Όριο Πίστεως


ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ

ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ

ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ 
του αρχιμ.Χρυσόστομου Μαϊδώνη - Πρωτοσύγκελλου Ι.Μ.Ἱερισσού

Οἱ χρι­στια­νοί ἀ­πο­τε­λοῦν «Βα­σί­λει­ον ἱ­ε­ρά­τευ­μα», βα­σι­λι­κό καί ἱ­ε­ρα­τι­κό γέ­νος. Ὅ­μως ὑ­πάρ­χει στήν Ἐκ­κλη­σί­α εἰ­δι­κή ἱ­ε­ρω­σύ­νη; Πῶς ἔ­χει τό θέ­μα στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη, πού ἀ­πο­τε­λεῖ «σκιά τῶν μελ­λόν­των» καί ποί­α ἡ ἐκ­πλή­ρω­ση στήν Και­νή Δι­α­θή­κη; Ποι­ά εἶ­ναι τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γνω­ρί­σμα­τα τῆς νέ­ας ἱ­ε­ρω­σύ­νης; Σ’ αὐ­τά τά ἐ­ρω­τή­μα­τα θά ἀ­παν­τή­σου­με σ’ αὐ­τό τό κε­φά­λαι­ο.

α) Στήν Παλαιά Διαθήκη
Ὁ ὅ­ρος βα­σί­λει­ο ἱ­ε­ρά­τευ­μα δέν ἐμ­πο­δί­ζει τήν ὕ­παρ­ξη εἰ­δι­κῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης. Τοῦ­το κα­τα­νο­οῦ­με ὅ­ταν ἀ­να­λο­γι­σθοῦ­με πώς ὁ Θε­ός ἐ­ξέ­λε­ξε τόν Ἰσ­ρα­ήλ ἀ­πό ὅ­λα τά ἄλ­λα ἔ­θνη, γιά νά εἶ­ναι «βα­σί­λει­ον ἱ­ε­ρά­τευ­μα, ἔ­θνος ἅ­γιον» Ἐ­ξοδ. ι­θ' 5-6. Δευ­τερ. ι­δ' 2, κστ' 19), χω­ρίς αὐ­τό νά ση­μαί­νει πώς δέν ὑ­πῆρ­χε καί ἰ­δι­αί­τε­ρη ἱ­ε­ρα­τι­κή τά­ξη, στήν ὁ­ποί­α νά εἶ­χε ἀ­να­τε­θεῖ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἱ­ε­ρα­τι­κή δι­α­κο­νί­α.
Σ’ αὐ­τή τήν ἱ­ε­ρα­τι­κή τά­ξη ἀ­νῆ­κε ὁ Ἀ­α­ρών καί οἱ γυι­οί του, τούς ὁ­ποί­ους κα­θι­έ­ρω­σε ὁ Μω­υ­σῆς χύ­νον­τας στήν κε­φα­λή τους ἀ­πό τό «ἔ­λαι­ο τῆς χρί­σε­ως», ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως τούς ἔ­λου­σε μέ νε­ρό, καί τούς ἔν­δυ­σε τίς ἱ­ε­ρα­τι­κές στο­λές (Ἐ­ξοδ. κη' 1. 37-39, κθ' 9, λ ’ 30, μ' 11-13. Λευ­ϊτ. η' 1-13). Στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη κα­θι­ε­ρώ­θη­κε καί ἡ τά­ξη τῶν λευ­ι­τῶν, στούς ὁ­ποί­ους ἀ­να­τέ­θη­κε κα­τώ­τε­ρη δι­α­κο­νί­α (Ἀ­ριθ. η' 5-26).
Κα­νέ­νας δέν εἶ­χε δι­καί­ω­μα νά πα­ρα­βιά­σει τήν τά­ξη πού ἔ­θε­σε ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός· ὅ­ποι­ος τό ἔ­κα­νε ἐ­τι­μω­ρεῖ­το πα­ρα­δειγ­μα­τι­κά:
Ὁ Κο­ρέ δέν ἀ­νῆ­κε στή φυ­λή τοῦ Λευ­ΐ× δέν εἶ­χε τή με­γά­λη τι­μή νά προ­σφέ­ρει ἱ­ε­ρή ὑ­πη­ρε­σί­α στή σκη­νή τοῦ Κυ­ρί­ου (Ἀ­ριθ. η' 22). Ὅ­μως ἠ­θέ­λη­σε νά ἰ­δι­ο­ποι­η­θεῖ τήν ἱ­ε­ρα­τι­κή ἐ­ξου­σί­α· ἐ­πα­νε­στά­τη­σε ἐ­ναν­τί­ον του Μω­υ­σῆ καί τοῦ Ἀ­α­ρών. «Πάν­τες ἅ­γιοι καί ἐν αὐ­τοῖς Κύ­ριος» ὅ­λοι εἶ­ναι ἅ­γιοι, ἔ­λε­γε στόν Μω­υ­σῆ καί στόν Ἀ­α­ρών, «δια­τί κα­τα­νί­στα­σθε ἐ­πί τήν συ­να­γω­γήν Κυ­ρί­ου», για­τί λοι­πόν ὑ­ψώ­νε­τε τόν ἑ­αυ­τό σας ὑ­πε­ρά­νω ἀ­πό τό λα­ό τοῦ Κυ­ρί­ου, (Ἀ­ριθ. στ' 3).
Ὁ Μω­υ­σῆς προ­σπά­θη­σε νά ἐ­πα­να­φέ­ρει τόν Κο­ρέ, ὑ­πο­γραμ­μί­ζον­τας πώς ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός ἐ­κλέ­γει τούς ἱ­ε­ρεῖς (Ἀ­ριθ. ι­στ' 5-11, πρβλ. Λευ­ϊτ. η' 1 ἑξ.) καί το­νί­ζον­τας πῶς ἡ συ­νω­μο­σί­α του δέν ἐ­στρέ­φε­το ἐ­ναν­τί­ον ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λά ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἴ­διου τοῦ Θε­οῦ: «Τί εἶ­ναι ὁ Ἀ­α­ρών, ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ὁ­ποί­ου σεῖς γογ­γύ­ζε­τε;» (Ἀ­ριθ. ι­στ' 11), δέν εἶ­ναι αὐ­τός, τόν ὁ­ποῖ­ο ἐ­ξέ­λε­ξε ὁ Θε­ός;
Ἡ τι­μω­ρί­α τῶν στα­σια­στῶν καί σφε­τε­ρι­στῶν τῆς ἱ­ε­ρα­τι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας ἦ­ταν πα­ρα­δειγ­μα­τι­κή: «Ἐ­σχί­σθη ἡ γῆ κά­τω ἀ­πό τά πό­δια τους, ἄ­νοι­ξε ἡ γῆ καί τούς κα­τά­πι­ε, ἐ­κεί­νους καί τίς οἰ­κο­γέ­νει­ές τους καί ὅ­λους ἐ­κεί­νους πού ἦ­σαν μα­ζί μέ τόν Κο­ρέ, μα­ζί καί τά ζῷ­α τους· καί αὐ­τοί καί ὅ­σοι ἦ­σαν μέ τό μέ­ρος τους κα­τέ­βη­καν ζων­τα­νοί στόν Ἅ­δη καί τούς σκέ­πα­σε ἡ γῆ καί ἐ­χά­θη­σαν ἀ­πό τό μέ­σο τῆς συ­να­γω­γῆς τοῦ λα­οῦ» (Ἀ­ριθ. ι­στ' 31-33, πρβλ. ι­ζ' 16- 28. Σοφ. Σειρ. με' 6-22).
Πα­ρό­μοι­α συμ­βαί­νουν καί στόν βα­σι­λέ­α Ὀ­ζί­α. Ἐ­πε­χεί­ρη­σε νά σφε­τε­ρι­σθεῖ τήν ἱ­ε­ρα­τι­κή ἐ­ξου­σί­α. Ἡ τι­μω­ρί­α του ἦ­ταν ἐ­πί­σης πα­ρα­δειγ­μα­τι­κή: Ἀ­μέ­σως ἐμ­φα­νί­σθη­κε λέ­πρα στό μέ­τω­πό του καί ἔ­μει­νε λε­πρός μέ­χρι πού πέ­θα­νε (Β' Πα­ραλ. κστ' 16-21, πρβλ. Α' Πα­ραλ. ι­γ' 9-10).
Ὑ­πάρ­χει λοι­πόν στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη εἰ­δι­κή ἱ­ε­ρο­σύ­νη, πα­ράλ­λη­λα μέ τή γε­νι­κή ἱ­ε­ρω­σύ­νη ὁ­λό­κλη­ρου τοῦ λα­οῦ Ἰσ­ρα­ηλ.

β) Ἱερωσύνη κατά τήν τάξη Μελχισεδέκ
Στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ὁ Χρι­στός χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς ἱ­ε­ρέ­ας «κα­τά τήν τά­ξιν Μελ­χι­σε­δέκ», πού ἦ­ταν βα­σι­λέ­ας τῆς Σα­λήμ καί «ἱ­ε­ρεύς τοῦ Θε­οῦ τοῦ Ὑ­ψί­στου» (Ψαλμ. ρθ' 4. Γέν. ι­δ' 18). Ἡ Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη δέν μᾶς γνω­ρί­ζει τόν Πα­τέ­ρα ἤ τήν μη­τέ­ρα τοῦ Μελ­χι­σε­δέκ, οὔ­τε τή γε­νε­α­λο­γί­α του, γιά νά εἶ­ναι «ἐ­ξω­μοι­ω­μέ­νος πρός τόν Υἱ­όν τοῦ Θε­οῦ», καί νά μέ­νει «ἱ­ε­ρεύς εἰς τό δι­η­νε­κές», δη­λα­δή γιά πάν­τα (Ἑ­βρ. ζ' 3).
Ὁ Ἀ­βρα­άμ ἦ­ταν ἄν­θρω­πος τῶν ὑ­πο­σχέ­σε­ων τοῦ Θε­οῦ. Καί ὅ­μως, δέν εὐ­λο­γεῖ ἐ­κεῖ­νος τόν Μελ­χι­σε­δέκ, ἀλ­λά εὐ­λο­γεῖ­ται ἀ­πό αὐ­τόν (Γέν. ι­δ' 19) καί ὁ Ἀ­βρα­άμ τοῦ προ­σφέ­ρει τό δέ­κα­το ἀ­πό τά λά­φυ­ρα πού εἶ­χε κυ­ρι­εύ­σει (Γέν. ι­δ' 20). Μέ αὐ­τό τόν τρό­πο ὁ Ἀ­βρα­άμ, ὁ γε­νάρ­χης τοῦ ἱ­ε­ρα­τι­κοῦ γέ­νους κα­τά τήν τά­ξη τοῦ Ἀ­α­ρών, ἀ­να­γνω­ρί­ζει τή μο­να­δι­κό­τη­τα τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης τοῦ Μελ­χι­σε­δέκ (Δεύτ. Ἰ­δ' 22-23)· «ἀ­ναν­τιρ­ρή­τως τό μι­κρό­τε­ρον εὐ­λο­γεῖ­ται ἀ­πό τό με­γα­λύ­τε­ρον» (Ἑ­βρ. ζ' 7).
Ὅ­πως ὁ Μελ­χι­σε­δέκ, ἔ­τσι καί ὁ Χρι­στός, δέν ἦ­ταν ἱ­ε­ρέ­ας κα­τά τήν τά­ξη τοῦ Ἀ­α­ρών δέν κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τή φυ­λή τοῦ Λευ­ΐ. «Ἀ­νῆ­κε σέ ἄλ­λη φυ­λή, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α δέν ἔ­χει κα­νέ­νας ὑ­πη­ρε­τή­σει τό θυ­σι­α­στή­ριο, για­τί εἶ­ναι φα­νε­ρό πώς ὁ Κύ­ριός μας προ­ῆλ­θε ἀ­πό τή φυ­λή τοῦ Ἰ­ού­δα, στήν ὁ­ποί­α ὁ Μω­υ­σῆς δέν εἶ­πε τί­πο­τα γιά ἱ­ε­ρω­σύ­νη» (Ἑ­βρ. ζ' 13-14). Δέν μπο­ρεῖ λοι­πόν νά συγ­κα­τα­λε­χθεῖ με­τα­ξύ τῶν ἱ­ε­ρέ­ων τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης· εἶ­ναι ἱ­ε­ρέ­ας ἄλ­λης, «κρείτ­το­νος», δη­λα­δή ἀ­νώ­τε­ρης Δι­α­θή­κης (Ἑ­βρ. η' 22).

γ) Μο­να­δι­κός ἱ­ε­ρέ­ας
Ὑ­πάρ­χει βα­σι­κή δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα στήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη τῆς Πα­λαι­ᾶς καί τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, δη­λα­δή τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐ­τό δι­α­σα­φη­νί­ζει ἡ πρός Ἑ­βραί­ους ἐ­πι­στο­λή:
«Καί ἐ­κεῖ­νοι μέν ἀ­πό τούς ἱ­ε­ρεῖς ἦ­σαν πολ­λοί, δι­ό­τι ἕ­νε­κα τοῦ θα­νά­του δέν ἦ­το δυ­να­τόν νά πα­ρα­μέ­νουν ἱ­ε­ρεῖς, ἀλ­λ’ ὁ Ἰ­η­σοῦς ἐ­πει­δή πα­ρα­μέ­νει αἰ­ω­νί­ως ἔ­χει ἀ­με­τα­βί­βα­στον τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νην. Δί­α τοῦ­το καί δύ­να­ται νά σῴ­ζη διά παν­τός ἐ­κεί­νους οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­σέρ­χον­ται δί’ αὐ­τοῦ εἰς τόν Θε­όν, δι­ό­τι ζῆ πάν­το­τε διά νά με­σι­τεύ­η ὑ­πέρ αὐ­τῶν. Τέ­τοι­ος ἀρ­χι­ε­ρεύς πραγ­μα­τι­κῶς μᾶς ἔ­πρε­πε, ἅ­γιος, ἄ­κα­κος, ἀ­μό­λυν­τος, χω­ρι­σμέ­νος ἀ­πό τούς ἁ­μαρ­τω­λούς καί ὑ­ψω­μέ­νος τώ­ρα ἐ­πά­νω ἀ­πό τούς οὐ­ρα­νούς, ὁ ὁ­ποῖ­ος δέν ἔ­χει ἀ­νάγ­κην, ὅ­πως οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς, νά προ­σφέ­ρει θυ­σί­ας κά­θε ἡ­μέ­ραν, κα­τά πρῶ­τον διά τάς ἰ­δι­κάς του ἁ­μαρ­τί­ας καί ἔ­πει­τα διά τάς ἁ­μαρ­τί­ας τοῦ λα­οῦ× αὐ­τό τό ἔ­κα­με ἅ­παξ διά παν­τός, ὅ­ταν προ­σέ­φε­ρε τόν ἑ­αυ­τόν του» (Ἑ­βρ. ζ' 23-27).
«Ἀλ­λ’ ὅ­ταν ἦλ­θε ὁ Χρι­στός ὡς ἀρ­χι­ε­ρεύς τῶν μελ­λον­τι­κῶν ἀ­γα­θῶν, ἐμ­πῆ­κε διά τῆς με­γα­λυ­τέ­ρας καί τε­λει­ο­τέ­ρας σκη­νῆς, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἀ­χει­ρο­ποί­η­τη, δέν εἶ­ναι δη­λα­δή ἀ­πό τόν κό­σμον τοῦ­τον× ἐμ­πῆ­κε εἰς τά ἅ­για τῶν ἁ­γί­ων, ὄ­χι μέ αἷ­μα τρά­γων καί μό­σχων, ἀλ­λά μέ τό δι­κό του αἷ­μα καί ἐ­ξη­σφά­λι­σε αἰ­ώ­νιαν λύ­τρω­σιν.­.. δί­α τοῦ αἰ­ω­νί­ου Πνεύ­μα­τος προ­σέ­φε­ρε τόν ἑ­αυ­τόν του ἄ­μω­μον θυ­σί­αν εἰς τόν Θε­όν», μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα «νά κα­θα­ρί­σει τήν συ­νεί­δη­σιν ἀ­πό νε­κρά ἔρ­γα, ὥ­στε νά λα­τρεύ­ω­μεν τόν ζῶν­τα Θε­όν» (Ἑ­βρ. θ' 11-14, πρβλ. Ἰ­εζ. λδ' 15-24, λζ' 24).
Τό αἷ­μα ζῴ­ων στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ἦ­ταν σύμ­βο­λο τῆς ἐ­ξι­λε­ω­τι­κῆς θυ­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ καί προ­τύ­πω­σή της (Λευ­ϊτ. ι­ζ'­11. Ἑ­βρ. θ'­22,ι­'4, 18-22. Α' Πε­τρ. α' 19). Γι' αὐ­τό καί ἀ­πε­δί­δε­το σε­βα­σμός στό αἷ­μα (Γέν. θ'4). Ὁ σε­βα­σμός αὐ­τός δι­α­τη­ρή­θη­κε, ἐ­πει­δή ὑ­πῆρ­χε κίν­δυ­νος σκαν­δά­λου.
Στήν Και­νή Δι­α­θή­κη δέν ὑ­πάρ­χει πλέ­ον ἀ­νάγ­κη προ­σφο­ρᾶς θυ­σί­ας ζῴ­ων. Ἡ προ­σφο­ρά τοῦ μο­να­δι­κοῦ ἱ­ε­ρέ­α, εἶ­ναι τό τί­μιο Σῶ­μα Του. Μέ αὐ­τή τήν προ­σφο­ρά εἴ­μα­στε «ἅ­παξ διά παν­τός» ἁ­γι­α­σμέ­νοι, λέ­γει ὁ ἀ­πό­στο­λος (Ἑ­βρ. ι΄ 5-14) ἀ­να­φε­ρό­με­νος στόν Ψαλ­μό λθ' 7-9: «Σύ δέν ἠ­θέ­λη­σες θυ­σί­α καί προ­σφο­ρά, ἀλ­λά μου ἑ­τοί­μα­σες σῶ­μα× ὁ­λο­καυ­τώ­μα­τα καί θυ­σί­ες δι­ί’ ἁ­μαρ­τί­ες δέν ἐ­ζή­τη­σες. Τό­τε εἶ­πα× Ἰ­δού ἦλ­θα, ὅ­πως εἶ­ναι γραμ­μέ­νο δι’ ἐ­μέ στόν κύ­λιν­δρο τοῦ βι­βλί­ου, διά νά κά­μω τό θέ­λη­μά Σου».
Αὐ­τό τό σῶ­μα πού προ­σέ­λα­βε ὁ Χρι­στός γιά χά­ρη μας συ­νάν­τη­σε τό θά­να­το καί τόν συ­νέ­τρι­ψε, γιά νά ἀ­νοί­ξει σέ μᾶς ἕ­να νέ­ο δρό­μο, πού νά μή ὁ­δή­γει πλέ­ον στό ἀ­δι­έ­ξο­δο. Γι’ αὐ­τό καί ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ὑ­πο­γραμ­μί­ζει:
«Ἀ­φοῦ λοι­πόν, ἀ­δελ­φοί, τό αἷ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ μᾶς δί­δει θάρ­ρος νά εἰ­σελ­θω­μεν εἰς τά Ἅ­για τῶν Ἅ­γι­ων ἀ­πό ἕ­ναν νέ­ον καί ζων­τα­νόν δρό­μον, τόν ὁ­ποῖ­ον μᾶς ἐ­νε­και­νί­α­σε διά τοῦ κα­τα­πε­τά­σμα­τος, δη­λα­δή διά τῆς σαρ­κός του, καί ἀ­φοῦ ἐ­χο­μεν ἱ­ε­ρέ­α μέ­γαν ἐ­πί κε­φα­λῆς τοῦ οἴ­κου τοῦ Θε­οῦ, ἄς προ­σερ­χώ­με­θα μέ εἰ­λι­κρι­νῆ καρ­δί­αν, μέ πλή­ρη βε­βαι­ό­τη­τα, μέ καρ­δί­ας κα­θα­ρι­σμέ­νας ἀ­πό τήν κα­κήν συ­νεί­δη­σιν καί τό σῶ­μα μας πλυ­μέ­νον μέ νε­ρό κα­θα­ρόν.­.. νά μή ἀ­με­λῶ­μεν τάς συ­να­θροί­σεις μας (τή θεί­α λει­τουρ­γί­α), κα­θώς συ­νη­θί­ζουν νά κά­μνουν με­ρι­κοί, ἀλ­λ’ ἄς ἐν­θαρ­ρύ­νω­με ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο καί το­σού­τω μᾶλ­λον κα­θ’ ὅ­σον βλέ­πε­τε νά πλη­σιά­ζη ἡ Ἡμέρα» (Ἑβρ. Γ 19-25).
Ἕ­νας λοι­πόν καί μο­να­δι­κός ἱ­ε­ρέ­ας ὑ­πάρ­χει στήν Και­νή Δι­α­θή­κη, ὁ Χρι­στός. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι πα­ρών στή χρι­στι­α­νι­κή σύ­να­ξη, ἀ­κό­μη καί ἄν ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό «δύ­ο ἤ τρεῖς» (Ματθ. ι­η΄ 20). Τό ἴ­διο συμ­βαί­νει καί ὅ­ταν κη­ρύτ­τε­ται τό εὐ­αγ­γέ­λιο, ὅ­ταν ἑ­νώ­νον­ται οἱ πι­στοί στά ἔρ­γα τῆς ἀ­γά­πης καί ζοῦν τόν ἀ­δελ­φι­κό σύν­δε­σμο. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι πάν­το­τε πα­ρών (Μάτθ. κη' 20) εἶ­ναι «ὁ προ­σφέ­ρων καί προ­σφε­ρό­με­νος», Ἐ­κεῖ­νος πού ἐ­νερ­γεῖ «τά πάν­τα ἐν πᾶ­σι» (Κολ. γ' 11. Β' Κορ. ιγ' 3).

δ) Ὁ «ἄρτος ὁ ζῶν»
Πολ­λά γε­γο­νό­τα στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη προ­τυ­πώ­νουν τήν πνευ­μα­τι­κή τρά­πε­ζα τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Ἔ­τσι ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­να­φέ­ρει: «Οἱ πα­τέ­ρες μας ὅ­λοι ἔ­φα­γον τήν ἴ­διαν πνευ­μα­τι­κήν τρο­φήν καί ἔ­πιον τό ἴ­διον πνευ­μα­τι­κόν πο­τόν. Δι­ό­τι ἔ­πι­νον ἀ­πό τήν πνευ­μα­τι­κήν πέ­τραν, ἡ ὁ­ποί­α τούς ἠ­κο­λού­θει, ἡ δέ πέ­τρα ἦ­το ὁ Χρι­στός» (Α' Κόρ. ι' 1-5, πρβλ. Ἐξοδ. ιστ' 4).
Ὁ Χρι­στός λοι­πόν ἀ­κο­λου­θοῦ­σε τόν λα­ό, πού πο­ρευ­ό­ταν στή γῆ τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας, μέ­σα ἀ­πό τήν ἔ­ρη­μο. Ἐ­κεῖ­νος πρό­σφε­ρε τό Μάν­να, γιά νά χορ­τά­σει ὁ λα­ός καί τό νε­ρό, γιά νά σβή­σει τή δί­ψα του. Αὐ­τή τήν ἀ­λή­θεια βε­βαι­ώ­νει ὁ ἴ­διος:
«Ἀ­λή­θεια, ἀ­λή­θεια σᾶς λέ­γω, δέν σᾶς ἔ­δω­κε ὁ Μω­υ­σῆς τόν ἄρ­το τόν ἀ­λη­θι­νό ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό, ἀλ­λά ὁ Πα­τέ­ρας μου σᾶς δί­δει τόν ἄρ­το τόν ἀ­λη­θι­νό ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό. Δι­ό­τι ὁ ἄρ­τος τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού κα­τε­βαί­νει ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό καί δί­δει ζω­ή στόν κό­σμο».
Τό­τε τοῦ εἶ­παν: «Κύ­ρι­ε, δῶ­σε μας πάν­το­τε αὐ­τόν τόν ἄρ­το»· καί ὁ Ἰ­η­σοῦς τούς ἀ­πάν­τη­σε:
«Ἐ­γώ εἶ­μαι ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς. Ἐ­κεῖ­νος πού ἔρ­χε­ται πρός ἐ­μέ δέν θά πει­νά­σει καί ἐ­κεῖ­νος πού πι­στεύ­ει σ’ ἐ­μέ δέ θά δι­ψά­σει πο­τέ.­.. Ἐ­γώ εἶ­μαι ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς. Οἱ πα­τέ­ρες σας ἔ­φα­γαν τό Μάν­να στήν ἔ­ρη­μο καί ἀ­πέ­θα­ναν. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ ἄρ­τος πού κα­τε­βαί­νει ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό, διά νά φά­γει ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πό αὐ­τόν καί νά μή πε­θά­νει. Ἔ­γω εἶ­μαι ὁ ἄρ­τος ὁ ζῶν, πού κα­τῆλ­θε ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό. Ἐ­άν φά­γει κα­νείς ἀ­πό αὐ­τό τόν ἄρ­το, θά ζή­σει αἰ­ώ­νια. Ὁ ἄρ­τος δέ πού ἐγώ θά δώ­σω εἶ­ναι ἡ σάρ­κα μου, τήν ὁ­ποί­α θά δώ­σω ὑ­πέρ τῆς ζω­ῆς τοῦ κό­σμου».
Τέτοια λόγια δέν μπόρεσαν νά τά ἀντέξουν οἱ Ἰουδαῖοι. Γι’ αὐτό φιλονικοῦσαν καί ἔλεγαν: «Πῶς μπορεῖ αὐτός νά μᾶς δώσει νά φᾶμε τή σάρκα του;». Καί ὁ Ἰησοῦς τούς ἐξήγησε:
«Ἀ­λή­θεια, ἀ­λή­θεια σᾶς λέ­γω, ἐ­άν δέν φά­γε­τε τή σάρ­κα τοῦ υἱ­οῦ τοῦ ἀν­θρώ­που καί δέν πί­ε­τε τό αἷ­μα του, δέν ἔ­χε­τε ζω­ή μέ­σα σας. Ἐ­κεῖ­νος πού τρώ­γει τή σάρ­κα μου καί πί­νει τό αἷ­μα μου ἔ­χει ζω­ή αἰ­ώ­νιο καί ἐγώ θά τόν ἀ­να­στή­σω τήν ἔ­σχα­τη ἡ­μέ­ρα. Δι­ό­τι ἡ σάρ­κα μου εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νή τρο­φή καί τό αἷ­μα μου ἀ­λη­θι­νό πο­τό. Ἐ­κεῖ­νος πού τρώ­γει τή σάρ­κα μου καί πί­νει τό αἷ­μα μου, “ἐν ἐ­μοί μέ­νει κἀ­γώ ἐν αὐ­τῷ”. Κα­θώς μέ ἔ­στει­λε ὁ ζῶν Πα­τήρ καί ἐ­γώ ζῶ διά τόν Πα­τέ­ρα, κα­τά τόν ἴ­διο τρό­πο καί αὐ­τός πού μέ τρώ­γει θά ζή­σει δι’ ἐ­μέ. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ ἄρ­τος πού κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νόν, ὄ­χι ὅ­πως τό Μάν­να πού ἔ­φα­γαν οἱ πα­τέ­ρες σας καί ἀ­πέ­θα­ναν. Ἐ­κεῖ­νος πού τρώ­γει αὐ­τόν τόν ἄρ­το θά ζή­σει αἰ­ώ­νια».
Ὅ­λα αὐ­τά τά εἶ­πε ὁ Χρι­στός στή Συ­να­γω­γή, ὅ­ταν δί­δα­σκε στήν Κα­περ­να­ούμ. Ἦ­ταν λό­για σκλη­ρά, ἀ­κό­μη καί γιά τούς μα­θη­τές: «Πολ­λοί ἀ­πό τούς μα­θη­τές Του, ὅ­ταν τά ἄ­κου­σαν εἶ­παν: Εἶ­ναι σκλη­ρός ὁ λό­γος αὐ­τός· ποι­ός μπο­ρεῖ νά τόν ἀ­κού­ει;­». Ὁ Χρι­στός εἶ­δε πώς οἱ μα­θη­τές τοῦ γογ­γύ­ζουν καί τούς εἶ­πε:
«Αὐ­τό σας κλο­νί­ζει;­.­.. Τό Πνεῦ­μα εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο πού δί­νει ζω­ή, ἡ σάρ­κα δέν ὠ­φε­λεῖ σέ τί­πο­τε. Τά λό­για πού σᾶς μι­λῶ, εἶ­ναι πνεῦ­μα καί ζω­ή. Καί ὅ­μως ὑ­πάρ­χουν με­ρι­κοί ἀ­πό σᾶς πού δέν πιστεύουν» (Ἰω. στ' 32-64).
«ἄρ­τος ὁ ζῶν» εἶ­ναι λοι­πόν ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός, τό ἅ­γιο Σῶ­μα καί τό τί­μιο Αἷ­μα Του. Αὐ­τός πρό­σφε­ρε τόν ἑ­αυ­τό Του θυ­σί­α παν­το­τει­νή γιά χά­ρη μας, ὥ­στε νά μπο­ρεῖ νά μᾶς τρέ­φει μέ τό ἴ­διο Του τό Σῶ­μα καί μέ τό Αἷ­μα Του, ὅ­πως μί­α μη­τέ­ρα τρέ­φει τά ἀ­γα­πη­τά της παι­διά μέ τό γά­λα της. Αὐ­τή ἡ οὐ­ρά­νια τρο­φή δέν ἦ­ταν μό­νο γιά μί­α ἐ­πο­χή, ἀλ­λά ὁ Κύ­ριος συ­νε­χί­ζει νά τήν προ­σφέ­ρει στούς πι­στούς διά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων.
Ἐ­δῶ δέν πρό­κει­ται γιά τήν προ­σφο­ρά νε­κροῦ σώ­μα­τος, δη­λα­δή γιά νε­κρές σάρ­κες, ὅ­πως νό­μι­σαν οἱ γογ­γυ­στές. Γι’ αὐ­τό καί ὁ Χρι­στός τούς λέ­γει πώς οἱ νε­κρές σάρ­κες, χω­ρίς νά ἔ­χουν μέ­σα τους τό Πνεῦ­μα, δέν ὠ­φε­λοῦν σέ τί­πο­τε. Ὅ­μως ὁ ἄρ­τος πού ὁ Χρι­στός προ­σφέ­ρει ἔ­χει μέ­σα του τό Πνεῦ­μα πού τόν ζω­ο­ποι­εῖ καί τόν κα­θι­στᾶ πη­γή αἰ­ώ­νιας ζω­ῆς. Πρό­κει­ται γιά τό ἀ­νε­στη­μέ­νο καί ἄ­φθαρ­το Σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, ὄ­χι γιά ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­χε πρίν ἀ­πό τήν ἀ­νά­στα­ση. Ὄ­χι γιά τό Σῶ­μα σέ νε­κρή κα­τά­στα­ση, ἀλ­λά γιά τό θε­ώ­με­νο Σῶ­μα Του. Σέ αὐ­τό τό Σῶ­μα με­τα­βάλ­λε­ται ὁ πι­στός κα­τά τή θεί­α κοι­νω­νί­α, ὄ­χι σέ σῶ­μα νε­κρό, πού δέν θά τόν ὠ­φε­λοῦ­σε σέ τί­πο­τε!

ε) Ἡ ἱερωσύνη καί ἡ θυσία στήν Ἐκκλησία
Ἀ­νά­με­σα στό νέ­ο λα­ό τοῦ Θε­οῦ δέν ὑ­πάρ­χουν δι­α­φο­ρές· ὅ­λοι εἶ­ναι ἰ­σά­ξια μέ­λη καί ὅ­λοι μα­ζί ἀ­πο­τε­λοῦν «ἕ­να ἄν­θρω­πο ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ» (Γαλ. γ' 28. Α' Κορ. ι­β' 13. Κολ. γ' 11).
Ὅ­μως μέ­σα στό ἕ­να σῶ­μα ὑ­πάρ­χει δι­α­χω­ρι­σμός ὡς πρός τή δι­α­κο­νί­α τοῦ κα­θε­νός μέ­λους στό κοι­νό σῶ­μα. Πρό­κει­ται γιά λει­τουρ­γι­κό δι­α­χω­ρι­σμό τῶν δι­α­φό­ρων χα­ρι­σμά­των, πού ἐ­νι­σχύ­ει ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν ἐ­νό­τη­τα τοῦ ἑ­νός καί μο­να­δι­κοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τή δι­ά­κρι­ση τῶν δι­α­κο­νι­ῶν καί ταυ­τό­χρο­να τήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ ἑ­νός σώ­μα­τος ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος:
«Ὑ­πάρ­χουν βέ­βαι­α ποι­κι­λί­αι χα­ρι­σμά­των, ἀλ­λά τό Πνεῦ­μα εἶ­ναι τό ἴ­διο. Ὑ­πάρ­χουν καί ποι­κι­λί­αι δι­α­κο­νι­ῶν, ἀλ­λά ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι ὁ ἴ­διος× ὑ­πάρ­χουν καί δι­α­φο­ρά ἤ­δη ἐ­νερ­γει­ῶν, ἀλ­λά ὁ Θε­ός εἶ­ναι ὁ ἴ­διος, πού τά ἐ­νερ­γεῖ ὅ­λα γιά ὅ­λους. Στόν κα­θέ­να δί­δε­ται ἡ φα­νέ­ρω­ση τοῦ Πνεύ­μα­τος διά κά­ποι­ο σκο­πό» (Α' Κόρ. ιβ' 4-7).
Ἀ­νά­με­σα σ’ αὐ­τές τίς δι­α­κο­νί­ες εἶ­ναι καί τό χά­ρι­σμα τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης, πού ὅ­μως δέν εἶ­ναι ἀ­νε­ξάρ­τη­το ἀ­πό τή μί­α καί ἀ­νε­πα­νά­λη­πτη ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ Χρι­στοῦ.
Τήν ὕ­παρ­ξη ἱ­ε­ρέ­ων στήν Και­νή Δι­α­θή­κη προ­α­ναγ­γέλ­λει ἤ­δη ὁ προ­φή­της Ἡ­σα­ΐ­ας: «καί ἀ­π’ αὐ­τῶν λή­ψο­μαι ἐ­μοί ἱ­ε­ρεῖς Λευ­ΐ­τας, εἶ­πε Κύ­ριος (Ἔσ. ξστ' 21). Αὐ­τοί οἱ χρι­στια­νοί ἱ­ε­ρεῖς θά ἐ­κα­λοῦν­το πλέ­ον νά ἱ­ε­ρουρ­γοῦν στό χρι­στι­α­νι­κό θυ­σι­α­στή­ριο καί ὄ­χι στήν Ἰ­ου­δα­ϊ­κή σκη­νή» (Ἑβρ. ιγ' 10, πρβλ. Α' Κόρ. ι' 16-21).
Τό γε­γο­νός ὅ­τι ἡ χρι­στι­α­νι­κή πα­ρά­δο­ση δέν γνω­ρί­ζει «ἱ­έ­ρει­ες», δέν συ­νι­στᾶ ὑ­πο­τί­μη­ση τῆς γυ­ναί­κας. Ὅ­λοι ὅ­σοι προσ­λαμ­βά­νον­ται μέ τό βά­πτι­σμα στό Σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γί­νον­ται «εἷς ἐν Χρι­στῷ» καί παύ­ει κά­θε ἀ­ξι­ο­λο­γί­κη δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα στά δύ­ο φύ­λα (Γαλ. β' 27-28).
Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη δέν εἶ­ναι δι­καί­ω­μα ἀλ­λά δω­ρε­ά τοῦ Θε­οῦ καί κα­νέ­νας δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά ζη­τή­σει ἀ­πό τό Θε­ό «ἐ­ξη­γή­σεις». Ἡ δω­ρε­ά αὐ­τή (Χά­ρι­σμα) δί­δε­ται γιά ἕ­να σκο­πό, γιά τήν οἰ­κο­δο­μή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί κα­νέ­νας δέν μπο­ρεῖ νά ἀν­τλή­σει ἀ­πό αὐ­τό «δι­και­ώ­μα­τα», για­τί κα­τ’ αὐ­τό τόν τρό­πο ἰ­δι­ο­ποι­εῖ­ται τό δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ καί ἀν­τι­στρέ­φει τό νό­η­μά του.
Τήν οἰ­κο­δο­μή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὑ­πη­ρε­τοῦν ὅ­λα τά χα­ρί­σμα­τα πού δί­δον­ται καί στίς γυ­ναῖ­κες. Ἄν ἀ­ξι­ό­λο­γή­σου­με τήν ἀ­γά­πη μέ βά­ση τήν ἁ­γί­α Γρα­φή (Α' Κορ. ι­β' 31) καί πα­ρα­δε­χθοῦ­με πώς συγ­κα­τα­λέ­γε­ται στά «χα­ρί­σμα­τα τά κρείτ­το­να», τό­τε πρέ­πει νά ποῦ­με πώς οἱ γυ­ναῖ­κες ὑ­περ­τε­ροῦν σέ σχέ­ση μέ τούς ἄν­δρες.
Ὁ Θε­ός δέν ἐ­τί­μη­σε κα­νέ­να ἄν­δρα μέ τήν τι­μή πού πρό­σφε­ρε σέ μί­α γυ­ναῖ­κα. Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α χα­ρα­κτη­ρί­ζει αὐ­τή τή γυ­ναῖ­κα Πα­να­γί­α καί τήν ὑ­ψώ­νει σέ τι­μή πά­νω ἀ­πό ὅ­λους τούς ἁ­γί­ους καί πά­νω ἀ­πό ὅ­λους τούς ἀγ­γέ­λους. Πῶς μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με πῶς ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α ὑ­πο­τι­μᾶ τή γυ­ναῖ­κα ἐ­πει­δή δέν ἐ­πι­τρέ­πει τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη τῶν γυ­ναι­κῶν;
Καί ἐ­κτός ἀ­πό αὐ­τό: Καμ­μί­α ὀρ­θό­δο­ξη χρι­στια­νή πού εἶ­ναι συ­νει­δη­τό μέ­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δέν ἔ­χει τέ­τοι­ο πρό­βλη­μα. Κά­ποι­οι ἐ­πι­χει­ροῦν νά μᾶς με­τα­φέ­ρουν ἐ­δῶ τή δι­κή τους προ­βλη­μα­τι­κή, πού εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ἔ­ξω ἀ­πό τό δι­κό μας φρό­νη­μα καί ἀ­πό τήν προ­αί­ρε­ση τῶν συ­νει­δη­τῶν ὀρ­θο­δό­ξων γυ­ναι­κών.
Ἡ θυ­σί­α πού τε­λεῖ­ται στό χρι­στι­α­νι­κό θυ­σι­α­στή­ριο δέν εἶ­ναι ἀ­νε­ξάρ­τη­τη ἀ­πό τή θυ­σί­α τοῦ μό­νου ἱ­ε­ρέ­ως Χρι­στοῦ, πού προ­σφέρ­θη­κε «ἅ­παξ» στό Γολ­γο­θά. Ἡ τέ­λε­ση τοῦ ἱ­ε­ροῦ μυ­στη­ρί­ου ἀ­πο­τε­λεῖ βέ­βαι­α καί ἀ­νά­μνη­ση, ὅ­πως καί δι­α­κή­ρυ­ξη τῆς μο­να­δι­κῆς θυ­σί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου (Λουκ. κβ' 19. Α' Κορ. ι­α' 26). Ἀλ­λά δέν ἑ­ξαν­τλεῖ­ται ὅ­λη ἡ ση­μα­σί­α του στήν ἀ­νά­μνη­ση. Κα­τά τό ἱ­ε­ρό μυ­στή­ριο γί­νε­ται πραγ­μα­τι­κή με­τα­βο­λή τοῦ ἄρ­του καί τοῦ οἴ­νου σέ Σῶ­μα καί Αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, ὅ­πως ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ὁ ἀ­πό­στο­λος:
«Τό πο­τή­ριον τῆς εὐ­λο­γί­ας, τό ὁ­ποῖ­ον εὐ­λο­γοῦ­μεν, δέν εἶ­ναι κοι­νω­νί­α τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ; Ὁ ἄρ­τος τόν ὁ­ποῖ­ον κό­πτο­μεν, δέν εἶ­ναι κοι­νω­νί­α τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ; Ἐ­πει­δή ἕ­νας εἶ­ναι ὁ ἄρ­τος, καί ἡ­μεῖς οἱ πολ­λοί εἴ­με­θα ἕ­να σῶ­μα, δι­ό­τι ὅ­λοι ἀ­πό τόν ἕ­να ἄρ­τον με­τέ­χο­μεν» (Α' Κορ. ι΄ 16-17). Ἔ­τσι ἡ θυ­σί­α πού προ­σφέ­ρε­ται στό χρι­στι­α­νι­κό θυ­σι­α­στή­ριο δέν εἶ­ναι «ἄλ­λη», καί «ἄλ­λη» ἐ­κεί­νη στό Γολ­γο­θά!
Ὁ Χρι­στός, ὡς μο­να­δι­κός Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας, πρό­σφε­ρε τή μο­να­δι­κή Του θυ­σί­α «ἐ­φά­παξ» (Ἑ­βρ. ζ' 27) ὑ­πέρ τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τοῦ τοῦ μο­να­δι­κοῦ γε­γο­νό­τος, μέ τρό­πο μυ­στη­ρια­κό, ἀ­πο­τε­λεῖ με­το­χή τό Δεῖ­πνο τοῦ Χρι­στοῦ, στό ὁ­ποῖ­ο ὁ ἄρ­τος με­τα­βλή­θη­κε σέ Σῶ­μα καί ὁ οἶ­νος σέ Αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου (Ματθ. κστ' 26-28. Μάρκ. ι­δ' 22-24. Λουκ. κβ' 19-20). Τό ἴ­διο Δεῖ­πνο (τή θεί­α εὐ­χα­ρι­στί­α) ἔ­πρε­πε νά τε­λοῦν καί οἱ μα­θη­τές τοῦ Χρι­στοῦ (Λουκ. κβ', Α Κορ. ι­α' 24-25).
Ἔ­τσι μέ­νει ἡ θυ­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ μο­να­δι­κή, ἐ­νῷ ταυ­τό­χρο­να ἐ­ξα­σφα­λί­ζε­ται καί ἡ δι­κή μας σω­τη­ρί­α, μέ τήν κοι­νω­νί­α τοῦ Σώ­μα­τος καί τοῦ Αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ (Ἰ­ω. στ' 48-69). Τό ἴ­διο πα­ρα­τη­ροῦ­με καί γιά τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη. Μέ­νει μο­να­δι­κή καί «ἀ­με­τά­θε­τη» ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ Χρι­στοῦ, ἐ­νῷ οἱ ἱ­ε­ρεῖς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δέν ἔ­χουν δι­κή τους ἱ­ε­ρω­σύ­νη× εἶ­ναι «ὑ­πη­ρέ­τες Χρι­στοῦ καί οἰ­κο­νό­μοι μυ­στη­ρί­ων Θε­οῦ» (Α' Κορ. δ' 1).
Γι’ αὐ­τό καί ὁ Κύ­ριος ἔ­δω­σε στούς μα­θη­τές Του τή δύ­να­μη νά συγ­χω­ροῦν ἤ νά κρα­τοῦν τίς ἁ­μαρ­τί­ες τῶν ἀν­θρώ­πων (Ματθ. ι­η' 18. Ἰ­ω. κ' 21-23), δι­καί­ω­μα πού κα­τά τήν ἀν­τί­λη­ψη τῶν γραμ­μα­τέ­ων εἶ­χε μό­νο ὁ Θε­ός. Καί ἐ­πει­δή δέν ἀ­νε­γνώ­ρι­ζαν τή Θε­ό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ, ὑ­πο­στή­ρι­ζαν πώς βλα­σφη­μοῦ­σε (Ματθ. θ' 3. Μάρκ. β' 7). Αὐ­τή τήν ἐ­ξου­σί­α οἱ μα­θη­τές δέν τήν εἶ­χαν ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ Χρι­στοῦ× τήν ἔ­λα­βαν σάν «οἰ­κο­νό­μοι μυ­στη­ρί­ων Θε­οῦ».
Ὅ­πως ὁ κά­θε χρι­στια­νός, μέ τό ἱ­ε­ρό βά­πτι­σμα καί τή συμ­με­το­χή του στή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γί­νε­ται μέ­το­χος τῆς ἁ­γι­ό­τη­τας τοῦ Χρι­στοῦ καί δέν ἔ­χει δι­κή του ἁ­γι­ό­τη­τα, ἔ­τσι καί οἱ ἱ­ε­ρεῖς τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, μέ τή χει­ρο­το­νί­α τους με­τέ­χουν τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ πα­ρου­σί­α τους στίς συ­νά­ξεις τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ἐγ­γύ­η­ση τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς δρά­σης τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος στήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Οἱ ἀ­πό­στο­λοι καί οἱ δι­ά­δο­χοί τους γί­νον­ται ὁ­ρα­τές εἰ­κό­νες τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ἐ­ξα­σφα­λί­ζουν τήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή ἐ­ξου­σί­α δέν εἶ­ναι ἀ­το­μι­κή τῶν ἀν­θρώ­πων πού ἐ­κλή­θη­καν ἀ­πό τόν Χρι­στό νά γί­νουν ὄρ­γα­να τῆς χά­ρης Του, ἀλ­λά ἐ­ξου­σί­α λει­τουρ­γι­κή, πού σχε­τί­ζε­ται ἐ­σω­τε­ρι­κά μέ τήν Ἐκ­κλη­σί­α, πού εἶ­ναι «ὁ­λό­κλη­ρος ὁ Χρι­στός», ἡ Κε­φα­λή καί τό Σῶ­μα. Ὁ Χρι­στός ἀ­πο­στέλ­λει τούς μα­θη­τές Του ὅ­πως ἀ­πέ­στει­λε τόν ἴ­διο ὁ Πα­τήρ, καί τούς βε­βαι­ώ­νει πώς ὅ­ποι­ος τούς δέ­χε­ται καί τούς ἀ­κού­ει, δέ­χε­ται καί ἀ­κού­ει Αὐ­τόν τόν ἴ­διο (Ἰ­ω. κ' 21, ι­γ' Μάτθ. ι' 40. Λουκ. ι' 16).
Οἱ μα­θη­τές τοῦ Χρι­στοῦ δέν εἶ­χαν ἀμ­φι­βο­λί­α πώς ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι «ὁ ἐ­νερ­γῶν τά πάν­τα ἐν πᾶ­σι» (Α' Κόρ. ι­β' 6)× Ἐ­κεῖ­νος συγ­χω­ρεῖ ἁ­μαρ­τί­ες. Οἱ ἱ­ε­ρεῖς εἶ­ναι τά ὄρ­γα­να, οἱ «οἰ­κο­νό­μοι τῆς χά­ρι­τος». Γι’ αὐ­τό καί ὁ ἀ­πό­στο­λος Ἰ­ω­άν­νης ἀ­να­φέ­ρει: «Ἐ­άν ὁ­μο­λο­γῶ­μεν τάς ἁ­μαρ­τί­ας μας. Αὐ­τός (ὁ Χρι­στός) εἶ­ναι ἀ­ξι­ό­πι­στος καί δί­και­ος, ὥ­στε νά μᾶς συγ­χώ­ρη­ση τάς ἁ­μαρ­τί­ας καί νά μᾶς κα­θα­ρί­ση ἀ­πό κά­θε ἀ­δι­κί­αν» (Α' Ἰ­ω. α' 9, πρβλ. Πα­ροιμ. κη' 13).
Ὄ­χι μό­νο κα­τά τήν τέ­λε­ση τῶν ἱ­ε­ρῶν μυ­στη­ρί­ων, ἀλ­λά καί στό κή­ρυγ­μα οἱ ἀ­πό­στο­λοι ἦ­σαν ὄρ­γα­να τοῦ Χρι­στοῦ. Δέν εἶ­χαν δι­κό τους λό­γο, ἀλ­λά ἐ­κή­ρυτ­ταν τό λό­γο τοῦ Χρι­στοῦ× ἦ­σαν «στό­μα Χρι­στοῦ» (πρβλ. Ματθ. ι' 40. κη' 20) καί κή­ρυτ­ταν ὅ­σα τούς ἐ­δί­δα­σκε τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο (Α' Κόρ. β' 13, πρβλ. Πράξ. ι­ε' 28). Δέν ἦ­ταν δί­κη τους ἡ ἐ­ξου­σί­α, ἀλ­λά τοῦ Χρι­στοῦ, καί γι’ αὐ­τό ὅ­λα τά ἔ­κα­ναν στό ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ (Α' Ἰ­ω. α' 9. Κολ. γ' 17. Α' Κορ. β' 16)· εἶ­χαν ἀ­λη­θι­νό προ­φη­τι­κό χά­ρι­σμα, δέν ἦ­σαν ψευ­δο­προ­φῆ­τες! (Δευ­τερ. ι­η' 20).

στ) Ὁ ἐπίσκοπος
Οἱ ἀ­πό­στο­λοι εἶ­χαν συ­ναί­σθη­ση τῆς δι­α­δο­χῆς τοῦ ἀ­πο­στο­λι­κοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τος, τῆς λε­γό­με­νης «ἐ­πι­σκο­πῆς» (Πράξ. α' 20. Α' Τίμ. γ' 1), ἡ ὁ­ποί­α δέν δι­α­κό­πη­κε με­τά τό θά­να­το τῶν ἀ­πο­στό­λων. Ἤ­δη στήν ἀ­πο­στο­λι­κή ἐ­πο­χή ὑ­πῆρ­χαν εἰ­δι­κοί ἀ­πε­σταλ­μέ­νοι τῶν ἀ­πο­στό­λων, στούς ὁ­ποί­ους δό­θη­κε ἡ χά­ρη τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης μέ χει­ρο­το­νί­α, καί ἐ­ξου­σι­ο­δο­τή­θη­καν νά χει­ρο­το­νή­σουν καί ἄλ­λους, ὥ­στε νά με­τα­δώ­σουν τό χά­ρι­σμα πού ἔ­λα­βαν (Α' Τίμ. α' 3,δ' 9- 16. Β' Τιμ. α' 6, δ' 9-10. Τιτ. α' 5, γ' 12).
Στήν με­τα­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α τή θέ­ση τῶν ἀ­πο­στό­λων ἔ­λα­βαν οἱ ἐ­πί­σκο­ποι. Ἤ­δη ὁ προ­φή­της Ἠ­σα­ΐ­ας προ­α­ναγ­γέλ­λει:
«Καί δώ­σω τούς ἄρ­χον­τάς σου ἐν εἰ­ρή­νῃ καί τούς ἐ­πι­σκό­πους σου ἐν δι­και­ο­σύ­νῃ. Καί οὐκ ἀ­κου­σθή­σε­ται ἔ­τι ἀ­δι­κί­α ἐν τή γῆ σου, οὐ­δέ σύν­τριμ­μα οὐ­δέ τα­λαι­πω­ρί­α ἐν τοῖς ὀ­ρί­οις σου»· θά δώ­σω εἰς ἐ­σέ ἄρ­χον­τες, πού θά κα­θο­δη­γοῦν μέ εἰ­ρή­νη καί τούς ἐ­πι­σκό­πους σου πού θά κρί­νουν μέ δι­και­ο­σύ­νη. Δέν θά ἀ­κου­σθεῖ πλέ­ον ἀ­δι­κί­α οὔ­τε ἄλ­λη συμ­φο­ρά μέ­σα στά ὅ­ρια σου (Ἡσ. ξ' 17-18).
Αὐ­τό τό χω­ρί­ο ἐ­πι­κα­λεῖ­ται ὁ Κλή­μης, ἐ­πί­σκο­πος Ρώ­μης, πού ἔ­γρα­ψε στήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κο­ρίν­θου κα­τά τά τέ­λη τοῦ πρώ­του αἰ­ώ­να× τό ἀ­να­φέ­ρει στούς ἐ­πι­σκό­πους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἀ­ναμ­φί­βο­λα ὁ προ­φή­της μι­λά­ει ἐ­δῶ γιά τή δό­ξα τῆς Νέ­ας Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού θά γί­νει «ἀ­γαλ­λί­α­σις αἰ­ώ­νιος, εὐ­φρο­σύ­νη γε­νε­ῶν γε­νε­αῖς» (Ἡσ. ξ' 15).
Ὁ Κλή­μης ὑ­πο­γραμ­μί­ζει πώς οἱ ἀ­πό­στο­λοι κή­ρυ­ξαν τή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, βά­πτι­σαν τά νέ­α μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἐ­προ­χώ­ρη­σαν στήν ὀρ­γά­νω­ση το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν, μέ τήν ἐγ­κα­τά­στα­ση «ἐ­πι­σκό­πων καί δι­α­κό­νων». «Καί τοῦ­το οὐ και­νῶς», συ­νε­χί­ζει, «δι­ό­τι ἀ­πό πολ­λά ἔ­τη εἶ­χε γρα­φῆ πε­ρί τῶν ἐ­πι­σκό­πων καί δι­α­κό­νων.­.. κα­τα­στή­σω τούς ἐ­πι­σκό­πους αὐ­τῶν ἐν δι­και­ο­σύ­νῃ, καί τούς δι­α­κό­νους αὐ­τῶν ἐν πί­στει».
Λί­γα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα ὁ ἅ­γιος Ἰ­γνά­τιος γρά­φει ὅ­τι οἱ ἐ­πί­σκο­ποι ἵ­σταν­ται «εἰς τό­πον Θε­οῦ» καί πε­ρι­βάλ­λον­ται ἀ­πό τούς πρε­σβύ­τε­ρους, πού ὀ­νο­μά­ζον­ται «συ­νέ­δριον Θε­οῦ» καί βρί­σκον­ται «εἰς τό­πον συ­νε­δρί­ου τῶν ἀ­πο­στό­λων». Ἔ­τσι ἑρ­μη­νεύ­ε­ται καί ἡ προ­τρο­πή: «Τῷ ἐ­πι­σκό­πῳ προ­σέ­χε­τε καί τῷ πρε­σβυ­τε­ρί­ῳ καί δι­α­κό­νοις.­.. μι­μη­ταί γί­νε­σθε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ὡς καί αὐ­τός τοῦ Πα­τρός αὐ­τοῦ».
Ἡ ἐ­ξου­σί­α τοῦ ἐ­πι­σκό­που ἦ­ταν ἐ­ξου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Οἱ ἀ­πο­φά­σεις τους γιά τά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά θέ­μα­τα δέν ἦ­σαν δι­κές τους, ἀλ­λά τοῦ Θε­οῦ (Α' Κορ. β' 16. Πράξ. ι­ε' 28) καί ὄ­φει­λαν νά βρί­σκον­ται «ἐν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ γνώ­μῃ», ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει ὁ ἅ­γιος Ἰ­γνά­τιος× νά μή ἐ­πι­βά­λουν δι­κές τους ἀν­θρώ­πι­νες ἀ­πό­ψεις. Ἔ­πρε­πε νά φα­νε­ρώ­νουν τή γνώ­μη τοῦ Χρι­στοῦ.
Στό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὁ ἐ­πί­σκο­πος δέν ἐκ­φρά­ζει μό­νο τή γνώ­μη τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλ­λά καί τήν πα­ρου­σί­α τοῦ ἀ­ό­ρα­του, μο­να­δι­κοῦ ἀρ­χι­ε­ρέ­α καί ἐ­πι­σκό­που Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἀ­πο­τε­λεῖ ἐγ­γύ­η­ση τῆς πα­ρου­σί­ας αὐ­τῆς στή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἰ­δι­αί­τε­ρα στά ἱ­ε­ρά μυ­στή­ρια, καί τῆς χα­ρι­σμα­τι­κῆς ἐ­νέρ­γειας τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Γι’ αὐ­τό στήν ὀρ­θό­δο­ξη ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ Δο­σι­θέ­ου ἀ­να­φέ­ρε­ται πώς χω­ρίς τό ἐ­πι­σκο­πι­κό ἀ­ξί­ω­μα, δέν εἶ­ναι δυ­να­τό «μή­τε Ἐκ­κλη­σί­αν, μή­τε Χρι­στια­νόν τι­νά ἤ εἶ­ναι ἤ ὅ­λως λέ­γε­σθαι».
Συ­νέ­πεια αὐ­τοῦ εἶ­ναι οἱ λό­γοι τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­γνά­τιου: «ὅ­που ἄν φα­νῇ ὁ ἐ­πί­σκο­πος, ἐ­κεῖ καί τό πλῆ­θος ἔ­στω, ὥ­σπερ ὅ­που ἄν ᾖ Χρι­στός, ἐ­κεῖ ἡ κα­θο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α». Γιά τή θεί­α εὐ­χα­ρι­στί­α ὁ ἴ­διος ἅ­γιος ἐ­πί­σκο­πος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας λέ­γει ὅ­τι βε­βαί­α καί ἐγ­γυ­η­μέ­νη εἶ­ναι ἐ­κεί­νη ἡ θεί­α εὐ­χα­ρι­στί­α, τήν ὁ­ποί­α τε­λεῖ ὁ ἐ­πί­σκο­πος ἤ ἐ­κεῖ­νος πού ἔ­χει ἐ­ξου­σι­ο­δο­τη­θεῖ ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον, κά­ποι­ος δη­λα­δή πρε­σβύ­τε­ρος, πού ἀ­νή­κει στό «πρε­σβυ­τέ­ριον» τοῦ ἐ­πι­σκό­που, πού ὀ­νο­μά­ζε­ται ἀ­πό τόν Ἰ­γνά­τιο «ἀ­ξι­ό­πλο­κος πνευ­μα­τι­κός στέ­φα­νος».

ζ) Ὄχι πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία
«Ὁ ἐ­πί­σκο­πος εἶ­ναι ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐν τῷ ἐ­πι­σκό­πῳ», λέ­γει ὁ ἅ­γιος ἐ­πί­σκο­πος Κυ­πρια­νός καί γρά­φει στόν κλῆ­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας του, ὅ­τι δέν ἐ­πι­χει­ρεῖ νά κά­μει τί­πο­τε χω­ρίς τή συμ­βου­λή τους, οὔ­τε χω­ρίς τή συμ­φω­νί­α τοῦ λα­οῦ. Αὐ­τό θυ­μί­ζει τήν ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, στήν ὁ­ποί­α ἡ καρ­δί­α τοῦ πλή­θους τῶν πι­στῶν ἦ­ταν μί­α (Πράξ. δ' 32).
Ὁ ἐ­πί­σκο­πος νο­εῖ­ται πάν­το­τε σέ σχέ­ση μέ τό Σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἰ­δι­αί­τε­ρα σέ σχέ­ση μέ τήν Κε­φα­λή, δη­λα­δή μέ τόν Χρι­στό: «ἐν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ γνώ­μῃ»! (Ἰγνάτιος, πρβλ. Α' Κόρ. β' 16. Πράξ. ιε' 28).
Ὁ­ποι­α­δή­πο­τε λοι­πόν καί ἄν εἶ­ναι τά προ­νό­μια τοῦ ἐ­πι­σκό­που, δέν το­πο­θε­τεῖ­ται ὑ­πε­ρά­νω τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λά με­τα­ξύ τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, πού μα­ζί μέ τόν Χρι­στό συ­νι­στᾶ ὁ­λό­κλη­ρη τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Με­τα­ξύ του Χρι­στοῦ, πού εἶ­ναι ἡ Κε­φα­λή, καί τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ δέν πα­ρεμ­βάλ­λε­ται τί­πο­τα× «πρό­βα­τα καί ποι­μέ­νες πρός τήν ἀν­θρω­πί­νην εἰ­σίν δι­ά­κρι­σιν, πρός δέ τόν Χρι­στόν πάν­τες πρό­βα­τα. Καί γάρ οἱ ποι­μέ­νες καί οἱ ποι­με­νό­με­νοι ὑ­φ’ ἑ­νός τοῦ ἄ­νω ποι­μέ­νος ποι­μέ­νον­ται».
Ἡ αὐ­θεν­τί­α τοῦ ἐ­πι­σκό­που εἶ­ναι αὐ­θεν­τί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἡ δι­α­κο­νί­α του δι­α­κο­νί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Δέν μπο­ρεῖ κα­νείς νά δι­α­σπά­σει τήν ὀρ­γα­νι­κή ἑ­νό­τη­τα ἀ­νά­με­σα στόν ἐ­πί­σκο­πο καί στό λα­ό× «Ἄ­νευ ἐ­πι­σκό­που δέν θά ὑ­πῆρ­χαν ὀρ­θό­δο­ξοι πι­στοί× ἀλ­λά καί ἄ­νευ ὀρ­θο­δό­ξων πι­στῶν δέν δύ­να­ται νά ὑ­πάρ­ξει ἐ­πί­σκο­πος», ἀ­να­φέ­ρει σύγ­χρο­νος θε­ο­λό­γος.
«Μη­δέν ἄ­νευ γνώ­μης σου γι­νέ­σθω», γρά­φει ὁ ἅ­γιος Ἰ­γνά­τιος ὁ Θε­ο­φό­ρος στόν ἐ­πί­σκο­πο Σμύρ­νης. Ὅ­μως αὐ­τό εἶ­ναι ἡ μί­α πλευ­ρά. Γι’ αὐ­τό συ­νε­χί­ζει: «μη­δέ σύ ἄ­νευ Θε­οῦ τι πρᾶσ­σε»!
«Καί σύ, υἱ­έ ἀν­θρώ­που, σκο­πόν δέ­δω­κά σε τῷ οἴ­κῳ Ἰσ­ρα­ήλ, καί ἀ­κού­σῃ ἐκ τοῦ στό­μα­τός μου λό­γον», καί σέ ὦ υἱ­έ ἀν­θρώ­που, σέ ἔ­χω ἐγ­κα­τα­στή­σει φρου­ρόν στόν ἰσ­ρα­η­λι­τι­κό λα­ό, γιά νά ἀ­κού­σεις ἀ­πό τό δι­κό μου στό­μα λό­γο, λέ­γει ὁ Θε­ός στόν προ­φή­τη Ἰ­ε­ζε­κι­ήλ καί αὐ­τό ἰ­σχύ­ει καί γιά τόν ἐ­πί­σκο­πο (Ἰεζ. λγ' 7, πρβλ. Δευτερ. ιη' 20).

η) Πάντων διάκονος
Ὁ ἐ­πί­σκο­πος κα­λεῖ­ται νά εἶ­ναι ἄν­θρω­πος ἀ­γά­πης, ὑ­πη­ρέ­της ὅ­λων, κα­τά τό πρό­τυ­πο τοῦ Χρι­στοῦ (Ματθ. κ' 26-28, κγ' 11. Μάρκ. θ' 35, Γ 43-44. Λουκ. κβ' 27).
Ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος γί­νε­ται κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κός: «Ἐ­άν λοι­πόν ἐ­γώ, ὁ Κύ­ριος καί Δι­δά­σκα­λος, ἔ­πλυ­να τά πό­δια σας καί σεῖς ὀ­φεί­λε­τε νά πλέ­νε­τε τά πό­δια ὁ ἕ­νας τοῦ ἄλ­λου. Πα­ρά­δειγ­μα σᾶς ἔ­δω­σα, διά νά κά­νε­τε καί σεῖς κα­θώς σᾶς ἔ­κα­μα ἐ­γώ» (Ἰω. ιγ' 14-15).
Στή δι­α­κο­νί­α του ὁ ἐ­πί­σκο­πος κα­λεῖ­ται νά γί­νει δοῦ­λος πάν­των «διά Ἰ­η­σοῦ» (Β' Κορ. δ 5). Ἄν καί εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος ἔ­ναν­τι ὅ­λων, ὀ­φεί­λει νά δου­λώ­σει τόν ἑ­αυ­τό του σέ ὅ­λους γιά νά κερ­δί­σει τούς πε­ρισ­σό­τε­ρους· νά γί­νει «εἰς πάν­τας τά πάν­τα, ὥ­στε διά παν­τός τρό­που νά σώ­σει με­ρι­κούς» (Α' Κόρ. θ' 19-22).
Κα­λεῖ­ται πάν­το­τε νά παίρ­νει τή θέ­ση τοῦ ἀ­δυ­νά­του, τοῦ ἀν­θρώ­που πού ὑ­πο­φέ­ρει καί νά γί­νει γι’ αὐ­τόν πα­τέ­ρας. Τό ὅ­πλο του καί ἡ δύ­να­μή του δέν πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται μέ τήν ἰ­σχύ τῶν ἀρ­χόν­των τοῦ κό­σμου τού­του. Κα­λεῖ­ται νά ἐ­πι­βάλ­λε­ται μέ τήν ἀ­γά­πη, τήν πει­θώ καί τό μαρ­τύ­ριο. Αὐ­τό ὑ­πο­γραμ­μί­ζε­ται στήν ἁ­γί­α Γρα­φή.
«Ποι­μά­να­τε τό ποί­μνιο τοῦ Θε­οῦ πού εἶ­ναι με­τα­ξύ σας, ὄ­χι ἀ­ναγ­κα­στι­κῶς ἀλ­λά θε­λη­μα­τι­κῶς, οὔ­τε μέ αἰ­σχρο­κερ­δῆ τρό­πον, ἀλ­λά μέ προ­θυ­μί­αν, οὔ­τε ὡς νά ἔ­χε­τε κυ­ρι­αρ­χι­κήν ἐ­ξου­σί­αν ἐ­πί ἐ­κεί­νων τούς ὁ­ποί­ους σᾶς ἔ­λα­χε νά ποι­μαί­νε­τε («κα­τα­κυ­ρι­εύ­ον­τες τῶν κλή­ρων»­), ἀλ­λά νά δί­δε­τε τό κα­λόν πα­ρά­δειγ­μα εἰς τό ποί­μνιον. Καί ὅ­ταν φα­νε­ρω­θῆ ὁ Ἀρ­χι­ποι­μήν, τό­τε θά λά­βε­τε τό ἀ­μά­ραν­τον στε­φά­νι τῆς δό­ξης» (Α' Πε­τρ. ε' 2-4, πρβλ. Ἰ­εζ. λδ' 1- 31).
Τό πνεῦ­μα τῆς θυ­σί­ας, τό ὁ­ποῖ­ο πρέ­πει νά εἶ­ναι ὁ­δη­γός στόν ἐ­πί­σκο­πο, ἐκ­φρά­ζε­ται καί στήν εὐ­χή τῆς χει­ρο­το­νί­ας: «Σύ, Χρι­στέ, καί τοῦ­τον τόν ἀ­να­δει­χθέν­τα οἰ­κο­νό­μον τῆς Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς χά­ρι­τος, ποί­η­σον γε­νέ­σθαι μι­μη­τήν Σου τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Ποι­μέ­νος, τι­θέν­τα τήν ψυ­χήν αὐ­τοῦ ὑ­πέρ τῶν προ­βά­των Σου× ὁ­δη­γόν τῶν τυ­φλῶν, φῶς τῶν ἐν σκό­τει, παι­δευ­τήν ὀρ­φα­νῶν, δι­δά­σκα­λον νη­πί­ων, φω­στῆ­ρα ἐν κό­σμῳ.­.. Σόν γάρ ἐ­στι τό ἐ­λε­εῖν καί σώ­ζειν ἡ­μᾶς, ὁ Θε­ός...»!

θ) Πατέρες καί διδάσκαλοι
Οἱ κλη­ρι­κοί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας κα­λοῦν­ται νά γί­νουν πνευ­μα­τι­κοί πα­τέ­ρες τοῦ ποι­μνί­ου τους. Οἱ ἀ­πό­στο­λοι εἶ­χαν αὐ­τή τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ Πα­τέ­ρα ὅ­λων ἐ­κεί­νων πού ἐ­πί­στευ­σαν στό κή­ρυγ­μά τους καί ἀ­να­γεν­νή­θη­καν ἀ­πό τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ (Α' Κόρ. δ' 15. Β' Κορ. στ' 13, Ἰ­β' 14. Γαλ. δ' 19. Φι­λημ. 10. Γ' Ἰ­ω. 4, πρβλ. Δ' Βα­σιλ. β' 12, στ’ 21, ἰ­γ’ 14). Ἀ­κό­μη πα­ραγ­γέλ­λουν στούς πι­στούς νά ἀ­πο­δί­δουν τι­μή καί νά ὑ­πο­τάσ­σον­ται στούς πνευ­μα­τι­κούς ἐρ­γά­τες (Α' Κορ. ἰ­στ' 16. Φι­λιπ. β' 29-30. Α' Θεσ. ε' 12-13. Ἑ­βρ. ι­γ' 17).
Ἡ προ­σφώ­νη­ση λοι­πόν «πά­τερ» δέν ἐ­κλαμ­βά­νε­ται μέ ἀ­πό­λυ­τη ση­μα­σί­α, για­τί ἐ­κεῖ­νος πού ἀ­να­γεν­νᾶ εἶ­ναι ὁ Θε­ός (Ματθ. κγ' 9). Ὅ­μως οἱ πνευ­μα­τι­κοί ἐρ­γά­τες γί­νον­ται συ­νερ­γοί σ’ αὐ­τό τό ἔρ­γο, ἀ­φοῦ ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ φθά­νει στούς ἀν­θρώ­πους μέ­σῳ αὐ­τῶν, καί γί­νον­ται οἰ­κο­νό­μοι τῶν μυ­στη­ρί­ων τοῦ Θε­οῦ.
Μέ τήν ἴ­δια ἔν­νοι­α ἐ­κλαμ­βά­νου­με καί τόν ὅ­ρο «ποι­μέ­νας» ἤ «δι­δά­σκα­λος». Τά «πρό­βα­τα» ἀ­νή­κουν στό Χρι­στό. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι ὁ ποι­μέ­νας καί μο­να­δι­κός Δι­δά­σκα­λος· κα­νείς δέν πρέ­πει μ’ αὐ­τή τήν ἀ­πό­λυ­τη ἔν­νοι­α νά ὀ­νο­μα­σθεῖ ποι­μέ­νας ἤ δι­δά­σκα­λος (Ματθ. κγ' 8). Ὅ­μως με­τα­ξύ τῶν χα­ρι­σμά­των πού ὁ Θε­ός δι­α­νέ­μει, εἶ­ναι καί τό ἀ­ξί­ω­μα τοῦ ποι­μέ­να καί δι­δα­σκά­λου, «πρός κα­ταρ­τι­σμόν τῶν ἁ­γί­ων, εἰς ἔρ­γον δι­α­κο­νί­ας, εἰς οἰ­κο­δο­μήν τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ» (Ἐ­φεσ. δ' 11-12. Α' Κόρ. ι­β' 27-29).

ι) Ἀποστολική διαδοχή
Ὁ ἐ­πί­σκο­πος ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἐγ­γύ­η­ση γιά τήν δια­ρκῆ πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Αὐ­τό ὅ­μως δέν ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται ἄν ὁ θε­σμός τοῦ ἐ­πι­σκό­που εἶ­ναι προ­σω­ρι­νός καί ὄ­χι μό­νι­μος. Γνω­ρί­ζου­με πώς ὁ Χρι­στός μέ­νει μα­ζί μας «μέ­χρι τῆς συν­τέ­λειας τοῦ κό­σμου» (Ματθ. κη' 20) καί ἑ­πο­μέ­νως πα­ρα­μέ­νει ποι­μέ­νας καί ἐ­πί­σκο­πος τῶν δι­κῶν Του προ­βά­των. Αὐ­τή ἡ δια­ρκής πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ κα­το­χυ­ρώ­νει καί τή δι­α­κο­νί­α ἐ­κεί­νων πού ἀ­πο­τε­λοῦν τούς οἰ­κο­νό­μους τῆς χά­ρης Του. Ποι­ό ὅ­μως εἶ­ναι τό κρι­τή­ριο, ποῦ ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τή συ­νέ­χεια τοῦ ἐ­πι­σκο­πι­κοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τος, ὥ­στε νά ἀ­πο­κλεί­ε­ται κά­θε νό­θευ­ση στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό; Εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή, ἡ «κα­τα­γω­γή» δη­λα­δή τῶν ση­με­ρι­νῶν ἐ­πι­σκο­πῶν ἀ­πό τούς ἀ­πο­στό­λους μέ βά­ση τή χει­ρο­το­νί­α. Θά μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά πεῖ πώς αὐ­τός εἶ­ναι ὁ σκε­λε­τός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­νῷ στήν κο­ρυ­φή της μέ­νει πάν­το­τε ὁ Χρι­στός (πρβλ. Α΄ Τιμ. α' 3, δ' 9-16. Β ' Τιμ. α' 6, δ' 9-10. Τιτ. α ' 5, γ' 10).
Ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή εἶ­ναι τό ὄρ­γα­νο πού ἐ­ξα­σφα­λι­ζει τήν ταυ­τό­τη­τα καί τήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ ζῶν­τος Σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας διά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων. Αὐ­τό δέν εἶ­ναι με­τα­γε­νέ­στε­ρη ἐ­πι­νό­η­ση, ἀλ­λά θέ­λη­ση τοῦ Χρι­στοῦ καί τῶν ἀ­πο­στό­λων.
Οἱ ἀ­πό­στο­λοι κή­ρυτ­ταν στά δι­α­φο­ρά μέ­ρη, βά­πτι­ζαν ὅ­σους με­τε­στρέ­φον­το ἀ­πό τό κή­ρυγ­μά τους καί ὀρ­γά­νω­ναν τή ζω­ή τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν πού ἵ­δρυ­αν. Ἐ­ξέ­λε­γαν ἕ­να ἱ­κα­νό πρό­σω­πο με­τα­ξύ τῶν πι­στῶν, τό κα­θι­στοῦ­σαν ἐ­πι­κε­φα­λῆς μιᾶς το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τοῦ ἔ­δι­ναν ἐν­το­λή νά ἐ­κλέ­ξει ἄλ­λους ἱ­κα­νούς πι­στούς, γιά νά τούς κα­τα­στή­σει σέ κά­θε πό­λη «πρε­σβυ­τέ­ρους καί δι­α­κό­νους».
Μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἐ­κλέ­γει καί ἐγ­κα­θι­στᾶ στήν Κρή­τη τόν Τί­το καί γρά­φει: «διά τόν σκο­πόν αὐ­τόν σέ ἄ­φη­σα εἰς τήν Κρή­τη, διά νά δι­ορ­θώ­σεις τά ἐλ­λι­πῆ καί νά ἐγ­κα­τα­στή­σεις εἰς κά­θε πό­λιν πρε­σβυ­τέ­ρους, ὅ­πως ἐ­γώ σέ δι­έ­τα­ξα» (Τιτ. α' 5). Δέν πα­ρα­λεί­πει νά προσ­δι­ο­ρί­σει καί τίς προ­ϋ­πο­θέ­σεις πού πρέ­πει νά ἔ­χει κά­θε πρε­σβύ­τε­ρος. Μέ τόν ἴ­διο σκο­πό ἄ­φη­σε καί τόν Τι­μό­θε­ο στήν Ἔ­φε­σο καί τοῦ ὑ­πεν­θυ­μί­ζει: «νά ἀ­να­ζω­πυ­ρώ­νεις τό χά­ρι­σμα τοῦ Θε­οῦ, πού ὑ­πάρ­χει μέ­σα σου διά τῆς ἐ­πι­θέ­σε­ως τῶν χει­ρῶν μου» (Β' Τιμ. α' 6, πρβλ. Α' Τιμ. δ' 14).
Ὁ Τί­τος λοι­πόν καί ὁ Τι­μό­θε­ος δέν ἠ­σαν αὐ­τό­κλη­τοι. Κα­τε­στα­θη­σαν ἐ­πί­σκο­ποι καί ποι­μέ­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μέ ἐ­κλο­γή καί χει­ρο­το­νί­α τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου. Αὐ­τό τό «χά­ρι­σμα τοῦ Θε­οῦ» ἐ­κλή­θη­σαν νά με­τα­δώ­σουν καί σέ ἄλ­λους μέ τόν τρό­πο πού δι­δά­χθη­καν ἀ­πό τούς ἀ­πο­στό­λους· «ὅ­πως ἐ­γώ σέ δι­έ­τα­ξα!» (Τίτ. ἅ' 5).
Ἡ χει­ρο­το­νί­α δέν ἦ­ταν ἁ­πλή τε­λε­τή, ἀλ­λά εἶ­χε χα­ρα­κτῆ­ρα χα­ρι­σμα­τι­κό-μυ­στη­ρια­κό. Τοῦ­το φα­νε­ρώ­νε­ται ἀ­πό τήν προ­τρο­πή τοῦ ἀ­πο­στό­λου πρός τόν Τι­μό­θε­ο: «Εἰς κα­νέ­να νά μή ἐ­πι­θέ­τεις τα­χέ­ως τά χέ­ρια σου!» (Α' Τιμ. ε' 33, πρβλ. Πράξ. ι­δ' 23, κ' 28).
Μέ τή χει­ρο­το­νί­α οἱ ποι­μέ­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας περ­νοῦν στήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή· ἑ­νώ­νον­ται σέ μί­α συ­νέ­χη καί ἀ­δι­ά­σπα­στη ἁ­λυ­σί­δα μέ τήν ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, πού ἐγ­γυᾶ­ται γιά τήν κα­θα­ρό­τη­τα τῆς ἀ­πο­στο­λι­κῆς δι­δα­χῆς, διά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων μέ­χρι σή­με­ρα.
Μέ τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη τῶν ση­με­ρι­νῶν ἐ­πι­σκο­πῶν τῆς Ὀρ­θό­δο­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί τῶν λοι­πῶν κλη­ρι­κῶν της ἀ­νά­γε­ται στούς ἀ­πο­στό­λους καί μέ­σῳ αὐ­τῶν στόν ἴ­διο τόν Χρι­στό× ἀ­πο­τε­λεῖ με­το­χή στήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ μό­νου ἱ­ε­ρέ­ως Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἔ­τσι δι­α­σῴ­ζε­ται ἡ ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ὁ­ποί­α λαμ­βά­νει καί γνω­ρί­σμα­τα ὁ­ρα­τά, ὥ­στε νά μπο­ροῦ­με νά εἴ­μα­στε βέ­βαι­οι γιά τή συ­νέ­χεια καί νά μή κιν­δυ­νεύ­ου­με νά πλα­νη­θοῦ­με μέ τήν πα­ρου­σί­α τῶν αἱ­ρέ­σε­ων.
Μέ τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή ὁ ἐ­πί­σκο­πος εἶ­ναι πρό­σω­πο συγ­κε­κρι­μέ­νο καί ἡ γνη­σι­ό­τη­τά του μπο­ρεῖ νά ἐ­ξα­κρι­βω­θεῖ, ὅ­πως μπο­ρεῖ κα­νείς νά ἐ­ξα­κρι­βώ­σει καί τήν ἑ­νό­τη­τά του μέ τήν Ἐκ­κλη­σί­α διά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων. Μπο­ροῦ­με λοι­πόν νά γνω­ρί­ζου­με ποι­ός εἶ­ναι ὁ ἐ­πί­σκο­πος, τό πρό­σω­πο δη­λα­δή πού ἐκ­φρά­ζει τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ καί τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ποῦ βρί­σκε­ται ἡ ἀ­λη­θι­νή Ἐκ­κλη­σί­α.
Κλεί­νον­τας τό κε­φά­λαι­ο αὐ­τό ὑ­πο­γραμ­μί­ζου­με πώς ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι ἀ­με­τα­βί­βα­στη καί ἡ θυ­σί­α Του μο­να­δι­κή. Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι ἀ­νε­ξάρ­τη­τη ἀ­πό αὐ­τή τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­πως καί ἡ ἀ­ναί­μα­κτη θυ­σί­α πού τε­λεῖ­ται στήν Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἀ­νε­ξάρ­τη­τη ἀ­πό τή μο­να­δι­κή θυ­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πο­τε­λεῖ με­το­χή στήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ Χρι­στοῦ καί ἡ ἀ­ναί­μα­κτη θυ­σί­α με­το­χή στή μο­να­δι­κή θυ­σί­α Ἐ­κεί­νου.
Οἱ ἱ­ε­ρεῖς στήν Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τά ὄρ­γα­να, οἱ «οἰ­κο­νό­μοι», τούς ὁ­ποί­ους χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ Χρι­στός γιά νά δω­ρί­σει σέ μᾶς τή σω­τη­ρί­α, πού ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πό τή δι­κή Του θυ­σί­α. Εἶ­ναι ὁ­ρα­τές εἰ­κό­νες τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, ποῦ ἐ­νερ­γεῖ τά πάν­τα μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ ἐ­ξου­σί­α τους δέν εἶ­ναι ἀ­το­μι­κή, ἀλ­λά λει­τουρ­γι­κή καί σχε­τί­ζε­ται μέ τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ στήν Ἐκ­κλη­σί­α, πού εἶ­ναι ἡ κε­φα­λή Της.
Οἱ ἐ­πί­σκο­ποι, καί μέ­σῳ αὐ­τῶν ὅ­λοι οἱ κλη­ρι­κοί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, βρί­σκον­ται σέ ἀ­δι­ά­σπα­στη ἑ­νό­τη­τα μέ τήν ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α μέ­σῳ τῆς ἀ­πο­στο­λι­κῆς δι­α­δο­χῆς καί ὑ­πό τήν συ­νε­χῆ κα­θο­δή­γη­ση τῆς Κε­φα­λῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή ἀ­πο­τε­λεῖ ἐγ­γύ­η­ση γιά τή δια­ρκῆ πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ στήν Ἐκ­κλη­σί­α, εἶ­ναι ὁ σκε­λε­τός τοῦ ἑ­νια­ίου σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τό ὄρ­γα­νο τῆς ταυ­τό­τη­τας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας διά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων.
Μέ τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή καί τόν τρό­πο πού με­τα­δί­δε­ται, δη­λα­δή μέ τή χει­ρο­το­νί­α, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ λαμ­βά­νει ὁ­ρα­τά γνω­ρί­σμα­τα καί ὁ ἐ­πί­σκο­πος κα­θί­στα­ται πλέ­ον συγ­κε­κρι­μέ­νο πρό­σω­πο καί ἡ γνη­σι­ό­τη­τά του μπο­ρεῖ νά ἐ­ξα­κρι­βω­θεῖ.
Ἡ ἑ­νό­τη­τα αὐ­τή τῶν ἐ­πι­σκό­πων μέ τόν Χρι­στό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πο­δει­κνύ­ει πώς ἡ «αὐ­θεν­τί­α» τους δέν τούς ἐ­πι­τρέ­πει νά ἐκ­φρά­σουν δι­κές τους ἀν­τι­λή­ψεις, ἀλ­λά μό­νο τή «γνώ­μη τοῦ Χρι­στοῦ». Μέ αὐ­τή τήν ἔν­νοι­α ὁ ἐ­πί­σκο­πος ἀ­πο­τε­λεῖ ἐγ­γύ­η­ση τῆς δια­ρκοῦς πα­ρου­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τῆς χα­ρι­σμα­τι­κῆς δρά­σης τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ὅ­που βρί­σκε­ται ὁ ἐ­πί­σκο­πος, ἐ­κεῖ εἶ­ναι ἡ κα­θο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, για­τί ὁ ἐ­πί­σκο­πος ἵ­στα­ται «εἰς τό­πον Θε­οῦ», δη­λα­δή ὀ­φεί­λει πάν­το­τε νά μέ­νει ἑ­νω­μέ­νος καί νά ἐ­νερ­γεῖ σέ ἁρ­μο­νί­α μέ τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί μέ τήν Κε­φα­λή της, τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Αὐ­τό ση­μαί­νει πώς γί­νε­ται δοῦ­λος πάν­των καί στορ­γι­κός πα­τέ­ρας, ἰ­δι­αί­τε­ρα τῶν ἀ­δυ­νά­των. Ἔρ­γο τῆς ζω­ῆς του εἶ­ναι­ὄ­χι ἡ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση ὁ­ποι­ων­δή­πο­τε προ­σω­πι­κῶν φι­λο­δο­ξι­ῶν, ἀλ­λά ἡ σω­τη­ρί­α τῶν «προ­βά­των», τά ὁ­ποί­α δέν ἀ­νή­κουν σ’ αὐ­τόν ἀλ­λά στόν Ποι­μέ­να Χρι­στό. Το­πο­θε­τή­θη­κε σ’ αὐ­τή τή θέ­ση ἀ­πό τόν Κύ­ριο μό­νο γιά νά δι­α­κο­νή­σει τά «πρό­βα­τα», ὄ­χι γιά νά ἀν­τλή­σει ἀ­πό αὐ­τή προ­νο­μί­α ἤ νά κα­το­χυ­ρώ­σει σ’ αὐ­τήν δι­και­ώ­μα­τα ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τήν οἰ­κο­δο­μή τῶν πι­στῶν ἤ καί σέ βά­ρος τῆς οἰ­κο­δο­μῆς τοῦ ποι­μνί­ου του.



Share:

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ

Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ

Στό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὑ­πάρ­χουν δι­ά­φο­ρα χα­ρί­σμα­τα καί δι­α­κο­νί­ες, πού ἔ­χουν ὡς ἀ­πο­στο­λή τήν οἰ­κο­δο­μή τοῦ σώ­μα­τος. Ὑ­πάρ­χουν βέ­βαι­α οἱ ποι­μέ­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μέ εἰ­δι­κή εὐ­θύ­νη μέ­σα σ’ αὐ­τήν. Ποι­ά εἶ­ναι ὅ­μως ἡ θέ­ση τῶν λα­ϊ­κῶν; Με­τέ­χουν κι αὐ­τοί κα­τά ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε ὑ­πεύ­θυ­νο τρό­πο στή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἤ εἶ­ναι πα­θη­τι­κά μέ­λη της; Αὐ­τό ἐρ­χό­μα­στε νά ἐ­ξε­τά­σου­με σ’ αὐ­τό τό κε­φά­λαι­ο.

α) Βα­σί­λει­ον ἱ­ε­ρά­τευ­μα
Κα­τά τήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας κά­θε χρι­στια­νός ἀ­νή­κει σέ ἕ­να νέ­ο ἔ­θνος, πού εἶ­ναι ἱ­ε­ρα­τι­κό καί βα­σι­λι­κό ἔ­θνος· αὐ­τό τό «νέ­ο ἔ­θνος» συ­νι­στᾶ τήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ.
Ἤ­δη ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης προ­ει­κο­νί­ζε­ται αὐ­τό τό ἱ­ε­ρα­τι­κό καί βα­σι­λι­κό ἔ­θνος. Ὁ Θε­ός προ­βαί­νει στήν ἐ­κλο­γή τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ γιά νά εἶ­ναι «λα­ός ἐ­κλε­κτός.­.. βα­σί­λει­ον ἱ­ε­ρά­τευ­μα καί ἔ­θνος ἅ­γιον» (Ἔ­ξοδ. ιθ΄ 5-6). «Θά ὀ­νο­μα­σθεῖ­τε», λέ­γει ὁ Θε­ός στόν λα­ό Του μέ τό στό­μα τοῦ προ­φή­τη Ἠ­σα­ΐ­α, «ἱ­ε­ρεῖς τοῦ Κυ­ρί­ου, λει­τουρ­γοί τοῦ Θε­οῦ» (Ἠσ. ξα' 6).
Οἱ λό­γοι τῶν προ­φη­τῶν βρί­σκουν τήν τε­λι­κή τους ἐκ­πλή­ρω­ση στόν νέ­ο λα­ό τοῦ Θε­οῦ, στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ὁ ἴ­διος προ­φή­της σέ μεσ­σι­α­νι­κή προ­α­ναγ­γε­λί­α ὑ­πο­γραμ­μί­ζει:
«Εἴ­πα­τε στή θυ­γα­τέ­ρα μου Σι­ών:
Ἰ­δού ὁ Σω­τή­ρας σου ἔ­φθα­σε, ἔ­χον­τας τόν μι­σθό καί τό ἔρ­γο του.
Καί θά ὀ­νο­μά­σει τόν λα­ό αὐ­τό ἅ­γιο, λυ­τρω­μέ­νο ἀ­πό τόν Κύ­ριο.
Σύ δέ θά ὀ­νο­μα­σθεῖς πά­λι πε­ρι­ζή­τη­τη, καί ὄ­χι ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νη»
(Ἠσ. ξβ' 11-13. Πρβλ. Γαλ. δ' 21-31. Ρωμ. θ' 6-8).
Ἡ ἔν­νοι­α τοῦ «βα­σι­λεί­ου ἱ­ε­ρα­τεύ­μα­τος» ὑ­πάρ­χει στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη καί προ­ει­κο­νί­ζει τήν γε­νι­κή ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ νέ­ου λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ. «Καί σεῖς», ἀ­να­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος, «σάν ζων­τα­νοί λί­θοι, οἰ­κο­δο­μεῖ­σθε σέ οἶ­κο πνευ­μα­τι­κό, ἱ­ε­ρα­τεῖ­ο ἅ­γιο, γιά νά προ­σφέ­ρε­τε θυ­σί­ες πνευ­μα­τι­κές, εὐ­πρόσ­δε­κτες στόν Θε­ό διά τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ» (Α' Πε­τρ. β' 5).
Ἐ­δῶ ὁ ἀ­πό­στο­λος δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ κά­ποι­α εἰ­δι­κή τά­ξη μέ­σα στόν λα­ό τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά σέ ὅ­λους τούς πι­στούς, πού συγ­κρο­τοῦν τήν Ἐκ­κλη­σί­α, μέ ἀ­κρο­γω­νια­ῖο λί­θο καί κε­φα­λή τόν Ἴ­διο τόν Χρι­στό, τόν πρω­το­τό­κο ἀ­δελ­φό μας (Ἐ­φεσ. α' 22, ε' 23. Κολ. α' 18). Ὁ Χρι­στός εἶ­ναι ὁ «ἄρ­χων τῶν βα­σι­λέ­ων τῆς γῆς», πού μᾶς ἔ­κα­με «ἕ­να βα­σί­λει­ο, ἱ­ε­ρεῖς γιά τόν Θε­ό καί Πα­τέ­ρα Του» (Ἀ­ποκ. α' 5-6), γιά νά βα­σι­λεύ­σου­με ἐ­πί τῆς γῆς (Ἀ­ποκ. ε' 10).
Κά­θε μέ­λος λοι­πόν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι πο­λύ­τι­μο καί ἔ­χει με­γά­λη εὐ­θύ­νη μέ­σα στό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας· ἀ­νή­κει σέ γέ­νος βα­σι­λι­κό καί ἱ­ε­ρα­τι­κό.

β) Ἱ­ε­ρέ­ας τοῦ σώ­μα­τός του
Ὁ Ἱ­ε­ρέ­ας προ­σφέ­ρει πάν­το­τε θυ­σί­α στόν Θε­ό× αὐ­τό εἶ­ναι τό βα­σι­κό του λει­τούρ­γη­μα. Καί ὁ κά­θε χρι­στια­νός, πού ἀ­νή­κει στό νέ­ο ἱ­ε­ρα­τι­κό γέ­νος, προ­σφέ­ρει θυ­σί­α τό σῶ­μα του καί ὁ­λό­κλη­ρο τόν ἑ­αυ­τό του στόν Θε­ό. Σ’ αὐ­τόν προ­σφέ­ρει ὅ­λα τά ἔρ­γα του καί μα­ζί μ’ αὐ­τά καί ὁ­λό­κλη­ρη τή δη­μι­ουρ­γί­α, στήν ὁ­ποί­α το­πο­θε­τή­θη­κε ἄρ­χον­τας (Γεν. α' 28-30). Ὅ­λα τά με­τα­τρέ­πει σέ δο­ξο­λο­γί­α στόν Δη­μι­ουρ­γό του. Ὁ Θε­ός ἀ­πο­δέ­χε­ται τήν πρό­σφο­ρα, ὅ­μως δέν τήν κρα­τά­ει γιά τόν ἑ­αυ­τό Του× εὐ­λο­γεῖ τόν μό­χθο τοῦ ἀν­θρώ­που καί ἐ­πι­στρέ­φει τά δῶ­ρα καί πά­λι στόν ἄν­θρω­πο.
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στήν πρό­σφο­ρα αὐ­τῆς τῆς θυ­σί­ας ἀ­πό μέ­ρους κά­θε πι­στοῦ ὑ­πο­γραμ­μί­ζει:
«Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ λοι­πόν ἀ­δελ­φοί, χά­ριν τῶν οἰ­κτιρ­μῶν τοῦ Θε­οῦ, νά προ­σφέ­ρε­τε τούς ἑ­αυ­τούς σας θυ­σί­α ζων­τα­νή καί ἅ­για, εὐ­ά­ρε­στη στόν Θε­ό× αὐ­τή εἶ­ναι ἡ λο­γι­κή σας λα­τρεί­α» (Ρωμ. ι­β' 1).
Ὁ ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ παύ­ει νά σκέ­πτε­ται καί νά ἐ­νερ­γεῖ ἐ­γω­ι­στι­κά, μέ κέν­τρο τούς δι­κούς του ὑ­πο­λο­γι­σμούς καί τό προ­σω­πι­κό συμ­φέ­ρον. Δέν ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει τό προ­πα­το­ρι­κό ἁ­μάρ­τη­μα, δέν πέ­φτει στόν πει­ρα­σμό τοῦ Δι­α­βό­λου. Σάν κέν­τρο στή ζω­ή του θέ­τει καί πά­λι τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καί σάν σκο­πό του τή δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου (Α' Κόρ. στ' 20).
Ἡ προ­σω­πι­κή ζω­ή τοῦ κά­θε χρι­στια­νοῦ γί­νε­ται δια­ρκής μαρ­τύ­ρια τῆς πα­ρου­σί­ας καί τῆς δρά­σης τοῦ Θε­οῦ μέ­σα στόν ἄν­θρω­πο. Ἔ­τσι ὁ κα­θέ­νας πού βλέ­πει τόν τρό­πο τῆς ζω­ῆς ἑ­νός πι­στοῦ, βγά­ζει ἀ­βί­α­στα τό συμ­πέ­ρα­σμα πώς μέ­σα του ζεῖ ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός καί πώς δέν εἶ­ναι συ­νη­θί­σμε­νος ἄν­θρω­πος· εἶ­ναι πο­λί­της τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Τά ἔρ­γα του καί ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ζω­ή του γί­νον­ται δια­ρκής θεί­α λει­τουρ­γί­α καί ξα­να­βρί­σκουν τό ἀ­λη­θι­νό τους νό­η­μα, πού εἶ­χαν μέ­σα στόν πα­ρά­δει­σο τοῦ Θε­οῦ (Ματθ. ε' 16. Α' Κορ. ι' 31).

γ) Μέ­σῳ τῶν ἀ­δελ­φῶν
Ὁ πι­στός χρι­στια­νός προ­σφέ­ρει τό μό­χθο του στόν Θε­ό μέ­σῳ τῶν ἀ­δελ­φῶν του· «ἔφ ὅ­σον ἐ­ποι­ή­σα­τε ἑ­νί τού­των τῶν ἀ­δελ­φῶν μου τῶν ἐ­λά­χι­στων, ἐ­μοί ἐ­ποι­ή­σα­τε», λέ­γει ὁ Κύ­ριος (Ματθ. κε' 40).
Ὅ­ταν ὁ χρι­στια­νός ἐ­πε­ξερ­γά­ζε­ται τή φύ­ση, ὅ­ταν ἀ­να­κα­λύ­πτει καί ὑ­πο­τάσ­σει τίς δυ­νά­μεις πού κρύ­βον­ται μέ­σα σ’ αὐ­τήν καί με­τα­μορ­φώ­νει τά πάν­τα γύ­ρω του, δέν τό κά­νει πλέ­ον γιά τόν ἑ­αυ­τό του, ἀλ­λά γιά τούς ἀ­δελ­φούς του, καί μέ­σῳ αὐ­τῶν τά προ­σφέ­ρει εὐ­χα­ρι­στί­α στόν ἴ­διο τόν Θε­ό (Πα­ροιμ. ι­θ' 17. Β' Κορ. θ' 12-15). «Καί ὅ,τι κά­νε­τε, νά τό κά­νε­τε μέ τήν ψυ­χή σας σάν ἐρ­γα­σί­α πρός τόν Κύ­ριο καί ὄ­χι πρός τούς ἀν­θρώ­πους, γνω­ρί­ζον­τας πώς θά λά­βε­τε σάν ἀν­τα­μοι­βή ἀ­πό τόν Κύ­ριο τήν κλη­ρο­νο­μί­α, για­τί ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού ὑ­πη­ρε­τεῖ­τε» (Κολ. γ' 23- 24).
Ἄν κα­νείς προ­σβά­λει τήν ἀ­γά­πη πρός τούς ἀ­δελ­φούς καί πα­ρα­βλέ­ψει τίς συ­νέ­πει­ες πού ἔ­χει γιά τήν κα­θη­με­ρι­νή ζω­ή ἡ νέ­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ «εἷς ἐν Χρι­στῷ» (Γαλ. γ' 28), δέν ὠ­φε­λεῖ­ται ἀ­πό τίς λα­τρευ­τι­κές ἐκ­δη­λώ­σεις πρός τόν Θε­ό× ἡ λα­τρεί­α τοῦ Θε­οῦ ἀ­πο­βαί­νει μά­ται­η (Ὠσ. στ' 6. Α' Βα­σιλ. ι­ε' 22. Ματθ. ε’ 23-24, θ' 13. Μάρκ. ι­α' 25. Ἰ­ακ. α' 27, β' 15). Χω­ρίς τίς προ­ε­κτά­σεις στή ζω­ή, τοῦ «εἷς ἐν Χρι­στῷ», δέν ὠ­φε­λοῦν οὔ­τε οἱ νη­στεῖ­ες καί ὁ­ποι­α­δή­πο­τε σω­μα­τι­κή ἄ­σκη­ση. Ὁ προ­φή­της Ἠ­σα­ΐ­ας ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ἰ­δι­αί­τε­ρα τή δο­ξο­λο­γι­κή ση­μα­σί­α τῆς προ­σφο­ρᾶς πρός τούς ἀ­δελ­φούς:
«Κό­ψε τό ψω­μί σου στόν πει­να­σμέ­νο, καί βά­λε στό σπί­τι σου φτω­χούς ἄ­στε­γους.
Ἔν­δυ­σε τό γυ­μνό πού θά δεῖς, καί μή κα­τα­φρο­νή­σεις τούς συ­ναν­θρώ­πους σου.
Τό­τε θά χα­ρά­ξει σάν τήν αὐ­γή τό φῶς σου, καί θά ἀ­να­τεί­λει γρή­γο­ρα ἡ θε­ρα­πεί­α σου× καί ἡ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ θά σέ πε­ρι­βά­λει.
Τό­τε θά φω­νά­ξεις κι ὁ Θε­ός θά σέ ἀ­κού­σει, καί ἐ­νῷ θά προ­σέρ­χε­σαι θά σού πεῖ:
“Ἰ­δού, πά­ρει­μι”, εἶ­μαι πα­ρών, βρί­σκο­μαι κον­τά σου!» (Ἡσ. νη' 7-9).

δ) «Τά Σά, ἐκ τῶν Σῶν»!
Κά­θε τί πού ὁ ἄν­θρω­πος προ­σφέ­ρει, δέν εἶ­ναι δι­κό του× εἶ­ναι δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ, ἀ­κό­μη κι ἄν ὁ ἄν­θρω­πος τό προ­σφέ­ρει στόν ἴ­διο τόν Θε­ό. «Τά Σά ἐκ τῶν Σῶν, σοῖ προ­σφέ­ρο­μεν κα­τά πάν­τα καί διά πάν­τα!­», ἀ­να­φω­νεῖ ὁ ἱ­ε­ρέ­ας κα­τά τήν τέ­λε­ση τῆς θεί­ας εὐ­χα­ρι­στί­ας, καί ὁ λα­ός ψάλ­λει:
«Σέ ὑ­μνοῦ­μεν, σέ εὐ­λο­γοῦ­μεν, σοί εὐ­χα­ρι­στοῦ­μεν, Κύ­ρι­ε, καί δε­ό­με­θά Σου, ὁ Θε­ός ἡ­μῶν!­».
Ὁ Θε­ός δέ­χε­ται τήν πρό­σφο­ρα αὐ­τή, τόν ἄρ­το καί τόν οἶ­νο, τά με­τα­βάλ­λει σέ Σῶ­μα καί Αἵ­μα Χρι­στοῦ καί τά ἀν­τι­προ­σφέ­ρει στόν ἄν­θρω­πο. Τί δι­κά του ἔ­χει ὁ ἄν­θρω­πος γιά νά προ­σφέ­ρει στόν Θε­ό; Δέν εἶ­ναι τό κά­θε τί δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ στόν ἄν­θρω­πο; Γι’ αὐ­τό καί ὁ προ­φή­της Δαυ­ΐδ ὑ­πο­γραμ­μί­ζει:
«Ἰ­δι­κά Σου εἶ­ναι τά πάν­τα καί ἀ­πό τά ἰ­δι­κά Σου προ­σφέ­ρου­με σέ Σέ­να τά δῶ­ρα μας. Ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε πά­ροι­κοι ἐ­νώ­πιόν Σου καί πα­ρε­πί­δη­μοι, ὅ­πως ἦ­ταν καί ὅ­λοι οἱ πα­τέ­ρες μας. Οἱ ἡ­μέ­ρες μας στή γῆ εἶ­ναι σάν σκιά, καί δέν ὑ­πάρ­χει μο­νι­μό­τη­τα πά­νω σ’ αὐ­τή. Κύ­ρι­ε Θε­έ μας, ὅ­λες οἱ πλού­σι­ες προ­σφο­ρές πού ἑ­τοί­μα­σα γιά νά οἰ­κο­δο­μη­θεῖ ὁ να­ός πρός τι­μή τοῦ ἁ­γί­ου ὀ­νό­μα­τός Σου προ­έρ­χον­ται ἀ­πό τά χέ­ρια Σου καί ὅ­λα σέ Σε­να ἀ­νή­κουν» (Α' Πα­ραλ. κθ' 14-16).

ε) Ἡ δο­ξο­λο­γι­κή σχέ­ση τῆς ἐ­πι­στή­μης
Ὅ­λα τά δῶ­ρα τοῦ Θε­οῦ κα­λεῖ­ται ὁ ἄν­θρω­πος νά τά προ­σφέ­ρει γιά εὐ­λο­γί­α. Σέ κα­νέ­να δέν πρέ­πει νά κά­νει ἐ­γω­ι­στι­κή χρή­ση. Ἰ­δι­αί­τε­ρα σέ ὅ,τι ἀ­φό­ρα τή δη­μι­ουρ­γί­α καί τίς δυ­νά­μεις πού κρύ­βον­ται μέ­σα στή δη­μι­ουρ­γί­α, τίς ὁ­ποῖ­ες κα­λεῖ­ται νά ἀ­να­κα­λύ­ψει ὁ ἄν­θρω­πος μέ τήν ἐ­πι­στή­μη.
Γιά τό θέ­μα τῆς ἐ­πι­στή­μης μι­λή­σα­με ἤ­δη στό τέ­ταρ­το κε­φά­λαι­ο αὐ­τοῦ του βι­βλί­ου. Ὅ­μως κρί­νου­με ἀ­πα­ραί­τη­το νά ἐ­πα­νέλ­θου­με σ’ αὐ­τό τό ζή­τη­μα.
Ὁ Θε­ός δέν θέ­λει τόν ἄν­θρω­πο προ­σκολ­λη­μέ­νο στή μορ­φή μί­ας ἀ­γρο­τι­κῆς κοι­νω­νί­ας. Ὀ­φεί­λει νά δι­α­θέ­σει τίς δυ­νά­μεις του γιά νά συν­τε­λέ­σει στήν πρό­ο­δο τῆς ἐ­πι­στή­μης καί τῆς τε­χνι­κῆς. Ταυ­τό­χρο­να ὅ­μως κα­λεῖ­ται νά δι­α­πο­τί­σει ὅ­λα τά ἔρ­γα του μέ τό Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ καί νά τά κα­τα­στή­σει πη­γή δο­ξο­λο­γί­ας τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Θε­οῦ (Α' Κορ. στ' 20). Ὁ ἄν­θρω­πος το­πο­θε­τή­θη­κε στόν πα­ρά­δει­σο τοῦ Θε­οῦ μέ ἀ­πο­στο­λή νά τόν ἐρ­γά­ζε­ται καί νά τόν φυ­λάσ­σει (Γέν. β' 15) καί ταυ­τό­χρο­να νά εἶ­ναι ὁ βα­σι­λέ­ας τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ Θε­οῦ (Γέν. α' 28). Εἶ­χε δη­λα­δή τήν ἀ­πο­στο­λή τοῦ συν­τη­ρη­τοῦ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. Ἑ­πο­μέ­νως ἡ πρό­ο­δος τῆς ἐ­πι­στή­μης καί ἡ χρή­ση τῆς τε­χνι­κῆς δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά ὑ­πη­ρε­τοῦν δι­α­φο­ρε­τι­κό σκο­πό, μέ ἀρ­νη­τι­κές συ­νέ­πει­ες γιά τήν ἴ­δια τή δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ Θε­οῦ.
Ἡ αὐ­το­νο­μί­α τῆς ἐ­πι­στή­μης καί τῆς τε­χνι­κῆς καί ἡ ἐ­γω­ι­στι­κή χρή­ση καί τῶν δύ­ο ἀ­πο­προ­σα­να­το­λί­ζει τόν ἄν­θρω­πο καί συμ­πα­ρα­σύ­ρει τόν κό­σμο σέ κα­τα­στρο­φή. Γι’ αὐ­τό καί ὁ Θε­ός πα­ραγ­γέλ­λει στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη:
«Πρό­σε­χε τόν ἑ­αυ­τό σου, μή­πως λη­σμο­νή­σεις Κύ­ριον τόν Θε­ό σου καί δέν φυ­λά­ξεις τίς ἐν­το­λές Του καί τούς νό­μους Του, ὅ­σα σοῦ πα­ραγ­γέλ­λω σή­με­ρα. Μή­πως χορ­τα­σθεῖς, οἰ­κο­δο­μή­σεις ὠ­ραῖ­α σπί­τια καί κα­τοι­κή­σεις σ’ αὐ­τά, πολ­λα­πλα­σια­σθοῦν τά βό­δια σου καί τά πρό­βα­τά σου, αὐ­ξη­θεῖ τό ἀρ­γύ­ριο καί τό χρυ­σί­ο σου καί ὅ­λα τά ὑ­πάρ­χον­τά σου καί ὑ­πε­ρη­φα­νευ­θεῖ τό­τε ἡ καρ­δί­α σου καί λη­σμο­νή­σεις Κύ­ριο τόν Θε­ό σου, πού σέ ἐ­ξή­γα­γε ἀ­πό τή γῆ τῆς Αἰ­γύ­πτου, ἀ­πό τή χώ­ρα τῆς δου­λεί­ας, καί σέ ὁ­δή­γη­σε διά μέ­σου ἐ­κεί­νης τῆς με­γά­λης καί φο­βε­ρῆς ἐ­ρή­μου.­..
Πρό­σε­ξε μή δι­α­νο­η­θεῖς: Ἡ ἰ­σχύς μου καί ἡ δύ­να­μη τῶν χε­ρι­ῶν μου πρό­σφε­ραν τή με­γά­λη αὐ­τή εὐ­λο­γί­α. Πρέ­πει νά θυ­μᾶ­σαι τόν Κύ­ριο, για­τί αὐ­τός σοῦ ἔ­δω­σε τήν ἰ­σχύ, γιά ν’ ἀ­πο­κτή­σεις δύ­να­μη, γιά νά τη­ρή­σει τήν ὑ­πό­σχέ­ση Του, πού ὁ Κύ­ριος ἔ­δω­σε μέ ὅρ­κο στούς προ­πά­το­ρές σου, μέ­χρι σή­με­ρα» (Δευ­τερ. η' 11-18, πρβλ. καί ι­α' 16).
Ἡ πρό­ο­δος τοῦ ἀν­θρώ­που σέ ὅ­λους τους το­μεῖς τῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας του εἶ­ναι δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ· δέν δι­και­ο­λο­γεῖ τήν αὐ­το­νο­μί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. Γι’ αὐ­τό καί ὁ Θε­ός προ­ει­δο­ποι­εῖ μέ­σῳ τοῦ προ­φή­τη:
«Καί σύ υἱ­έ ἀν­θρώ­που, λέ­γε στόν ἄρ­χον­τα τῆς Τύ­ρου, Τά­δε λέ­γει Κύ­ριος:
Ἐ­πει­δή ὑ­πε­ρη­φα­νεύ­θη ἡ καρ­δί­α σου καί εἶ­πες,
Θε­ός εἶ­μαι ἔ­γω, κά­θου­μαι σέ θρό­νο Θε­οῦ,­.­.. ἐ­νῷ εἶ­σαι ἄν­θρω­πος καί ὄ­χι Θε­ός, καί σκέ­φθη­κες σάν νά ἤ­σουν Θε­ός.­..
Μέ τήν πολ­λή ἐ­πι­στή­μη σου καί τό ἐμ­πο­ρι­κό σου πνεῦ­μα πλή­θυ­νες τά ὑ­πάρ­χον­τά σου καί πε­ρη­φα­νεύ­θη­κε ἡ καρ­δί­α σου, γιά τή δύ­να­μή σου, γιά τοῦ­το “τά­δε λέ­γει Κύ­ριος”:
Ἐ­πει­δή θε­ώ­ρη­σες τόν ἑ­αυ­τό σου Θε­ό, γι’ αὐ­τό θά ἀ­πο­στεί­λω ξέ­νους ἐ­ναν­τί­ον σου, κα­κο­ποι­ά ἔ­θνη, καί θά ὑ­ψώ­σουν μά­χαι­ρα ἐ­ναν­τί­ον σου, καί ἐ­ναν­τί­ον τοῦ καυ­χή­μα­τος τῆς ἐ­πι­στή­μης σου, θά κρη­μνί­σουν τή δό­ξα τῆς σο­φί­ας σου καί θά ἀ­πω­λε­σθεῖ”­.­..
Θά μπο­ρέ­σεις τό­τε νά πεῖς, “Θε­ός εἶ­μαι”, μπρο­στά στούς φο­νευ­τές σού;
Ἄν­θρω­πος εἶ­σαι, δέν εἶ­σαι Θε­ός!» (Ἰ­εζ. κη' 2-9).
Αὐ­τή ἡ προ­φη­τεί­α ἐκ­πλη­ρώ­νε­ται κά­θε φό­ρα πού ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­λυ­το­ποι­εῖ τίς δυ­να­τό­τη­τές του καί τίς ἀ­πο­δε­σμεύ­ει ἀ­πό τό βα­θύ­τε­ρο νό­η­μά τους (τήν ἀ­γά­πη)· ἰ­δι­αί­τε­ρα στήν ἐ­πο­χή μας πού κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά κρη­μνί­σθη­καν τά εἴ­δω­λα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης πού ἔ­στη­σε ὁ ἄν­θρω­πος καί ἄρ­χι­σε μέ πολ­λούς τρό­πους νά τά «προ­σκυ­νά­ει» καί νά τά «λα­τρεύ­ει». Οἱ νέ­ες «θε­ό­τη­τες» ὁ­δή­γη­σαν τόν ἄν­θρω­πο στό χεῖ­λος τοῦ κρη­μνοῦ× ποι­ός ἐ­πι­στή­μο­νας μπο­ρεῖ σή­με­ρα νά πεῖ μέ τρό­πο πει­στι­κό: «Θε­ός εἶ­μαι, μπρο­στά στούς φο­νευ­τές του»;
Ἡ πρό­ο­δος τῆς ἐ­πι­στή­μης μπο­ρεῖ νά ση­μά­νει εὐ­λο­γί­α. Ὅ­μως δέν κά­νει τόν ἄν­θρω­πο Θε­ό× δέν τόν ὁ­δή­γει στήν πραγ­μά­τω­ση τοῦ «κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σιν», δη­λα­δή τοῦ σκο­ποῦ τῆς ζω­ῆς του. Ἄν πέ­σει καί πά­λι στήν πα­γί­δα τοῦ ἀρ­χαί­ου ὄ­φι, καί πι­στεύ­σει πώς ἀ­νέ­βη­κε στό θρό­νο τοῦ Θε­οῦ, αὐ­τό­μα­τα κα­τα­πον­τί­ζε­ται καί ἀ­πο­κτᾶ τήν ἐμ­πει­ρί­α πώς εἶ­ναι γυ­μνός· πώς εἶ­ναι ἄν­θρω­πος καί ὄ­χι Θε­ός!

στ) Ἱ­ε­ρέ­ας τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ Θε­οῦ
Ἀ­να­φέ­ρα­με ἤ­δη πώς ὁ ἄν­θρω­πος τέ­θη­κε ἀ­πό τήν ἀρ­χή στήν ὑ­πη­ρε­σί­α τῶν ἀ­δελ­φῶν του καί ὁ­λό­κλη­ρης τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας (Γέν. β' 15). Βρι­σκό­ταν σέ ἁρ­μο­νί­α μέ ὅ­λη τήν κτί­ση καί σέ δο­ξο­λο­γι­κή σχέ­ση μέ τόν Δη­μι­ουρ­γό. Ἀ­πό αὐ­τή τή σχέ­ση ὁ ἄν­θρω­πος ξέ­πε­σε μέ τήν πτώ­ση, μέ τρο­μα­κτι­κά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα γιά τόν ἴ­διο τόν ἑ­αυ­τό του καί γιά τήν ὅ­λη δη­μι­ουρ­γί­α (Γέν. γ' 17-19. Ρώμ. η' 19-22). Ὅ­μως «ἐν Χρι­στῷ» γί­νον­ται καί πά­λι «τά πάν­τα και­νά» καί ὁ ἄν­θρω­πος ξα­να­βρί­σκει τήν ἁρ­μο­νί­α του μέ τήν κτί­ση, σέ δο­ξο­λο­γι­κή ἀ­να­φο­ρά στόν Κτί­στη τοῦ κό­σμου. Μέ αὐ­τή τήν ἔν­νοι­α ὁ πι­στός γί­νε­ται ἱ­ε­ρέ­ας τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ Θε­οῦ.
Ὁ πνευ­μα­τι­κός δη­λα­δή ἄν­θρω­πος, ὁ ἄν­θρω­πος τῆς «και­νῆς κτί­σε­ως», ὁ χρι­σμέ­νος βα­σι­λέ­ας καί υἱ­ός τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ, δέν βρί­σκε­ται πλέ­ον σέ δι­ά­στα­ση μέ τή δη­μι­ουρ­γί­α. Ξα­να­βρί­σκει τή σω­στή θέ­ση του σ’ αὐ­τήν, ἐ­κεί­νη πού εἶ­χε ὁ Ἀ­δάμ πρίν ἀ­πό τήν πτώ­ση. Αὐ­τό ἀ­πο­τε­λεῖ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στή ζω­ή τῶν ἁ­γί­ων καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τῶν Πα­τέ­ρων τῆς ἐ­ρή­μου. «Ἐ­άν ἀ­πο­κτή­σει κα­νείς τήν κα­θα­ρό­τη­τα», λέ­γει ἕ­νας ἀ­πό αὐ­τούς, «ὅ­λα θά ὑ­πο­τάσ­σον­ται σ’ αὐ­τόν, ὅ­πως καί στόν Ἀ­δάμ, ὅ­ταν ἦ­ταν μέ­σα στόν πα­ρά­δει­σο, πρίν πα­ρα­βεῖ τήν ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ». Ὁ ἅ­γιος Ἰ­σα­άκ ὁ Σύ­ρος προ­σθέ­τει πώς ἡ πί­στη τοῦ δί­και­ου στόν Θε­ό «με­τα­βάλ­λει τά θη­ρί­α τοῦ δά­σους σέ ἄ­κα­κα ἀρ­νιά».
Ἔ­τσι ἀ­να­φέ­ρε­ται στό ἱ­ε­ρό συ­να­ξά­ριο γιά τόν ὅ­σιο Κό­πριο: «Ἀ­να­βαί­νων πο­τέ εἰς τό βου­νόν ὁ­μοῦ μέ τόν ὄ­νον τοῦ μο­να­στη­ριοῦ διά νά κό­ψη ξύ­λα, ἐ­πει­δή μί­α ἄρ­κτος ἐ­πλή­γω­σε τόν ὄ­νον εἰς τό μη­ρί­ον, ἐ­κρά­τη­σεν ὁ ὅ­σιος τήν ἄρ­κτον καί ἐ­φόρ­τω­σεν εἰς αὐ­τήν τά ξύ­λα λέ­γων: “Δέν θά σέ ἀ­φή­σω πλέ­ον, ἀλ­λά σύ θά κά­μνης τήν ὑ­πη­ρε­σί­αν τοῦ ὄ­νου, τόν ὁ­ποῖ­ον ἐ­πλή­γω­σας, ἕ­ως ὅ­του ὑ­γιά­νη ἐ­κεῖ­νος”. Καί λοι­πόν ὑ­πε­τάσ­σε­το εἰς αὐ­τόν ἡ ἄρ­κτος καί ἔ­φε­ρε τά ξύ­λα».
Ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός τοῦ Θε­οῦ κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε καί πά­λι στά ζῷ­α, ὄ­χι φυ­σι­κά μέ αὐ­θαί­ρε­το τρό­πο, γιά λό­γους προ­σω­πι­κούς καί ἐ­γω­ι­στι­κούς, ἀλ­λά γιά νά ἐ­πι­βά­λει τήν τά­ξη καί τήν ἁρ­μο­νί­α μέ­σα στή δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ Θε­οῦ. Κά­τι πα­ρό­μοι­ο βλέ­που­με καί στό βί­ο τοῦ ἁ­γί­ου Ἀν­τω­νί­ου:
«Ὅ­ταν κα­τ’ ἀρ­χάς ὁ μα­κά­ριος πα­τήρ ἡ­μῶν Ἀν­τώ­νιος ἐ­φύ­τευ­σε τά δέν­δρα ταῦ­τα, ἔ­κα­μνον με­γά­λην ζη­μί­αν εἰς αὐ­τά τά ἄ­γρια ζῷ­α, τά ὁ­ποί­α ἐρ­χό­με­να εἰς τόν πο­τα­μόν διά νά πο­τι­σθώ­σιν εἰ­σήρ­χον­το καί εἰς τόν κῆ­πον. Ἰ­δών δέ πο­τέ ταῦ­τα ὁ ἅ­γιος ἐρ­χό­με­να, ἔ­λα­βεν μί­αν ρά­βδον καί πλη­σιά­σας εἰς ἕ­να ζῷ­ον, ὅ­περ ἐ­φαί­νε­το ὅ­τι ἦ­το προ­στά­της τῶν ἄλ­λων, τό προ­σέ­τα­ξε νά φύ­γη καί, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος! Ἔ­στη τό θη­ρί­ον καί τό ἐ­κτύ­πα τα­πει­νά ὁ ἅ­γιος εἰς τάς πλευ­ρᾶς λέ­γων: “Δια­τι ἀ­δι­κεῖ­τε ἐ­μέ, ὅ­στις οὐ­δό­λως σᾶς ἠ­δί­κη­σα; ἀ­να­χω­ρή­σα­τε καί πλέ­ον μή τολ­μή­σε­τε νά εἰ­σέλ­θε­τε εἰς τόν κῆ­πον”. Οὕ­τως εἶ­πεν καί ἀ­πό τήν ὥ­ραν ἐ­κεί­νην οὔ­τε καν εἰς τόν κῆ­πον εἰ­σῆλ­θον, ἀλ­λά ἔ­πι­νον εἰς τόν πο­τα­μόν καί ἔ­φευ­γον».

ζ) Δι­αγ­γε­λέ­ας τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ
Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ζω­ή τοῦ χρι­στια­νοῦ γί­νε­ται ἀ­φορ­μή νά δο­ξά­ζε­ται τό ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων (Μάτθ. ε' 16. Α' Κόρ. Γ 31. Α' Πε­τρ. β' 11-12). Κά­θε πι­στός κα­λεῖ­ται νά γί­νει δι­αγ­γε­λέ­ας τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ (Λουκ. θ' 60). Γι’ αὐ­τό καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς ὅ­ρι­σε σάν εὐ­αγ­γε­λι­κή πε­ρι­κο­πή γιά τήν ἱ­ε­ρή ἀ­κο­λου­θί­α τοῦ χρί­σμα­τος ἐ­κεί­νη πού πε­ρι­λαμ­βά­νει τήν προ­τρο­πή: «πο­ρευ­θέν­τες μα­θη­τεύ­σα­τε πάν­τα τά ἔ­θνη!» (Μάτθ. κη' 19). Τοῦ­το φα­νε­ρώ­νει πώς αὐ­τό τό κά­λε­σμα ἀ­πευ­θύ­νε­ται σέ κά­θε βα­πτι­ζό­με­νο χρι­στια­νό.
Τό Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ δέν ἔ­χει ἀ­κό­μη ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ. Συ­ναρ­μο­λο­γεῖ­ται καί συγ­κρο­τεῖ­ται μέ τήν ὑ­πη­ρε­σί­α κά­θε «ἀρ­θρώ­σε­ως», μέ τήν ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἐ­φο­δι­α­σμέ­νο καί αὐ­ξά­νε­ται μέ τήν κα­τάλ­λη­λη ἐ­νέρ­γεια τοῦ κά­θε μέ­λους του, δη­λα­δή κά­θε συ­νει­δη­τοῦ χρι­στια­νοῦ (Ἐ­φεσ. δ' 15-16). Ὁ κα­θέ­νας πού βα­πτί­ζε­ται προ­στί­θε­ται σ’ αὐ­τό τό Σῶ­μα (Πράξ. β' 47. Γάλ. γ' 26).
Ὁ Χρι­στός δέν ἦλ­θε νά σώ­σει ὁ­ρι­σμέ­νο ἀ­ριθ­μό «ἐ­κλε­κτῶν»«κε­χρι­σμέ­νων», ἀλ­λά ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους (Α΄ Τιμ. β' 4)· ὅ­λοι εἶ­ναι κα­λε­σμέ­νοι νά «κα­θή­σουν με­τά Ἀ­βρα­άμ καί Ἰ­σα­άκ καί Ἰ­α­κώβ ἐν τῇ βα­σί­λεια τῶν οὐ­ρα­νῶν» (Ματθ. η' 11). Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ξε­κί­νη­σε μέ μι­κρό κύ­κλο μα­θη­τῶν πού ἦ­σαν Ἰ­ου­δαῖ­οι. Ὅ­μως ὁ Χρι­στός ὑ­πο­γράμ­μι­σε πώς ἔ­χει καί «ἄλ­λα πρό­βα­τα», πού δέν προ­έρ­χον­ται ἀ­πό τήν ἰ­ου­δα­ϊ­κή «μάν­δρα»· πρέ­πει καί ἐκεῖνα νά ἀ­κού­σουν τή φω­νή Του καί νά ἐν­τα­χθοῦν στήν Ἐκ­κλη­σί­α, γιά νά γί­νει «ἕ­να ποί­μνιο καί ἕ­νας ποι­μέ­νας» (Ἰ­ω. Γ 16, πρβλ. Ἡσ. ξη' 19). Ἄν λοι­πόν ἐ­πι­θυ­μοῦ­με νά ἐκ­πλη­ρω­θεῖ τό θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, πρέ­πει νά ἐρ­γα­σθοῦ­με γιά τή σω­τη­ρί­α τῶν ἀ­δελ­φῶν.
Ὁ κά­θε χρι­στια­νός πρέ­πει νά εἶ­ναι «ἕ­τοι­μος πρός ἀ­πο­λο­γί­αν» στόν κα­θέ­να πού θά ζη­τή­σει λό­γο «διά τήν ἐλ­πί­δα, τήν ὁ­ποί­αν ἔ­χο­μεν μέ­σα μας». Ἀλ­λά πα­ραγ­γέλ­λει ὁ ἀ­πό­στο­λος «νά τό κά­νε­τε μέ εὐ­γέ­νειαν καί σε­βα­σμόν με­τά πρα­ΰ­τη­τος καί φό­βου καί νά ἔ­χε­τε συ­νεί­δη­σιν ἀ­γα­θήν, ὥ­στε ἐ­νῷ κα­τη­γο­ρεῖ­σθε ὅ­τι εἶ­σθε κα­κοί, νά κα­ται­σχυ­θοῦν ἐ­κεῖ­νοι πού δυ­σφη­μοῦν τήν κα­λήν σας χρι­στι­α­νι­κή δι­α­γω­γή» (Α' Πε­τρ. γ' 15-16).
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος συ­νι­στᾶ δι­ά­κρι­ση στίς σχέ­σεις τῶν πι­στῶν πρός τούς «ἔ­ξω»· «συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σθε πρός τούς ἔ­ξω μέ σο­φί­αν, ἐ­πω­φε­λού­με­νοι τοῦ χρό­νου πού ἔ­χε­τε. Ὁ λό­γος σας νά εἶ­ναι πάν­το­τε μέ χά­ριν, ἀρ­τυ­μέ­νος μέ ἁ­λά­τι, καί νά ξέ­ρε­τε πώς πρέ­πει νά ἀ­παν­τᾶ­τε εἰς τόν κα­θέ­να». (Κολ. δ' 5-6).
Ὁ χρι­στια­νός πρέ­πει νά εἶ­ναι ἄν­θρω­πος ἀ­γά­πης πρός ὅ­λους· πῶς λοι­πόν μπο­ρεῖ νά ἀ­δι­α­φο­ρή­σει γιά τή σω­τη­ρί­α τῶν ἄλ­λων; Γνω­ρί­ζει πώς μό­νο ἕ­νας ἀ­πο­τε­λεῖ βέ­βαι­α ἐλ­πί­δα, ὁ Χρι­στός καί ὅ­τι ἐ­κτός τοῦ Χρι­στοῦ δέν ὑ­πάρ­χει γιά τόν ἄν­θρω­πο ἐλ­πί­δα. Πῶς μπο­ρεῖ λοι­πόν νά ἀ­δι­α­φο­ρή­σει καί νά μή προ­σπα­θή­σει νά με­τα­δό­σει τήν μο­να­δι­κή ἐλ­πί­δα στούς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους; (Β' Κορ. α' 6. Ἐ­φεσ. β' Α' Θεσ. δ' 13. Τίτ. α' 2-3. Α' Ἰ­ω. γ' 3).
Τό ἔρ­γο αὐ­τό ἀ­πο­τε­λεῖ θέ­λη­μα Θε­οῦ καί τήν καλ­λί­τε­ρη ἀ­πό­δει­ξη ἀ­γά­πης πρός τόν Θε­ό (Α' Ἰ­ω. γ' 17. δ' 7, 8, 20. Ἰ­εζ. γ' 16-21, λγ' 1-20). Ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­κό­μη μαρ­τυ­ρί­α τῆς γνη­σι­ό­τη­τας τῆς πί­στης καί τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς. Ὅ­ποι­ος μέ­νει στα­θε­ρός σ’ αὐ­τή τή μο­να­δι­κή ἐλ­πί­δα (Ἐ­φεσ. δ' 4), φλέ­γε­ται ἀ­πό τόν πό­θο γιά τή σω­τη­ρί­α τῶν ἀ­δελ­φῶν, καί δέν μπο­ρεῖ νά ἡ­συ­χά­σει, ἀ­φοῦ οἱ ἀ­δελ­φοί του βρί­σκον­ται στήν ἀ­δι­α­φο­ρί­α καί στήν πλά­νη καί μέ­νουν ἔ­ξω ἀ­πό αὐ­τή τήν ἐλ­πί­δα. Γι’ αὐ­τό τό ἔρ­γο γρά­φει ὁ ἀ­πό­στο­λος Ἰ­ά­κω­βος:
«Ἀ­δελ­φοί, ἐ­άν κα­νείς ἀ­πό σᾶς πλα­νη­θεῖ ἀ­πό τήν ἀ­λή­θεια καί κά­ποι­ος τόν ἐ­πα­να­φέ­ρει, ἄς γνω­ρί­ζει, ὅ­τι ἐ­κεῖ­νος πού θά ἐ­πα­να­φέ­ρει ἁ­μαρ­τω­λόν ἀ­πό τόν δρό­μον τῆς πλά­νης του, θά σώ­σει ψυ­χήν ἀ­πό τόν θά­να­τον καί θά κα­λύ­ψει πλῆ­θος ἁ­μαρ­τι­ῶν» (Ἰ­ακ. ε' 19-20, πρθλ. α' 5. Λούκ. ι­ε' 24, 32).
Ὁ χρι­στια­νός δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­μο­νω­θεῖ ἐ­πι­δι­ῶ­κον­τας τήν ἀ­το­μι­κή του σω­τη­ρί­α ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τή σω­τη­ρί­α τῶν ἀ­δελ­φῶν. «Ἐκ τοῦ πλη­σί­ον ἐ­στιν ἡ ζω­ή καί ὁ θά­να­τος», λέ­γει ὁ Ἀβ­βάς Ἀν­τώ­νιος, «ἐ­άν γάρ κερ­δί­σω­μεν τόν ἀ­δελ­φόν, τόν Θε­όν κερ­δαί­νω­μεν» (πρβλ. Ἰ­εζ. γ' 16-21, λγ' 1-20).
Στήν πε­ρί­πτω­ση ἀ­δι­α­φο­ρί­ας γιά τόν ἀ­δελ­φό ὑ­πάρ­χει ἴ­σως ἔλ­λει­ψη θάρ­ρους γιά ὁ­μο­λο­γί­α, ἤ ἡ ἐλ­πί­δα δέν εἶ­ναι στα­θε­ρά θε­με­λι­ω­μέ­νη μέ­σα μας.
Στήν πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση πρέ­πει νά θυ­μη­θοῦ­με τούς λό­γους τοῦ Κυ­ρί­ου, ὅ­τι θά ὁ­μο­λο­γή­σει ἐμ­πρός στόν Πα­τέ­ρα Του τόν κα­θέ­να πού θά τόν ὁ­μο­λο­γή­σει ἐ­νώ­πιον τῶν ἀν­θρώ­πων, ἐ­νῷ θά ἀρ­νη­θεῖ ἐ­κεῖ­νον πού δέν θά ἔ­χει τό θάρ­ρος νά τόν ὁ­μο­λο­γή­σει καί αὐ­τόν πού θά τόν ἀρ­νη­θεῖ ἐ­νώ­πιον τῶν ἀν­θρώ­πων (Ματθ. ι' 32-33. Μάρκ. η' 38. Λούκ. θ' 26, ι­β' 8-9. β' Τίμ. β' 12).
Στή δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση πρέ­πει νά ἔ­χου­με πάν­το­τε στό νοῦ μας τούς λό­γους τῆς Ἀ­πο­κά­λυ­ψης: «Θά ἤ­θε­λα νά εἶ­σαι εἴ­τε ψυ­χρός εἴ­τε θερ­μός. Ἀλ­λά ἐ­πει­δή εἶ­σαι χλια­ρός, καί οὔ­τε θερ­μός, οὔ­τε ψυ­χρός, θά σέ ξε­ρά­σω ἀ­πό τό στό­μα μου» (Ἀ­ποκ. γ' 16).
Κά­θε πι­στός λοι­πόν κα­λεῖ­ται νά δι­δά­σκε­ται καί νά δι­δά­σκει× νά γί­νει δι­αγ­γε­λέ­ας τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. «Ἐ­άν ἀρ­νεῖ­σαι νά δι­δά­σκε­σαι καί νά δι­δά­σκεις, δέν εἶ­σαι μα­θη­τής τοῦ Κυ­ρί­ου», λέ­γει ὁ μη­τρο­πο­λί­της Μό­σχας Φι­λά­ρε­τος· τί εἶ­σαι; Δέν ξέ­ρω, ὅ­πως δέν ξέ­ρω καί τί θά ἀ­πο­γί­νεις στήν πα­ροῦ­σα ζω­ή καί στήν μέλ­λου­σα» (πρβλ. Ἰ­ε­ρεμ. κ' 9. Ἰ­εζ. γ' 16-21, λγ' 1-20. Α' Κόρ. θ' 16).
Κλεί­νον­τες τό κε­φά­λαι­ο αὐ­τό πα­ρα­τη­ροῦ­με πώς ὁ νέ­ος λα­ός τοῦ Θε­οῦ ἀ­πο­τε­λεῖ βα­σι­λι­κό καί ἱ­ε­ρα­τι­κό ἔ­θνος. Ὁ κά­θε πι­στός προ­σφέ­ρει τό σῶ­μα του καί ὁ­λό­κλη­ρο τόν ἑ­αυ­τό του θυ­σί­α ζῶ­σα στόν Θε­ό. Τά πάν­τα ἐ­πι­τε­λεῖ πρός δό­ξα Θε­οῦ, στόν ὁ­ποῖ­ο προ­σφέ­ρει τό μό­χθο του μέ­σῳ τῶν ἀ­δελ­φῶν. Ἔ­τσι δη­μι­ουρ­γεῖ­ται δια­ρκῆς δο­ξο­λο­γι­κή σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στόν ἄν­θρω­πο καί στόν Θε­ό· ὁ ἄν­θρω­πος προ­σφέ­ρει τά δῶ­ρα τοῦ Θε­οῦ δο­ξο­λο­γί­α στόν Κύ­ριο, καί Ἐ­κεῖ­νος τά ἐ­πι­στρέ­φει στόν ἄν­θρω­πο εὐ­λο­γη­μέ­να καί ἁ­γι­α­σμέ­να.
Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ξα­να­βρί­σκει ὁ ἄν­θρω­πος τήν πρώ­τη του θέ­ση ἀ­πέ­ναν­τι στό Θε­ό καί στή δη­μι­ουρ­γί­α. Μέ τήν ἐ­πι­στή­μη «κα­τα­κυ­ρι­εύ­ει» τήν κτί­ση· ὅ­μως τά κί­νη­τρά του δέν εἶ­ναι ἐ­γω­ι­στι­κά, ἀλ­λά ἐκ­πλη­ρώ­νει μέ ἀ­φο­σι­ώ­ση τήν ἀ­πο­στο­λή πού τοῦ ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός νά εἶ­ναι ἐρ­γα­της καί φύ­λα­κας τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας Του. Τό Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ δι­α­περ­νᾶ ὅ­λα τά ἔρ­γα τοῦ ἀν­θρώ­που καί τά με­τα­φέ­ρει σέ δο­ξο­λο­γι­κή σχέ­ση μέ τόν Θε­ό.
Ἀλ­λά ὁ πι­στός ὑ­πη­ρε­τεῖ τό ἔρ­γο τοῦ Κυ­ρί­ου καί μέ ἄλ­λο τρό­πο× μέ τή ζω­ή του καί μέ τό λό­γο του κά­νει τούς πλη­σί­ον του κοι­νω­νούς τῆς μο­να­δι­κῆς ἐλ­πί­δος καί ἀ­πο­δει­κνύ­ει μέ τόν τρό­πο αὐ­τό τήν ἀ­γά­πη του πρός τούς ἀ­δελ­φούς. Δέν ἐ­πι­δι­ώ­κει τήν ἀ­το­μι­κή του σω­τη­ρί­α ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τή σω­τη­ρί­α τῶν ἀ­δελ­φῶν, ἀλ­λά αἰ­σθά­νε­ται τήν ἑ­νό­τη­τά του στό Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ καί τήν εὐ­θύ­νη του γιά τήν αὔ­ξη­ση τοῦ ὅλου σώματος.

Αὐτή εἶναι ἡ ὀρθή θέση τοῦ κάθε πιστοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία. 
Share:

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΑΡΝΑΙΑ

ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΑΓΑΠΗΣ ΣΤΗΝ ΑΡΝΑΙΑ.
ΚΥΡΙΑΚΗ 10 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2019

   3 μ.μ. Αναχώρηση από πλατεία Αριστοτέλους(άγαλμα Βενιζέλου)
Προσκύνημα στό Μοναστήρι Αγίου Κοσμά στό Χολομώντα
Επίσκεψη στούς γέροντες του Ιδρύματος Αγάπης-Στέγη Γερόντων
  7 μ.μ. Συμμετοχή στό Δείπνο Αγάπης στό Κέντρο «ΕΛΒΕΤΙΑ»

Πληροφορίες-δηλώσεις συμμετοχής τηλ. 6930777416
Οικονομική Συμμετοχή 15 €.

Share:

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟΥ

Από την εκδήλωση του Ορθόδοξου Μακεδονικού Παρατηρητηρίου για την ενίσχυση των γερόντων του Ιδρύματος Αγάπης Αρναίας, στο ξενοδοχείο Φιλίππειο


Share:

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΜΙΛΙΩΝ 2019

ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
ΧΑΛΚΕΩΝ 21, 54624 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
«Γνωριμία μέ τήν Ορθοδοξία»
Μόνο μέ τήν καλή γνώση της Ορθοδόξου πίστεως θά μπορέσουμε, νά στερεωθούμε εμείς μέσα στήν Ορθόδοξη Εκκλησία καί νά βοηθήσουμε τά θύματα της αίρεσης καί της πλάνης

ΚΑΘΕ ΔΕΥΤΕΡΑ
6,30 μ.μ. Παρακλητικός Κανόνας «Υπέρ επιστροφής των πεπλανημένων».
7,30 μ.μ. Ομιλία Οικοδομής εις τήν ορθόδοξη πίστη
ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ 3, 1ος ΟΡΟΦΟΣ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ Ι.Ν. ΑΓ.ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ κ.ΑΝΘΙΜΟΥ

ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΥ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ
Δευτέρα 14/1/2019
Θέμα: «Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ»
Ομιλητής: κ. Βάϊος Πράντζος, Θεολόγος

Δευτέρα 21/1/2019
6,30 μ.μ. ΚΟΠΗ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ μέ ψυχαγωγικό πρόγραμμα στό «ΚΑΦΕ ΖΩΓΙΑ» Ελ. Βενιζέλου 1 Μητροπόλεως.

Δευτέρα 28/1/2019
Θέμα: «ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ»
Ομιλητής:Αρχιμ.Χρυσόστομος Μαϊδώνης, Πρωτοσύγκελλος Ι.Μ.Ιερισσού

Δευτέρα 4/2/2019
Θέμα: «Η ΕΝΟΡΙΑ ΜΑΣ»
Ομιλητής: Αρχιμ. Δημήτριος Μπίκας, Θεολόγος

Δευτέρα 11/2/2019
Θέμα: «ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙΑ, Η ΣΥΝΑΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ »
Ομιλητής: Αιδ.π.Κων/νος Χατζηαγγελίδης

Δευτέρα 18/2/2019
Θέμα: «Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ»
Ομιλητής: κ. Βάϊος Πράντζος, Θεολόγος

Δευτέρα 25/2/2019
Θέμα: «ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ »
Ομιλητής: Αρχιμ.Χρυσόστομος Μαϊδώνης, Πρωτοσύγκελλος Ι.Μ.Ιερισσού

ΚΥΡΙΑΚΗ 3/3/2019
6,30μ.μ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΣΤΟ ΝΑΟ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΟΛΙΟΥΧΟΥ.
Ομιλητές: Στέλιος Παπαθεμελής, Κων/νος Χολέβας, Αρχιμ.Χρυσόστομος Μαιδώνης

Δευτέρα 4/3/2019
Θέμα: «ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ»
Ομιλητής: Αρχιμ. Δημήτριος Μπίκας, Θεολόγος

Δευτέρα 11/3/2019
ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ,
ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΟΜΙΛΙΑ

Δευτέρα 18/3/2019
ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ

ΣΑΒΒΑΤΟ 23/3/2019
ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, ΠΡΟΣΤΑΤΟΥ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟΥ ΣΤΟ ΝΑΟ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΟΛΙΟΥΧΟΥ.


Δευτέρα 25/3/2019 ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ,
ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΟΜΙΛΙΑ

Δευτέρα 1/4/2019
Θέμα: «Ο ΤΙΜΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ»
Ομιλητής: Αρχιμ.Χρυσόστομος Μαϊδώνης, Πρωτοσύγκελλος Ι.Μ.Ιερισσού

Δευτέρα 8/4/2019
Θέμα: «ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ»
Ομιλητής: κ. Βάϊος Πράντζος, Θεολόγος

Δευτέρα 15/4/2019
Θέμα: «ΤΟ ΕΥΧΕΛΑΙΟ»
Ομιλητής Αιδ.π.Κων/νος Χατζηαγγελίδης, Ι.Μ.Νεαπόλεως
Share:

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

ΚΟΠΗ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ



Την Δευτέρα 21-1-2019 πραγματοποιήθηκε η κοπή  Βασιλόπιτας από το  Σωματείο του  Ορθόδοξου Μακεδονικού  Παρατηρητήριου στον φιλόξενο χώρο του καφέ ΡΙΤΖ (πρώην Ζώγια).
Την βασιλόπιτα  ευλόγησε ο πρωτοσύγγελος Ιερισσού, Αγ.Όρους κ Αδραμερίου
αρχ. Π. Χρυσόστομος Μαιδώνης, πνευματικός εκπρόσωπος του Σωματείου.
Share:

ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ

Η φωτογραφία μου
Για την προστασία του ελληνορθόδοξου πολιτισμού της οικογενείας της νεολαίας και του πολίτη.

Translate

Από το Blogger.

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Ετικέτες

ΑNTIAIPETIKO ΣEMINAPIO ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΑΙΔ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΏΤΟΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΛΛΟΘΡΗΣΚΟΙ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΟΜΙΛΙΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΣΟΦΙΑ ΑΠOKPYΦIΣMOΣ ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΙΑ ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΛΛΑΣ ΑΡΧΙΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ ΜΥΡΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΜΑΪΔΩΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ΒΙΟΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΓΙΟΓΚΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ ΕΘΝΟΦΥΛΕΤΙΣΜΟΣ ΕΙΚΟΝΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΕΚΔΡΟΜΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΕΣΩΤΕΡΙΣΜΟΣ ΕΤΕΡΟΘΡΗΣΚΟΙ ΘΕΟΣΟΦΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΙΔΡΥΜΑ ΑΓΑΠΗΣ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΡΙΔΟΛΟΓΙΑ ΙΣΛΑΜ ΙΩΑΝΝΗ ΜΗΛΙΩΝΗ Κ. ΒΑΪΟΣ ΠΡΑΝΤΖΟ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΑΣΙΛΑΚΗ ΚΩΝΣΤ. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΛΟΓΟΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΣΜΟΣ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΝΕΟEIΔΩΛOΛATPEIA ΝΕΟΓNΩΣTIKIΣMOΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΒΙΝΤΕΟ ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Π. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΣΟΥΡΟΣ Π. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΠΑΤΕΡ ΙΩΣΗΦ ΒΙΓΛΙΩΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΚΟΠΙΑ ΠΙΣΤΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΜΙΛΙΩΝ ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΠΡΟΣΥΛΙΤΙΣΜΟΣ ΠΡΩΤ. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΣΟΥΡΟΣ ΡΕΦΛΕΞΟΛΟΓΙΑ ΣΑΤΑΝΙΣΜΟΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΣΚΟΠΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΧΙΣΜΑ ΤΡΙΤΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΦΥΛΟ ΧΙΛΙΑΣΤΕΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΨEYTOMEΣΣIEΣ ΨEYΔOΠPOΦHTEΣ ΨΕΥΔΟ-ΙΝΔΟΥΙΣΜΟΣ ΨΗΦΙΣΜΑ

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Προτεινόμενη ανάρτηση

Δεκαπενταύγουστος, Η Hμέρα Της Παναγιάς μας!

Δεκαπενταύγουστος! Η ημέρα Της Παναγιάς μας σήμερα! Της Παναγιάς που βρίσκεται στα χείλη και την καρδιά κάθε πιστού. Εκείνης Της Μεγαλόχαρης...

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *