάλλει σέ Σῶμα καί Αἵμα
Χριστοῦ καί τά ἀντιπροσφέρει στόν ἄνθρωπο. Τί δικά του ἔχει ὁ ἄνθρωπος
γιά νά προσφέρει στόν Θεό; Δέν εἶναι τό κάθε τί δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο;
Γι’ αὐτό καί ὁ προφήτης Δαυΐδ ὑπογραμμίζει:
«Ἰδικά Σου εἶναι τά πάντα καί ἀπό τά ἰδικά Σου προσφέρουμε σέ Σένα
τά δῶρα μας. Ἐμεῖς εἴμαστε πάροικοι ἐνώπιόν Σου καί παρεπίδημοι, ὅπως
ἦταν καί ὅλοι οἱ πατέρες μας. Οἱ ἡμέρες μας στή γῆ εἶναι σάν σκιά, καί
δέν ὑπάρχει μονιμότητα πάνω σ’ αὐτή. Κύριε Θεέ μας, ὅλες οἱ πλούσιες
προσφορές πού ἑτοίμασα γιά νά οἰκοδομηθεῖ ὁ ναός πρός τιμή τοῦ ἁγίου
ὀνόματός Σου προέρχονται ἀπό τά χέρια Σου καί ὅλα σέ Σενα ἀνήκουν» (Α' Παραλ. κθ' 14-16).
ε) Ἡ δοξολογική σχέση τῆς ἐπιστήμης
Ὅλα τά δῶρα τοῦ
Θεοῦ καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά τά προσφέρει γιά εὐλογία. Σέ κανένα δέν
πρέπει νά κάνει ἐγωιστική χρήση. Ἰδιαίτερα σέ ὅ,τι ἀφόρα τή δημιουργία
καί τίς δυνάμεις πού κρύβονται μέσα στή δημιουργία, τίς ὁποῖες καλεῖται
νά ἀνακαλύψει ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἐπιστήμη.
Γιά τό θέμα τῆς ἐπιστήμης
μιλήσαμε ἤδη στό τέταρτο κεφάλαιο αὐτοῦ του βιβλίου. Ὅμως κρίνουμε
ἀπαραίτητο νά ἐπανέλθουμε σ’ αὐτό τό ζήτημα.
Ὁ Θεός δέν θέλει
τόν ἄνθρωπο προσκολλημένο στή μορφή μίας ἀγροτικῆς κοινωνίας. Ὀφείλει
νά διαθέσει τίς δυνάμεις του γιά νά συντελέσει στήν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης
καί τῆς τεχνικῆς. Ταυτόχρονα ὅμως καλεῖται νά διαποτίσει ὅλα τά ἔργα
του μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί νά τά καταστήσει πηγή δοξολογίας τοῦ ὀνόματος
τοῦ Θεοῦ (Α' Κορ. στ' 20). Ὁ ἄνθρωπος τοποθετήθηκε στόν παράδεισο τοῦ
Θεοῦ μέ ἀποστολή νά τόν ἐργάζεται καί νά τόν φυλάσσει (Γέν. β' 15) καί
ταυτόχρονα νά εἶναι ὁ βασιλέας τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ (Γέν. α'
28). Εἶχε δηλαδή τήν ἀποστολή τοῦ συντηρητοῦ τῆς δημιουργίας. Ἑπομένως
ἡ πρόοδος τῆς ἐπιστήμης καί ἡ χρήση τῆς τεχνικῆς δέν ἐπιτρέπεται νά
ὑπηρετοῦν διαφορετικό σκοπό, μέ ἀρνητικές συνέπειες γιά τήν ἴδια
τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ αὐτονομία τῆς
ἐπιστήμης καί τῆς τεχνικῆς καί ἡ ἐγωιστική χρήση καί τῶν δύο ἀποπροσανατολίζει
τόν ἄνθρωπο καί συμπαρασύρει τόν κόσμο σέ καταστροφή. Γι’ αὐτό καί ὁ
Θεός παραγγέλλει στήν Παλαιά Διαθήκη:
«Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου, μήπως λησμονήσεις Κύριον τόν Θεό σου
καί δέν φυλάξεις τίς ἐντολές Του καί τούς νόμους Του, ὅσα σοῦ παραγγέλλω
σήμερα. Μήπως χορτασθεῖς, οἰκοδομήσεις ὠραῖα σπίτια καί κατοικήσεις
σ’ αὐτά, πολλαπλασιασθοῦν τά βόδια σου καί τά πρόβατά σου, αὐξηθεῖ τό
ἀργύριο καί τό χρυσίο σου καί ὅλα τά ὑπάρχοντά σου καί ὑπερηφανευθεῖ
τότε ἡ καρδία σου καί λησμονήσεις Κύριο τόν Θεό σου, πού σέ ἐξήγαγε
ἀπό τή γῆ τῆς Αἰγύπτου, ἀπό τή χώρα τῆς δουλείας, καί σέ ὁδήγησε διά μέσου
ἐκείνης τῆς μεγάλης καί φοβερῆς ἐρήμου...
Πρόσεξε μή διανοηθεῖς: Ἡ ἰσχύς μου καί ἡ δύναμη τῶν χεριῶν μου
πρόσφεραν τή μεγάλη αὐτή εὐλογία. Πρέπει νά θυμᾶσαι τόν Κύριο, γιατί
αὐτός σοῦ ἔδωσε τήν ἰσχύ, γιά ν’ ἀποκτήσεις δύναμη, γιά νά τηρήσει τήν
ὑπόσχέση Του, πού ὁ Κύριος ἔδωσε μέ ὅρκο στούς προπάτορές σου, μέχρι
σήμερα» (Δευτερ. η' 11-18, πρβλ. καί ια' 16).
Ἡ πρόοδος τοῦ ἀνθρώπου
σέ ὅλους τους τομεῖς τῆς δραστηριότητας του εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ· δέν δικαιολογεῖ
τήν αὐτονομία τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός προειδοποιεῖ μέσῳ τοῦ
προφήτη:
«Καί σύ υἱέ ἀνθρώπου, λέγε στόν ἄρχοντα τῆς Τύρου, Τάδε λέγει
Κύριος:
Ἐπειδή ὑπερηφανεύθη ἡ καρδία σου καί εἶπες,
Θεός εἶμαι ἔγω, κάθουμαι σέ θρόνο Θεοῦ,... ἐνῷ εἶσαι ἄνθρωπος
καί ὄχι Θεός, καί σκέφθηκες σάν νά ἤσουν Θεός...
Μέ τήν πολλή ἐπιστήμη σου καί τό ἐμπορικό σου πνεῦμα πλήθυνες τά
ὑπάρχοντά σου καί περηφανεύθηκε ἡ καρδία σου, γιά τή δύναμή σου,
γιά τοῦτο “τάδε λέγει Κύριος”:
Ἐπειδή θεώρησες τόν ἑαυτό σου Θεό, γι’ αὐτό θά ἀποστείλω ξένους
ἐναντίον σου, κακοποιά ἔθνη, καί θά ὑψώσουν μάχαιρα ἐναντίον σου,
καί ἐναντίον τοῦ καυχήματος τῆς ἐπιστήμης σου, θά κρημνίσουν τή δόξα
τῆς σοφίας σου καί θά ἀπωλεσθεῖ”...
Θά μπορέσεις τότε νά πεῖς, “Θεός εἶμαι”, μπροστά στούς φονευτές σού;
Ἄνθρωπος εἶσαι, δέν εἶσαι Θεός!» (Ἰεζ.
κη' 2-9).
Αὐτή ἡ προφητεία
ἐκπληρώνεται κάθε φόρα πού ὁ ἄνθρωπος ἀπολυτοποιεῖ τίς δυνατότητές
του καί τίς ἀποδεσμεύει ἀπό τό βαθύτερο νόημά τους (τήν ἀγάπη)· ἰδιαίτερα
στήν ἐποχή μας πού κυριολεκτικά κρημνίσθηκαν τά εἴδωλα τῆς ἀνθρώπινης
σοφίας καί τῆς ἐπιστήμης πού ἔστησε ὁ ἄνθρωπος καί ἄρχισε μέ πολλούς
τρόπους νά τά «προσκυνάει» καί νά τά «λατρεύει». Οἱ νέες «θεότητες» ὁδήγησαν
τόν ἄνθρωπο στό χεῖλος τοῦ κρημνοῦ× ποιός ἐπιστήμονας μπορεῖ σήμερα νά πεῖ μέ τρόπο πειστικό: «Θεός εἶμαι, μπροστά στούς φονευτές του»;
Ἡ πρόοδος τῆς ἐπιστήμης
μπορεῖ νά σημάνει εὐλογία. Ὅμως δέν κάνει τόν ἄνθρωπο Θεό× δέν τόν ὁδήγει
στήν πραγμάτωση τοῦ «καθ’ ὁμοίωσιν»,
δηλαδή τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς του. Ἄν πέσει καί πάλι στήν παγίδα τοῦ ἀρχαίου
ὄφι, καί πιστεύσει πώς ἀνέβηκε στό θρόνο τοῦ Θεοῦ, αὐτόματα καταποντίζεται
καί ἀποκτᾶ τήν ἐμπειρία πώς εἶναι γυμνός· πώς εἶναι ἄνθρωπος καί ὄχι
Θεός!
στ) Ἱερέας τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ
Ἀναφέραμε ἤδη
πώς ὁ ἄνθρωπος τέθηκε ἀπό τήν ἀρχή στήν ὑπηρεσία τῶν ἀδελφῶν του
καί ὁλόκληρης τῆς δημιουργίας (Γέν. β' 15). Βρισκόταν σέ ἁρμονία μέ
ὅλη τήν κτίση καί σέ δοξολογική σχέση μέ τόν Δημιουργό. Ἀπό αὐτή τή
σχέση ὁ ἄνθρωπος ξέπεσε μέ τήν πτώση, μέ τρομακτικά ἀποτελέσματα γιά
τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του καί γιά τήν ὅλη δημιουργία (Γέν. γ' 17-19. Ρώμ.
η' 19-22). Ὅμως «ἐν Χριστῷ» γίνονται
καί πάλι «τά πάντα καινά» καί ὁ ἄνθρωπος
ξαναβρίσκει τήν ἁρμονία του μέ τήν κτίση, σέ δοξολογική ἀναφορά στόν
Κτίστη τοῦ κόσμου. Μέ αὐτή τήν ἔννοια ὁ πιστός γίνεται ἱερέας τῆς δημιουργίας
τοῦ Θεοῦ.
Ὁ πνευματικός
δηλαδή ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος τῆς «καινῆς κτίσεως», ὁ χρισμένος βασιλέας
καί υἱός τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δέν βρίσκεται πλέον σέ διάσταση μέ
τή δημιουργία. Ξαναβρίσκει τή σωστή θέση του σ’ αὐτήν, ἐκείνη πού εἶχε
ὁ Ἀδάμ πρίν ἀπό τήν πτώση. Αὐτό ἀποτελεῖ πραγματικότητα στή ζωή τῶν
ἁγίων καί ἰδιαίτερα τῶν Πατέρων τῆς ἐρήμου. «Ἐάν ἀποκτήσει κανείς τήν καθαρότητα», λέγει ἕνας ἀπό
αὐτούς, «ὅλα θά ὑποτάσσονται σ’ αὐτόν,
ὅπως καί στόν Ἀδάμ, ὅταν ἦταν μέσα στόν παράδεισο, πρίν παραβεῖ τήν ἐντολή
τοῦ Θεοῦ». Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος προσθέτει πώς ἡ πίστη τοῦ δίκαιου
στόν Θεό «μεταβάλλει τά θηρία τοῦ δάσους
σέ ἄκακα ἀρνιά».
Ἔτσι ἀναφέρεται
στό ἱερό συναξάριο γιά τόν ὅσιο Κόπριο: «Ἀναβαίνων ποτέ εἰς τό βουνόν ὁμοῦ μέ τόν ὄνον τοῦ μοναστηριοῦ
διά νά κόψη ξύλα, ἐπειδή μία ἄρκτος ἐπλήγωσε τόν ὄνον εἰς τό μηρίον,
ἐκράτησεν ὁ ὅσιος τήν ἄρκτον καί ἐφόρτωσεν εἰς αὐτήν τά ξύλα λέγων:
“Δέν θά σέ ἀφήσω πλέον, ἀλλά σύ θά κάμνης τήν ὑπηρεσίαν τοῦ ὄνου, τόν
ὁποῖον ἐπλήγωσας, ἕως ὅτου ὑγιάνη ἐκεῖνος”. Καί λοιπόν ὑπετάσσετο
εἰς αὐτόν ἡ ἄρκτος καί ἔφερε τά ξύλα».
Ὁ ἄνθρωπος αὐτός
τοῦ Θεοῦ κυριαρχοῦσε καί πάλι στά ζῷα, ὄχι φυσικά μέ αὐθαίρετο τρόπο,
γιά λόγους προσωπικούς καί ἐγωιστικούς, ἀλλά γιά νά ἐπιβάλει τήν τάξη
καί τήν ἁρμονία μέσα στή δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Κάτι παρόμοιο βλέπουμε
καί στό βίο τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου:
«Ὅταν κατ’ ἀρχάς ὁ μακάριος πατήρ ἡμῶν Ἀντώνιος ἐφύτευσε τά δένδρα
ταῦτα, ἔκαμνον μεγάλην ζημίαν εἰς αὐτά τά ἄγρια ζῷα, τά ὁποία ἐρχόμενα
εἰς τόν ποταμόν διά νά ποτισθώσιν εἰσήρχοντο καί εἰς τόν κῆπον. Ἰδών δέ
ποτέ ταῦτα ὁ ἅγιος ἐρχόμενα, ἔλαβεν μίαν ράβδον καί πλησιάσας εἰς ἕνα
ζῷον, ὅπερ ἐφαίνετο ὅτι ἦτο προστάτης τῶν ἄλλων, τό προσέταξε νά φύγη
καί, ὤ τοῦ θαύματος! Ἔστη τό θηρίον καί τό ἐκτύπα ταπεινά ὁ ἅγιος εἰς
τάς πλευρᾶς λέγων: “Διατι ἀδικεῖτε ἐμέ, ὅστις οὐδόλως σᾶς ἠδίκησα;
ἀναχωρήσατε καί πλέον μή τολμήσετε νά εἰσέλθετε εἰς τόν κῆπον”. Οὕτως
εἶπεν καί ἀπό τήν ὥραν ἐκείνην οὔτε καν εἰς τόν κῆπον εἰσῆλθον, ἀλλά
ἔπινον εἰς τόν ποταμόν καί ἔφευγον».
ζ) Διαγγελέας τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ
Ὁλόκληρη ἡ ζωή
τοῦ χριστιανοῦ γίνεται ἀφορμή νά δοξάζεται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ μεταξύ
τῶν ἀνθρώπων (Μάτθ. ε' 16. Α' Κόρ. Γ 31. Α' Πετρ. β' 11-12). Κάθε πιστός
καλεῖται νά γίνει διαγγελέας τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ (Λουκ. θ' 60).
Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὅρισε σάν εὐαγγελική περικοπή γιά τήν
ἱερή ἀκολουθία τοῦ χρίσματος ἐκείνη πού περιλαμβάνει τήν προτροπή:
«πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά
ἔθνη!» (Μάτθ. κη' 19). Τοῦτο φανερώνει πώς αὐτό τό κάλεσμα ἀπευθύνεται
σέ κάθε βαπτιζόμενο χριστιανό.
Τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ
δέν ἔχει ἀκόμη ὁλοκληρωθεῖ. Συναρμολογεῖται καί συγκροτεῖται μέ
τήν ὑπηρεσία κάθε «ἀρθρώσεως», μέ τήν ὁποία εἶναι ἐφοδιασμένο
καί αὐξάνεται μέ τήν κατάλληλη ἐνέργεια τοῦ κάθε μέλους του, δηλαδή
κάθε συνειδητοῦ χριστιανοῦ (Ἐφεσ. δ' 15-16). Ὁ καθένας πού βαπτίζεται
προστίθεται σ’ αὐτό τό Σῶμα (Πράξ. β' 47. Γάλ. γ' 26).
Ὁ Χριστός δέν ἦλθε
νά σώσει ὁρισμένο ἀριθμό «ἐκλεκτῶν»
ἤ «κεχρισμένων», ἀλλά ὅλους τούς
ἀνθρώπους (Α΄ Τιμ. β' 4)· ὅλοι εἶναι καλεσμένοι νά «καθήσουν μετά Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ ἐν τῇ βασίλεια τῶν
οὐρανῶν» (Ματθ. η' 11). Ἡ Ἐκκλησία ξεκίνησε μέ μικρό κύκλο μαθητῶν
πού ἦσαν Ἰουδαῖοι. Ὅμως ὁ Χριστός ὑπογράμμισε πώς ἔχει καί «ἄλλα
πρόβατα», πού δέν προέρχονται ἀπό τήν ἰουδαϊκή «μάνδρα»· πρέπει καί ἐκεῖνα νά ἀκούσουν τή φωνή Του καί νά ἐνταχθοῦν
στήν Ἐκκλησία, γιά νά γίνει «ἕνα ποίμνιο
καί ἕνας ποιμένας» (Ἰω. Γ 16, πρβλ. Ἡσ. ξη' 19). Ἄν λοιπόν ἐπιθυμοῦμε
νά ἐκπληρωθεῖ τό θέλημα τοῦ Κυρίου, πρέπει νά ἐργασθοῦμε γιά τή σωτηρία
τῶν ἀδελφῶν.
Ὁ κάθε χριστιανός
πρέπει νά εἶναι «ἕτοιμος πρός ἀπολογίαν»
στόν καθένα πού θά ζητήσει λόγο «διά
τήν ἐλπίδα, τήν ὁποίαν ἔχομεν μέσα μας». Ἀλλά παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος
«νά τό κάνετε μέ εὐγένειαν καί σεβασμόν
μετά πραΰτητος καί φόβου καί νά ἔχετε συνείδησιν ἀγαθήν, ὥστε ἐνῷ
κατηγορεῖσθε ὅτι εἶσθε κακοί, νά καταισχυθοῦν ἐκεῖνοι πού δυσφημοῦν
τήν καλήν σας χριστιανική διαγωγή» (Α' Πετρ. γ' 15-16).
Ὁ ἀπόστολος
Παῦλος συνιστᾶ διάκριση στίς σχέσεις τῶν πιστῶν πρός τούς «ἔξω»· «συμπεριφέρεσθε πρός τούς ἔξω μέ σοφίαν, ἐπωφελούμενοι τοῦ
χρόνου πού ἔχετε. Ὁ λόγος σας νά εἶναι πάντοτε μέ χάριν, ἀρτυμένος
μέ ἁλάτι, καί νά ξέρετε πώς πρέπει νά ἀπαντᾶτε εἰς τόν καθένα».
(Κολ. δ' 5-6).
Ὁ χριστιανός
πρέπει νά εἶναι ἄνθρωπος ἀγάπης πρός ὅλους· πῶς λοιπόν μπορεῖ νά ἀδιαφορήσει
γιά τή σωτηρία τῶν ἄλλων; Γνωρίζει πώς μόνο ἕνας ἀποτελεῖ βέβαια
ἐλπίδα, ὁ Χριστός καί ὅτι ἐκτός τοῦ Χριστοῦ δέν ὑπάρχει γιά τόν ἄνθρωπο
ἐλπίδα. Πῶς μπορεῖ λοιπόν νά ἀδιαφορήσει καί νά μή προσπαθήσει νά
μεταδόσει τήν μοναδική ἐλπίδα στούς ἄλλους ἀνθρώπους; (Β' Κορ. α' 6.
Ἐφεσ. β' Α' Θεσ. δ' 13. Τίτ. α' 2-3. Α' Ἰω. γ' 3).
Τό ἔργο αὐτό ἀποτελεῖ
θέλημα Θεοῦ καί τήν καλλίτερη ἀπόδειξη ἀγάπης πρός τόν Θεό (Α' Ἰω.
γ' 17. δ' 7, 8, 20. Ἰεζ. γ' 16-21, λγ' 1-20). Ἀποτελεῖ ἀκόμη μαρτυρία
τῆς γνησιότητας τῆς πίστης καί τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ὅποιος μένει
σταθερός σ’ αὐτή τή μοναδική ἐλπίδα (Ἐφεσ. δ' 4), φλέγεται ἀπό τόν
πόθο γιά τή σωτηρία τῶν ἀδελφῶν, καί δέν μπορεῖ νά ἡσυχάσει, ἀφοῦ οἱ
ἀδελφοί του βρίσκονται στήν ἀδιαφορία καί στήν πλάνη καί μένουν ἔξω
ἀπό αὐτή τήν ἐλπίδα. Γι’ αὐτό τό ἔργο γράφει ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος:
«Ἀδελφοί, ἐάν κανείς ἀπό σᾶς πλανηθεῖ ἀπό τήν ἀλήθεια καί κάποιος
τόν ἐπαναφέρει, ἄς γνωρίζει, ὅτι ἐκεῖνος πού θά ἐπαναφέρει ἁμαρτωλόν
ἀπό τόν δρόμον τῆς πλάνης του, θά σώσει ψυχήν ἀπό τόν θάνατον καί θά καλύψει
πλῆθος ἁμαρτιῶν» (Ἰακ. ε' 19-20, πρθλ. α' 5. Λούκ. ιε' 24, 32).
Ὁ χριστιανός
δέν μπορεῖ νά ἀπομονωθεῖ ἐπιδιῶκοντας τήν ἀτομική του σωτηρία ἀνεξάρτητα
ἀπό τή σωτηρία τῶν ἀδελφῶν. «Ἐκ τοῦ
πλησίον ἐστιν ἡ ζωή καί ὁ θάνατος», λέγει ὁ Ἀββάς Ἀντώνιος, «ἐάν γάρ κερδίσωμεν τόν ἀδελφόν, τόν Θεόν
κερδαίνωμεν» (πρβλ. Ἰεζ. γ' 16-21, λγ' 1-20).
Στήν περίπτωση
ἀδιαφορίας γιά τόν ἀδελφό ὑπάρχει ἴσως ἔλλειψη θάρρους γιά ὁμολογία,
ἤ ἡ ἐλπίδα δέν εἶναι σταθερά θεμελιωμένη μέσα μας.
Στήν πρώτη περίπτωση
πρέπει νά θυμηθοῦμε τούς λόγους τοῦ Κυρίου, ὅτι θά ὁμολογήσει ἐμπρός
στόν Πατέρα Του τόν καθένα πού θά τόν ὁμολογήσει ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων,
ἐνῷ θά ἀρνηθεῖ ἐκεῖνον πού δέν θά ἔχει τό θάρρος νά τόν ὁμολογήσει
καί αὐτόν πού θά τόν ἀρνηθεῖ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων (Ματθ. ι' 32-33. Μάρκ.
η' 38. Λούκ. θ' 26, ιβ' 8-9. β' Τίμ. β' 12).
Στή δεύτερη περίπτωση
πρέπει νά ἔχουμε πάντοτε στό νοῦ μας τούς λόγους τῆς Ἀποκάλυψης: «Θά ἤθελα νά εἶσαι εἴτε ψυχρός εἴτε
θερμός. Ἀλλά ἐπειδή εἶσαι χλιαρός, καί οὔτε θερμός, οὔτε ψυχρός, θά
σέ ξεράσω ἀπό τό στόμα μου» (Ἀποκ. γ' 16).
Κάθε πιστός λοιπόν
καλεῖται νά διδάσκεται καί νά διδάσκει× νά γίνει διαγγελέας τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. «Ἐάν ἀρνεῖσαι νά διδάσκεσαι καί νά διδάσκεις,
δέν εἶσαι μαθητής τοῦ Κυρίου», λέγει ὁ μητροπολίτης Μόσχας Φιλάρετος·
τί εἶσαι; Δέν ξέρω, ὅπως δέν ξέρω καί τί θά ἀπογίνεις στήν παροῦσα ζωή
καί στήν μέλλουσα» (πρβλ. Ἰερεμ. κ' 9. Ἰεζ. γ' 16-21, λγ' 1-20. Α' Κόρ. θ'
16).
Κλείνοντες τό
κεφάλαιο αὐτό παρατηροῦμε πώς ὁ νέος λαός τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ βασιλικό
καί ἱερατικό ἔθνος. Ὁ κάθε πιστός προσφέρει τό σῶμα του καί ὁλόκληρο
τόν ἑαυτό του θυσία ζῶσα στόν Θεό. Τά πάντα ἐπιτελεῖ πρός δόξα Θεοῦ,
στόν ὁποῖο προσφέρει τό μόχθο του μέσῳ τῶν ἀδελφῶν. Ἔτσι δημιουργεῖται
διαρκῆς δοξολογική σχέση ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί στόν Θεό· ὁ ἄνθρωπος
προσφέρει τά δῶρα τοῦ Θεοῦ δοξολογία στόν Κύριο, καί Ἐκεῖνος τά ἐπιστρέφει
στόν ἄνθρωπο εὐλογημένα καί ἁγιασμένα.
Μέ τόν τρόπο αὐτό
ξαναβρίσκει ὁ ἄνθρωπος τήν πρώτη του θέση ἀπέναντι στό Θεό καί στή
δημιουργία. Μέ τήν ἐπιστήμη «κατακυριεύει» τήν κτίση· ὅμως τά κίνητρά
του δέν εἶναι ἐγωιστικά, ἀλλά ἐκπληρώνει μέ ἀφοσιώση τήν ἀποστολή
πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός νά εἶναι ἐργατης καί φύλακας τῆς δημιουργίας
Του. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ διαπερνᾶ ὅλα τά ἔργα τοῦ ἀνθρώπου καί τά μεταφέρει
σέ δοξολογική σχέση μέ τόν Θεό.
Ἀλλά ὁ πιστός ὑπηρετεῖ
τό ἔργο τοῦ Κυρίου καί μέ ἄλλο τρόπο× μέ τή ζωή του καί μέ τό λόγο του κάνει τούς πλησίον του κοινωνούς
τῆς μοναδικῆς ἐλπίδος καί ἀποδεικνύει μέ τόν τρόπο αὐτό τήν ἀγάπη
του πρός τούς ἀδελφούς. Δέν ἐπιδιώκει τήν ἀτομική του σωτηρία ἀνεξάρτητα
ἀπό τή σωτηρία τῶν ἀδελφῶν, ἀλλά αἰσθάνεται τήν ἑνότητά του στό Σῶμα
τοῦ Χριστοῦ καί τήν εὐθύνη του γιά τήν αὔξηση τοῦ ὅλου σώματος.
Αὐτή εἶναι ἡ ὀρθή
θέση τοῦ κάθε πιστοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου